1.Σε κάθε δικαστική ή εξώδικη υπόθεση, μετά από την ανάθεση αυτής, o λειτουργός που τη χρεώθηκε, οφείλει να προβεί άμεσα στις αναγκαίες ενέργειες για την εξακρίβωση του πραγματικού της διαφοράς και τη συλλογή των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων. Εφόσον από τα στοιχεία αυτά, πιθανολογείται από τον χειριζόμενο την υπόθεση και από τον Προϊστάμενο του Γραφείου η βασιμότητα των αξιώσεων που προβάλλονται κατά του Δημοσίου ή των λοιπών φορέων των οποίων το ΝΣΚ διεξάγει τη νομική υπηρεσία κινείται η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 6 και 7 για την αναγνώριση αυτών ή για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς ή, σε περίπτωση αμφιβολίας, για τον καθορισμό τηρητέας πορείας.
2. Σε περίπτωση αιτήματος της υπηρεσίας για άσκηση επιθετικής ενέργειας, που ο χειριζόμενος την υπόθεση και ο Προϊστάμενός του κρίνουν ότι δεν πιθανολογείται η ευδοκίμησή της, η υπόθεση εισάγεται άμεσα ενώπιον των οργάνων των άρθρων 6 και 7 για τη μη άσκηση του σχετικού ενδίκου βοηθήματος.
3. Εφόσον δεν συντρέχουν οι περιπτώσεις των παρ. 1 και 2, ο λειτουργός οφείλει να προβεί σε κάθε ενδεικνυόμενη δικαστική ή εξώδικη ενέργεια ή παράσταση για την υπεράσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου ή των λοιπών φορέων που το ΝΣΚ διεξάγει τη νομική τους υπηρεσία και να ασκήσει, όπου ενδείκνυται, τα ένδικα μέσα και βοηθήματα μέχρι την περαίωση των υποθέσεων αυτών, τηρώντας, τόσο το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τις υποθέσεις αυτές, όσο και τις διατάξεις για τη λειτουργία του ΝΣΚ.