Άρθρο 1 Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο προϊόν απόσταξης των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών – Αντικατάσταση άρθρου 82 του ν. 2960/2001 (παρ. 12 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151)

Το άρθρο 82 του ν. 2960/2001 (Α΄265) αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 82

Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο προϊόν απόσταξης των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών

  1. Στο προϊόν απόσταξης που παράγεται από τους διήμερους μικρούς αποσταγματοποιούς (παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων) της παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 2969/2001 (Α΄ 281) από πρώτες ύλες παραγωγής των ιδίων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. Ε του άρθρου 7 του ιδίου νόμου, το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε (5) εκατόλιτρα καθαρής (άνυδρης) αλκοόλης κατ’ έτος και των οποίων η παραγωγή δεν δύναται να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες, κατ΄ ανώτατο ετήσιο όριο, εφαρμόζεται μειωμένος έως και ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) αιθυλικής αλκοόλης έναντι του ισχύοντος κανονικού συντελεστή αιθυλικής αλκοόλης.
  2. Ο μειωμένος αυτός συντελεστής καθορίζεται σε τριακόσια εβδομήντα ευρώ (370 €) ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης και εφαρμόζεται εφάπαξ και κατ’ αποκοπή.
  3. Το προϊόν απόσταξης των μικρών αποσταγματοποιών (διήμερων) δεν επιβαρύνεται με το δικαίωμα υπέρ του Ειδικού Ταμείου Ελέγχου Παραγωγής και Ποιότητας Αλκοόλης – Αλκοολούχων Ποτών (Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α.) της περ. β της παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 2127/1993 (Α΄ 48).
  4. Η βεβαίωση και είσπραξη του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης που αναλογεί στο προϊόν απόσταξης των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών πραγματοποιείται κατά την έκδοση της άδειας απόσταξης της περ. 3 της παρ. Ε του άρθρου 7 του ν. 2969/2001. Κατ’ εξαίρεση της παρ. 5 του άρθρου 109 του παρόντος, κατά τη βεβαίωση και είσπραξη του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, δεν γεννάται υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α. Με τη διάθεση του προϊόντος απόσταξης στην κατανάλωση, αποδίδεται, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στον Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000, Α΄ 248), ο αναλογών ΦΠΑ.
  5. Η διάθεση στην κατανάλωση του προϊόντος απόσταξης των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών πραγματοποιείται σύμφωνα με την παρ. Ε του άρθρου 7 του ν. 2969/2001.
  6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, καθορίζονται η διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος.»
  • 13 Ιανουαρίου 2022, 15:18 | ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ

    Ως Επιτροπή Αγώνα για την διατήρηση της ονομασίας «ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ ΚΡΗΤΗΣ»

    Στο πλαίσιο της διαβούλευσης θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι :
    Οι μικροί διήμεροι αποσταγματοποιοί αποτελούν μέρος της λαϊκής παράδοσης και είναι στενά συνδεδεμένοι στην αντίληψη του λαού με την παραγωγή παραδοσιακής ποιοτικής τσικουδιάς, ενώ παράλληλα διατηρούν άσβεστη την παράδοση της απόσταξης μέσα από την εμπειρία και την τεχνογνωσία τους.
    Οι αμπελουργοί της Κρήτης από το 1917 με την απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου απέκτησαν το αποκλειστικό δικαίωμα να παράγουν «ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ» και από τότε εξακολουθεί να αποτελεί κομμάτι της ταυτότητας της περιφέρεια Κρήτης στον Αμπελουργικό Τομέα.

    Για το λόγο αυτό ζητάμε:

    •να έχουμε το δικαίωμα ως διήμεροι αποσταγματοποιοί ,εφόσον αποστάξουμε στέμφυλα σταφυλής παραγωγής μας και σύμφωνα με τις προδιαγραφές της των Ευρωπαϊκών κανονισμών να ονομάζουμε το προϊόν μας «Παραδοσιακή Τσικουδιά Κρήτης», όπως εξαρχής ονομαζόταν και πρέπει να συνεχίσει να ονομάζεται.
    •Η Ελληνική πολιτεία να στηρίξει την παραδοσιακή τσικουδιά και τους παραγωγούς της
    •Την απόσυρση του ήδη κατατιθέμενου φακέλου και την υποβολή εκ νέου σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς (110/08 & 787/19) αποτυπώνοντας την πραγματική παραδοσιακή τελετουργική διαδικασία παραγωγής της Παραδοσιακής Τσικουδιάς Κρήτης.

  • 13 Ιανουαρίου 2022, 14:06 | ΕΝΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΩΝ ΠΟΤΩΝ

    ΙΙ. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 3

    Η εξαίρεση του προϊόντος απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών από την επιβολή του Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α. συνιστά παραβίαση τόσο της συνταγματικής αρχής της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών όσο και της απαγόρευσης διακριτικής μεταχείρισης στο επίπεδο των εσωτερικών φόρων (άρθρο 110 εδ. α΄ΣΛΕΕ).

    Ειδικότερα, το συγκεκριμένο τέλος επιβάλλεται επί του ΕΦΚ και καλύπτει τις δαπάνες των κρατικών αρχών για την διεξαγωγή των απαραίτητων ελέγχων, ελέγχων στους οποίους υποβάλλεται, δειγματοληπτικά, και το προϊόν απόσταξης μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση έναντι των λοιπών (συστηματικών) αποσταγματοποιών-ποτοποιών.

    Επιπλέον, τα εισαγόμενα από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ αλκοολούχα ποτά υπόκεινται και αυτά, μαζί με τον ΕΦΚ στην καταβολή του Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α. και συνεπώς η συγκεκριμένη διάταξη παραβιάζει το άρθρο 110 εδ. α΄ ΣΛΕΕ έναντι των εισαγόμενων αλκοολούχων ποτών.

    ΙΙι. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 4

    Ως προς το ειδικό καθεστώς βεβαίωσης και είσπραξης του ΦΠΑ, τόσο η συνταγματική αρχή της ισότητας ενώπιον των φορολογικών αρχών όσο και το ενωσιακό δίκαιο εναρμόνισης των έμμεσων φόρων και ειδικότερα του ΦΠΑ δεν δικαιολογούν μια τέτοια εξαίρεση.

  • 13 Ιανουαρίου 2022, 14:58 | ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΟΤΟΠΟΙΙΩΝ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΟΠΟΙΙΩΝ ΛΕΣΒΟΥ

    Ι. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 1

    Α. «φρούτα που παρέχονται από το νοικοκυριό του παραγωγού»

    Το προτεινόμενο άρθρο 82 παρ. 1, αναφέρεται σε προϊόν απόσταξης που παράγεται από διήμερους αποσταγματοποιούς, «από πρώτες ύλες παραγωγής των ιδίων». Η συγκεκριμένη διάταξη συνιστά πλημμελή ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151 καθώς το τροποποιημένο άρθρο 23 παρ. 2β της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ αναφέρεται σε «φρούτα που παρέχονται από το νοικοκυριό του παραγωγού». Πέρα από το γεγονός ότι ο όρος «πρώτες ύλες» είναι πολύ πιο ευρύς από εκείνον των «φρούτων», η Οδηγία αναφέρεται σε πρώτες ύλες από το «νοικοκυριό» του παραγωγού. Είναι προφανές ότι η βούληση του ενωσιακού νομοθέτη είναι να περιορίσει τη μέγιστη παραγόμενη ποσότητα καθαρής αιθυλικής αλκοόλης από φρούτα (5 hl) ανά νοικοκυριό και όχι ανά φυσικό πρόσωπο, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς την πλήρη καταστρατήγηση του εν λόγω περιορισμού (εφόσον κάθε μέλος μιας οικογένειας που έχει στην κατοχή του αγροτεμάχιο που παράγει φρούτα θα μπορεί «νομότυπα» να παράξει 5 εκατόλιτρα αλκοόλης). Αυτό, εξάλλου επιβεβαιώνεται και από τη θέση της Επιτροπής, όπως αυτή έχει καταγραφεί στο από 30.07.2020 έγγραφό της (CM 3202/20), σύμφωνα με το οποίο, τα εξαιρετικά καθεστώτα που εισάγει η τροποποιημένη Οδηγία 92/83 θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.

    Β. «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων»

    Ενώ η απάλειψη της γεωγραφικής ένδειξης «τσίπουρο»/«τσικουδιά» από το άρθρο 82 του Ν. 2960/2001 ευθυγραμμίζει την ελληνική νομοθεσία με τις επιταγές του δικαίου της Ε.Ε. περί γεωγραφικών ενδείξεων, ο όρος «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» δεν συνάδει με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ε.Ε. και αυτό για πλείονες λόγους. Πρώτον, ο χαρακτηρισμός ως «παραδοσιακό» για το προϊόν απόσταξης των διημέρων και η διαφοροποίηση του από εκείνο των συστηματικών αποσταγματοποιών έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα του άρθρου 23 παρ. 2α της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ όπως αυτή τροποποιήθηκε από το άρθρο 1, σημ. 12 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151, όπου ρητώς γίνεται μνεία σε «παραδοσιακούςάμβυκες ασυνεχούς λειτουργίας» για την παραγωγή του αποστάγματος στεμφύλων σταφυλής («τσίπουρο»/ «τσικουδιά» από τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς. Συνεπώς, η χρήση του επιθετικού προσδιορισμού «παραδοσιακό» για το προϊόν απόσταξης των μικρών αποσταγματοποιών γεννά διάκριση μεταξύ των ελληνικών αποσταγμάτων (και των αποσταγματοποιών) η οποία δεν έχει έρεισμα στην νομοθεσία της Ε.Ε.

    Δεύτερον, ο όρος «απόσταγμα διημέρων»δεν συμβαδίζει με το πνεύμα του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/787 το οποίο περιλαμβάνει πολλές κατηγορίες αλκοολούχων ποτών με σύνθετο όρο ως νόμιμη ονομασία και με πρώτο συνθετικό τον όρο «απόσταγμα» ενώ το δεύτερο προσδιορίζει την πρώτη ύλη απόσταξης (στέμφυλα σταφυλής, οίνος, φρούτα κλπ). Ο προτεινόμενος στο νομοσχέδιο όρος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτή τη λογική καθώς ο όρος «διημέρων» αναφέρεται στο παραγωγό και όχι στην πρώτη ύλη.

    Τρίτον, το άρθρο άρθρου 23 παρ. 2β της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε ρητώς προβλέπει την ονομασία που θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την περιγραφή του συγκεκριμένου προϊόντος, δηλαδή «αιθυλική αλκοόλη από φρούτα». Θα πρέπει, συνεπώς, να γίνει σεβαστή η βούληση του ενωσιακού νομοθέτη και να χρησιμοποιηθεί ο συγκεκριμένος όρος, ειδάλλως να παραμείνει ο όρος «προϊόν απόσταξης μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών».

    ΙΙ. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 3

    Η εξαίρεση του προϊόντος απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών από την επιβολή του Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α. συνιστά παραβίαση τόσο της συνταγματικής αρχής της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών όσο και της απαγόρευσης διακριτικής μεταχείρισης στο επίπεδο των εσωτερικών φόρων (άρθρο 110 εδ. α΄ΣΛΕΕ).

    Ειδικότερα, το συγκεκριμένο τέλος επιβάλλεται επί του ΕΦΚ και καλύπτει τις δαπάνες των κρατικών αρχών για την διεξαγωγή των απαραίτητων ελέγχων, ελέγχων στους οποίους υποβάλλεται, δειγματοληπτικά, και το προϊόν απόσταξης μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση έναντι των λοιπών (συστηματικών) αποσταγματοποιών-ποτοποιών.

    Επιπλέον, τα εισαγόμενα από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ αλκοολούχα ποτά υπόκεινται και αυτά, μαζί με τον ΕΦΚ στην καταβολή του Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α. και συνεπώς η συγκεκριμένη διάταξη παραβιάζει το άρθρο 110 εδ. α΄ ΣΛΕΕ έναντι των εισαγόμενων αλκοολούχων ποτών.

    ΙΙι. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 4

    Ως προς το ειδικό καθεστώς βεβαίωσης και είσπραξης του ΦΠΑ, τόσο η συνταγματική αρχή της ισότητας ενώπιον των φορολογικών αρχών όσο και το ενωσιακό δίκαιο εναρμόνισης των έμμεσων φόρων και ειδικότερα του ΦΠΑ δεν δικαιολογούν μια τέτοια εξαίρεση.

  • 13 Ιανουαρίου 2022, 13:17 | Πηνελόπη Ταμπακοπούλου

    Επί των παρατηρήσεων του ΣΕΑΟΠ
    1) Ως προς την έννοια του «νοικοκυριού»: είναι απολύτως σαφές ότι ένα αγρότης/παραγωγός με διακριτό Α.Φ.Μ., που τηρεί βιβλία ατομικής επιχείρησης και έχει ιδιόκτητα αγροτικά ακίνητα τα οποία καλλιεργεί και διαχειρίζεται ο ίδιος, υποβάλλει δηλώσεις και φορολογείται αυτοτελώς, αντιμετωπίζεται από την Ελληνική Πολιτεία ως προς ΟΛΑ ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ως ένα ανεξάρτητο νοικοκυριό. Δεν του δίνεται π.χ. η δυνατότητα να μην τηρεί βιβλία, ή να εκδίδει παραστατικά στο όνομα της μητέρας ή του πατέρα του, αποδίδει τον δικό του Φ.Π.Α., τον δικό του φόρο εισοδήματος, εκδίδει την ατομική του άδεια απόσταξης στο Τελωνείο και καταβάλλει τον Ε.Φ.Κ. στο δικό του όνομα για την αποστακτέα πρώτη ύλη που προέρχεται από την δική του προσωπική παραγωγή. Ως εκ τούτου αυτονοήτως, αφού αντιμετωπίζεται ως αυτοτελές νοικοκυριό σε όλα τα άλλα ζητήματα, δεν υπάρχει καμία αντίφαση στο να αντιμετωπίζεται ως αυτοτελές νοικοκυριό και στο ζήτημα της απόσταξης. Πράγματι, κάθε παραγωγός που έχει στην κατοχή του αποστακτέες πρώτες ύλες παραγωγής του και επιθυμεί να αποστάξει δικαιούται να παράξει μέχρι 5 εκατόλιτρα καθαρής αλκοόλης κατ’ έτος. Σε τι ακριβώς συνίσταται η «καταστρατήγηση» που επικαλείστε; Από που ακριβώς προκύπτει ότι ο υποτιθέμενος κατά τη γνώμη σας «σκοπός» του Ευρωπαϊκού Νομοθέτη ήταν το να παράγονται μέχρι 5 εκατόλιτρα ανά «οικογένεια»; Και ποια είναι τα όρια εν τέλει της μίας οικογένειας; Πιάνει γονείς, παππούδες, γιαγιάδες, ξαδέρφια και δετεροξάδερφα, ανίψια και εγγόνια, μακρινούς συγγενείς πέραν του τέταρτου βαθμού σε ευθεία ή πλάγια γραμμή, αγχιστείς; Και με την ίδια λογική, όλα αυτά τα άτομα που κατά τη γνώμη σας θα έπρεπε να προσδιορίζονται ως ένα και ενιαίο «νοικοκυριό», θα έπρεπε αντιστοίχως να φορολογούνται και όλοι μαζί υπό ένα Α.Φ.Μ.; να δηλώνουν ένα συνολικό «οικογενειακό εισόδημα»; Είναι προφανές από την ίδια την επιλεγείσα λέξη ότι στόχος του Ευρωπαίου Νομοθέτη υπήρξε οι πρώτες ύλες να είναι ατομική παραγωγή του δικαιούχου απόσταξης παραγωγού και ότι η έννοια «νοικοκυριό» επιλέχθηκε για να αποκλείσει την απόσταξη πρώτων υλών που δεν προέρχονται από πρωτογενή παραγωγή του ίδιου του αγρότη αλλά από εμπορική δραστηριότητα. Οι υπόλοιποι ερμηνευτικοί προσδιορισμοί σας στην έννοια του νοικοκυριού δεν έχουν καμία άλλη δικαιολογητική βάση πέραν του ότι είναι προς το συμφέρον των συστηματικών αποσταγματοποιών το να μειωθεί δραστικά ο όγκος του παραγόμενου παραδοσιακού χύμα αποστάγματος, προκειμένου να δημιουργηθεί περισσότερος χώρος στην αγορά για την κατανάλωση των δικών σας προϊόντων. Δεν υφίσταται εν προκειμένω καμία «διασταλτική» ερμηνεία της έννοιας του νοικοκυριού. Αυτοτελές νοικοικυριό είναι ο κάθε παραγωγός που συμμετέχει αυτοτελώς και ιδίες δυνάμεις στην αγροτική οικονομία και παραγωγή αυτής της χώρας και αντιμετωπίζεται ως αυτοτελής μονάδα και υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την πολιτεία.
    2) Η έννοια του «παραδοσιακού» δεν εξαντλείται στον άμβυκα που χρησιμοποιείτε στην βιοτεχνική/βιομηχανική εγκατάστασή σας. Το παραδοσιακό είναι κάτι πολύ ευρύτερο και εξαρτάται από τη μακροχρόνια πρακτική και συνέχιση μίας συγκεκριμένης συνήθειας σε ένα συγκεκριμένο τόπο, με συναφή με αυτήν παραγωγή πολιτισμού και τοπικής κουλτούρας. Σας αρέσει δεν σας αρέσει, το ΤΣΙΠΟΥΡΟ και η ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ των διήμερων αποσταγματοποιών ΕΙΝΑΙ το παραδοσιακό τσίπουρο και τσικουδιά, και το να ονομάζονται έτσι δεν αποτελεί νόθευση του ανταγωνισμού. Είναι φυσικά στην απόλυτη ευχέρειά σας, εφόσον το επιθυμείτε, να αναγράψετε στα εμφιαλωμένα προϊόντα του ΣΕΑΟΠ ότι αποστάζονται σε «παραδοσιακούς άμβυκες ασυνεχούς λειτουργίας» κατά τα οριζόμενα στη νέα επιφύλαξη, εφόσον εκτιμάτε ότι αυτό θα τους δώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αυτό όμως δεν κάνει το προϊόν σας περισσότερο παραδοσιακό από των διήμερων αποσταγματοποιών, ούτε φυσικά σας δίνει αποκλειστικό δικαίωμα στη χρήση της λέξης «παραδοσιακό». Επαναλαμβάνετε ακριβώς την ίδια στείρα και αβάσιμη επιχειρηματολογία που επικαλείστε και για τις ονομασίες ΤΣΙΠΟΥΡΟ και ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ. Οι λέξεις αντικατοπτρίζουν έννοιες, δεν είναι μόνον εμπορικά δικαιώματά σας. Και οι συγκεκριμένες έννοιες, ήτοι «παραδοσιακό τσίπουρο» και «παραδοσιακή τσικουδιά» εκφράζουν ΑΚΡΙΒΩΣ αυτό που παράγουν οι διήμεροι αποσταγματοποιοί (τεκμηριωμένα και στη βάση απτών ιστορικών αποδείξεων και παραδειγμάτων).
    3) Ως προς το ότι η ονομασία – ομπρέλα «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» δεν πληροί τα κριτήρια νόμιμης ονομασίας κατά τον Κανονισμό 2019/787ΕΕ, το τονίσαμε ήδη και εμείς. Εφόσον αποστάζονται στέμφυλα, το απόσταγμα φέρει νόμιμη ονομασία «απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής». Εφόσον αποστάζονται φρούτα, φέρει τη νόμιμη ονομασία «απόσταγμα φρούτων» κ.ο.κ.
    4) Η απάλειψη της ονομασίας «τσίπουρο» και «τσικουδιά» όχι μόνον δεν ευθυγραμμίζει την ελληνική με την ενωσιακή νομοθεσία, όπως επικαλείστε, αλλά συνιστά και ευθεία παραβίασή της, αφού απαγορεύει τη χρήση μίας συνήθους ονομασίας κατά την έννοια του Κανονισμού 1169/2011ΕΚ, η οποία βάσει του Κανονισμού 2019/787ΕΕ δύναται ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ να συνοδεύει το όνομα ενός προϊόντος εντός του κράτους μέλους στο οποίο το προϊόν καταναλώνεται.
    5) Ο όρος «αιθυλική αλκοόλη από φρούτα» που περιλαμβάνεται στην νέα Οδηγία 2020/1151ΕΕ αποτελεί την περιγραφή των προϋποθέσεων ενεργοποίησης της ευνοϊκής φορολόγησης που προβλέπεται στην επιφύλαξη αυτή και ΟΧΙ την ονομασία του προϊόντος. Ακριβώς παραπάνω, τα δικά σας αποστάγματα περιγράφονται ως «αποστάγματα στεμφύλων σταφυλής όπως ορίζονται στο σημείο 6 του παραρτήματος ΙΙ του Κανονισμού ΕΚ110/2008, που αποστάζονται σε παραδοσιακούς άμβυκες ασυνεχούς λειτουργίας». Προφανώς για αυτό δεν επικαλείστε ότι είναι η υποχρεωτική ονομασία του δικού σας προϊόντος όμως, σωστά; Η ονομασία των προϊόντων απόσταξης καθορίζεται από τους εν ισχύ Κανονισμούς και όχι από τις επιφυλάξεις της Ελληνικής Δημοκρατίας σε μία Οδηγία. Περαιτέρω, οι Οδηγίες από την φύση τους δεν έχουν απευθείας ισχύ στο εσωτερικό του κάθε κράτους- μέλους, αλλά αποτελούν ένα πλαίσιο, το οποίο ενσωματώνεται στην εκάστοτε έννομη τάξη μέσω της διαδικασίας προσαρμογής της εσωτερικής νομοθεσίας προς την Οδηγία. Ως εκ τούτου είναι και νομικά εντελώς αβάσιμο το να επικαλείστε ότι η γενική περιγραφή στην εν λόγω Οδηγία τρόπον τινά υπερισχύει των προβλεπόμενων στους Κανονισμούς της Ε.Ε. και αποτελεί, δήθεν, την «ονομασία» των προϊόντων των διήμερων αποσταγματοποιών. Και ο όρος «προϊόν απόσταξης μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών» που αιτείστε να «παραμείνει» είναι εξίσου ακατάλληλος κατά τα παραπάνω, αφού προσκρούει εξίσου στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς. Δεν αποτάζουμε διήμερους μέσα στο καζάνι, αποστάζουμε στέμφυλα σταφυλής (ή κατά περίπτωση άλλες επιτρεπτές αποστακτέες πρώτες ύλες). Και η νόμιμη ονομασία του προϊόντος μας ΚΑΘΟΡΙΖΕΤΑΙ κατά τους Κανονισμούς από την πρώτη ύλη που αποστάξαμε και τη διαδικασία παραγωγής που ακολουθήσαμε.
    6) Ως προς τον Φ.Π.Α. εξηγείστε μας παρακαλώ για ποιον λόγο ακριβώς δεν «δικαιολογείται» η εν λόγω εξαίρεση; Αφορά μόνο στο να διευκολυνθεί η παραγωγή, παρότι ο Ε.Φ.Κ. προκαταβάλλεται εφάπαξ και κατ’ αποκοπήν για την συνολική ετήσια παραγωγή, που διενεργείται άπαξ κατ’ έτος εντός μίας αποστακτικής περιόδου διάρκειας μόλις δύο μηνών. Ο Φ.Π.Α. στη συνέχεια εισπράττεται από την Ελληνική Δημοκρατία κατά το χρόνο έκδοσης των παραστατικών πώλησης και διακίνησης. Είναι μία απολύτως λογική ρύθμιση που λαμβάνει υπόψη τις δυσκολίες ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι αγρότες/παραγωγοί της χώρας (και τις οποίες δεν αντιμετωπίζετε εξίσου!) και επιτρέπει σε αυτούς την μεταγενέστερη σταδιακή καταβολή του Φ.Π.Α. χωρίς ούτε να τους εξαιρεί από την υποχρέωση ούτε να τους υπαγάγει σε διαφορετικό μέτρο φορολόγησης.

