1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είναι: α) ο Υπουργός Οικονομικών για τους λειτουργούς όλων των βαθμών και β) ο Πρόεδρος του ΝΣΚ ή εάν αυτός κωλύεται ή είναι απών, ο αρχαιότερος Αντιπρόεδρος για τους λειτουργούς μέχρι και τον βαθμό του Αντιπροέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
2. O Πρόεδρος, όταν λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση ότι τελέστηκε από λειτουργό του ΝΣΚ πράξη που μπορεί να χαρακτηριστεί πειθαρχικό παράπτωμα, υποχρεούται, είτε να κινήσει τη διαδικασία άσκησης πειθαρχικής αγωγής από τον Υπουργό Οικονομικών, είτε να την ασκήσει ο ίδιος, αν συντρέχει η περ. β’ της παρ. 2.
3. Αν τα στοιχεία που περιέρχονται στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, δεν πιθανολογούν τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ή αν τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται, δεν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή δεν επισύρουν πειθαρχική κύρωση, λόγω εξάλειψης του αξιόποινου ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη. Σε περίπτωση καταφανώς αστήρικτης καταγγελίας, σε βάρος λειτουργού του ΝΣΚ, ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει την υπόθεση στο αρχείο, χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου και να ενημερώσει σχετικά τον καταγγέλλοντα.
4. Αν πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν μόνο ποινή επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της Υπηρεσίας και την όλη διαγωγή του λειτουργού, εντός και εκτός της υπηρεσίας.
5. Ο Προϊστάμενος υπηρεσιακής μονάδας του ΝΣΚ, εφόσον περιέλθει σε γνώση του η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από λειτουργό του ΝΣΚ, που υπηρετεί στην υπηρεσιακή μονάδα, οφείλει να το ανακοινώσει άμεσα με έγγραφό του στον Πρόεδρο του ΝΣΚ.
6. Αν κατά τη διάρκεια πειθαρχικής ανάκρισης προκύπτουν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, ο ανακριτής συντάσσει σχετική έκθεση και τη διαβιβάζει αμέσως στον Πρόεδρο του ΝΣΚ.