Η περ. ε της παρ. 1 του άρθρου 78 του ν. 1969/1991 (Α΄ 167) αντικαθίσταται ως εξής:
«ε. Επιβάλλει κυρώσεις σε κάθε παραβάτη, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τις ειδικότερες διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας και του ενωσιακού δικαίου. Επιβάλλει πειθαρχικές ποινές. Μπορεί, επίσης, να απευθύνει συστάσεις στα εποπτευόμενα νομικά πρόσωπα, ενώ δύναται να μην επιβάλλει κυρώσεις για ορισμένες παραβάσεις, σε περίπτωση που το υπόχρεο πρόσωπο λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα συμμόρφωσης, ώστε να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τον νόμο. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξειδικεύονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής του τρίτου εδαφίου.»
Η Ένωση Εισηγμένων Εταιριών (ΕΝΕΙΣΕΤ) χαιρετίζει τις προτεινόμενες αλλαγές στο εποπτικό πλαίσιο της κεφαλαιαγοράς. Τόσο οι βελτιώσεις σε επίπεδο εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όσο και οι προτάσεις για ρύθμιση του ζητήματος της παραγραφής της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων αλλά και της δυνατότητας της Επιτροπής μη επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση εκ των υστέρων συμμόρφωσης του διοικούμενου με τις υποδείξεις της αποτελούν πάγιες θέσεις της ΕΝΕΙΣΕΤ και εργαλεία αποτελεσματικής εποπτείας. Για ακόμη μια φορά ωστόσο, τόσο σημαντικά ζητήματα τίθενται σε δημόσια διαβούλευση στο τέλος του χρόνου και μέσα στις γιορτές, χωρίς προηγούμενη συστηματική διαβούλευση με την αγορά και μάλιστα χωρίς να τεθούν προς συζήτηση στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Σε κάθε περίπτωση και χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε το θετικό πρόσημο των ρυθμίσεων, πλέον των ανωτέρω επαναφέρουμε κάποιες από τις διαχρονικές θέσεις της ΕΝΕΙΣΕΤ στα υπό κρίση θέματα:
1. Υποχρέωση της Επιτροπής καθορισμού ενός συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού, υπολογισμού και επιμέτρησης του ύψους των κυρώσεων ανά παράβαση, κατά τα πρότυπα που επέβαλε ο νόμος 4706/2020 για την εταιρική διακυβέρνηση
2. Συσχέτιση της κυρωτικής αρμοδιότητας της Επιτροπής με την υπαιτιότητα (δόλο η αμέλεια) του παραβάτη. Οι περισσότερες κυρώσεις που επιβάλλονται στο πλαίσιο της κεφαλαιαγοράς και λόγω του ύψους τους αλλά και των συνεπειών τους και της απαξίας που αποδίδεται στις πράξεις (πχ. Πρόστιμο άνω των 10.000 ευρώ συνεπάγεται την ανάκληση του πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας του διοικούμενου και άρα αποκλεισμό από την επαγγελματική του δραστηριότητα) θεωρούνται και με βάση τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως κυρώσεις ποινικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να επιβάλλονται χωρίς να ελέγχεται αν υπάρχει δόλος ή αμέλεια. Αντικειμενική ευθύνη κατά την επιβολή κυρώσεων είναι αναχρονιστική και άδικη.
3. Κατάργηση οποιωνδήποτε περιορισμών πρόσβασης λόγω επαγγελματικού απορρήτου στο διοικητικό φάκελο για τον διοικούμενο κατά το στάδιο της άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης. Συνιστά πάγια θέση της Επιτροπής, η κατά την κρίση της αξιολόγηση, υπό το πρόσχημα του επαγγελματικού απορρήτου, των στοιχείων του διοικητικού φακέλου επί των οποίων ο διοικούμενος, καίτοι καλείται να παρέχει εξηγήσεις έχει πρόσβαση. Η αξιολόγηση αυτή δεν μπορεί να είναι υποκειμενική και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να διενεργείται από την ελέγχουσα αρχή.