  • 13 Ιανουαρίου 2022, 11:15 | Δημήτριος Γάτης

    Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,

    Η προσπάθεια πολιτικής επίλυσης του κάθε προβλήματος, πρέπει να γίνετε με γνώμονα το συμφέρον των πολλών, την κατανόηση κάθε ξεχωριστής κατάστασης, λαμβάνοντας υπόψιν και την ιδιαίτερη πολλές φορές φύσης του κάθε θέματος.

    Η αλλαγή ονομασίας σε ένα πατροπαράδοτο παραδοσιακό προϊόν, που ο Έλληνας κουβαλάει στην μνήμη του και στην καρδία του αποτελεί μια κίνηση απαξίωσης ενός στοιχείου της πολιτισμικής του κληρονομίας.

    Σήμερα βάλλεται λανθασμένα αυτό, αύριο κάτι άλλο

    Αποτελεί παράδοση και πνευματική μας ιδιοκτησία, όλων των Ελλήνων κάθε πολιτικής χροιάς και άποψης και δεν είναι ΗΘΙΚΟ, δεν είναι ΤΙΜΙΟ και δεν μπορεί να γίνει δεκτό μέσα στην Ελληνική συνείδηση αυτή η αλλαγή ονομασίας.

    Το «παραδοσιακό Τσίπουρο» και η «παραδοσιακή Τσικουδιά» έχουν ιδιαίτερη σημασία για κάθε Έλληνα πολίτη

    Ο σεβασμός στις αξίες και στα πνευματικά μας κληρονομήματα είναι υποχρέωση όλων

    Η κίνηση αυτή, να αλλάξει ένα πατροπαράδοτο παραδοσιακό Ελληνικό προϊόν ονομασία, είναι η αρχή μιας εξελισσόμενης κατάστασης που θα αποφέρει τόσο εσάς, όσο και πολλούς μικρούς παραγωγούς παραδοσιακών προϊόντων σε πολύ δύσκολη κατάσταση.

    Κάτι ανάλογο δεν έχει παρατηρηθεί σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο ΠΟΤΕ, αποτελεί πρωτοφανές παράδοξο να αλλάζει ονομασία η «μήτρα» της δημιουργίας του Τσίπουρου, και της Τσικουδιάς.

    Με ιδιαίτερη τιμή

    Γάτης Ν Δημήτριος
    Ανώτερος Αξιωματικός Εμπορικού Ναυτικού
    Μηχανικός Α’ Τάξης.

  • 12 Ιανουαρίου 2022, 21:29 | ΞΥΛΟΥΡΗΣ ΜΥΡΩΝ

    Είναι εμφανές ότι οι τροποποιήσεις του ισχύοντος νόμου παρεμβαίνουν στην ονομασία αλλά και στον τρόπο παρασκευής του παραδοσιακού αποστάγματος του τσίπουρου ή τσικουδιάς το οποίο ως γνήσιο παραδοσιακό προϊόν προέρχεται από απόσταξη αποκλειστικά στεμφύλων σταφυλιών. Ενώ η νέα οδηγία 2020/1151 της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει αλλαγές μόνο ως προς το φορολογικό συντελεστή, ο παρών νομοθέτης επιχειρεί περαιτέρω αλλαγές, επεμβαίνοντας και στην ονοματοδοσία, με ότι αρνητικές συνέπειες συνεπάγονται στο μέλλον αναφορικά και με την παραγωγή και τη διάθεσή του στην αγορά, την οποία στηρίζει στην ύπαρξη τεχνικού φακέλου/ φακέλου προδιαγραφών προϊόντος που κατετέθει το 2017 από το Γ.Χ.Κ. και που ξεκάθαρα ορίζει ότι η Π.Γ.Ε. ονομασία «τσίπουρο» και «τσικουδιά» αφορούν μόνο εμφιαλωμένα προϊόντα. Ενώ στον εν λόγω φάκελο περιγράφεται η διαδικασία της παραδοσιακής απόσταξης, συγκεκριμένα στην παράγραφο IV.ΔΕΣΜΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Ή ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ αναφέρεται “…με βάση την εθνική νομοθεσία…, δίνεται αποκλειστικά στους αγρότες-αμπελοκαλλιεργητές η δυνατότητα της απόσταξης των στεμφύλων…. στην Κρήτη μετεξελίχθηκε σε παραδοσιακή γιορτή (κοινώς «κρητικές καζανιές») καθώς γύρω από το ρακοκάζανο, στήνονται γλέντια και γιορτές και καταναλώνεται η «τσικουδιά» καθώς βγαίνει ζεστή ακόμη από τον άμβυκα, με συνοδεία μεζέδων…..”, εντελώς αντιφατικά ορίζονται ως μόνοι δικαιούχοι Τσικουδιάς οι συστηματικοί αποσταγματοποιοί, οι οποίοι ως γνωστόν δεν εφαρμόζουν παραδοσιακές μεθόδους αλλά βιομηχανικές, στην παραγωγή του προϊόντος και αποκλείει τους αμπελοκαλλιεργητές, τους μόνους δικαιούχους διαχρονικά.Το ίδιο συμβαίνει και με το Τσίπουρο (Τεχνικός φάκελος για τη Γ.Ε. «Τσικουδιά Κρήτης, Τσίπουρο Θεσσαλίας,Τσίπουρο Τυρνάβου,Τσίπουρο Μακεδονίας»).
    Αναλογιστείτε τις καταστροφικές συνέπειες της απαγόρευσης ή κατάργησης της ονομασίας και σε άλλα ομοειδή προϊόντα όπως ο οίνος (κρασί) ο οποίος σε αρκετές περιοχές έχει χαρακτηριστεί ως προϊόν Π.Γ.Ε. αλλά πουθενά δεν απαγορεύεται η ονομασία του είτε διακινείται εμφιαλωμένος είτε χύμα, είτε παράγεται από οινοποιεία είτε από αμπελουργούς.Η απαγόρευση λοιπόν αυτή της Ελληνικής πολιτείας αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία σ’ένα παροδοσιακό προϊόν το οποίο συνδέεται με τον αμπελουργό, την παράδοση και την πολιτιστική κληρονομιά της Τσικουδιάς-Τσίπουρου.
    Ως διήμεροι αποσταγματοποιοί-αμπελουργοί, υπαγόμενοι στην ευνοϊκότερη φορολόγησης του μειωμένου κατά 85% φορολογικού συντελεστή, ζητάμε και απαιτούμε, εφόσων αποστάζουμε στέμφυλα σταφυλής παραγωγής μας και σύμφωνα πάντα με τις προδιαγραφές των ευρωπαϊκών κανονισμών,
    Να ονομάζουμε το προϊόν μας «ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΤΣΙΚΟΥΔΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΔΙΗΜΕΡΩΝ» «ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ ΔΙΗΜΕΡΩΝ», όπως εξαρχής ονομαζόταν και πρέπει να συνεχίσει να ονομάζεται, παραγώμενο από σταφύλια.
    Να επιτραπεί η εμπορία του αποστακτικού δικαιώματος με τους ίδιους όρους που εμπορεύεται ο μικρός αποσταγματοποιός-αμπελουργός την δική του παραγωγή.
    Απόσταξη σταφυλής εξ’ολοκλήρου, στεμφύλων και χυμό των σταφυλιών (το μόνο από τα «φρούτα» που καλλιεργείται στην Κρήτη και αποστάζονται τα στέμφυλα του,όπως το ίδιο συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ελλάδα),όχι μόνο οινοποιήσιμων ποικιλιών αλλά και άλλων (π.χ σουλτανίνας) χωρίς την υποχρέωση δήλωσης συγκομιδής.
    Ανάκληση της απαγόρευσης χονδρικού εμπορίου και μεταπώλησης της παραδοσιακής Τσικουδιάς-Τσίπουρου.
    Ένταξη των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών-αμπελουργών στον Αναπτυξιακό νόμο, με σκοπό την ανανέωση της υφιστάμενης κτιριακής εγκατάστασης και του εξοπλισμού τους.
    Στην πραγματικότητα σε ενωσιακό επίπεδο απουσιάζει οποιαδήποτε απαγόρευσης της ονομασίας «τσίπουρο» και «τσικουδιά» για τα προϊόντα απόσταξης των διήμερων αποσταγματοποιών, τα οποία εμπίπτουν στο πολλαπλά προστατευτικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών κανονισμών 110/2008ΕΚ και 2019/787ΕΚ και έχουν δικαίωμα να φέρουν τη νόμιμη ονομασία. Άλλωστε σύμφωνα με τους παραπάνω κανονισμούς, ο μόνοι γνήσιοι δικαιούχοι της ονομασίας «τσίπουρο» και «τσικουδιά» είναι οι αμπελουργοί, αφού η ονομασία αυτή και η φήμη που τη συνοδεύει είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μακροχρόνια παράδοση της απόσταξης, η Ελληνική Πολιτεία οφείλει λοιπόν να είναι αρωγός και στηλοβάτης στους Έλληνες παραγωγούς-καλλιεργητές. Ίδωμεν.

  • 12 Ιανουαρίου 2022, 18:02 | Κατσίκας Ιωαννης

    Με την ευκαιρία της διαβούλευσης θα ήθελα να επισημάνω:
    Όλοι οι Έλληνες και περισσότερο αυτοί που ζουν στην επαρχία, έχουν μεγαλώσει έχοντας πάντα στο μυαλό τους την διαδικασία της απόσταξης από τα μικρά διήμερα καζάνια και αυτό που παράγεται το ονομάζουν τσίπουρο. Δεν γνώρισαν ποτέ κάποια άλλη ονομασία για το προϊόν αυτό, τσίπουρο στην ηπειρωτική χώρα και τσικουδιά στην Κρήτη.
    Δυστυχώς ερχόμαστε σήμερα να μιλάμε για ένα άλλο όνομα στο προϊόν αυτό, που συνόδευσε γενιές Ελλήνων. Ουσιαστικά να το προσφέρουμε θυσία στο βωμό της βιομηχανίας, θέτοντας έναν φάκελο προδιαγραφών για το παραδοσιακό τσίπουρο που καμία σχέση δεν έχει με την παράδοση, αλλά σκοπό έχει την κυριαρχία των βιομηχανιών ποτοποιίας και των αποσταγματοποιών (που πέραν του ούζου ούτε γνώριζαν πριν λίγα χρόνια το συγκεκριμένο προϊόν). Παραγκωνίζοντας αυτούς που για χρόνια αγωνιζόταν για το τσίπουρο, να βρίσκεται σε κάθε σπίτι, αφού ήταν το κατεξοχήν κέρασμα των ελληνικών νοικοκυριών.
    Δεν είναι δίκαιο και ηθικό, ένα κεφάλαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς να αποσπαστεί από χιλιάδες μικροεπαγγελματίες και να χαριστεί σε ελάχιστους βιομήχανους, με δικαιολογία ότι υπάρχει δικαστική διεκδίκηση για την ονομασία (που όμως δεν αφορά τους διημέρους αλλά τους βιομηχάνους που εξάγουν). Για να διασφαλιστούν λοιπόν τα κέρδη των βιομηχάνων, πρέπει να τους χαρίσουμε αποκλειστικά το όνομα; Και δίνοντας το όνομα τι κερδίζουμε, αύξηση φόρου;
    Μήπως θα έπρεπε και εμείς να μπορούμε να εμφιαλώνουμε το παραδοσιακό απόσταγμα που παράγουμε μέσα από ένα καθεστώς ελέγχου (π.χ οικοτεχνία) και να πουλάμε το προϊόν αυτό συσκευασμένο κάτω από συγκεκριμένες προδιαγραφές, ώστε και εμείς να κερδίσουμε κάτι από όλη την ιστορία και να μην γίνουμε θηράματα (πουλώντας τα σταφύλια κάτω του κόστους παραγωγής ή εισπράττοντας χρήματα μετά από 2 ή 3 χρόνια);

  • 12 Ιανουαρίου 2022, 14:44 | ΕΝΩΣΗ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝ ΑΜΠΕΛΟΟΙΝΙΚΩΝ ΠΡΟΙΝΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

    Ι. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 1

    Α. «φρούτα που παρέχονται από το νοικοκυριό του παραγωγού»

    Το προτεινόμενο άρθρο 82 παρ. 1, αναφέρεται σε προϊόν απόσταξης που παράγεται από διήμερους αποσταγματοποιούς, «από πρώτες ύλες παραγωγής των ιδίων». Η συγκεκριμένη διάταξη συνιστά πλημμελή ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151 καθώς το τροποποιημένο άρθρο 23 παρ. 2β της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ αναφέρεται σε «φρούτα που παρέχονται από το νοικοκυριό του παραγωγού». Πέρα από το γεγονός ότι ο όρος «πρώτες ύλες» είναι πολύ πιο ευρύς από εκείνον των «φρούτων», η Οδηγία αναφέρεται σε πρώτες ύλες από το «νοικοκυριό» του παραγωγού. Είναι προφανές ότι η βούληση του ενωσιακού νομοθέτη είναι να περιορίσει τη μέγιστη παραγόμενη ποσότητα καθαρής αιθυλικής αλκοόλης από φρούτα (5 hl) ανά νοικοκυριό και όχι ανά φυσικό πρόσωπο, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς την πλήρη καταστρατήγηση του εν λόγω περιορισμού (εφόσον κάθε μέλος μιας οικογένειας που έχει στην κατοχή του αγροτεμάχιο που παράγει φρούτα θα μπορεί «νομότυπα» να παράξει 5 εκατόλιτρα αλκοόλης). Αυτό, εξάλλου επιβεβαιώνεται και από τη θέση της Επιτροπής, όπως αυτή έχει καταγραφεί στο από 30.07.2020 έγγραφό της (CM 3202/20), σύμφωνα με το οποίο, τα εξαιρετικά καθεστώτα που εισάγει η τροποποιημένη Οδηγία 92/83 θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.

    Β. «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων»

    Ενώ η απάλειψη της γεωγραφικής ένδειξης «τσίπουρο»/«τσικουδιά» από το άρθρο 82 του Ν. 2960/2001 ευθυγραμμίζει την ελληνική νομοθεσία με τις επιταγές του δικαίου της Ε.Ε. περί γεωγραφικών ενδείξεων, ο όρος «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» δεν συνάδει με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ε.Ε. και αυτό για πλείονες λόγους. Πρώτον, ο χαρακτηρισμός ως «παραδοσιακό» για το προϊόν απόσταξης των διημέρων και η διαφοροποίηση του από εκείνο των συστηματικών αποσταγματοποιών έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα του άρθρου 23 παρ. 2α της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ όπως αυτή τροποποιήθηκε από το άρθρο 1, σημ. 12 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151, όπου ρητώς γίνεται μνεία σε «παραδοσιακούς άμβυκες ασυνεχούς λειτουργίας» για την παραγωγή του αποστάγματος στεμφύλων σταφυλής («τσίπουρο»/ «τσικουδιά» από τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς. Συνεπώς, η χρήση του επιθετικού προσδιορισμού «παραδοσιακό» για το προϊόν απόσταξης των μικρών αποσταγματοποιών γεννά διάκριση μεταξύ των ελληνικών αποσταγμάτων (και των αποσταγματοποιών) η οποία δεν έχει έρεισμα στην νομοθεσία της Ε.Ε.

    Δεύτερον, ο όρος «απόσταγμα διημέρων» δεν συμβαδίζει με το πνεύμα του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/787 το οποίο περιλαμβάνει πολλές κατηγορίες αλκοολούχων ποτών με σύνθετο όρο ως νόμιμη ονομασία και με πρώτο συνθετικό τον όρο «απόσταγμα» ενώ το δεύτερο προσδιορίζει την πρώτη ύλη απόσταξης (στέμφυλα σταφυλής, οίνος, φρούτα κλπ). Ο προτεινόμενος στο νομοσχέδιο όρος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτή τη λογική καθώς ο όρος «διημέρων» αναφέρεται στο παραγωγό και όχι στην πρώτη ύλη.

