1. Στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, των Τμημάτων και των Τριμελών Επιτροπών, οι υποθέσεις και τα ερωτήματα φέρονται για συζήτηση ύστερα από γραπτή εισήγηση, η οποία, με όλα τα κρίσιμα έγγραφα της υπόθεσης, διαβιβάζεται ηλεκτρονικά στα μέλη της Ολομέλειας τουλάχιστον έξι πλήρεις (6) ημέρες, στα μέλη του Τμήματος τουλάχιστον τρεις πλήρεις (3) ημέρες και στα μέλη της Τριμελούς Επιτροπής, τουλάχιστον μία (1) πλήρη ημέρα πριν από τη συνεδρίαση. Η εισήγηση πρέπει να περιέχει πλήρη έκθεση του πραγματικού και του νομικού μέρους της υπόθεσης, με παράθεση των κρίσιμων διατάξεων, της ερμηνείας τους και της λύσης που προτείνεται. Κατ’ εξαίρεση, για θέματα ή υποθέσεις που επείγουν, μπορεί η διαδικασία αυτή να μην τηρείται, ύστερα από προφορική άδεια του Προέδρου του ΝΣΚ ή του Προέδρου του Τμήματος ή της Τριμελούς Επιτροπής.
2. Στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, Πλήρους, Τακτικής ή Διακοπών και των Τμημάτων συντάσσονται πρακτικά, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από μέλος τους. Τα πρακτικά της Ολομέλειας, Πλήρους, Τακτικής ή Διακοπών, υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα του ΝΣΚ, ενώ των Τμημάτων, από τον Πρόεδρο του Τμήματος και τον Εισηγητή. Οι γνωμοδοτήσεις της Ολομέλειας και των Τμημάτων υπογράφονται από εκείνον που προεδρεύει και τον εισηγητή της υπόθεσης, σε τρία (3) αντίτυπα. Τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων της Ολομέλειας και των Τμημάτων για δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, υπογράφονται από εκείνον που προεδρεύει και τον εισηγητή της υπόθεσης.
3. Τα Πρακτικά περιέχουν αιτιολογία που μπορεί να προκύπτει και από το περιεχόμενο των εγγράφων του φακέλου της υπόθεσης υπόκεινται σε θεώρηση ή έγκριση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 7. και αποστέλλονται άμεσα στην αρμόδια υπηρεσία.
4. Οι γνωμοδοτήσεις σε ερωτήματα και τα πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις των Τριμελών Επιτροπών, των Τμημάτων και της Ολομέλειας, εκδίδονται με απόλυτη πλειοψηφία των μελών που συμμετέχουν, τα οποία εκφέρουν τη γνώμη τους και ψηφίζουν πάντα, κατά σειρά αρχαιότητας, αρχίζοντας από το νεότερο μέλος. Στην Ολομέλεια και στα Τμήματα, αν διατυπωθούν περισσότερες από δύο (2) γνώμες και δεν σχηματίζεται απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, αυτοί που εκφράζουν την ασθενέστερη γνώμη οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες. Εάν οι ασθενέστερες γνώμες που εκφράζονται, συγκεντρώνουν ίσο αριθμό ψήφων, γίνεται ψηφοφορία μεταξύ όλων των συμμετεχόντων για να αποκλειστεί μια από αυτές. Όσοι υποστηρίζουν τη γνώμη που αποκλείεται, οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις άλλες, μέχρι να σχηματισθεί απόλυτη πλειοψηφία. Αν υπάρξει ισοψηφία, στην Πλήρη Ολομέλεια υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου, στην Τακτική Ολομέλεια και στην Ολομέλεια Διακοπών η υπόθεση παραπέμπεται στην Πλήρη Ολομέλεια, ενώ στα Τμήματα η υπόθεση παραπέμπεται στην Τακτική Ολομέλεια.