4. Νομοθετική πρόβλεψη ρητής, σαφούς και ειδικής υποχρέωσης χρήσης και επεξεργασίας μόνο νομίμως αποκτηθέντων αποδεικτικών στοιχείων και εγγράφων σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
5. Υποχρέωση της Επιτροπής να συντάσσει διευκρινιστικές εγκυκλίους για κάθε θεματική του κανονιστικού πλαισίου, καθώς και να απαντά δημόσια σε υποβληθείσες ερωτήσεις στα πρότυπα του Q&A της ESMA και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στη διαδικασία αυτή θα πρέπει να έχει σημαντικό ρόλο και η θεσμοθετημένη Συμβουλευτική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
6. Πρόβλεψη υποχρέωσης προηγούμενης υποβολής προς διαβούλευση του Κανονισμού Εσωτερικής Λειτουργίας της ΕΚ στη Συμβουλευτική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Τέλος θεωρούμε ότι η Επιτροπή είναι σημαντικά υποστελεχωμένη και οι αμοιβές των υπαλλήλων ιδιαίτερα χαμηλές για το ρόλο, το φόρτο εργασίας την απαιτούμενη εξειδίκευση και τη σοβαρότητα των υπό κρίση υποθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητη σε αυτό το μετασχηματισμό η στελέχωση της Επιτροπής με επιπλέον δυναμικό και η διαμόρφωση των αμοιβών των στελεχών της και υπαλλήλων της σε ανάλογα επίπεδα των ρόλων τους και άλλων αρχών του εξωτερικού, ώστε να είναι δυνατή η προσέλκυση εξειδικευμένου και έμπειρου στελεχιακού δυναμικού.
Η ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας, αποτελεί προτεραιότητα της ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α., προκειμένου να αναπτυχθεί σε υγιείς βάσεις και να εδραιωθεί στην Ελλάδα ο θεσμός της επαγγελματικής ασφάλισης, ακολουθώντας τις εξελίξεις που σηματοδοτούνται διαρκώς στον αντίστοιχο ευρωπαϊκό χώρο.
Αναφορικά με το δημοσιευθέν σχέδιο νόμου που αφορά στη λειτουργία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ήτοι ενός εκ των τριών εποπτικών αρχών των ελληνικών Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), με αρμοδιότητα το κρίσιμο και εξόχως σημαντικό πεδίο εποπτείας των επενδύσεών τους, θα θέλαμε ως Ένωση να υποβάλλουμε- στο πλαίσιο της εν εξελίξει διαβούλευσης – τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
Με βάση την πολυετή συνεργασία της ΕΛΕΤΕΑ και των μελών μας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, έχει διαπιστωθεί ότι, παρά το υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού που επιδεικνύει το υφιστάμενο προσωπικό της Ε.Κ., η διαχρονική υποστελέχωση και η έλλειψη του απαραίτητου εξειδικευμένου στελεχιακού δυναμικού αποτελεί τεράστιο πρόβλημα για την υφιστάμενη δομή, λειτουργία και τον τρόπο άσκησης των εποπτικών της αρμοδιοτήτων.
Ειδικά για τις απαιτητικές ανάγκες εποπτείας των επαγγελματικών ταμείων αλλά και του νέου Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), την εποπτεία του οποίου ως προς την επενδυτική διαχείριση των αποθεματικών του ο νομοθέτης έχει αναθέσει στην Ε.Κ.- είναι αναγκαία και απαραίτητη περισσότερο από κάθε άλλη χρονική συγκυρία, αφενός η ουσιαστική στελέχωση και αφετέρου η στοχευμένη στελέχωση με νέες εξειδικευμένες ειδικότητες, π.χ.risk managers.