    Τρίτον, το άρθρο άρθρου 23 παρ. 2β της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε ρητώς προβλέπει την ονομασία που θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την περιγραφή του συγκεκριμένου προϊόντος, δηλαδή «αιθυλική αλκοόλη από φρούτα». Θα πρέπει, συνεπώς, να γίνει σεβαστή η βούληση του ενωσιακού νομοθέτη και να χρησιμοποιηθεί ο συγκεκριμένος όρος, ειδάλλως να παραμείνει ο όρος «προϊόν απόσταξης μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών».

    ΙΙ. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 3

    Η εξαίρεση του προϊόντος απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών από την επιβολή του Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α. συνιστά παραβίαση τόσο της συνταγματικής αρχής της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών όσο και της απαγόρευσης διακριτικής μεταχείρισης στο επίπεδο των εσωτερικών φόρων (άρθρο 110 εδ. α΄ΣΛΕΕ).

    Ειδικότερα, το συγκεκριμένο τέλος επιβάλλεται επί του ΕΦΚ και καλύπτει τις δαπάνες των κρατικών αρχών για την διεξαγωγή των απαραίτητων ελέγχων, ελέγχων στους οποίους υποβάλλεται, δειγματοληπτικά, και το προϊόν απόσταξης μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση έναντι των λοιπών (συστηματικών) αποσταγματοποιών-ποτοποιών.

    Επιπλέον, τα εισαγόμενα από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ αλκοολούχα ποτά υπόκεινται και αυτά, μαζί με τον ΕΦΚ στην καταβολή του Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α. και συνεπώς η συγκεκριμένη διάταξη παραβιάζει το άρθρο 110 εδ. α΄ ΣΛΕΕ έναντι των εισαγόμενων αλκοολούχων ποτών.

    ΙΙι. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 4

    Ως προς το ειδικό καθεστώς βεβαίωσης και είσπραξης του ΦΠΑ, τόσο η συνταγματική αρχή της ισότητας ενώπιον των φορολογικών αρχών όσο και το ενωσιακό δίκαιο εναρμόνισης των έμμεσων φόρων και ειδικότερα του ΦΠΑ δεν δικαιολογούν μια τέτοια εξαίρεση.

  • Ι. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 1

    Α. «φρούτα που παρέχονται από το νοικοκυριό του παραγωγού»
    Το προτεινόμενο άρθρο 82 παρ. 1, αναφέρεται σε προϊόν απόσταξης που παράγεται από διήμερους αποσταγματοποιούς, «από πρώτες ύλες παραγωγής των ιδίων». Η συγκεκριμένη διάταξη συνιστά πλημμελή ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151 καθώς το τροποποιημένο άρθρο 23 παρ. 2β της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ αναφέρεται σε «φρούτα που παρέχονται από το νοικοκυριό του παραγωγού». Πέρα από το γεγονός ότι ο όρος «πρώτες ύλες» είναι πολύ πιο ευρύς από εκείνον των «φρούτων», η Οδηγία αναφέρεται σε πρώτες ύλες από το «νοικοκυριό» του παραγωγού. Είναι προφανές ότι η βούληση του ενωσιακού νομοθέτη είναι να περιορίσει τη μέγιστη παραγόμενη ποσότητα καθαρής αιθυλικής αλκοόλης από φρούτα (5 εκατόλιτρα) ανά νοικοκυριό και όχι ανά φυσικό πρόσωπο, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς την πλήρη καταστρατήγηση του εν λόγω περιορισμού (εφόσον κάθε μέλος μιας οικογένειας που έχει στην κατοχή του αγροτεμάχιο που παράγει φρούτα θα μπορεί «νομότυπα» να παράξει 5 εκατόλιτρα αλκοόλης). Αυτό, εξάλλου επιβεβαιώνεται και από τη θέση της Επιτροπής, όπως αυτή έχει καταγραφεί στο από 30.07.2020 έγγραφό της (CM 3202/20), σύμφωνα με το οποίο, τα εξαιρετικά καθεστώτα που εισάγει η τροποποιημένη Οδηγία 92/83 θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.

    Β. «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων»
    Ενώ η απάλειψη της γεωγραφικής ένδειξης «τσίπουρο»/«τσικουδιά» από το άρθρο 82 του Ν. 2960/2001 ευθυγραμμίζει την ελληνική νομοθεσία με τις επιταγές του δικαίου της Ε.Ε. περί γεωγραφικών ενδείξεων, ο όρος «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» δεν συνάδει με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ε.Ε. και αυτό για πλείονες λόγους. Πρώτον, ο χαρακτηρισμός ως «παραδοσιακό» για το προϊόν απόσταξης των διημέρων και η διαφοροποίηση του από εκείνο των συστηματικών αποσταγματοποιών έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το γράμμα του άρθρου 23 παρ. 2α της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ όπως αυτή τροποποιήθηκε από το άρθρο 1, σημ. 12 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151, όπου ρητώς γίνεται μνεία σε «παραδοσιακούς άμβυκες ασυνεχούς λειτουργίας» για την παραγωγή του αποστάγματος στεμφύλων σταφυλής («τσίπουρο»/ «τσικουδιά» από τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς. Συνεπώς, η χρήση του επιθετικού προσδιορισμού «παραδοσιακό» για το προϊόν απόσταξης των μικρών αποσταγματοποιών γεννά διάκριση μεταξύ των ελληνικών αποσταγμάτων (και των αποσταγματοποιών) η οποία δεν έχει έρεισμα στην νομοθεσία της Ε.Ε.
    Δεύτερον, ο όρος «απόσταγμα διημέρων» δεν συμβαδίζει με το πνεύμα του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/787 το οποίο περιλαμβάνει πολλές κατηγορίες αλκοολούχων ποτών με σύνθετο όρο ως νόμιμη ονομασία και με πρώτο συνθετικό τον όρο «απόσταγμα» ενώ το δεύτερο προσδιορίζει την πρώτη ύλη απόσταξης (στέμφυλα σταφυλής, οίνος, φρούτα κλπ). Ο προτεινόμενος στο νομοσχέδιο όρος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτή τη λογική καθώς ο όρος «διημέρων» αναφέρεται στο παραγωγό και όχι στην πρώτη ύλη.
    Τρίτον, το άρθρο άρθρου 23 παρ. 2β της Οδηγίας 92/83/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε ρητώς προβλέπει την ονομασία που θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την περιγραφή του συγκεκριμένου προϊόντος, δηλαδή «αιθυλική αλκοόλη από φρούτα». Θα πρέπει, συνεπώς, να γίνει σεβαστή η βούληση του ενωσιακού νομοθέτη και να χρησιμοποιηθεί ο συγκεκριμένος όρος, ειδάλλως να παραμείνει ο όρος «προϊόν απόσταξης μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών».

    ΙΙ. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 3
    Η εξαίρεση του προϊόντος απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών από την επιβολή του Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α. συνιστά παραβίαση τόσο της συνταγματικής αρχής της ισότητας ενώπιον των φορολογικών βαρών όσο και της απαγόρευσης διακριτικής μεταχείρισης στο επίπεδο των εσωτερικών φόρων (άρθρο 110 εδ. α΄ΣΛΕΕ).
    Ειδικότερα, το συγκεκριμένο τέλος επιβάλλεται επί του ΕΦΚ και καλύπτει τις δαπάνες των κρατικών αρχών για την διεξαγωγή των απαραίτητων ελέγχων, ελέγχων στους οποίους υποβάλλεται, δειγματοληπτικά, και το προϊόν απόσταξης μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση έναντι των λοιπών (συστηματικών) αποσταγματοποιών-ποτοποιών.
    Επιπλέον, τα εισαγόμενα από άλλο κράτος μέλος της ΕΕ αλκοολούχα ποτά υπόκεινται και αυτά, μαζί με τον ΕΦΚ στην καταβολή του Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α. και συνεπώς η συγκεκριμένη διάταξη παραβιάζει το άρθρο 110 εδ. α΄ ΣΛΕΕ έναντι των εισαγόμενων αλκοολούχων ποτών.

    ΙΙI. Ως προς το άρθρο 82 παρ. 4
    Ως προς το ειδικό καθεστώς βεβαίωσης και είσπραξης του ΦΠΑ, τόσο η συνταγματική αρχή της ισότητας ενώπιον των φορολογικών αρχών όσο και το ενωσιακό δίκαιο εναρμόνισης των έμμεσων φόρων και ειδικότερα του ΦΠΑ δεν δικαιολογούν μια τέτοια εξαίρεση.

  • 12 Ιανουαρίου 2022, 14:36 | ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΣΙΚΡΙΤΣΗΣ

    Ως πρόεδρος του Συλλόγου Αμβυκούχων και Αμπελοκαλλιεργητών Τυρνάβου, ενημερώνω στο πλαίσιο της διαβούλευσης ότι οι θέσεις μας είναι οι εξής:
    1) Περί ονομασίας
    Η λέξη ΤΣΙΠΟΥΡΟ περιγράφει εκείνο το προϊόν, που γεννήθηκε από την καθημερινότητα του Έλληνα αμπελουργού και πήρε πανελλήνια αναγνώριση από τον ίδιο, διότι κατάφερε να συγκεράσει την παραδοσιακή μέθοδο της απόσταξης με την χρήση άριστης πρώτης ύλης (στέμφυλα) που ο ίδιος μοχθεί για να παράξει όλο το χρόνο, κάνοντας το ποιοτικά ανώτερο από πολλά βιομηχανοποιημένα εμφιαλωμένα τσίπουρα. Συνεπώς, στο πλαίσιο που ορίζει ο ευρωπαϊκός κανονισμός ΕΚ 787/2019 και λαμβάνοντας υπόψη τις σκέψεις (1), (2), (3), (4) για τις παραδοσιακές πρακτικές παραγωγής των αλκοολούχων ποτών, όσο και τις απαιτήσεις για προστασία και ενημέρωση των καταναλωτών, γίνεται σαφές πως το απόσταγμα στεμφύλων των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από ΤΣΙΠΟΥΡΟ, αφού η ίδια η λέξη περικλείει αυτομάτως την αυθεντικότητα της παραδοσιακής τεχνικής της απόσταξης, το μοναδικό χαρακτήρα των φρέσκων στεμφύλων και την άμεση διασύνδεση με τον παραγωγό/αμπελοκαλλιεργητή. Επιπλέον, στη σκέψη (6) του ίδιου κανονισμού γίνεται σαφής αναφορά στην γεωργική προέλευση της πρώτης ύλης, κάτι το οποίο είναι αυταπόδεικτο πως οι διήμεροι αποσταγματοποιοί έχουν τα αδιάσειστα στοιχεία για την προέλευση της. Η ίδια η λέξη ΤΣΙΠΟΥΡΟ δηλαδή ήταν διαχρονικά και εξακολουθεί να είναι η πραγματική και συνήθης ονομασία του προϊόντος μας και δεν είναι στο χέρι της ελληνικής πολιτείας να μας την αφαιρέσει υποχρεώνοντάς μας σε άλλη. Επιπλέον, δεν συντρέχει και κανένας σοβαρός δικαιολογητικός λόγος για να το κάνει, ακόμα και υπό την επίκληση του μειωμένου Ε.Φ.Κ.. Βάσει των κριτηρίων για μειωμένο ΕΦΚ κατά 85%, όπως αποτυπώθηκαν στην Οδηγία, πουθενά δεν προβλέπεται η απαγόρευση χρήσης του ονόματος Τσίπουρο/Τσικουδιά. Ξεκάθαρα, ο μειωμένος συντελεστής εφαρμόζεται στους παραγωγούς που χρησιμοποιούν φρούτα δικής τους παραγωγής, άρα και στέμφυλα, εφόσον αποστάζουν σε παραδοσιακό άμβυκα για οκτώ 24ωρα ο καθένας και παράγουν κατά μέγιστο 500 lt άνυδρη αλκοόλη κατ’ έτος. Λαμβάνοντας υπόψη και την καταδικαστική απόφαση της Ελλάδος περί άνισης φορολόγησης, τονίζουμε ότι και η ίδια η απόφαση ονοματίζει το προϊόν των διημέρων ως ΤΣΙΠΟΥΡΟ/ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ, διότι ανέκαθεν το παραδοσιακό χύμα τσίπουρο ήταν απόσταγμα στεμφύλων και ουδεμία αμφιβολία ετέθη έως τότε – ούτε τίθεται τώρα.
    Ζητάμε να αφαιρεθούν από το σχέδιο του άρθρου 82 Ν.2960/2001 όλες οι υπόλοιπες περιφραστικές ονομασίες και περιγραφές και να επανέλθει το αρχικό λεκτικό «τσίπουρο και τσικουδιά που παράγονται από διήμερους αποσταγματοποιούς».
    2) Περί διάθεσης του προϊόντος
    Στην τηλεδιάσκεψη, έγινε σαφής αναφορά στα προβλήματα εμπορίας του παραδοσιακού τσίπουρου που αντίκεινται στους κανόνες την ελεύθερης οικονομίας και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας και φάνηκε πως αυτά θα προσπεραστούν στο νέο Σχέδιο Νόμου. Προς έκπληξίν μας, δεν γίνεται ουδεμία τροποποίηση. Εμείς, οι διήμεροι αποσταγματοποιοί αιτούμαστε ξεκάθαρα την κατάργηση της τροποποίησης περί διάθεσης του παραδοσιακού αποστάγματος των διημέρων αποκλειστικά από τους ίδιους, περ. γ’ της υποπαραγράφου 8 της παρ. Ε’ του αρθρ. 7 του Ν2969/2001 (τροποποίηση αρθρ. 69 Ν4583/2018) και απελευθέρωση της εμπορίας του, όπως στο παρελθόν είτε από τους ίδιους τους παραγωγούς, είτε από τους αγοραστές με τα φορολογικά στοιχεία που προβλέπονται από των Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Η διάθεση του προϊόντος εμπορικά επίσης δεν γίνεται να αποκλείει τους αγρότες ειδικού καθεστώτος ενώ προϋποθέτει, λόγω του ότι είναι τρόφιμο που καταναλώνεται από ανθρώπους, να τηρηθούν και υποχρεώσεις ενημέρωσης του καταναλωτή με κατάλληλη σήμανση στην ετικέτα/συσκευασία του προϊόντος.
    Ζητάμε να προστεθούν στο σχέδιο νόμου τροποποιήσεις στο Ν.2969/2001 που να καταργούν τις προηγούμενες δυσανάλογες δεσμεύσεις και απαγορεύσεις στην εμπορεία και διάθεση του ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ των διήμερων αποσταγματοποιών και να βελτιωθεί συνολικά και σε συμφωνία με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς το νομικό πλαίσιο που διέπει την παραδοσιακή απόσταξη.
    Η Ελληνική Οικονομία χρειάζεται ένα παραδοσιακό προϊόν νόμιμο, ελεγμένο και προσιτό στον καταναλωτή, το οποίο να διατίθεται εμπορικά επί ίσοις όροις με τα υπόλοιπα εμπορικά/βιομηχανικά προϊόντα και να συμβάλλει τόσο στα έσοδα του δημοσίου όσο και στην επιβίωση των αγροτών αμπελουργών που το παράγουν. Η επίθεση που δέχεται ο κλάδος μας δεν δικαιολογείται από κανένα ειδικό και σημαντικό συμφέρον της Ελληνικής Πολιτείας ή του Νομοθέτη. Ένας δυναμικός κλάδος της αγροτικής οικονομίας που απολαμβάνει την προτίμηση και την αναγνώριση του καταναλωτικού κοινού δεν είναι εχθρός που πρέπει να πολεμηθεί αλλά πολύτιμος σύμμαχος που πρέπει να υποστηριχθεί.

  • 12 Ιανουαρίου 2022, 11:37 | Ευάγγελος Μάντζιος

    Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,

    Χαιρετίζω την πρόθεση της κυβέρνησης για την θεσμική κατοχύρωση του καθεστώτος των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών στο εθνικό δίκαιο.

    Οι διήμεροι μικροί παραδοσιακοί αποσταγματοποιοί ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ και ΤΣΙΚΟΥΔΙΑΣ, με υπευθυνότητα και σεβασμό στο εθνικό και ενωσιακό δίκαιο, έχουν υποβάλει ολοκληρωμένες προτάσεις προς την Πολιτεία, για την συνολική βελτίωση της προστασίας, της φήμης, της ποιότητας, της ασφάλειας και της εμπορίας των παραδοσιακών αποσταγμάτων,

    https://www.onlarissa.gr/wp-content/uploads/2020/06/%CE%A5%CE%A0%CE%9F%CE%9C%CE%9D%CE%97%CE%9C%CE%91-%CE%94%CE%99%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%A9%CE%9D-%CE%9C%CE%91%CE%99%CE%9F%CE%A3-2020.pdf

    τις οποίες στηρίζω πλήρως και παρακαλώ πολύ να ληφθούν σοβαρά υπόψη κατά την οριστική σύνταξη του σχετικού Νόμου.

    Οι προτάσεις των μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών, με πλήρεις αναφορές και τοποθετήσεις επί όλων των θεμάτων, επιδιώκουν μία δίκαιη και βιώσιμη λύση τόσο για τον κλάδο των αμπελοκαλλιεργητών και διήμερων μικρών αποσταγματοποιών, όσο και για την εν γένει ανάδειξη των ελληνικών παραδοσιακών αποσταγμάτων και της πολιτιστικής τους παράδοσης.

    Με το νέο Νόμο είναι επίσης θέμα ηθικής τάξης να αποκατασταθεί η πατροπαράδοτη ονομασία των παραδοσιακών αμπελοοινικών αποσταγμάτων των διήμερων αποσταγματοποιών αμπελοκαλλιεργητών, ως ΤΣΙΠΟΥΡΟ και ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ.

    Τα ονόματα ΤΣΙΠΟΥΡΟ και ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ είναι καταξιωμένα και συνυφασμένα στην λαϊκή παράδοση και τη συνείδηση παραγωγών και καταναλωτών, με το ποιοτικό παραδοσιακό αμπελοοινικό απόσταγμα των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών αμπελοκαλλιεργητών και αυτό δεν αλλάζει.

    Το ΤΣΙΠΟΥΡΟ και η ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ είναι τα προϊόντα της παραδοσιακής απόσταξης των μικρών διήμερων αποσταγματοποιών αμπελοκαλλιεργητών, μέσα από μία εμπειρική διαδικασία και γνώση που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά έως τις μέρες μας και η οποία διενεργείται από εκατοντάδων χρόνων, σε μικρές μονάδες, μέσα στην εμβέλεια της γειτονιάς και της κοινότητας.

    Οι Έλληνες αμπελοκαλλιεργητές και διήμεροι μικροί αποσταγματοποιοί, με τον κόπο και τον ιδρώτα τους, είναι αυτοί που διατήρησαν μέχρι τις μέρες μας άσβεστη την παράδοση της απόσταξης του ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ και της ΤΣΙΚΟΥΔΙΑΣ. Η τεχνογνωσία, η εμπειρία και η παιδεία που απαιτούνται ή απορρέουν από αυτήν την διαδικασία, διασώθηκαν και διαδόθηκαν αποκλειστικά από αυτή την παράδοση.

    Είναι λοιπόν παντελώς απαράδεκτο να απαγορεύεται η χρήση των ονομάτων ΤΣΙΠΟΥΡΟ και ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ από τους μικρούς διήμερους αποσταγματοποιούς αμπελοκαλλιεργητές και να αποδίδεται η αποκλειστική χρήση τους στους συστηματικούς αποσταγματοποιούς, για το ίδιο προϊόν.