5. Στις γνωμοδοτήσεις και στα πρακτικά γνωμοδοτήσεων, καταχωρίζεται η γνώμη της μειοψηφίας, με την αιτιολογία της. Σε ειδικές περιπτώσεις υποθέσεων και ιδίως για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ή επιτακτικών αναγκών, μπορεί, κατά την κρίση της Ολομέλειας ή του Τμήματος, να μην καταχωρίζεται στη γνωμοδότηση ή στο πρακτικό η γνώμη της μειοψηφίας. Στις περιπτώσεις αυτές, με ευθύνη του προεδρεύοντος, συντάσσεται πρακτικό, από τον Γραμματέα του ΝΣΚ ή τον εισηγητή της υπόθεσης, ανάλογα με το εάν η υπόθεση συζητήθηκε ενώπιον της Ολομέλειας ή του Τμήματος, στο οποίο καταχωρίζονται τα ονόματα των μειοψηφούντων και περιληπτικά η γνώμη που αυτοί διατύπωσαν. Το πρακτικό του προηγούμενου εδαφίου θεωρείται εσωτερικό έγγραφο, δεν δημοσιοποιείται, παραμένει στον φάκελο της υπόθεσης και δεν χορηγείται αντίγραφο σε οποιονδήποτε επικαλείται έννομο συμφέρον.
6. Αντίτυπο της γνωμοδότησης, μετά την υπογραφή της, σύμφωνα με την παρ. 2, διαβιβάζεται στο αρμόδιο για την αποδοχή της όργανο. Η αποδοχή ή μη της γνωμοδότησης διατυπώνεται ρητά στο σώμα του αντιτύπου της, με επισημειωματική πράξη, η οποία φέρει ημερομηνία και υπογραφή. Το αρμόδιο προς αποδοχή όργανο, επιστρέφει στο Γραφείο ΝΣΚ που χειρίστηκε το ερώτημα τη γνωμοδότηση με την παραπάνω επισημειωματική πράξη. Μετά την αποδοχή της, η γνωμοδότηση αποτελεί πράξη δεσμευτική για τη Διοίκηση, το ν.π.δ.δ. ή την Ανεξάρτητη Αρχή και αναρτάται στο διαδίκτυο.
7. Πρακτικά σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις του Δημοσίου και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), που έχουν χρηματικό αντικείμενο, ανά αιτούντα ή διάδικο, έως εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ, εγκρίνονται από τον Πρόεδρο του ΝΣΚ. Από τον Υπουργό Οικονομικών ή το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο της ΑΑΔΕ, εγκρίνονται τα πρακτικά, με χρηματικό αντικείμενο μεγαλύτερο από το παραπάνω, καθώς και εκείνα που αφορούν σε υποθέσεις μείζονος σημασίας. Με την εγκριτική απόφαση επιτρέπεται η τροποποίηση των Πρακτικών, μόνο προς όφελος του Δημοσίου και της ΑΑΔΕ, καθώς και η διόρθωση προφανών γραφικών ή λογιστικών λαθών. Σε υποθέσεις ακυρωτικής διαδικασίας του Δημοσίου, τα πρακτικά εγκρίνονται από τον αρμόδιο, κατά περίπτωση Υπουργό, ενώ σε αντίστοιχες υποθέσεις των ν.π.δ.δ. ή Ανεξάρτητων Αρχών, από το κατά νόμο αρμόδιο για την έγκριση όργανο. Αντίγραφα των γνωμοδοτήσεων και των πρακτικών γνωμοδοτήσεων, χορηγούνται μόνο μετά την έγκρισή τους.
8. Για τις δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις, το χρηματικό όριο της παρ. 7 μπορεί να αυξάνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του κατά περίπτωση αρμόδιου οργάνου της ΑΑΔΕ, ύστερα από εισήγηση του Προέδρου του ΝΣΚ. Με όμοια απόφαση μπορεί να ανατίθεται στον Πρόεδρο του ΝΣΚ η έγκριση πρακτικών συγκεκριμένης κατηγορίας υποθέσεων, ανεξάρτητα από το ποσό.
9. Τα Πρακτικά, μετά από την έγκρισή τους, δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε άλλον έλεγχο από όργανο ή Αρχή και αναρτώνται στο διαδίκτυο, εφόσον αφορούν σε υποθέσεις χρηματικού αντικειμένου άνω των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, το παραπάνω ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται. Το Δημόσιο, οι Ανεξάρτητες Αρχές και τα ν.π.δ.δ. συμμορφώνονται υποχρεωτικά προς το περιεχόμενο των Πρακτικών που έχουν εγκριθεί. Τα Πρακτικά σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις αποτελούν, μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την έγκρισή τους, εκτελεστούς τίτλους. Για τη συμμόρφωση προς αυτά και την εκτέλεσή τους, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 1, 4 και 5 του ν. 3068/2002 (Α’ 274).
10. Το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 9 εφαρμόζονται για τις Πράξεις των Τριμελών Επιτροπών και για τις επισημειωματικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 6.