Στο πλαίσιο αυτό, στις διατάξεις που δημοσιεύονται δεν αποτυπώνονται οι άκρως απαραίτητες προβλέψεις προκειμένου να επιτευχθεί η άμεση προσέλκυση νέων εξειδικευμένων στελεχών, αλλά και η διατήρηση των υφιστάμενων, μέσω διαφανών μεν αλλά και ευέλικτων διαδικασιών πρόσληψης καθώς και παροχής μισθολογικών κινήτρων, σύμφωνα με όσα ισχύουν στις αρχές εποπτείας κεφαλαιαγορών σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ειδικότερα, φαντάζει πολύ δυσκίνητη διαδικαστικά η πρόβλεψη στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου για κατάρτιση του οργανογράμματος της Ε.Κ. μέσω Προεδρικού Διατάγματος. Είναι αποδεδειγμένο εμπειρικά ότι μία τέτοια διαδικασία νομοθέτησης είναι σημαντικά χρονοβόρα, γεγονός που απάδει από τις επείγουσες κατά τη γνώμη μας ανάγκες στελεχιακής ενίσχυσης της Ε.Κ. για την εξασφάλιση άρτιας και αποτελεσματικής άσκησης του συνεχώς διευρυνόμενου εποπτικού της έργου. Για το λόγο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να επαναξιολογηθεί το θέμα του Οργανισμού της Ε.Κ. που προβλέπεται στο άρθρο 2 του σχεδίου νόμου, προκειμένου να δρομολογηθεί μία πιο άμεση και ευέλικτη λύση, κατ΄ αντιστοιχία αντίστοιχων διατάξεων που ισχύουν και εφαρμόζονται σε άλλες εγχώριες εποπτικές αρχές.
Τα ανωτέρω κρίνονται ως απαραίτητες βελτιωτικές προσθήκες του υφιστάμενου πλαισίου, ώστε να καταστεί δυνατή η ανταπόκριση με επάρκεια της Ε.Κ. στο ρόλο της ως αποτελεσματικού επόπτη – σε προληπτικό αλλά και κατασταλτικό επίπεδο – των επαγγελματικών ταμείων (2ος Πυλώνας) αλλά πλέον και της νέας επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης στην Ελλάδα, αλλά και ως εν γένει επόπτη της κεφαλαιαγοράς στη χώρα μας, στην οποία κατευθύνονται κατά κύριο λόγο οι επενδύσεις των ταμείων μας.
1. Προτείνουμε να επανεξεταστεί η πρόβλεψη για τις πειθαρχικές ποινές.Η πειθαρχική ποινή επιβάλλεται εντός του ίδιου οργανισμού και όχι από εποπτική αρχή στους εποπτευόμενους φορείς που αποτελούν ΝΠΙΔ.Υπήρχε η πρόβλεψη της πειθαρχικής ποινής στην ισχύουσα διάταξη του 1991, ίσως πριν την ιδιωτικοποίηση του ΧΑ.
2. Στις διατάξεις του δικαίου της κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιούνται οι όροι «Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλει κυρώσεις» ή «Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλει κυρώσεις». Οι διατυπώσεις αυτές -λαμβάνοντας υπόψη και την γενική θεωρία του Διοικητικού Δικαίου- φαίνεται πως δίνουν διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή να επιβάλλει ποινές.
Συνεπώς, με την επιφύλαξη άλλων ειδικότερων προβλέψεων, με την ρύθμιση αυτή συγκεκριμενοποιείται και περιορίζεται η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να ΜΗΝ επιβάλει κυρώσεις.