    Η σημερινή δραστηριότητα των συστηματικών αποσταγματοποιών έχει μάνα, και αυτή είναι η παραδοσιακή απόσταξη των αμπελοκαλλιεργητών (των γονέων και των παππουδογιαγιάδων τους). Δεν είναι του Ελληνικού πολιτισμού όταν τα παιδιά μεγαλώνουν να κυνηγάνε και να θέλουν στο δρόμο την μάνα που τα γέννησε και τα μεγάλωσε. Οι αναιδείς κατηγορούν τη μάνα για αλητεία, αλλά οι ίδιοι θέλουν να φέρουν με περηφάνια και αποκλειστικότητα το σεβάσμιο και τιμημένο όνομά της, ως όνομα αναγνώρισης, ταυτότητας και διαβατηρίου στον κόσμο.

    Δυστυχώς, κάποιοι αμετροεπείς και εμπαθείς εκπρόσωποι των συστηματικών αποσταγματοποιών, επιδιώκουν εξίσου συστηματικά με δόλιους και ανέντιμους τρόπους – για την δική τους λαίμαργη και εγωιστική ευημερία – την εξόντωση και εξαθλίωση των φτωχών βιοπαλαιστών αμπελοκαλλιεργητών, χωρίς κανένα σεβασμό πολλές φορές στην ίδια την καταγωγή τους, με απώτερο στόχο την δημιουργία καθεστώτος μονοπωλίου υπέρ τους.

    Είναι κρίμα και άδικο η Ελληνική Κυβέρνηση, με Πρωθυπουργό, αρμόδιους υπουργούς και υφυπουργούς με καταγωγή από αγροτικές περιοχές, με έντονη την παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό της παραδοσιακής απόσταξης του ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ και της ΤΣΙΚΟΥΔΙΑΣ των μικρών διήμερων αποσταγματοποιών αμπελοκαλλιεργητών, κατά την σύνταξη του νέου Νόμου να μην λάβει υπόψη την πραγματική ιστορία και τους αξιότιμους ανθρώπους της ελληνικής υπαίθρου που δημιούργησαν και συντηρούν αυτή την ωραία παράδοση.

    Παρακαλώ πολύ όπως η σεβαστή κυβέρνησή σας ασκήσει την δικαιοδοσία και την επιρροή της προς τον κλάδο των έντιμων συστηματικών αποσταγματοποιών, να σεβαστούν και να σταματήσουν να εναντιώνονται στο ιστορικό δικαίωμα της χρήσης των ιστορικών ονομάτων ΤΣΙΠΟΥΡΟ και ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ από τους ανθρώπους που τα δημιούργησαν και ανέδειξαν και από τους οποίους τα παραλαμβάνουν, τους μικρούς διήμερους αποσταγματοποιούς, και όλοι μαζί να διαμορφώσουμε την επόμενη και πιο αισιόδοξη για όλους μέρα του ευλογημένου ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ και της ΤΣΙΚΟΥΔΙΑΣ όλων των Ελλήνων.

    Με Τιμή,
    Ευάγγελος Δ. Μάντζιος

  • 12 Ιανουαρίου 2022, 11:16 | Ιωάννης Καναβάκης

    ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝ ΤΣΙΚΟΥΔΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΛΑΣΙΘΙΟΥ

    ΨΗΦΙΣΜΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
    H Κρήτη έχει μακραίωνη και σεβαστή παράδοση στην αμπελουργία και την δημιουργία αμπελοοινικών προϊόντων και αποσταγμάτων, με ευρήματα να επιβεβαιώνουν την καλλιέργεια του σταφυλιού, την οινοποίηση και την απόσταξη ήδη από τη Μινωική Εποχή. Ήδη από την εποχή της Κρητικής Πολιτείας το 1911 εκδόθηκαν οι πρώτες άδειες για την απόσταξη ρακής/τσικουδιάς προς τους αμπελουργούς της Κρήτης, αναγνωρίζοντας και τιμώντας μία μακραίωνη παραδοσιακή τέχνη, σύμφυτη με την τοπική παράδοση και τον ιδιαίτερη κρητική κουλτούρα. Οι αμπελουργοί της Κρήτης από το 1917 και μετά την ιστορική απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου απέκτησαν το ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΌ δικαίωμα να παράγουν ρακή/τσικουδιά – το οποίο μάλιστα τους εκχωρήθηκε κατ’ αποκλειστικότητα σε αντάλλαγμα για την απαγόρευση διάφορων ενδημικών στην Κρήτη καλλιεργειών, όπως μ.α. το βαμβάκι και ο καπνός. Δυστυχώς, η ονομασία «ρακή» (που είναι και η επικρατέστερη στην καθημερινή γλώσσα) «χάθηκε» με την κατοχύρωση της ονομασίας αυτής από την Τουρκία το 1989. Παράλληλα, ήδη από το 1988 επετράπη η παραγωγή τσικουδιάς και από τους τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς, σε επίπεδο μαζικής εκβιομηχανισμένης παραγωγής. Η εμφιαλωμένη όμως τσικουδιά δεν υποκατέστησε ποτέ τα κρητικά καζάνια και την παραδοσιακή τσικουδιά των αμπελουργών της Κρήτης, τα οποία αποτελούν σημαντικό κομμάτι της κρητικής πολιτιστικής ταυτότητας, σημαντικό κλάδο της αγροτικής παραγωγής και οικονομίας του νησιού μας και τέλος, εξακολουθούν να είναι το ποτό εκείνο που αγαπιέται και προτιμάται από το καταναλωτικό κοινό, όχι μόνο στο χώρο της εστίασης αλλά πρωτίστως και στα χωριά, στα γλέντια, στα σπίτια, στις γιορτές και στις χαρές, στις λύπες και στους αποχαιρετισμούς.
    Σε πρόσφατη τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε παρουσία του υφυπουργού Οικονομικών κου Βεσυρόπουλου, του Δ.Σ. της ομοσπονδίας Αμβυκούχων και αμπελοκαλλιεργητών Ελλάδος και του προέδρου τοπικών συλλόγων, συζητήθηκε η προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας με την οδηγία της ΕΕ 1151/20, ωστόσο, με βάση τα όσα έγιναν γνωστά από την εν λόγω τηλεδιάσκεψη το μοναδικό εν τέλει ζητούμενο δεν ήταν η (θεμιτή και αποδεκτή) αλλαγή υπολογισμού του Ε.Φ.Κ. στο 85% του εθνικού συντελεστή για τους παραδοσιακούς διήμερους αποσταγματοποιούς, αλλά πρωτίστως η αλλαγή του ονόματος Τσικουδιά-Τσίπουρο με παραπλανητικές – έωλες υποσχέσεις, βασισμένες σε παρερμηνεία της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και με την ψευδεπίφαση της ύπαρξης «απαγορευτικού» φακέλου ΠΓΕ τσικουδιά (τον οποίον σημειωτέον κατέθεσε συνωμοτικά η ίδια η ελληνική πολιτεία μέσω του Γ.Χ.Κ. το 2017 χωρίς κανένα διάλογο με τους παραδοσιακούς αποσταγματοποιούς της τσικουδιάς, δήλαδή εμάς, τους Κρήτες αμπελουργούς, τους οποίους ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ρητά από τη χρήση της ονομασίας).
    Θεωρούμε ότι η πρόταση αυτή είναι ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ -ΠΑΡΑΛΟΓΗ-ΠΑΡΑΝΟΜΗ καθώς σε καμμιά άλλη περίπτωση, η αναγνώριση μιας Γεωγραφικής Ένδειξης δεν έχει επιβάλλει τη μετονομασία εθνικού προϊόντος που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ο φάκελος (ο Θεός να τον κάνει φάκελο) ορίζει. Επιπλέον, αποτελεί και ακραιφνή απόπειρα εκμετάλλευσης των εργαλείων της Ε.Ε. για σκοπούς ΑΝΤΙΘΕΤΟΥΣ από αυτούς που προβλέφθηκαν: οι Κανονισμοί 110/2008ΕΚ και 2019/787ΕΕ στόχο τους έχουν να δώσουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΟΥΝ πρωτίστως τα παραδοσιακά τους προϊόντα, εξασφαλίζοντας την αποκλειστική χρήση της εκάστοτε γεωγραφικής ένδειξης από τους πραγματικούς της δικαιούχους και προστατεύοντάς την από απομιμητικά προϊόντα τρίτων χωρών. Στην προκείμενη περίπτωση, η Ελληνική Δημοκρατία κάνει ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ: χρησιμοποιεί το εργαλείο της Π.Γ.Ε. μόνο για τα βιομηχανικά εμφιαλωμένα προϊόντα με σκοπό να ΑΠΟΚΛΕΙΣΕΙ τους παραγωγούς των παραδοσιακών και δεκτικών προστασίας προϊόντων από την χρήση της νόμιμης και ηθικά, πρακτικά και εθιμικά παγιωμένης ονομασίας τους, με σκοπό να χορηγήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους συστηματικούς αποσταγματοποιούς (οι οποίοι κατά τα λοιπά δεν κάνουν καν χρήση της δυνατότητας αναγνώρισης της Π.Γ.Ε. ονομασίας του προϊόντος τους).
    ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ καθώς προσβάλλει την μακραίωνη Κρητική παράδοση παραγωγής τσικουδιάς.
    ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ καθώς αποτελεί απόπειρα υποστήριξης συμφερόντων τρίτων σε βάρος των συνεχώς θιγόμενων αγροτικών νοικοκυριών και οικογενειών αυτής της χώρας.
    ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ καθώς παραγνωρίζει ευθέως και παραβιάζει εκ πλαγίου το περιεχόμενο των ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, τα οποία χρησιμοποιεί αντίθετα προς τον σκοπό τους.
    ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ καθώς δεν υποκινείται από καμία απολύτως υποχρέωση ή ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης, παρά μόνον από μικροπολιτικά συμφέροντα και επιδιώξεις.
    ΖΗΤΟΥΜΕ
    1. Η παραδοσιακή τσικουδιά να υπάρχει με το αρχέγονο όνομα της – Τσικουδιά – που είναι η ψυχή και η έκφραση της ιδιαιτερότητας της, καθότι η όποια περίφραση (απόσταγμα διημέρου κλπ) όχι μόνον είναι ανιστόρητη και αντίθετη στην εθιμικά και διαχρονικά χρησιμοποιούμενη ονομασία αλλά επιπλέον αλλοιώνει και την πραγματική αίσθηση του μοναδικού αυτού κρητικού προϊόντος.
    2. Η Ελληνική πολιτεία να στηρίξει την παραδοσιακή τσικουδιά και τους παραγωγούς της αντί να μας κατατρέχει τιμωρητικά μέσω των αρμοδίων οργάνων της και ελεγκτικών μηχανισμών της (μ.α. Γ.Χ.Κ., Δ.Α.Ο.Κ.Α. κλπ) και να μας επιβάλλει παράλογα και εξοντωτικά μέτρα, ήτοι να παράσχει το κατάλληλο υποστηρικτικό πλαίσιο σε νομικό, φορολογικό και διοικητικό επίπεδο για την συνέχιση της δραστηριότητας και της κληρονομιάς μας.
    3. Την απόσυρση του ήδη κατατιθέμενου φακέλου Π.Γ.Ε. τσικουδιά και την υποβολή εκ νέου σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς (110/08 & 787/19) αποτυπώνοντας την πραγματική παραδοσιακή τελετουργική διαδικασία παραγωγής της παραδοσιακής τσικουδιάς Κρήτης και εξασφαλίζοντας τη χρήση της ονομασίας αυτής στους διαχρονικά γνήσιους παραγωγούς της, δηλαδή τους διήμερους αποσταγματοποιούς/αμπελουργούς της Κρήτης.
    O ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΝΑΒΑΚΗΣ
    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
    ΤΑ ΜΕΛΗ

  • 11 Ιανουαρίου 2022, 14:20 | ΤΣΙΚΡΙΤΣΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ

    Ως πρόεδρος του Συλλόγου Αμβυκούχων και Αμπελοκαλλιεργητών Τυρνάβου, ενημερώνω στο πλαίσιο της διαβούλευσης ότι οι θέσεις μας είναι οι εξής:
    1) Περί ονομασίας
    Η λέξη ΤΣΙΠΟΥΡΟ περιγράφει εκείνο το προϊόν, που γεννήθηκε από την καθημερινότητα του Έλληνα αμπελουργού και πήρε πανελλήνια αναγνώριση από τον ίδιο, διότι κατάφερε να συγκεράσει την παραδοσιακή μέθοδο της απόσταξης με την χρήση άριστης πρώτης ύλης (στέμφυλα) που ο ίδιος μοχθεί για να παράξει όλο το χρόνο, κάνοντας το ποιοτικά ανώτερο από πολλά βιομηχανοποιημένα εμφιαλωμένα τσίπουρα. Συνεπώς, στο πλαίσιο που ορίζει ο ευρωπαϊκός κανονισμός ΕΚ 787/2019 και λαμβάνοντας υπόψη τις σκέψεις (1), (2), (3), (4) για τις παραδοσιακές πρακτικές παραγωγής των αλκοολούχων ποτών, όσο και τις απαιτήσεις για προστασία και ενημέρωση των καταναλωτών, γίνεται σαφές πως το απόσταγμα στεμφύλων των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο πέρα από ΤΣΙΠΟΥΡΟ, αφού η ίδια η λέξη περικλείει αυτομάτως την αυθεντικότητα της παραδοσιακής τεχνικής της απόσταξης, το μοναδικό χαρακτήρα των φρέσκων στεμφύλων και την άμεση διασύνδεση με τον παραγωγό/αμπελοκαλλιεργητή. Επιπλέον, στη σκέψη (6) του ίδιου κανονισμού γίνεται σαφής αναφορά στην γεωργική προέλευση της πρώτης ύλης, κάτι το οποίο είναι αυταπόδεικτο πως οι διήμεροι αποσταγματοποιοί έχουν τα αδιάσειστα στοιχεία για την προέλευση της. Η ίδια η λέξη ΤΣΙΠΟΥΡΟ δηλαδή ήταν διαχρονικά και εξακολουθεί να είναι η πραγματική και συνήθης ονομασία του προϊόντος μας και δεν είναι στο χέρι της ελληνικής πολιτείας να μας την αφαιρέσει υποχρεώνοντάς μας σε άλλη. Επιπλέον, δεν συντρέχει και κανένας σοβαρός δικαιολογητικός λόγος για να το κάνει, ακόμα και υπό την επίκληση του μειωμένου Ε.Φ.Κ.. Βάσει των κριτηρίων για μειωμένο ΕΦΚ κατά 85%, όπως αποτυπώθηκαν στην Οδηγία, πουθενά δεν προβλέπεται η απαγόρευση χρήσης του ονόματος Τσίπουρο/Τσικουδιά. Ξεκάθαρα, ο μειωμένος συντελεστής εφαρμόζεται στους παραγωγούς που χρησιμοποιούν φρούτα δικής τους παραγωγής, άρα και στέμφυλα, εφόσον αποστάζουν σε παραδοσιακό άμβυκα για οκτώ 24ωρα ο καθένας και παράγουν κατά μέγιστο 500 lt άνυδρη αλκοόλη κατ’ έτος. Λαμβάνοντας υπόψη και την καταδικαστική απόφαση της Ελλάδος περί άνισης φορολόγησης, τονίζουμε ότι και η ίδια η απόφαση ονοματίζει το προϊόν των διημέρων ως ΤΣΙΠΟΥΡΟ/ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ, διότι ανέκαθεν το παραδοσιακό χύμα τσίπουρο ήταν απόσταγμα στεμφύλων και ουδεμία αμφιβολία ετέθη έως τότε – ούτε τίθεται τώρα.
    Ζητάμε να αφαιρεθούν από το σχέδιο του άρθρου 82 Ν.2960/2001 όλες οι υπόλοιπες περιφραστικές ονομασίες και περιγραφές και να επανέλθει το αρχικό λεκτικό «τσίπουρο και τσικουδιά που παράγονται από διήμερους αποσταγματοποιούς».

    2) Περί διάθεσης του προϊόντος
    Στην τηλεδιάσκεψη, έγινε σαφής αναφορά στα προβλήματα εμπορίας του παραδοσιακού τσίπουρου που αντίκεινται στους κανόνες την ελεύθερης οικονομίας και ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας και φάνηκε πως αυτά θα προσπεραστούν στο νέο Σχέδιο Νόμου. Προς έκπληξίν μας, δεν γίνεται ουδεμία τροποποίηση. Εμείς, οι διήμεροι αποσταγματοποιοί αιτούμαστε ξεκάθαρα την κατάργηση της τροποποίησης περί διάθεσης του παραδοσιακού αποστάγματος των διημέρων αποκλειστικά από τους ίδιους, περ. γ’ της υποπαραγράφου 8 της παρ. Ε’ του αρθρ. 7 του Ν2969/2001 (τροποποίηση αρθρ. 69 Ν4583/2018) και απελευθέρωση της εμπορίας του, όπως στο παρελθόν είτε από τους ίδιους τους παραγωγούς, είτε από τους αγοραστές με τα φορολογικά στοιχεία που προβλέπονται από των Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Η διάθεση του προϊόντος εμπορικά επίσης δεν γίνεται να αποκλείει τους αγρότες ειδικού καθεστώτος ενώ προϋποθέτει, λόγω του ότι είναι τρόφιμο που καταναλώνεται από ανθρώπους, να τηρηθούν και υποχρεώσεις ενημέρωσης του καταναλωτή με κατάλληλη σήμανση στην ετικέτα/συσκευασία του προϊόντος.
    Ζητάμε να προστεθούν στο σχέδιο νόμου τροποποιήσεις στο Ν.2969/2001 που να καταργούν τις προηγούμενες δυσανάλογες δεσμεύσεις και απαγορεύσεις στην εμπορεία και διάθεση του ΤΣΙΠΟΥΡΟΥ των διήμερων αποσταγματοποιών και να βελτιωθεί συνολικά και σε συμφωνία με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς το νομικό πλαίσιο που διέπει την παραδοσιακή απόσταξη.

    Η Ελληνική Οικονομία χρειάζεται ένα παραδοσιακό προϊόν νόμιμο, ελεγμένο και προσιτό στον καταναλωτή, το οποίο να διατίθεται εμπορικά επί ίσοις όροις με τα υπόλοιπα εμπορικά/βιομηχανικά προϊόντα και να συμβάλλει τόσο στα έσοδα του δημοσίου όσο και στην επιβίωση των αγροτών αμπελουργών που το παράγουν. Η επίθεση που δέχεται ο κλάδος μας δεν δικαιολογείται από κανένα ειδικό και σημαντικό συμφέρον της Ελληνικής Πολιτείας ή του Νομοθέτη. Ένας δυναμικός κλάδος της αγροτικής οικονομίας που απολαμβάνει την προτίμηση και την αναγνώριση του καταναλωτικού κοινού δεν είναι εχθρός που πρέπει να πολεμηθεί αλλά πολύτιμος σύμμαχος που πρέπει να υποστηριχθεί.

