1. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει, με πράξη του, μέλος του Συμβουλίου ως εισηγητή, στο οποίο παραδίδεται ο πειθαρχικός φάκελος που έχει σχηματιστεί. Η σχετική πράξη επιδίδεται στον διωκόμενο ηλεκτρονικά στην υπηρεσιακή ηλεκτρονική του διεύθυνση, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την συνεδρίαση του Συμβουλίου.
2. Ο εισηγητής αντικαθίσταται σε περίπτωση κωλύματος ή στην περίπτωση αποδοχής από το Πειθαρχικό Συμβούλιο αίτησης εξαίρεσης εκ μέρους του διωκομένου, η οποία υποβάλλεται μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την επίδοση της πράξης. Στη σχετική συζήτηση δεν συμμετέχει ο εισηγητής. Αίτημα εξαίρεσης και άλλου εισηγητή δεν επιτρέπεται.
3. Ο Πρόεδρος ορίζει ημέρα και ώρα συνεδρίασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με πράξη του που αποστέλλεται στα μέλη του με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στην υπηρεσιακή ηλεκτρονική τους διεύθυνση και επιδίδεται στον διωκόμενο ηλεκτρονικά στην υπηρεσιακή ηλεκτρονική του διεύθυνση, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα συνεδρίασης. Ο τελευταίος μπορεί να παραστεί ενώπιον του Συμβουλίου και με δικηγόρο για να αναπτύξει τις απόψεις του.
4. Το Συμβούλιο, αφού ακούσει τον εισηγητή, αποφασίζει αν η υπόθεση είναι ώριμη για συζήτηση ή αν θα διεξαχθεί ανάκριση. Αν το Συμβούλιο αποφασίσει ότι η υπόθεση είναι ώριμη για συζήτηση, η διαδικασία συνεχίζεται με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 97 και 98.
5. Το Συμβούλιο διατάσσει πάντοτε ανάκριση, εκτός εάν: α) τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από τον φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο, β) ο λειτουργός ομολογεί, με την απολογία του, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα, γ) ο λειτουργός συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που αποτελεί συγχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα, δ) έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για ποινικό αδίκημα που αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα, ε) έχει διενεργηθεί, πριν την άσκηση της πειθαρχικής αγωγής, ΕΔΕ ή άλλη ένορκη εξέταση, κατά την οποία διαπιστώθηκε διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο λειτουργό. Το ίδιο ισχύει όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από έκθεση δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου της Διοίκησης.