O Σύλλογος Εργαζομένων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σε συνέχεια πληθώρας ενεργειών του την τελευταία δεκαετία ως προς την ενημέρωση και της τρέχουσας πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Οικονομικών σχετικά με τις διαπιστωθείσες αδυναμίες οργάνωσης και λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Ε.Κ.) και την κατεπείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για τη θωράκιση και την ενίσχυση του θεσμικού της ρόλου, καταρχήν διαπιστώνει επί των διατάξεων του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου ότι:
α) Οι προτεινόμενες διατάξεις σε καμία περίπτωση δεν επιλύουν τα τεράστια και χρόνια προβλήματα, που επέφεραν τόσο οι μνημονιακές ρυθμίσεις, όσο η αδιαφορία αντιμετώπισης από προγενέστερες ηγεσίες του Υπουργείου. Αντιθέτως δημιουργούν επιπλέον θέματα στην εύρυθμη λειτουργία της Ε.Κ. και την ανταπόκριση στα καθήκοντά της ως προς την εποπτεία της ελληνικής κεφαλαιαγοράς. Η προσέγγιση των διατάξεων αυτών σε καμία περίπτωση δεν τροποποιεί το υφιστάμενο μοντέλο εποπτείας, παρά τις πολύ καίριες και σχετικές παρατηρήσεις της έκθεσης Πισσαρίδη περί των πλέον σύγχρονων μοντέλων εποπτείας.
β) Παρά την αναγκαιότητα επικαιροποίησης του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της Ε.Κ., μέσω συνόλου ρυθμίσεων ενιαίου νομοθετήματος, ώστε να ανταποκρίνεται στον σύγχρονο ευρωπαϊκό της ρόλο και παρά τον τίτλο του παρόντος σχεδίου διατάξεων «Εκσυγχρονισμός του πλαισίου λειτουργίας της Ε.Κ.», δημοσιοποιήθηκε, στο τέλος του χρόνου, εντός της εορταστικής περιόδου και με ελάχιστη προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων από τους ενδιαφερόμενους φορείς, περιορισμένος αριθμός αποσπασματικών διατάξεων. Οι εν λόγω διατάξεις τροποποιούν νομοθεσία χρονολογούμενη τουλάχιστον από το 1995, δεν αιτιολογούνται ως προς τη σκοπιμότητά τους, ενώ επαναλαμβάνουν σε αρκετά σημεία υφιστάμενες διοικητικές διαδικασίες, δημιουργώντας την εντύπωση προχειρότητας και τυπικής ανταπόκρισης στις απαιτήσεις ολοκλήρωσης μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
γ) Πριν την κατάρτιση των προτεινόμενων διατάξεων που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία της Ε.Κ.:
i) Δεν υπήρξε διάλογος, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις, με τους εργαζόμενους στην Ε.Κ., των οποίων η μακρόχρονη εποπτική εμπειρία και η σε βάθος γνώση του αντικειμένου που πρόκειται να ρυθμιστεί μπορεί να συνεισφέρει εποικοδομητικά στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της λειτουργίας της.
ii) Δεν έγινε χρήση μεθοδολογιών που απαιτούνται στο στάδιο μελέτης μεταρρυθμίσεων, όπως ενδελεχής αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης λειτουργίας της Ε.Κ. σε επίπεδο αρμοδιοτήτων και αναγκών, μέσω της λήψης των αναγκαίων πληροφοριών από τα στελέχη της Ε.Κ.,
iii) Δε ζητήθηκε, όπως είχαμε προτείνει, η παροχή τεχνικής βοήθειας από τα αρμόδια ευρωπαϊκά εποπτικά όργανα, το οποίο αποτελεί ούτως ή άλλως κυβερνητική πρακτική, προκειμένου να αναμορφωθεί και να εκσυγχρονιστεί το πλαίσιο εποπτείας της κεφαλαιαγοράς στη χώρα μας με τη συμβολή κατάλληλων προς τούτο εμπειρογνωμόνων. Τούτο καταδεικνύεται και από το συνοδευτικό του νομοσχεδίου έγγραφο «Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης», όπου αναφέρεται ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη συναφείς πρακτικές άλλων χωρών της Ε.Ε. ή του ΟΟΣΑ, οργάνων της Ε.Ε. ή διεθνών οργανισμών.