  • 11 Ιανουαρίου 2022, 13:25 | Πηνελόπη Ταμπακοπούλου

    Υπέβαλα προχθές ένα σχόλιο το οποίο ακόμα δυστυχώς δεν δημοσιεύθηκε. Για την περίπτωση που εκ παραδρομής υπήρξε κάποιο τεχνικό σφάλμα, το επαναλαμβάνω κάτωθι:

    To διατακτικό τις απόφασης της 11ης Ιουλίου 2019 του Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση της C91-18 προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και το συνολικό κείμενο της απόφασης (ιδίως δε οι σκέψεις 1, 14, 16, 20, 31, 60, 62, 64, 65, 70, 73, 74, 76 και 78) καθιστούν απολύτως σαφές, ότι τόσο κατά την άποψη της προσφεύγουσας Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καμία αμφισβήτηση δεν τίθεται ως προς το ζήτημα, ότι τόσο τα προϊόντα που παράγονται από «συστηματικούς αποσταγματοποιούς» όσο και τα προϊόντα που παράγονται από «μικρούς αποσταγματοποιούς – διήμερους» ονομάζονται «τσίπουρο» και «τσικουδιά» και εμπίπτουν στην κατηγορία του παραρτήματος ΙΙ στοιχ. 6 του ΕΚ110/2008 «αποστάγματα στεμφύλων σταφυλής». Το ίδιο το διατακτικό της Απόφασης 7ου Τμήματος Δ.Ε.Ε. από 11.07.2019 παρατίθεται αυτούσιο κάτωθι:
    «Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:
    1) Η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει:
    – από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης, τους αποκαλούμενους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς», και
    – από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για την αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους».
    2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα».
    Είναι λοιπόν αν μη τι άλλο αυταπόδεικτο, ότι η καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας αφορούσε αποκλειστικά και μόνο στην επιβολή διαφοροποιημένων συντελεστών Ε.Φ.Κ. για τα προϊόντα «τσίπουρο» και «τσικουδιά» τόσο των συστηματικών όσο και των διήμερων αποσταγματοποιών και ότι ουδέποτε ετέθη εκ μέρους των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων ζήτημα αμφισβήτησης της νόμιμης χρήσης των ονομασιών «τσίπουρο» και «τσικουδιά» και από τις δύο αυτές κατηγορίες παραγωγών.
    Περαιτέρω, ο Κανονισμός ΕΚ110/2008 καθώς και ο Κανονισμός 2019/787ΕΕ που τον αντικατέστησε με ανάληψη αυτούσιων των παραρτημάτων του, νομοθετήματα σημειωτέον εφαρμοζόμενα απευθείας και άνευ προσαρμογής στην εσωτερική έννομη τάξη και με υπέρτερη τυπική ισχύ οποιουδήποτε ελληνικού νομοθετήματος (του υπό διαβούλευση περιλαμβανόμενου!) καθιστούν σαφές, ότι η νόμιμη ονομασία ενός προϊόντος εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από την ακολουθούμενη διαδικασία παραγωγής, σε περίπτωση δε που πληρούνται οι προϋποθέσεις περιγραφής του παραγόμενου προϊόντος περισσότερων από μίας κατηγοριών του παραρτήματος ΙΙ, τότε η επιλογή της μίας ή της άλλης επιτρεπτής νόμιμης ονομασίας είναι δικαίωμα του ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ και ΟΧΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ (βλ. χαρακτηριστικά άρθρο 10 του Κανονισμού 2019/787ΕΕ).
    Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 6 του Κανονισμού 2019/787ΕΕ η νόμιμη ονομασία ενός αλκοολούχου ποτού μπορεί ΕΙΤΕ να συμπληρώνεται Ή να αντικαθίσταται με μία γεωγραφική ένδειξη του Κεφαλαίου ΙΙΙ, εφόσον το προϊόν εμπίπτει στις σχετικές προδιαγραφές προϊόντος για την Γεωγραφική Ένδειξη αυτή, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 7 του Κανονισμού, η νόμιμη ονομασία ενός αλκοολούχου ποτού ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ επιτρέπεται να συνοδεύεται/συμπληρώνεται από μία «συνήθη ονομασία» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 2 του Κανονισμού 1169/2011ΕΕ υπό όρο αυτή να μην παραπλανά τον καταναλωτή.
    Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο τα προϊόντα των διήμερων αποσταγματοποιών όσο και αυτά των συστηματικών αποσταγματοποιών ΕΜΠΙΠΤΟΥΝ στην περιγραφόμενη διαδικασία παραγωγής του παραρτήματος ΙΙ στοιχ. 6 του Κανονισμού ΕΚ110/2008 και ήδη παραρτήματος Ι στοιχ. 6 του Κανονισμού 2019/787ΕΕ, ενώ παράλληλα μπορεί και πρέπει φυσικά να γίνει δεκτό, ότι τα στέμφυλα σταφυλής τα οποία αποστάζουν οι διήμεροι αποσταγματοποιοί εμπίπτουν και στη γενική περιγραφή των «φρούτων που προέρχονται από το νοικοκυριό του παραγωγού», όπως και οι υπόλοιπες επιτρεπτές αποστακτέες πρώτες ύλες για διήμερους αποσταγματοποιούς βάσει του Ν.2969/2001.
    Ως εκ τούτου, τα αποστάγματα των διήμερων μπορούν να φέρουν νόμιμη ονομασία «απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής» εφόσον παρήχθησαν από απόσταξη στεμφύλων σταφυλής με προσθήκη οινολάσπης μέχρι 25% ή/και «απόσταγμα στεμφύλων φρούτων» ή/και «απόσταγμα φρούτων» εφόσον παρήχθησαν από απόσταξη άλλων καρπών του νοικοκυριού του παραγωγού ή/και «απόσταγμα μέλιτος» αν παρήχθησαν από απόσταξη υπολειμμάτων μέλιτος κατά τα προβλεπόμενα στον Ν.2969/2001.
    Η δε προϋπόθεση για την ευνοϊκότερη φορολόγησή τους ΕΞΑΝΤΛΕΙΤΑΙ βάσει του άρθρου 23 της Οδηγίας 92/83 ΕΟΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 στοιχ. 12 της Οδηγίας 1151/2021 ΕΕ στο να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
    α) η παραγόμενη αιθυλική αλκοόλη να προέρχεται αποκλειστικά από φρούτα που προέρχονται από το νοικοκυριό παραγωγού – προϋπόθεση η οποία ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ αφού οι διήμεροι αποσταγματοποιοί αποστάζουν στέμφυλα από σταφύλια δικής τους παραγωγής
    β) η απόσταξη να γίνεται σε παραδοσιακές χάλκινες συσκευές χωρητικότητας ως 130 λίτρων ή πήλινες συσκευές χωρητικότητας ως 40 λίτρων – προϋπόθεση η οποία ομοίως ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ αφού όλοι οι αδειοδοτημένοι καζανάρηδες αποστάζουν σε άμβυκες ογκομετρημένους από το Γ.Χ.Κ. εντός των παραπάνω πλαισίων χωρητικότητας,
    γ) η απόσταξη να διαρκεί έως οκτώ ημέρες ανά παραγωγό – προϋπόθεση η οποία ομοίως πληρούται βάσει των ρητών διατάξεων του Ν.2969/2001 και των συναφών αδειών απόσταξης που εκδίδονται από τα αρμόδια τελωνεία και
    δ) κάθε παραγωγός να παράγει μέχρι 5 εκατόλιτρα άνυδρης αλκοόλης κατ’ έτος – προϋπόθεση η οποία πρώτη φορά εισάγεται με τη νέα αυτή επιφύλαξη της Ελληνικής Δημοκρατίας και με την οποία οι διήμεροι αποσταγματοποιοί ουδέποτε διαφώνησαν, αφού ο περιορισμός του όγκου της παραγόμενης άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης στο ήμισυ του οριζόμενου για τα «μικρά αποστακτήρια» αποτελεί και τον πλέον σημαντικό δικαιολογητικό λόγο της ευνοϊκοτερης φορολόγησης με συντελεστή 85% μειωμένο του εκάστοτε ισχύοντος εθνικού συντελεστή.
    Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των εν ισχύ Κανονισμών και της Οδηγίας 92/83 ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 1151/2021 ΕΕ και ισχύει, προκύπτει σαφώς, ότι οι διήμεροι αποσταγματοποιοί δικαιούνται να υπαχθούν στο καθεστώς ευνοϊκής φορολόγησης του 85% με κριτήριο την προέλευση των πρώτων υλών από παραγωγή τους, την ακολούθηση της περιγραφόμενης διαδικασίας παραδοσιακής απόσταξης και την τήρηση του μέγιστου όγκου παραγωγής, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ του αν αποστάζουν προϊόντα που φέρουν τη νόμιμη ονομασία των στοιχείων 6, 9 ή 10 του παραρτήματος Ι του Κανονισμού 2019/787ΕΕ και ανεξαρτήτως του ποια νόμιμη ονομασία ή/και γεωγραφική ένδειξη φέρουν τα προϊόντα τους. Δηλαδή, εφόσον ένας διήμερος αποσταγματοποιός αποστάξει, με παραδοσιακό άμβυκα, μέχρι οκτώ 24ωρα, στέμφυλα παραγωγής του ιδίου και παράξει μέχρι 5 εκατόλιτρα άνυδρης αλκοόλης, τότε υπάγεται στον ευνοϊκό φορολογικό συντελεστή του μειωμένου κατά 85% Ε.Φ.Κ. χωρίς αυτό να συνεπάγεται οποιασδήποτε μορφής ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ του να χρησιμοποιεί τη νόμιμη ονομασία του προϊόντος του βάσει του Κανονισμού και χωρίς αυτό να επιτρέπει με οποιονδήποτε τρόπο στον Έλληνα Νομοθέτη να τον υποχρεώσει να ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΕΙ το προϊόν του κατά τρόπο που αντίκειται στις ρητές περί ονομασίας προβλέψεις του Κανονισμού!
    Περαιτέρω, εφόσον ισχύει για κάποιο προϊόν μία συγκεκριμένη ΠΓΕ, αυτή μπορεί να αντικαθιστά ή να συμπληρώνει τη νόμιμη ονομασία του προϊόντος. Πλην όμως, οι φάκελοι προδιαγραφών για τα ΠΓΕ προϊόντα που υποβλήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία (και ειδικότερα από το Γ.Χ.Κ. το 2017 χωρίς κανένα προγενέστερο διάλογο με τους παραγωγούς!) ενώ χρησιμοποιούν την ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΞΗΣ (που εμείς και μόνον εμείς εκπροσωπούμε διαχρονικά) για να τεκμηριώσουν την ειδική σύνδεση του ονόματος «τσίπουρο» και «τσικουδιά» με την καλή φήμη του προϊόντος, στη συνέχεια ΑΠΟΚΛΕΙΟΥΝ τους αυθεντικούς συνεχιστές της παράδοσης αυτής (δηλαδή ακριβώς τους διήμερους αποσταγματοποιούς) από τη χρήση του ονόματος, θέτοντας ως προϋπόθεση για τη χρήση του ονόματος το να είναι το προϊόν ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟ. Την ίδια στιγμή, καθότι περιγράφουν την παραδοσιακή διαδικασία απόσταξης, οι συγκεκριμένοι φάκελοι ΠΓΕ είναι ανεπίδεκτοι χρήσης και από τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς, αφού ούτε οι πρώτες ύλες ούτε η εκβιομηχανισμένη διαδικασία που ακολουθούν ταυτίζονται με τις περιγραφόμενες στους τεχνικούς φακέλους. Χαρακτηριστικά, ούτε ένα εμφιαλωμένο τσίπουρο που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στην ελληνική αγορά δεν έχει αιτηθεί και λάβει πιστοποίηση ως «Π.Γ.Ε. τσίπουρο» ή «Π.Γ.Ε. τσικουδιά», διότι πολύ απλά ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ με τον παραδοσιακό τρόπο που περιγράφεται στους σχετικούς φακέλους προδιαγραφών! Είναι δηλαδή σαφές, ότι οι συγκεκριμένοι φάκελοι δεν υποβλήθηκαν προς το σκοπό της χρήσης τους από τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς, αλλά αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να «εμποδίσουν» τους διήμερους αποσταγματοποιούς από το να αποκαλούν τα προϊόντα τους (τα οποία είναι χύμα και όχι εμφιαλωμένα!) με το πραγματικό τους όνομα.
    Στην πραγματικότητα ΤΙΠΟΤΑ δεν εμποδίζει την Κυβέρνηση (εκτός φυσικά από τις ίδιες της τις προθέσεις!) από το να ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙ νόμιμα τους παραπάνω φακέλους προδιαγραφών, ή από το να ΥΠΟΒΑΛΕΙ ΝΕΟΥΣ ΦΑΚΕΛΟΥΣ για τα παραδοσιακά μη εμφιαλωμένα προϊόντα των διήμερων αποσταγματοποιών με τίτλους «παραδοσιακό τσίπουρο» και «παραδοσιακή τσικουδιά». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η ύπαρξη Π.Ο.Π. «Γραβιέρα Κρήτης» δεν εμπόδισε την δημιουργία της Π.Ο.Π. «Γραβιέρα Νάξου»! Ούτε φυσικά η ύπαρξη οποιασδήποτε από τις δύο παραπάνω προστατευόμενες ενδείξεις υποχρέωσε ποτέ όλους τους υπόλοιπους τυροκόμους της Ελλάδας να μην ονομάζουν τα δικά τους – μη εμπίπτοντα στο Π.Ο.Π. – προϊόντα «προϊόν ζύμωσης και ωρίμανσης αιγοπρόβειου γάλακτος» αντί για «γραβιέρα»!
    Άλλωστε, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η κατάσταση των φακέλων προδιαγραφών προϊόντων Π.Γ.Ε. για τα αποστάγματα είναι τελική (που δεν είναι, αφού και οι ίδιοι οι διήμεροι αποσταγματοποιοί έχουμε ΡΗΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ βάσει του Κανονισμού 2019/787ΕΕ να υποβάλλουμε δική μας Π.Γ.Ε. ως ενδιαφερόμενη ομάδα παραγωγών!), ακόμα και τότε, η Ελληνική Δημοκρατία ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ να εμποδίσει τους διήμερους αποσταγματοποιούς από το να συμπληρώνουν τη νόμιμη βάσει Κανονισμού ονομασία του προϊόντος τους με μία «συνήθη ονομασία», η οποία βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 στοιχ. ιε) του Κανονισμού 1169/2011ΕΕ είναι η
    «ονομασία που είναι αποδεκτή ως ονομασία του τροφίμου από τους καταναλωτές στο κράτος- μέλος στο οποίο το εν λόγω τρόφιμο πωλείται, χωρίς η ονομασία να χρήζει περαιτέρω επεξήγησης»
    Είναι δηλαδή απολύτως σαφές, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν δικαιούται σε καμία περίπτωση, υπό το κράτος της ισχύος των σαφέστατων αυτών και ανεπίδεκτων παρερμηνείας Κανονισμών της Ε.Ε., να ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙ στους διήμερους αποσταγματοποιούς να χρησιμοποιούν την απολύτως συνήθη κατά τα ανωτέρω ονομασία «τσίπουρο» και «τσικουδιά» για τα προϊόντα τους, ούτε νομιμοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο να ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ – ΟΜΠΡΕΛΑ.
    Περαιτέρω, η δήθεν υποχρεωτική ονομασία «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» είναι και αφ’ εαυτής μη νόμιμη κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 1169/2011ΕΕ, αφού δεν πληροί ούτε στο ελάχιστο τις προϋποθέσεις της ασφαλούς, επαρκούς και πλήρους περιγραφής του τροφίμου για την προστασία του καταναλωτή. Ένα «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» δηλαδή, ΕΝΟΨΕΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΟ Ν2969/2001 ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΕΤΙΚΕΤΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑΣ, δεν είναι διόλου αντιληπτό στον τελικό καταναλωτή από ποιες πρώτες ύλες παράχθηκε (π.χ. κατά πόσον είναι απόσταγμα στεμφύλων, φρούτων, μέλιτος, τζιτζίφων, κουμάρων, μούρων, σύκων και απόσυκων), τι περιεκτικότητα έχει σε αλκοόλη, αν ενέχει ή όχι κινδύνους για την υγεία του καταναλωτή, ποιοι είναι οι όροι διατηρησιμότητας, αποθήκευσης και ασφαλούς κατανάλωσής του και ποια είναι τα διατροφικά του χαρακτηριστικά (πρβλ. άρθρο 4 Κανονισμού 1169/2011ΕΕ).
    Πλην όμως, Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, επικροτώντας στην ουσία την εσφαλμένη πρωτοβουλία του Γ.Χ.Κ. από το έτος 2017 – την ίδια στιγμή που επιμένει ότι «έφταιγε ο ΣΥΡΙΖΑ που την έκανε», επικαλείται ότι ΑΔΥΝΑΤΕΙ να αφήσει τα αποστάγματα των διήμερων αποσταγματοποιών να ονομάζονται «τσίπουρο» και «τσικουδιά», όπως ήταν διαχρονικά η αληθινή και συνήθης ονομασία τους, λόγω δήθεν των φακέλων αυτών. Φροντίζει μάλιστα, υπό την επίφαση της τροποποίησης του Ε.Φ.Κ. για τους διήμερους βάσει της νέας οδηγίας, να πάει την απαράδεκτη αυτή πρακτική της προηγούμενης κυβέρνησης ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΑΡΑΠΕΡΑ, νομοθετώντας ρητά για πρώτη φορά την «καινούργια» υποχρεωτική δήθεν ονομασία των προϊόντων μας!
