1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται με την έκδοση και επίδοσή της ή με την κλήση του λειτουργού σε απολογία σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 87 και τελειώνει με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
2. Η πειθαρχική αγωγή περιέχει το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκόμενου και επακριβή καθορισμό, κατά τόπο και χρόνο, των πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνιστούν το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκε και τις διατάξεις που το προβλέπουν.
3. Η πειθαρχική αγωγή, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 87, απευθύνεται στο αρμόδιο Συμβούλιο, συνοδεύεται από τον πειθαρχικό φάκελο και επιδίδεται στον διωκόμενο. Η παράλειψη επίδοσης της πειθαρχικής αγωγής συνεπάγεται ακυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας, εκτός αν ο λειτουργός που διώκεται έλαβε αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της με άλλο τρόπο. Στην περίπτωση αυτή, η άσκηση της πειθαρχικής αγωγής ανατρέχει στον χρόνο που ο διωκόμενος έλαβε αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της πειθαρχικής αγωγής. Η αρμοδιότητα του Συμβουλίου κρίνεται από τον βαθμό του διωκομένου κατά τον χρόνο άσκησης της πειθαρχικής αγωγής, με την επιφύλαξη της παρ.5 του άρθρου 81.
4. Η πειθαρχική αγωγή δεν ανακαλείται.