1. Η πειθαρχική ευθύνη του λειτουργού του ΝΣΚ αρχίζει από την αποδοχή του διορισμού του και λήγει με τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης. Ο λειτουργός του ΝΣΚ που απώλεσε την ιδιότητα αυτή, με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρ¬χικά, η πειθαρχική όμως διαδικασία, η οποία έχει αρχίσει, συνεχίζεται και μετά την απώλεια της ιδιότητας του λειτουργού του ΝΣΚ, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.
2. Όταν συντρέχει η περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επι¬βάλει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές. Σε περίπτωση που η επιβλητέα πειθαρχική ποινή είναι ανώτερη του προστίμου, το πειθαρχικό συμβούλιο τη μετατρέπει, ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώ¬ματος, σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, με δυνατότητα επιβολής και διοικητικής κύρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 84.
3. Πράξεις που τελέστηκαν κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του διωκόμενου στον δημόσιο τομέα ή υπό την ιδιότητα του δικηγόρου, τιμωρούνται πειθαρχικά, εφόσον δεν παρήλθε ο χρόνος παραγραφής που ορίζεται γι’ αυτές. Στην περίπτωση αυτή, ο τυχόν εκτός υπηρεσίας στο ΝΣΚ χρόνος, εφόσον δεν υπερβαίνει την πενταετία, δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής.
4. Η τέλεση κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού και έως την αποδοχή του διορισμού παράνομης πράξης σχετικής με τη συμμετοχή στη διαδικασία του διαγωνισμού ή τις προϋποθέσεις διορισμού συνιστά για τον λειτουργό πειθαρχικό παράπτωμα. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από την αποδοχή του διορισμού και λήγει με την συμπλήρωση πενταετίας από την αποδοχή του διορισμού.