    Η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση – που επιδιώκεται πρώτη φορά να νομοθετηθεί σε βάρος των διήμερων αποσταγματοποιών – είναι ΚΑΤΑΦΑΝΩΣ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ για όλους τους παραγωγούς μη τυποποιημένων προϊόντων και ενέχει πολλαπλούς κινδύνους. Με την ίδια λογική, ο ελαιοπαραγωγός που δεν παράγει Π.Ο.Π. ή Π.Γ.Ε. ή Ε.Π.Ι.Π δεν θα πρέπει να διαθέτει στο εμπόριο το λάδι του ως «ελαιόλαδο» αλλά ως «προϊόν εκχύμωσης καρπού ελιάς», ο κτηνοτρόφος αντίστοιχα δεν θα πρέπει να διαθέτει στο εμπόριο το γάλα του ως «γάλα αγελάδας» αλλά ως «προϊόν αρμέγματος αγελάδος κτηνοτρόφων» κ.ο.κ. Και η ίδια δηλαδή η συνήθης ονομασία των προϊόντων μετατρέπεται τεχνηέντως σε αποκλειστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των ομάδων εκείνων, τις οποίες η Ελληνική Πολιτεία κάθε φορά «επιλέγει να υποστηρίξει» με το να κατοχυρώσει μία προστατευόμενη ονομασία για αυτές (και είναι σαφές ότι τα κριτήρια με τα οποία η Ελληνική Πολιτεία διαλέγει ποιους θα υποστηρίξει δεν είναι, στην προκείμενη περίπτωση τουλάχιστον, δίκαια και θεμιτά!).
    Χαρακτηριστικά, η έως τώρα ισχύουσα εκδοχή του τροποποιούμενου άρθρου 82 του Ν.2969/2001 (Τελωνειακός Κώδικας) προέβλεπε την εφάπαξ κατ’ αποκοπήν φορολόγηση που ακριβώς κρίθηκε παράνομη από το Δ.Ε.Ε. με το εξής κείμενο:
    «1. Το τσίπουρο ή η τσικουδιά που παρασκευάζεται από απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιών και λοιπών επιτρεπόμενων υλών από τους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους), σύμφωνα με την παράγραφο Ε` του άρθρου 7 του ν. 2969/2001, υπόκειται σε εφάπαξ και κατ` αποκοπή φορολόγηση πενήντα εννέα λεπτών (0,59) του ευρώ ανά χιλιόγραμμο έτοιμου προϊόντος».
    Στο υπό διαβούλευση άρθρο όμως, δεν έχει αντικατασταθεί μόνον το μέτρο της φορολόγησης στο 85% του εθνικού συντελεστή Ε.Φ.Κ. για παραγωγή μέχρι 5 εκατόλιτρων άνυδρης αλκοόλης κατ’ έτος, όπως ορθά έπρεπε να γίνει ενόψει της καταδίκης της Ελλάδας στο Δ.Ε.Ε. και της υποβολής νέας επιφύλαξης/ τροποποίησης του άρθρου 23 της Οδηγίας 92/83ΕΟΚ!
    Έχουν επιπλέον – ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ Ε.Ε. ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ – αφαιρεθεί οι λέξεις «τσίπουρο» και «τσικουδιά» και αντικατασταθεί με τη φράση «προϊόν απόσταξης που παράγεται από τους διήμερους μικρούς αποσταγματοποιούς (παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων)», με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία επιδιώκει ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ να ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ το δικαίωμά μας στο όνομα του προϊόντος μας και να ΕΞΑΡΤΗΣΕΙ την ευνοϊκότερη φορολόγηση του κατά 85% μειωμένου εθνικού συντελεστή από το να ονομάζονται όλα τα αποστάγματά μας «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων». Κοινώς, η επιδιωκόμενη τροποποίηση αποσκοπεί στο να μας βάλει το μαχαίρι στο λαιμό, με την επίκληση ότι, αν επιθυμούμε να φορολογούμαστε με το ευνοϊκό καθεστώς των διήμερων, οφείλουμε να αποκαλούμε εφεξής τα προϊόντα μας – παρά τα σαφή και αδιαμφισβήτητα ισχυρά δικαιώματά μας από τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς- γενικά και αόριστα «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων».
    Παράλληλα μάλιστα, παρά τον διάλογο που έλαβε χώρα με την πανελλήνια ομοσπονδία των διήμερων αποσταγματοποιών, καθίσταται από το υπό διαβούλευση κείμενο έτι περαιτέρω σαφές, ότι ο πρώτιστος σκοπός της Κυβέρνησης ήταν να αφαιρέσει τη χρήση του ονόματος δια της νομοθετικής τροποποίησης, καθότι επιμένει να την αντιμετωπίζει ως αποκλειστικό δικαίωμα των κατώτερων ποιοτικά και πολιτιστικά βιομηχανικών προϊόντων. Διότι από όλα όσα συζητήθηκαν στην εν λόγω διαβούλευση, ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΝΟΜΟΘΕΤΕΙΤΑΙ με το παρόν υπό διαβούλευση σχέδιο, είναι η εξάρτηση του μειωμένου Ε.Φ.Κ. από τη χρήση της ονομασίας- ομπρέλας «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων»!
    Οι υπόλοιπες δεσμεύσεις που πήγανε; Η συναφής τροποποίηση του Ν.2969/2001με την οποία θα επιδιώκονταν η επίλυση μίας σειράς ζητημάτων, γιατί απουσιάζει πλήρως;
    Χαρακτηριστικά, στην ίδια εν λόγω διαβούλευση διατυπώθηκαν οι εξής δεσμεύσεις από πλευράς του Υφυπουργού κου Βεσυρόπουλου – οι οποίες ουδόλως εν τέλει κατέληξαν να αποτελούν τμήμα του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου:
    • Ρητή πρόβλεψη νέου καταλόγου αποστακτέων πρώτων υλών στο άρθρο 7Ε του Ν.2969/2001 που αφορά την διαδικασία απόσταξης των διήμερων αποσταγματοποιών του άρθρου 5 παρ. 5 του Ν.2969/2001, η οποία να επιτρέπει, μεταξύ άλλων, και την απόσταξη πλήρους σταφυλής και όλων των πρώτων υλών που εμπίπτουν στην έννοια των «φρούτων» κατά τον Κανονισμό 2019/787ΕΕ. Η παραπάνω δέσμευση υποτίθεται θα νομοθετούνταν προς επίλυση του προβλήματος της προέλευσης των στεμφύλων από οινοποίηση, καθότι ένα μεγάλο μέρος των αμπελουργών/δικαιούχων απόσταξης δεν έχουν πρόσβαση σε οινοποιεία και ως εκ τούτου εμποδίζονται να αποδείξουν και να απεικονίσουν τελωνειακά και φορολογικά την προέλευση των προς απόσταξη στεμφύλων.
    • Πρόβλεψη αυξημένης απόδοσης έως 25% για την περίπτωση της απόσταξης σταφυλής και λοιπών φρούτων.
    • Πρόβλεψη δυνατότητας απόσταξης σταφυλής οποιασδήποτε ποικιλίας και όχι μόνον των «οινοποιήσιμων» ποικιλιών.
    • Ρητή πρόβλεψη επιτρεπτού εύρους αλκοολικού τίτλου για τα αποστάγματα των διήμερων αποσταγματοποιών, που να αντικατοπτρίζει την πραγματική παραδοσιακή μέθοδο της απόσταξης, ειδικότερα αλκοολικός τίτλος 39 -49% vol., για αποστάγματα μονής απόσταξης και αλκοολικός τίτλος 50 – 60% vol., για αποστάγματα διπλής απόσταξης.
    • Πρόβλεψη επίθεσης ετικέτας με το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο βάσει των ευρωπαϊκών Κανονισμών (μ.α. ονομασία προϊόντος, πρώτες ύλες, αλκοολικός τίτλος, οδηγίες κατανάλωσης κ.ο.κ.) καθώς και με ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο που να επιτρέπει την ιχνηλάτηση του προϊόντος και την ελεγχόμενη προέλευσή του από πιστοποιημένο και αδειοδοτημένο διήμερο αποσταγματοποιό.
    • Ανάκληση των απαγορεύσεων χονδρικής εμπορείας και μεταπώλησης και άρση της υποχρέωσης πώλησης απευθείας λιανική και αποκλειστικά από τους δικαιούχους παραγωγής.
    • Ρητή πρόβλεψη ότι θα δικαιούνται να διαθέτουν εμπορικά το απόσταγμα παραγωγής τους και οι αγρότες που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών του 6%.
    • Ρητή πρόβλεψη ότι τα αποστακτικά δικαιώματα (αμοιβή σε είδος 10% του καζανάρη για την απόσταξη της πρώτης ύλης του κάθε διήμερου αποσταγματοποιού) θα είναι δεκτικά εμπορείας χωρίς περαιτέρω περιορισμούς και με τους ίδιους όρους που ο καζανάρης εμπορεύεται την δική του παραγωγή.
    • Βελτίωση του συστήματος τήρησης βιβλίων άμβυκα και τήρηση βιβλίων καταγραφής στους κατά τόπους αρμόδιους συλλόγους παραδοσιακών αποσταγματοποιών.
    Σημειωτέον, ότι για τα παραπάνω ζητήματα η θέση του Υπουργείου ήταν ότι υφίσταται απόλυτη συμφωνία και δέσμευση να επιλυθούν άμεσα, πλην όμως, για όλα τα παραπάνω θέματα ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο.
    Διαμορφώνεται λοιπόν η εξής ζοφερή εικόνα: οι διήμεροι αποσταγματοποιοί θα δικαιούμαστε να αποστάζουμε, όπως μέχρι σήμερα, αποκλειστικά τις προβλεπόμενες αποστακτέες πρώτες ύλες που ήδη προβλέπονταν στο Ν.2969/2001, στις οποίες ανήκουν και στέμφυλα με απόδοση σε υγρασία μέχρι κατά μέγιστο 18%, τα οποία πρέπει να αποδεικνύουμε ότι αποκτήσαμε από παράδοση των σταφυλιών μας σε ανύπαρκτα στις περιοχές μας οινοποιεία. Ο αλκοολικός τίτλος του προϊόντος μας θα παραμένει σε ασάφεια και θα εξακολουθούμε να διωκόμαστε για «λαθρεμπορία» αν δεν ταυτίζεται απολύτως με το – κατά προσέγγιση υπολογιζόμενο από τα Τελωνεία – 40% vol. Θα απαγορεύεται τόσο εμείς, όσο και οι κάβες, τα καταστήματα εστίασης και οι τελικοί καταναλωτές να το αποκαλούμε «τσίπουρο» ή «τσικουδιά» και όποιος τολμήσει να το κάνει θα πρέπει να καταβάλλει πρόστιμα για παράβαση τελωνειακής νομοθεσίας! Αντίθετα, θα πρέπει να το λέμε «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» και να το διαθέτουμε ως no name προϊόν, χωρίς καμία απολύτως πληροφορία προς τον τελικό καταναλωτή για το τι περιέχει, πως καταναλώνεται, ποιος το παράγει κ.ο.κ., ώστε οποιοσδήποτε παράνομος να μπορεί να εμφανίζει τα λαθραία που εισάγει από τη Βουλγαρία ως «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» και να καταλήγουμε εμείς να συρόμαστε στα δικαστήρια κάθε φορά που ένα ακατάλληλο απόσταγμα σερβίρεται υπό την αμφίεση του no name δικού μας προϊόντος. Την ίδια στιγμή, θα επιτρέπεται να το διαθέτουμε μόνο χονδρική προς κάβα ή προς κατάστημα εστίασης ή αλλιώς μόνο λιανική απευθείας στον τελικό καταναλωτή, ενώ αν οποιοσδήποτε εμπορικός μας συνεργάτης τολμήσει να το μεταπωλήσει χονδρική (π.χ. η κάβα στην Αθήνα να πωλήσει προς ένα μεζεδοπωλείο στην Αθήνα, του οποίου ο ιδιοκτήτης δεν είχε τη δυνατότητα να τρέξει σε όλη την Ελλάδα για να προμηθευτεί αποστάγματα απευθείας από τους παραγωγούς!) θα βρίσκεται αντιμέτωπος με πρόστιμα για τελωνειακές παραβάσεις. Οι αγρότες του 6%, ενώ δικαιούνται να βγάλουν άδεια απόσταξης και να παράξουν δεν θα δικαιούνται να το πουλήσουν πουθενά. Οι κάβες, τα ρακάδικα, τα τσιπουράδικα, οι ταβέρνες και τα μεζεδοπωλεία που θα έχουν το θράσος να γράψουν στον κατάλογό τους ότι έχουν «τσίπουρο» και «τσικουδιά» διήμερων αποσταγματοποιών θα βρίσκονται αντιμέτωπες με πρόστιμα και ποινές και οι καταναλωτές θα πρέπει να «εκπαιδευτούν» να λένε «τσίπουρο» και «τσικουδιά» μόνο τα εμφιαλωμένα, βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη και καταναλώνοντας εν τέλει κάτι που ποιοτικά και γευστικά δεν είναι συγκρίσιμο με το παραδοσιακό χύμα τσίπουρο και τσικουδιά. Και ο ίδιος ο Ε.Φ.Κ. που καταβάλλουμε για το προϊόν μας θα υπερδιπλασιαστεί, ώστε να ανέβει από το «συμβολικό» 0,59 Ευρώ/κιλό έτοιμου προϊόντος στα 370 Ευρώ ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης –ο οποίος φόρος όμως δεν μας εξασφαλίζει το να αντιμετωπιζόμαστε ως νόμιμο προϊόν από την ίδια την Πολιτεία που τον επιβάλλει και τον εισπράττει! Τα παραπάνω προφανώς οδηγούν σε συνολική αποτροπή των διήμερων αποσταγματοποιών (δηλαδή των ήδη βάναυσα θιγόμενων αγροτικών/αμπελουργικών νοικοκυριών της επικράτειας!) από το να συνεχίσουν να αποστάζουν και στην ολοκληρωτική καθιέρωση αποκλειστικά και μόνο των βιομηχανικά παραγόμενων αποσταγμάτων στην αγορά! Η δε πικρή εμπειρία από το δήθεν προστατευόμενο με Π.Γ.Ε «ούζο Μυτιλήνης», το οποίο πλέον είναι 100% εργοαστασιακό/βιομηχανικό προϊόν που παράγεται από αραίωση εισαγόμενης αιθυλικής αλκοόλης και επαρωματισμό της με χημικά αρώματα ανίσου, ενώ στη Μυτιλήνη δεν υπάρχει πια ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΖΑΝΙ, δεν δείχνει να δίδαξε την Ελληνική Πολιτεία ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ για το πόσο στρεβλή είναι η αντιμετώπισή της απέναντι στα παραδοσιακά προϊόντα και τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής του αγροτικού κόσμου της Ελλάδας!
    Τα παραπάνω σαφώς επιδιώκουν να οδηγήσουν σε συνολικό μαρασμό τον κλάδο των διήμερων αποσταγματοποιών και να πάρουν μία υπερεκατονταετή παραδοσιακή τεχνική και ένα εξαιρετικά αγαπητό προϊόν, το οποίο ήταν προσβάσιμο στους καταναλωτές ακόμα και με τα πιο χαμηλά εισοδήματα και εξαιρετικής ποιότητας, και να το «αντικαταστήσουν» με ένα βιομηχανικό τυποποιημένο προϊόν, που εκτός του ότι δεν εμφανίζει τα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού, επιπλέον κοστίζει και πολύ ακριβότερα!
    Επαναλαμβάνουμε την πρότασή μας, όπως την θέσαμε υπόψην και του ίδιου του Υφυπουργού κου Βεσυρόπουλου: ναι, να προβλεφθεί Ε.Φ.Κ. μειωμένος στο 85% του εθνικού συντελεστή για τα προϊόντα μας, αλλά αυτά να εξακολουθήσουν να ονομάζονται όπως έως τώρα. Αν είναι απαραίτητη η «διάκρισή» τους από τα βιομηχανικά/εμφιαλωμένα, τότε να ονομάζονται «παραδοσιακό τσίπουρο» και «παραδοσιακή τσικουδιά» με αναφορά στο ότι αποτελούν παραγωγή μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών. Να υποβληθούν ειδικοί φάκελοι Π.Γ.Ε. για τα παραδοσιακά αυτά προϊόντα και να μπορούν οι παραγωγοί τους να λαμβάνουν Π.Γ.Ε. πιστοποίηση, υπό όρο τήρησης των αυστηρών ποιοτικών προδιαγραφών των φακέλων αυτών. Να έχουν υποχρεωτική πινακίδα/ετικέτα/συσκευασία που να παρέχει προς τον καταναλωτή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την προέλευση και την ποιότητά του και να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα ελέγχου τους και διάκρισής τους από τα λαθραία. Να αντιμετωπίζονται ως νομίμως παραγόμενα και ελεγχόμενα προϊόντα στο εσωτερικό της ελληνικής αγοράς και να μην «σκοντάφτουν» πάνω σε μία μακριά σειρά απαγορεύσεων εμπορικής διάθεσης και τρικλοποδιών. Να αφεθούν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τα εμφιαλωμένα προϊόντα και να κερδίσουν το καθένα το μερίδιο εκείνο που του αξίζει στην εσωτερική αγορά. Να υποστηριχθεί ουσιαστικά ο αγροτικός και αμπελουργικός τομέας της χώρας, αντί να επιμένει η Κυβέρνηση στη έμμεση στήριξη των ήδη οικονομικά και παραγωγικά ισχυρότερων συστηματικών αποσταγματοποιών και να παύσουν οι νομοθετικές παρεμβάσεις που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, χορηγώντας αθέμιτα και συντριπτικά πλεονεκτήματα στους ανταγωνιστές μας και καταδικάζοντας εμάς και τον κλάδο μας σε απόλυτο μαρασμό.