Στην παράγραφο 5 του άρθρου 9 του σχεδίου αναγράφονται τα εξής:
«Στις γνωμοδοτήσεις και στα πρακτικά γνωμοδοτήσεων , καταχωρίζεται η γνώμη της μειοψηφίας με την αιτιολογία της. Σε ειδικές περιπτώσεις υποθέσεων και ιδίως για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή επιτακτικών αναγκών, μπορεί κατά την κρίση της Ολομέλειας ή του Τμήματος, να μην καταχωρίζεται στη γνωμοδότηση ή στο πρακτικό η γνώμη της μειοψηφίας.Στις περιπτώσεις αυτές, με ευθύνη του προεδρεύοντος συντάσσεται πρακτικό, από το γραμματέα του ΝΣΚ ή τον εισηγητή της υπόθεσης, αναάλογα με το εάν η υπόθεση συζητήθηκε ενώπιον της Ολομέλειας ή του Τμήματος, στο οποίο καταχωρίζονται τα ονόματα των μειοψηφούντων και περιληπτικά η γνώμη που αυτοί διατύπωσαν. Το πρακτικό του προηγουμένου εδαφίου θεωρείται εσωτερικό έγγραφο, δεν δημοσιοποιείται, παραμένει στο φάκελο της υπόθεσης και δεν χορηγείται αντίγραφο σε οποιονδήποτε επικαλείται έννομο συμφέρον»..
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 7 του ισχύοντος Οργανισμού ορίζονται εκτός άλλων τα εξής: «Οι γνωμοδοτήσεις και τα πρακτικά περιλαμβάνουν τη γνώμη της μειοψηφίας με την αιτιολογία της. Επίσημο έγγραφο κάθε γνωμοδότησης αποστέλλεται στην αντίστοιχη υπηρεσία , που επιμελήθηκε για την υποβολή του ερωτήματος, η οποία υποχρεούται να ενεργήσει για την αποδοχή ή μη αυτής.».
Με το σχέδιο νόμου προτείνεται για πρώτη φορά η μη καταχώριση πλήρους αιτιολογίας στη γνωμοδότηση.
Τούτο, αντίκειται στην αρχή της διαφάνειας, στη δημοκρατική έκφραση του ΝΣΚ διά της Ολομέλειας και των Τμημάτων και στερεί από τη Διοίκηση τη δυνατότητα να εκτιμήσει πλήρως τη γνωμοδότηση ή το πρακτικό και να συνταχθεί με τη μειοψηφία ή να μην αποδεχθεί τη γνώμη της πλειοψηφίας, δεδομένου του μη δεσμευτικού χαρακτήρα της γνωμοδότησης.
– Με την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 5 προβλέπονται περιπτώσεις μη καταγραφής της γνώμης της μειοψηφίας στις γνωμοδοτήσεις και στα πρακτικά Ν.Σ.Κ. Η καταγραφή της γνώμης της μειοψηφίας στις γνωμοδοτήσεις και στα πρακτικά προάγει τη συλλογική, διαφανή και δημοκρατική λειτουργία του Ν.Σ.Κ., αλλά διασφαλίζει και την κατά νόμο λειτουργία της Διοίκησης, η οποία πρέπει να έχει όσο το δυνατόν πληρέστερη πληροφόρηση για τα ζητήματα που την απασχολούν, ώστε να μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της, έχοντας γνώση και της γνώμης της μειοψηφίας. Ειδικότερα, η γνώση από τον αρμόδιο Υπουργό της ύπαρξης μειοψηφίας έχει ιδιαίτερη σημασία όταν πρέπει να επιλέξει εάν θα αποδεχθεί τη Γνωμοδότηση ή θα ζητήσει την παραπομπή του ερωτήματος στην Ολομέλεια του ΝΣΚ.
Προτείνουμε η διάταξη να αναδιατυπωθεί ως εξής:
«5. Στις γνωμοδοτήσεις και στα πρακτικά γνωμοδοτήσεων, καταχωρίζεται η γνώμη της μειοψηφίας, με την αιτιολογία της. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις υποθέσεων και ιδίως για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος ή επιτακτικών αναγκών, μπορεί κατά την αιτιολογημένη κρίση της Ολομέλειας ή του Τμήματος, η γνώμη της μειοψηφίας, να καταχωρίζεται εν συντομία στη γνωμοδότηση».