  • 9 Ιανουαρίου 2022, 19:30 | Πηνελόπη Ταμπακοπούλου

    To διατακτικό τις απόφασης της 11ης Ιουλίου 2019 του Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση της C91-18 προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και το συνολικό κείμενο της απόφασης (ιδίως δε οι σκέψεις 1, 14, 16, 20, 31, 60, 62, 64, 65, 70, 73, 74, 76 και 78) καθιστούν απολύτως σαφές, ότι τόσο κατά την άποψη της προσφεύγουσας Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καμία αμφισβήτηση δεν τίθεται ως προς το ζήτημα, ότι τόσο τα προϊόντα που παράγονται από «συστηματικούς αποσταγματοποιούς» όσο και τα προϊόντα που παράγονται από «μικρούς αποσταγματοποιούς – διήμερους» ονομάζονται «τσίπουρο» και «τσικουδιά» και εμπίπτουν στην κατηγορία του παραρτήματος ΙΙ στοιχ. 6 του ΕΚ110/2008 «αποστάγματα στεμφύλων σταφυλής». Το ίδιο το διατακτικό της Απόφασης 7ου Τμήματος Δ.Ε.Ε. από 11.07.2019 παρατίθεται αυτούσιο κάτωθι:
    «Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:
    1) Η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει:
    – από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης, τους αποκαλούμενους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς», και
    – από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για την αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους».
    2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα».
    Είναι λοιπόν αν μη τι άλλο αυταπόδεικτο, ότι η καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας αφορούσε αποκλειστικά και μόνο στην επιβολή διαφοροποιημένων συντελεστών Ε.Φ.Κ. για τα προϊόντα «τσίπουρο» και «τσικουδιά» τόσο των συστηματικών όσο και των διήμερων αποσταγματοποιών και ότι ουδέποτε ετέθη εκ μέρους των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων ζήτημα αμφισβήτησης της νόμιμης χρήσης των ονομασιών «τσίπουρο» και «τσικουδιά» και από τις δύο αυτές κατηγορίες παραγωγών.
    Περαιτέρω, ο Κανονισμός ΕΚ110/2008 καθώς και ο Κανονισμός 2019/787ΕΕ που τον αντικατέστησε με ανάληψη αυτούσιων των παραρτημάτων του, νομοθετήματα σημειωτέον εφαρμοζόμενα απευθείας και άνευ προσαρμογής στην εσωτερική έννομη τάξη και με υπέρτερη τυπική ισχύ οποιουδήποτε ελληνικού νομοθετήματος (του υπό διαβούλευση περιλαμβανόμενου!) καθιστούν σαφές, ότι η νόμιμη ονομασία ενός προϊόντος εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από την ακολουθούμενη διαδικασία παραγωγής, σε περίπτωση δε που πληρούνται οι προϋποθέσεις περιγραφής του παραγόμενου προϊόντος περισσότερων από μίας κατηγοριών του παραρτήματος ΙΙ, τότε η επιλογή της μίας ή της άλλης επιτρεπτής νόμιμης ονομασίας είναι δικαίωμα του ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ και ΟΧΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ (βλ. χαρακτηριστικά άρθρο 10 του Κανονισμού 2019/787ΕΕ).
    Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 6 του Κανονισμού 2019/787ΕΕ η νόμιμη ονομασία ενός αλκοολούχου ποτού μπορεί ΕΙΤΕ να συμπληρώνεται Ή να αντικαθίσταται με μία γεωγραφική ένδειξη του Κεφαλαίου ΙΙΙ, εφόσον το προϊόν εμπίπτει στις σχετικές προδιαγραφές προϊόντος για την Γεωγραφική Ένδειξη αυτή, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 7 του Κανονισμού, η νόμιμη ονομασία ενός αλκοολούχου ποτού ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ επιτρέπεται να συνοδεύεται/συμπληρώνεται από μία «συνήθη ονομασία» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 2 του Κανονισμού 1169/2011ΕΕ υπό όρο αυτή να μην παραπλανά τον καταναλωτή.
    Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο τα προϊόντα των διήμερων αποσταγματοποιών όσο και αυτά των συστηματικών αποσταγματοποιών ΕΜΠΙΠΤΟΥΝ στην περιγραφόμενη διαδικασία παραγωγής του παραρτήματος ΙΙ στοιχ. 6 του Κανονισμού ΕΚ110/2008 και ήδη παραρτήματος Ι στοιχ. 6 του Κανονισμού 2019/787ΕΕ, ενώ παράλληλα μπορεί και πρέπει φυσικά να γίνει δεκτό, ότι τα στέμφυλα σταφυλής τα οποία αποστάζουν οι διήμεροι αποσταγματοποιοί εμπίπτουν και στη γενική περιγραφή των «φρούτων που προέρχονται από το νοικοκυριό του παραγωγού», όπως και οι υπόλοιπες επιτρεπτές αποστακτέες πρώτες ύλες για διήμερους αποσταγματοποιούς βάσει του Ν.2969/2001.
    Ως εκ τούτου, τα αποστάγματα των διήμερων μπορούν να φέρουν νόμιμη ονομασία «απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής» εφόσον παρήχθησαν από απόσταξη στεμφύλων σταφυλής με προσθήκη οινολάσπης μέχρι 25% ή/και «απόσταγμα στεμφύλων φρούτων» ή/και «απόσταγμα φρούτων» εφόσον παρήχθησαν από απόσταξη άλλων καρπών του νοικοκυριού του παραγωγού ή/και «απόσταγμα μέλιτος» αν παρήχθησαν από απόσταξη υπολειμμάτων μέλιτος κατά τα προβλεπόμενα στον Ν.2969/2001.
    Η δε προϋπόθεση για την ευνοϊκότερη φορολόγησή τους ΕΞΑΝΤΛΕΙΤΑΙ βάσει του άρθρου 23 της Οδηγίας 92/83 ΕΟΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 στοιχ. 12 της Οδηγίας 1151/2021 ΕΕ στο να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
    α) η παραγόμενη αιθυλική αλκοόλη να προέρχεται αποκλειστικά από φρούτα που προέρχονται από το νοικοκυριό παραγωγού – προϋπόθεση η οποία ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ αφού οι διήμεροι αποσταγματοποιοί αποστάζουν στέμφυλα από σταφύλια δικής τους παραγωγής
    β) η απόσταξη να γίνεται σε παραδοσιακές χάλκινες συσκευές χωρητικότητας ως 130 λίτρων ή πήλινες συσκευές χωρητικότητας ως 40 λίτρων – προϋπόθεση η οποία ομοίως ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ αφού όλοι οι αδειοδοτημένοι καζανάρηδες αποστάζουν σε άμβυκες ογκομετρημένους από το Γ.Χ.Κ. εντός των παραπάνω πλαισίων χωρητικότητας,
    γ) η απόσταξη να διαρκεί έως οκτώ ημέρες ανά παραγωγό – προϋπόθεση η οποία ομοίως πληρούται βάσει των ρητών διατάξεων του Ν.2969/2001 και των συναφών αδειών απόσταξης που εκδίδονται από τα αρμόδια τελωνεία και
    δ) κάθε παραγωγός να παράγει μέχρι 5 εκατόλιτρα άνυδρης αλκοόλης κατ’ έτος – προϋπόθεση η οποία πρώτη φορά εισάγεται με τη νέα αυτή επιφύλαξη της Ελληνικής Δημοκρατίας και με την οποία οι διήμεροι αποσταγματοποιοί ουδέποτε διαφώνησαν, αφού ο περιορισμός του όγκου της παραγόμενης άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης στο ήμισυ του οριζόμενου για τα «μικρά αποστακτήρια» αποτελεί και τον πλέον σημαντικό δικαιολογητικό λόγο της ευνοϊκοτερης φορολόγησης με συντελεστή 85% μειωμένο του εκάστοτε ισχύοντος εθνικού συντελεστή.
    Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των εν ισχύ Κανονισμών και της Οδηγίας 92/83 ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 1151/2021 ΕΕ και ισχύει, προκύπτει σαφώς, ότι οι διήμεροι αποσταγματοποιοί δικαιούνται να υπαχθούν στο καθεστώς ευνοϊκής φορολόγησης του 85% με κριτήριο την προέλευση των πρώτων υλών από παραγωγή τους, την ακολούθηση της περιγραφόμενης διαδικασίας παραδοσιακής απόσταξης και την τήρηση του μέγιστου όγκου παραγωγής, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ του αν αποστάζουν προϊόντα που φέρουν τη νόμιμη ονομασία των στοιχείων 6, 9 ή 10 του παραρτήματος Ι του Κανονισμού 2019/787ΕΕ και ανεξαρτήτως του ποια νόμιμη ονομασία ή/και γεωγραφική ένδειξη φέρουν τα προϊόντα τους. Δηλαδή, εφόσον ένας διήμερος αποσταγματοποιός αποστάξει, με παραδοσιακό άμβυκα, μέχρι οκτώ 24ωρα, στέμφυλα παραγωγής του ιδίου και παράξει μέχρι 5 εκατόλιτρα άνυδρης αλκοόλης, τότε υπάγεται στον ευνοϊκό φορολογικό συντελεστή του μειωμένου κατά 85% Ε.Φ.Κ. χωρίς αυτό να συνεπάγεται οποιασδήποτε μορφής ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ του να χρησιμοποιεί τη νόμιμη ονομασία του προϊόντος του βάσει του Κανονισμού και χωρίς αυτό να επιτρέπει με οποιονδήποτε τρόπο στον Έλληνα Νομοθέτη να τον υποχρεώσει να ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΕΙ το προϊόν του κατά τρόπο που αντίκειται στις ρητές περί ονομασίας προβλέψεις του Κανονισμού!
    Περαιτέρω, εφόσον ισχύει για κάποιο προϊόν μία συγκεκριμένη ΠΓΕ, αυτή μπορεί να αντικαθιστά ή να συμπληρώνει τη νόμιμη ονομασία του προϊόντος. Πλην όμως, οι φάκελοι προδιαγραφών για τα ΠΓΕ προϊόντα που υποβλήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία (και ειδικότερα από το Γ.Χ.Κ. το 2017 χωρίς κανένα προγενέστερο διάλογο με τους παραγωγούς!) ενώ χρησιμοποιούν την ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΞΗΣ (που εμείς και μόνον εμείς εκπροσωπούμε διαχρονικά) για να τεκμηριώσουν την ειδική σύνδεση του ονόματος «τσίπουρο» και «τσικουδιά» με την καλή φήμη του προϊόντος, στη συνέχεια ΑΠΟΚΛΕΙΟΥΝ τους αυθεντικούς συνεχιστές της παράδοσης αυτής (δηλαδή ακριβώς τους διήμερους αποσταγματοποιούς) από τη χρήση του ονόματος, θέτοντας ως προϋπόθεση για τη χρήση του ονόματος το να είναι το προϊόν ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟ. Την ίδια στιγμή, καθότι περιγράφουν την παραδοσιακή διαδικασία απόσταξης, οι συγκεκριμένοι φάκελοι ΠΓΕ είναι ανεπίδεκτοι χρήσης και από τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς, αφού ούτε οι πρώτες ύλες ούτε η εκβιομηχανισμένη διαδικασία που ακολουθούν ταυτίζονται με τις περιγραφόμενες στους τεχνικούς φακέλους. Χαρακτηριστικά, ούτε ένα εμφιαλωμένο τσίπουρο που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στην ελληνική αγορά δεν έχει αιτηθεί και λάβει πιστοποίηση ως «Π.Γ.Ε. τσίπουρο» ή «Π.Γ.Ε. τσικουδιά», διότι πολύ απλά ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ με τον παραδοσιακό τρόπο που περιγράφεται στους σχετικούς φακέλους προδιαγραφών! Είναι δηλαδή σαφές, ότι οι συγκεκριμένοι φάκελοι δεν υποβλήθηκαν προς το σκοπό της χρήσης τους από τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς, αλλά αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να «εμποδίσουν» τους διήμερους αποσταγματοποιούς από το να αποκαλούν τα προϊόντα τους (τα οποία είναι χύμα και όχι εμφιαλωμένα!) με το πραγματικό τους όνομα.
    Στην πραγματικότητα ΤΙΠΟΤΑ δεν εμποδίζει την Κυβέρνηση (εκτός φυσικά από τις ίδιες της τις προθέσεις!) από το να ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙ νόμιμα τους παραπάνω φακέλους προδιαγραφών, ή από το να ΥΠΟΒΑΛΕΙ ΝΕΟΥΣ ΦΑΚΕΛΟΥΣ για τα παραδοσιακά μη εμφιαλωμένα προϊόντα των διήμερων αποσταγματοποιών με τίτλους «παραδοσιακό τσίπουρο» και «παραδοσιακή τσικουδιά». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η ύπαρξη Π.Ο.Π. «Γραβιέρα Κρήτης» δεν εμπόδισε την δημιουργία της Π.Ο.Π. «Γραβιέρα Νάξου»! Ούτε φυσικά η ύπαρξη οποιασδήποτε από τις δύο παραπάνω προστατευόμενες ενδείξεις υποχρέωσε ποτέ όλους τους υπόλοιπους τυροκόμους της Ελλάδας να μην ονομάζουν τα δικά τους – μη εμπίπτοντα στο Π.Ο.Π. – προϊόντα «προϊόν ζύμωσης και ωρίμανσης αιγοπρόβειου γάλακτος» αντί για «γραβιέρα»!
    Άλλωστε, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η κατάσταση των φακέλων προδιαγραφών προϊόντων Π.Γ.Ε. για τα αποστάγματα είναι τελική (που δεν είναι, αφού και οι ίδιοι οι διήμεροι αποσταγματοποιοί έχουμε ΡΗΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ βάσει του Κανονισμού 2019/787ΕΕ να υποβάλλουμε δική μας Π.Γ.Ε. ως ενδιαφερόμενη ομάδα παραγωγών!), ακόμα και τότε, η Ελληνική Δημοκρατία ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ να εμποδίσει τους διήμερους αποσταγματοποιούς από το να συμπληρώνουν τη νόμιμη βάσει Κανονισμού ονομασία του προϊόντος τους με μία «συνήθη ονομασία», η οποία βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 στοιχ. ιε) του Κανονισμού 1169/2011ΕΕ είναι η
    «ονομασία που είναι αποδεκτή ως ονομασία του τροφίμου από τους καταναλωτές στο κράτος- μέλος στο οποίο το εν λόγω τρόφιμο πωλείται, χωρίς η ονομασία να χρήζει περαιτέρω επεξήγησης»
    Είναι δηλαδή απολύτως σαφές, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν δικαιούται σε καμία περίπτωση, υπό το κράτος της ισχύος των σαφέστατων αυτών και ανεπίδεκτων παρερμηνείας Κανονισμών της Ε.Ε., να ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙ στους διήμερους αποσταγματοποιούς να χρησιμοποιούν την απολύτως συνήθη κατά τα ανωτέρω ονομασία «τσίπουρο» και «τσικουδιά» για τα προϊόντα τους, ούτε νομιμοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο να ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ – ΟΜΠΡΕΛΑ.
    Περαιτέρω, η δήθεν υποχρεωτική ονομασία «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» είναι και αφ’ εαυτής μη νόμιμη κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 1169/2011ΕΕ, αφού δεν πληροί ούτε στο ελάχιστο τις προϋποθέσεις της ασφαλούς, επαρκούς και πλήρους περιγραφής του τροφίμου για την προστασία του καταναλωτή. Ένα «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» δηλαδή, ΕΝΟΨΕΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΟ Ν2969/2001 ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΕΤΙΚΕΤΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑΣ, δεν είναι διόλου αντιληπτό στον τελικό καταναλωτή από ποιες πρώτες ύλες παράχθηκε (π.χ. κατά πόσον είναι απόσταγμα στεμφύλων, φρούτων, μέλιτος, τζιτζίφων, κουμάρων, μούρων, σύκων και απόσυκων), τι περιεκτικότητα έχει σε αλκοόλη, αν ενέχει ή όχι κινδύνους για την υγεία του καταναλωτή, ποιοι είναι οι όροι διατηρησιμότητας, αποθήκευσης και ασφαλούς κατανάλωσής του και ποια είναι τα διατροφικά του χαρακτηριστικά (πρβλ. άρθρο 4 Κανονισμού 1169/2011ΕΕ).
    Πλην όμως, Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, επικροτώντας στην ουσία την εσφαλμένη πρωτοβουλία του Γ.Χ.Κ. από το έτος 2017 – την ίδια στιγμή που επιμένει ότι «έφταιγε ο ΣΥΡΙΖΑ που την έκανε», επικαλείται ότι ΑΔΥΝΑΤΕΙ να αφήσει τα αποστάγματα των διήμερων αποσταγματοποιών να ονομάζονται «τσίπουρο» και «τσικουδιά», όπως ήταν διαχρονικά η αληθινή και συνήθης ονομασία τους, λόγω δήθεν των φακέλων αυτών. Φροντίζει μάλιστα, υπό την επίφαση της τροποποίησης του Ε.Φ.Κ. για τους διήμερους βάσει της νέας οδηγίας, να πάει την απαράδεκτη αυτή πρακτική της προηγούμενης κυβέρνησης ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΑΡΑΠΕΡΑ, νομοθετώντας ρητά για πρώτη φορά την «καινούργια» υποχρεωτική δήθεν ονομασία των προϊόντων μας!
    Η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση – που επιδιώκεται πρώτη φορά να νομοθετηθεί σε βάρος των διήμερων αποσταγματοποιών – είναι ΚΑΤΑΦΑΝΩΣ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ για όλους τους παραγωγούς μη τυποποιημένων προϊόντων και ενέχει πολλαπλούς κινδύνους. Με την ίδια λογική, ο ελαιοπαραγωγός που δεν παράγει Π.Ο.Π. ή Π.Γ.Ε. ή Ε.Π.Ι.Π δεν θα πρέπει να διαθέτει στο εμπόριο το λάδι του ως «ελαιόλαδο» αλλά ως «προϊόν εκχύμωσης καρπού ελιάς», ο κτηνοτρόφος αντίστοιχα δεν θα πρέπει να διαθέτει στο εμπόριο το γάλα του ως «γάλα αγελάδας» αλλά ως «προϊόν αρμέγματος αγελάδος κτηνοτρόφων» κ.ο.κ. Και η ίδια δηλαδή η συνήθης ονομασία των προϊόντων μετατρέπεται τεχνηέντως σε αποκλειστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των ομάδων εκείνων, τις οποίες η Ελληνική Πολιτεία κάθε φορά «επιλέγει να υποστηρίξει» με το να κατοχυρώσει μία προστατευόμενη ονομασία για αυτές (και είναι σαφές ότι τα κριτήρια με τα οποία η Ελληνική Πολιτεία διαλέγει ποιους θα υποστηρίξει δεν είναι, στην προκείμενη περίπτωση τουλάχιστον, δίκαια και θεμιτά!).
    Χαρακτηριστικά, η έως τώρα ισχύουσα εκδοχή του τροποποιούμενου άρθρου 82 του Ν.2969/2001 (Τελωνειακός Κώδικας) προέβλεπε την εφάπαξ κατ’ αποκοπήν φορολόγηση που ακριβώς κρίθηκε παράνομη από το Δ.Ε.Ε. με το εξής κείμενο:
    «1. Το τσίπουρο ή η τσικουδιά που παρασκευάζεται από απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιών και λοιπών επιτρεπόμενων υλών από τους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους), σύμφωνα με την παράγραφο Ε` του άρθρου 7 του ν. 2969/2001, υπόκειται σε εφάπαξ και κατ` αποκοπή φορολόγηση πενήντα εννέα λεπτών (0,59) του ευρώ ανά χιλιόγραμμο έτοιμου προϊόντος».
    Στο υπό διαβούλευση άρθρο όμως, δεν έχει αντικατασταθεί μόνον το μέτρο της φορολόγησης στο 85% του εθνικού συντελεστή Ε.Φ.Κ. για παραγωγή μέχρι 5 εκατόλιτρων άνυδρης αλκοόλης κατ’ έτος, όπως ορθά έπρεπε να γίνει ενόψει της καταδίκης της Ελλάδας στο Δ.Ε.Ε. και της υποβολής νέας επιφύλαξης/ τροποποίησης του άρθρου 23 της Οδηγίας 92/83ΕΟΚ!
    Έχουν επιπλέον – ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ Ε.Ε. ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ – αφαιρεθεί οι λέξεις «τσίπουρο» και «τσικουδιά» και αντικατασταθεί με τη φράση «προϊόν απόσταξης που παράγεται από τους διήμερους μικρούς αποσταγματοποιούς (παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων)», με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία επιδιώκει ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ να ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ το δικαίωμά μας στο όνομα του προϊόντος μας και να ΕΞΑΡΤΗΣΕΙ την ευνοϊκότερη φορολόγηση του κατά 85% μειωμένου εθνικού συντελεστή από το να ονομάζονται όλα τα αποστάγματά μας «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων». Κοινώς, η επιδιωκόμενη τροποποίηση αποσκοπεί στο να μας βάλει το μαχαίρι στο λαιμό, με την επίκληση ότι, αν επιθυμούμε να φορολογούμαστε με το ευνοϊκό καθεστώς των διήμερων, οφείλουμε να αποκαλούμε εφεξής τα προϊόντα μας – παρά τα σαφή και αδιαμφισβήτητα ισχυρά δικαιώματά μας από τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς- γενικά και αόριστα «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων».
    Παράλληλα μάλιστα, παρά τον διάλογο που έλαβε χώρα με την πανελλήνια ομοσπονδία των διήμερων αποσταγματοποιών, καθίσταται από το υπό διαβούλευση κείμενο έτι περαιτέρω σαφές, ότι ο πρώτιστος σκοπός της Κυβέρνησης ήταν να αφαιρέσει τη χρήση του ονόματος δια της νομοθετικής τροποποίησης, καθότι επιμένει να την αντιμετωπίζει ως αποκλειστικό δικαίωμα των κατώτερων ποιοτικά και πολιτιστικά βιομηχανικών προϊόντων. Διότι από όλα όσα συζητήθηκαν στην εν λόγω διαβούλευση, ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΝΟΜΟΘΕΤΕΙΤΑΙ με το παρόν υπό διαβούλευση σχέδιο, είναι η εξάρτηση του μειωμένου Ε.Φ.Κ. από τη χρήση της ονομασίας- ομπρέλας «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων»!
    Οι υπόλοιπες δεσμεύσεις που πήγανε; Η συναφής τροποποίηση του Ν.2969/2001με την οποία θα επιδιώκονταν η επίλυση μίας σειράς ζητημάτων, γιατί απουσιάζει πλήρως;
    Χαρακτηριστικά, στην ίδια εν λόγω διαβούλευση διατυπώθηκαν οι εξής δεσμεύσεις από πλευράς του Υφυπουργού κου Βεσυρόπουλου – οι οποίες ουδόλως εν τέλει κατέληξαν να αποτελούν τμήμα του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου:
    • Ρητή πρόβλεψη νέου καταλόγου αποστακτέων πρώτων υλών στο άρθρο 7Ε του Ν.2969/2001 που αφορά την διαδικασία απόσταξης των διήμερων αποσταγματοποιών του άρθρου 5 παρ. 5 του Ν.2969/2001, η οποία να επιτρέπει, μεταξύ άλλων, και την απόσταξη πλήρους σταφυλής και όλων των πρώτων υλών που εμπίπτουν στην έννοια των «φρούτων» κατά τον Κανονισμό 2019/787ΕΕ. Η παραπάνω δέσμευση υποτίθεται θα νομοθετούνταν προς επίλυση του προβλήματος της προέλευσης των στεμφύλων από οινοποίηση, καθότι ένα μεγάλο μέρος των αμπελουργών/δικαιούχων απόσταξης δεν έχουν πρόσβαση σε οινοποιεία και ως εκ τούτου εμποδίζονται να αποδείξουν και να απεικονίσουν τελωνειακά και φορολογικά την προέλευση των προς απόσταξη στεμφύλων.
    • Πρόβλεψη αυξημένης απόδοσης έως 25% για την περίπτωση της απόσταξης σταφυλής και λοιπών φρούτων.
    • Πρόβλεψη δυνατότητας απόσταξης σταφυλής οποιασδήποτε ποικιλίας και όχι μόνον των «οινοποιήσιμων» ποικιλιών.
    • Ρητή πρόβλεψη επιτρεπτού εύρους αλκοολικού τίτλου για τα αποστάγματα των διήμερων αποσταγματοποιών, που να αντικατοπτρίζει την πραγματική παραδοσιακή μέθοδο της απόσταξης, ειδικότερα αλκοολικός τίτλος 39 -49% vol., για αποστάγματα μονής απόσταξης και αλκοολικός τίτλος 50 – 60% vol., για αποστάγματα διπλής απόσταξης.
    • Πρόβλεψη επίθεσης ετικέτας με το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο βάσει των ευρωπαϊκών Κανονισμών (μ.α. ονομασία προϊόντος, πρώτες ύλες, αλκοολικός τίτλος, οδηγίες κατανάλωσης κ.ο.κ.) καθώς και με ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο που να επιτρέπει την ιχνηλάτηση του προϊόντος και την ελεγχόμενη προέλευσή του από πιστοποιημένο και αδειοδοτημένο διήμερο αποσταγματοποιό.
    • Ανάκληση των απαγορεύσεων χονδρικής εμπορείας και μεταπώλησης και άρση της υποχρέωσης πώλησης απευθείας λιανική και αποκλειστικά από τους δικαιούχους παραγωγής.
    • Ρητή πρόβλεψη ότι θα δικαιούνται να διαθέτουν εμπορικά το απόσταγμα παραγωγής τους και οι αγρότες που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών του 6%.
    • Ρητή πρόβλεψη ότι τα αποστακτικά δικαιώματα (αμοιβή σε είδος 10% του καζανάρη για την απόσταξη της πρώτης ύλης του κάθε διήμερου αποσταγματοποιού) θα είναι δεκτικά εμπορείας χωρίς περαιτέρω περιορισμούς και με τους ίδιους όρους που ο καζανάρης εμπορεύεται την δική του παραγωγή.
    • Βελτίωση του συστήματος τήρησης βιβλίων άμβυκα και τήρηση βιβλίων καταγραφής στους κατά τόπους αρμόδιους συλλόγους παραδοσιακών αποσταγματοποιών.
    Σημειωτέον, ότι για τα παραπάνω ζητήματα η θέση του Υπουργείου ήταν ότι υφίσταται απόλυτη συμφωνία και δέσμευση να επιλυθούν άμεσα, πλην όμως, για όλα τα παραπάνω θέματα ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο.
    Διαμορφώνεται λοιπόν η εξής ζοφερή εικόνα: οι διήμεροι αποσταγματοποιοί θα δικαιούμαστε να αποστάζουμε, όπως μέχρι σήμερα, αποκλειστικά τις προβλεπόμενες αποστακτέες πρώτες ύλες που ήδη προβλέπονταν στο Ν.2969/2001, στις οποίες ανήκουν και στέμφυλα με απόδοση σε υγρασία μέχρι κατά μέγιστο 18%, τα οποία πρέπει να αποδεικνύουμε ότι αποκτήσαμε από παράδοση των σταφυλιών μας σε ανύπαρκτα στις περιοχές μας οινοποιεία. Ο αλκοολικός τίτλος του προϊόντος μας θα παραμένει σε ασάφεια και θα εξακολουθούμε να διωκόμαστε για «λαθρεμπορία» αν δεν ταυτίζεται απολύτως με το – κατά προσέγγιση υπολογιζόμενο από τα Τελωνεία – 40% vol. Θα απαγορεύεται τόσο εμείς, όσο και οι κάβες, τα καταστήματα εστίασης και οι τελικοί καταναλωτές να το αποκαλούμε «τσίπουρο» ή «τσικουδιά» και όποιος τολμήσει να το κάνει θα πρέπει να καταβάλλει πρόστιμα για παράβαση τελωνειακής νομοθεσίας! Αντίθετα, θα πρέπει να το λέμε «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» και να το διαθέτουμε ως no name προϊόν, χωρίς καμία απολύτως πληροφορία προς τον τελικό καταναλωτή για το τι περιέχει, πως καταναλώνεται, ποιος το παράγει κ.ο.κ., ώστε οποιοσδήποτε παράνομος να μπορεί να εμφανίζει τα λαθραία που εισάγει από τη Βουλγαρία ως «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» και να καταλήγουμε εμείς να συρόμαστε στα δικαστήρια κάθε φορά που ένα ακατάλληλο απόσταγμα σερβίρεται υπό την αμφίεση του no name δικού μας προϊόντος. Την ίδια στιγμή, θα επιτρέπεται να το διαθέτουμε μόνο χονδρική προς κάβα ή προς κατάστημα εστίασης ή αλλιώς μόνο λιανική απευθείας στον τελικό καταναλωτή, ενώ αν οποιοσδήποτε εμπορικός μας συνεργάτης τολμήσει να το μεταπωλήσει χονδρική (π.χ. η κάβα στην Αθήνα να πωλήσει προς ένα μεζεδοπωλείο στην Αθήνα, του οποίου ο ιδιοκτήτης δεν είχε τη δυνατότητα να τρέξει σε όλη την Ελλάδα για να προμηθευτεί αποστάγματα απευθείας από τους παραγωγούς!) θα βρίσκεται αντιμέτωπος με πρόστιμα για τελωνειακές παραβάσεις. Οι αγρότες του 6%, ενώ δικαιούνται να βγάλουν άδεια απόσταξης και να παράξουν δεν θα δικαιούνται να το πουλήσουν πουθενά. Οι κάβες, τα ρακάδικα, τα τσιπουράδικα, οι ταβέρνες και τα μεζεδοπωλεία που θα έχουν το θράσος να γράψουν στον κατάλογό τους ότι έχουν «τσίπουρο» και «τσικουδιά» διήμερων αποσταγματοποιών θα βρίσκονται αντιμέτωπες με πρόστιμα και ποινές και οι καταναλωτές θα πρέπει να «εκπαιδευτούν» να λένε «τσίπουρο» και «τσικουδιά» μόνο τα εμφιαλωμένα, βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη και καταναλώνοντας εν τέλει κάτι που ποιοτικά και γευστικά δεν είναι συγκρίσιμο με το παραδοσιακό χύμα τσίπουρο και τσικουδιά. Και ο ίδιος ο Ε.Φ.Κ. που καταβάλλουμε για το προϊόν μας θα υπερδιπλασιαστεί, ώστε να ανέβει από το «συμβολικό» 0,59 Ευρώ/κιλό έτοιμου προϊόντος στα 370 Ευρώ ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης –ο οποίος φόρος όμως δεν μας εξασφαλίζει το να αντιμετωπιζόμαστε ως νόμιμο προϊόν από την ίδια την Πολιτεία που τον επιβάλλει και τον εισπράττει! Τα παραπάνω προφανώς οδηγούν σε συνολική αποτροπή των διήμερων αποσταγματοποιών (δηλαδή των ήδη βάναυσα θιγόμενων αγροτικών/αμπελουργικών νοικοκυριών της επικράτειας!) από το να συνεχίσουν να αποστάζουν και στην ολοκληρωτική καθιέρωση αποκλειστικά και μόνο των βιομηχανικά παραγόμενων αποσταγμάτων στην αγορά! Η δε πικρή εμπειρία από το δήθεν προστατευόμενο με Π.Γ.Ε «ούζο Μυτιλήνης», το οποίο πλέον είναι 100% εργοαστασιακό/βιομηχανικό προϊόν που παράγεται από αραίωση εισαγόμενης αιθυλικής αλκοόλης και επαρωματισμό της με χημικά αρώματα ανίσου, ενώ στη Μυτιλήνη δεν υπάρχει πια ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΖΑΝΙ, δεν δείχνει να δίδαξε την Ελληνική Πολιτεία ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ για το πόσο στρεβλή είναι η αντιμετώπισή της απέναντι στα παραδοσιακά προϊόντα και τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής του αγροτικού κόσμου της Ελλάδας!
    Τα παραπάνω σαφώς επιδιώκουν να οδηγήσουν σε συνολικό μαρασμό τον κλάδο των διήμερων αποσταγματοποιών και να πάρουν μία υπερεκατονταετή παραδοσιακή τεχνική και ένα εξαιρετικά αγαπητό προϊόν, το οποίο ήταν προσβάσιμο στους καταναλωτές ακόμα και με τα πιο χαμηλά εισοδήματα και εξαιρετικής ποιότητας, και να το «αντικαταστήσουν» με ένα βιομηχανικό τυποποιημένο προϊόν, που εκτός του ότι δεν εμφανίζει τα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού, επιπλέον κοστίζει και πολύ ακριβότερα!
    Επαναλαμβάνουμε την πρότασή μας, όπως την θέσαμε υπόψην και του ίδιου του Υφυπουργού κου Βεσυρόπουλου: ναι, να προβλεφθεί Ε.Φ.Κ. μειωμένος στο 85% του εθνικού συντελεστή για τα προϊόντα μας, αλλά αυτά να εξακολουθήσουν να ονομάζονται όπως έως τώρα. Αν είναι απαραίτητη η «διάκρισή» τους από τα βιομηχανικά/εμφιαλωμένα, τότε να ονομάζονται «παραδοσιακό τσίπουρο» και «παραδοσιακή τσικουδιά» με αναφορά στο ότι αποτελούν παραγωγή μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών. Να υποβληθούν ειδικοί φάκελοι Π.Γ.Ε. για τα παραδοσιακά αυτά προϊόντα και να μπορούν οι παραγωγοί τους να λαμβάνουν Π.Γ.Ε. πιστοποίηση, υπό όρο τήρησης των αυστηρών ποιοτικών προδιαγραφών των φακέλων αυτών. Να έχουν υποχρεωτική πινακίδα/ετικέτα/συσκευασία που να παρέχει προς τον καταναλωτή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την προέλευση και την ποιότητά του και να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα ελέγχου τους και διάκρισής τους από τα λαθραία. Να αντιμετωπίζονται ως νομίμως παραγόμενα και ελεγχόμενα προϊόντα στο εσωτερικό της ελληνικής αγοράς και να μην «σκοντάφτουν» πάνω σε μία μακριά σειρά απαγορεύσεων εμπορικής διάθεσης και τρικλοποδιών. Να αφεθούν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τα εμφιαλωμένα προϊόντα και να κερδίσουν το καθένα το μερίδιο εκείνο που του αξίζει στην εσωτερική αγορά. Να υποστηριχθεί ουσιαστικά ο αγροτικός και αμπελουργικός τομέας της χώρας, αντί να επιμένει η Κυβέρνηση στη έμμεση στήριξη των ήδη οικονομικά και παραγωγικά ισχυρότερων συστηματικών αποσταγματοποιών και να παύσουν οι νομοθετικές παρεμβάσεις που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, χορηγώντας αθέμιτα και συντριπτικά πλεονεκτήματα στους ανταγωνιστές μας και καταδικάζοντας εμάς και τον κλάδο μας σε απόλυτο μαρασμό.

  • 6 Ιανουαρίου 2022, 07:22 | ΜΠΕΚΡΗΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ

    Μ ε την ευκαιρία την διαβούλευσης σχετικά με την αναμόρφωση της φορολογίας και την ονομασία του τσίπουρου των διημέρων και με την ιδιότητα του προέδρου του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΜΒΥΚΟΥΧΩΝ – ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΩΝ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ έχω να πω τα εξής:
    Aπό την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου άλλα και παλιότερα το απόσταγμα στεμφύλων που παρήγαγαν οι αμπελοκαλλιεργητές ονομαζόταν Τσίπουρο στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Κρήτη τσικουδιά!!!! Έτσι ονομαζόταν από το κράτος τους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Η παραδοσιακή απόσταξη με ήπιες θερμοκρασίες των στεμφύλων που διατηρούταν σε άριστη κατάσταση στον λίγο χρόνο από την οινοποίηση μέχρι την απόσταξη είχε ως αποτέλεσμα την άριστη ποιότητα του αποστάγματος που το χαρακτήριζε το πρωτογενές άρωμα και η γεύση του σταφυλιού!!
    Αυτό ακριβώς διαφοροποιεί το απόσταγμα των διημέρων από το απόσταγμα των συστηματικών αποσταγματοποιών που πλην ελαχίστων εξαιρέσεων είναι ένα υποβαθμισμένο ποιοτικά προϊόν το οποίο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φτάσει την ανώτερη ποιότητα την ανώτερη γεύση και άρωμα του αποστάγματος παραδοσιακής απόσταξης των διημέρων η οποία εκτελείται με τα σωστά πρωτόκολλα απόσταξης και ελέγχεται ορθά από τους κρατικούς φορείς. Αυτό εξηγεί και γιατί ο καταναλωτής δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο καλό παραδοσιακό παραγωγικό τσίπουρο και δεν προτιμά το βιομηχανικό. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η παραδοσιακή ¨ μη ελεγχόμενη απόσταξη¨ για τις μειωμένες πωλήσεις του βιομηχανικού αλλά η σαφέστατη προβληματική ποιότητα του. Ο υποβιβασμός της ποιότητας του βιομηχανικού αποστάγματος είναι φυσικό επακόλουθο του όγκου παραγωγής, της χρησιμοποίηση κακής ποιότητας πρώτης ύλης ή/και του αρωματισμού έτοιμης αιθυλικής αλκοόλης χωρίς καν παρουσία στεμφύλων και της κλασματικής απόσταξης, η οποία απαιτεί τεράστιες χημικές διορθώσεις γεύσης και αρώματος πριν την τελική εμφιάλωση.
    Το τσίπουρο των διημέρων είναι λοιπόν ένα εθνικό προϊόν που διαχρονικά με την διαδικασία της απόσταξης, δηλ. τα γνωστά καζανέματα, δημιούργησε κουλτούρα και παράδοση και αύξησε την κατανάλωση τοπικών αποσταγμάτων εις βάρος των εισαγόμενων ποτών. Θα ήταν σοφό οι πολιτικοί της χώρας αυτό το προϊόν να θέλουν να το κάνουν περισσότερο, πιο ελεγχόμενο στην παραγωγή και κατανάλωση και πιο φορολογήσιμο. Ένα προϊόν που το προτιμάει ξεκάθαρα το καταναλωτικό κοινό, φορολογώντας το και ελέγχοντας το υγειονομικά θα αποφέρει μεγαλύτερα έσοδα στον κράτος. Αντιθέτως, θα έχουμε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα αν τα βιομηχανικά αποστάγματα αποκτήσουν το αποκλειστικό δικαίωμα στη χρήση του ονόματος Τσίπουρου και Τσικουδιάς. Μιλάμε για προϊόντα τα οποία εμφανίστηκαν στην αγορά εδώ και μόλις 30 χρόνια και δεν εμφανίζουν εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που να τα συνδέουν με τον τόπο τον χρόνο και με την παραδοσιακή μέθοδο παραγωγής ούτε με την ιδιαίτερη κουλτούρα της κατανάλωσης του χύμα αποστάγματος στα τσιπουράδικα, τα ρακάδικα, τα μεζεδοπωλεία και τα ταβερνάκια. Τα αντίθετα φοροεισπρακτικά αποτελέσματα θα προκύψουν διότι, λόγω του υποβαθμισμένου ποιοτικού χαρακτήρα του βιομηχανικού τσίπουρου, ο συνολικός όγκος πωλήσεων θα μειωθεί. Παράλληλα, στα χύμα αποστάγματα η «no name» ονομασία θα συνεχίσει να δίνει τη δυνατότητα στους ήδη υπάρχοντες παράνομους να εξακολουθήσουν να δρουν ακόμα πιο ανεξέλεγκτοι (και φυσικά αφορολόγητοι), προωθώντας τα παράνομα και συχνά ακατάλληλα αποστάγματά τους στην αγορά ως «ανώνυμα» προϊόντα διήμερων αποσταγματοποιών. Το ίδιο φυσικά ισχύει και λόγω των εντελώς παράλογων προβλέψεων, που απαγορεύουν στους διήμερους αποσταγματοποιούς να επιθέτουν ενδείξεις, ετικέτες και πινακίδες στις συσκευασίες των παραδοσιακών αποσταγμάτων, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο στην πράξη να ελεγχθεί, κατά πόσον το τσίπουρο ή η τσικουδιά που σερβίρεται στην εστίαση προήλθαν όντως από τοπικό διήμερο αποσταγματοποιό/αμπελουργό ή είναι λαθραίες μπόμπες!
    Με την προσπάθεια αφαίρεσης του παραδοσιακού ονόματος του προϊόντος των διήμερων αμπελουργών που είναι το Τσίπουρο και η Τσικουδιά, αφαιρείτε την μπουκιά από το στόμα 300,000 αγροτών και την κάνετε χαβιάρι στο στόμα 70 οικογενειών βιομηχανοαποστακτών. Οι οποίοι σημειωτέον κατέχουν ήδη το 90% της αγοράς, αφού τα παραδοσιακά αποστάγματα δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν και να διατίθενται με τους ίδιους όρους στο λιανικό εμπόριο!
    Επιπλέον, η όλη αντίληψη ότι η ύπαρξη μίας Π.Γ.Ε. αποκλείει από την εμπορική χρήση της ονομασίας του προϊόντος όλους τους παραγωγούς που δεν εμπίπτουν σε αυτήν, αποτελεί ένα εξαιρετικά λάθος σήμα για τον πρωτογενή παράγοντα, αποθαρρύνοντας και την περαιτέρω απασχόληση μικρών παραγωγών άλλων ανάλογων προϊόντων, δημιουργώντας έτσι ιστορικό ικανό να το εκμεταλλευτούν και άλλοι βιομηχανικής κλίμακας παραγωγοί διαφόρων προϊόντων. Με την ίδια λογική, οι μελισσοκόμοι δεν θα μπορούν να πουλάνε μέλι παρά μόνον οι μεγάλοι συσκευαστές, οι οικοτέχνες δεν θα μπορούν να ονομάζουν το προϊόν τους μακαρόνι, οι ελαιουργοί δεν θα επιρέπεται να ονομάζουν το προϊόν τους «ελαιόλαδο» αν δεν εμπίπτουν σε κάποιο Π.Ο.Π. κλπ.
    Το τσίπουρο είναι ένα διαδεδομένο για τη χώρα μας ποτό, που αποτελεί σημαντικό συμπλήρωμα των εσόδων των αγροτών από τις απαρχές της Ελληνικής Πολιτείας. Κινδυνεύει όμως να μετατραπεί από γιορτή και έσοδο για τον αμπελοκαλλιεργητή σε εφιάλτη.
    Δεν πρέπει το λάθος και η ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε υπηρεσιακούς παράγοντες που με τέχνασμα στον τεχνικό φάκελο έντεχνα προσπάθησαν να αφαιρέσουν το όνομα του τσίπουρου από τους διήμερους και να το κάνουν αποκλειστικό δικαίωμα των βιομηχανικών προϊόντων να επαναληφθεί και να παγιωθεί. Πρέπει να διορθωθεί.
    Η πρόταση είναι ότι θα πρέπει να αναβαθμιστεί ο ρόλος του παραδοσιακού Τσίπουρου, να γίνουν επισκέψιμα τα διήμερα καζάνια και παράλληλη προβολή του Ελληνικού οικοτεχνικού προϊόντος αμπέλου. Απόσταξη με όλα τα παραδοσιακά μέσα και παράλληλη προώθηση τοπικών οίνων και αποσταγμάτων. Μια Αγροτουριστική δραστηριότητα με σημαντική δυναμική. Ποιο εργοστάσιο θα μπορούσε να προωθήσει παράλληλα σε όλη την Ελλάδα σε κάθε μικρό χωριό ένα τέτοιο τουριστικό προϊόν; Ποιο εργοστάσιο θα μπορούσε να βοηθήσει άμεσα την τοπική οικονομία; Η πρόταση είναι το επώνυμο παραδοσιακό τσίπουρο των διήμερων αμπελουργών να αποστάζεται με αυστηρά πρωτόκολλα και ελέγχους, να κυκλοφορεί με τις απαραίτητες ενδείξεις και αναγραφές, να διατίθεται εμπορικά ελεύθερα χονδρικώς και λιανικώς και γενικά να αντιμετωπίζεται όπως οποιοδήποτε άλλο νόμιμα παραγόμενο προϊόν στην εσωτερική αγορά της χώρας, διεκδικώντας επί ίσοις όροις και χωρίς «εμπόδια» και «τροχοπέδες» από το Νομοθέτη το μερίδιο που του αναλογεί στην αγορά και στην προτίμηση του καταναλωτικού κοινού.
    Πρέπει λοιπόν το παραδοσιακό προϊόν των αμπελουργών να συνεχίσει να ονομαζεται ΤΣΙΠΟΥΡΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΞΗΣ – ΤΣΙΚΟΥΔΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΞΗΣ με προσθήκη και του συγκεκριμένου τόπου καταγωγής του. Η όποια άλλη ονομασία του αποτελεί προσβολή και κλοπή και δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλον, εκτός από τους βιομηχανικούς παραγωγούς.