Άρθρο 190
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος μέρους είναι η συμπλήρωση ρυθμιστικών κενών στην υφιστάμενη τομεακή νομοθεσία, ιδίως για τη διάθεση μεριδίων Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.) και Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (Ο.Ε.Ε.), καθώς και η ορθή ενσωμάτωση σχετικών Οδηγιών και η ορθή προσαρμογή στους Κανονισμούς 2017/2402 και 2021/557.
Άρθρο 191
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος μέρους είναι ιδίως: α) η προσαρμογή του ν. 4261/2014 (Α’ 107) στην ενσωμάτωση του άρθρου 62 της Οδηγίας 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των Οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (L 314) και των αλλαγών που επιφέρει ο Κανονισμός 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 1093/2010, (ΕΕ) 575/2013, (ΕΕ) 600/2014 και (ΕΕ) 806/2014 (L 314/1) και η Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των Οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ» (L 314), β) η περαιτέρω ρύθμιση της διάθεσης μεριδίων Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.),
και η ορθότερη ενσωμάτωση των Οδηγών: βα) 2014/91 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όσον αφορά τις λειτουργίες θεματοφύλακα, τις πολιτικές αποδοχών και τις κυρώσεις (L 257), και ββ) 2011/61 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) 1060/2009 και (ΕΕ) 1095/2010 (L 174), και γ) η ρύθμιση της διάθεσης μεριδίων Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (Ο.Ε.Ε.), μέσα από την τροποποίηση του ν. 4706/2020 (Α΄136) , δ) η προσαρμογή στον Κανονισμό 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των Κανονισμών (ΕΚ) 1060/2009 και (ΕΕ) 648/2012 (L 347) και ε) η συμμόρφωση στον Κανονισμό 2021/557
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4261/2014 ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 62 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2019/2034
Άρθρο 192
Αρμόδιες αρχές – Τροποποιήσεις άρθρου 4 του ν. 4261/2014
Στο άρθρο 4 του ν. 4261/2014 (Α’ 107), περί αρμοδίων αρχών, α) στην παρ. 1 τίθεται εξαίρεση ως προς τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις επενδυτικές εταιρείες συμμετοχών, β) η παρ. 6, περί ανάθεσης αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και οι παρ. 12 έως και 15, περί εποπτείας και άσκησης των λοιπών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καταργούνται, γ) στο πρώτο εδάφιο των παρ. 7 και 8, καθώς και στις παρ. 9 και 10 αφαιρούνται οι αναφορές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δ) προστίθεται παρ. 17 και το άρθρο 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 4
Αρμόδιες Αρχές
(άρθρο 4 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Στην Τράπεζα της Ελλάδος ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (Ζ 176) αναφορικά με πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτες χώρες, και με χρηματοδοτικά ιδρύματα, εξαιρουμένων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών.
2. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας και των διατάξεων του Καταστατικού της, η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, στη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και στη διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων με βάση τον παρόντα νόμο και τον ανωτέρω Κανονισμό, καθώς και στην εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
3. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά πιστωτικό ίδρυμα, και να προβαίνει στην αξιολόγηση, καθώς και τη διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του καθορισμού υποχρεώσεων υποβολής στοιχείων, γραπτών επεξηγήσεων, εφόσον ζητηθεί, καθώς και μέσω της διενέργειας εκ μέρους της επιτόπιων ελέγχων.
4. Οι κατά τα άρθρα 1-166 του παρόντος νόμου και κατά τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου. Με όμοια Πράξη μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης των ενωσιακών διατάξεων στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) για θέματα που αφορούν τις κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Με τις κανονιστικές πράξεις του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να λαμβάνεται και κάθε αναγκαίο συμπληρωματικό μέτρο για την εφαρμογή των παραπάνω πράξεων. Κατά την άσκηση, ειδικώς, της ανωτέρω κανονιστικής αρμοδιότητας, που αφορά στην ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας, απαιτείται ενημέρωση του Υπουργείου Οικονομικών σε εύλογο χρόνο πριν από την έκδοση της σχετικής Πράξης.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παρ. 6 και 15 του παρόντος άρθρου, οι κανονιστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, ευχέρειες ή αποκλίσεις που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 υπέρ των κρατών – μελών ασκούνται με Πράξεις της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου.
6. (Καταργείται).
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων και, κατά περίπτωση, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, με τις απαιτήσεις του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και είναι αρμόδια να εξετάζει πιθανές παραβιάσεις αυτών. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ζητά τη χορήγηση αντιγράφου ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 572 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των εποπτευόμενων φυσικών προσώπων, καθώς και όσων διατελούν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, υπεύθυνοι κρίσιμων λειτουργιών, αρμόδια διευθυντικά στελέχη, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 4557/2018 (Α` 139), ή αποκτούν άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή, όπως ορίζεται στο σημείο 36 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, στα εποπτευόμενα ιδρύματα, επιχειρήσεις και οργανισμούς, σύμφωνα με το άρθρο 55Α του Καταστατικού της, που κυρώθηκε με τον ν. 3424/1927 (Α` 298), και τους ειδικότερους νόμους.
8. Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013. Τα ιδρύματα διατηρούν επίσης, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες που επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τους εν λόγω κανόνες.
9. Τα ιδρύματα καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους και καταχωρίζουν τα συστήματα και τις διαδικασίες που διέπονται από τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, ούτως ώστε η Τράπεζα της Ελλάδος να μπορεί να ελέγξει ανά πάσα στιγμή τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
10. Τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 καθώς και τα λοιπά καθήκοντα της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται διακριτά και ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αφορούν την εξυγίανση.
11. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να θεσπίζει κανόνες, σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της σαφήνειας.
12. (Καταργείται).
13. (Καταργείται).
14. (Καταργείται).
15. (Καταργείται).
16. Οι κατ` εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις μπορούν να έχουν αναδρομικό χαρακτήρα, τηρουμένης της παρ. 1 του άρθρου 191 του παρόντος νόμου.
17. Στα άρθρα 50 έως και 53, 55 έως και 57, 62 και 63, 65 έως και 103 και 121 έως και 135 οι αναφορές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς νοούνται ως αναφορές αποκλειστικά στην Τράπεζα της Ελλάδος.».
Άρθρο 193
Συντονισμός των αρμόδιων αρχών -Τροποποίηση παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 4261/2014
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 4261/2014 (Α’ 107), περί συντονισμού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επαναπροσδιορίζεται η έννοια των επιχειρήσεων και το άρθρο 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 5
Συντονισμός των αρμόδιων αρχών
(άρθρο 5 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για το μεταξύ τους συντονισμό με βάση Πρωτόκολλο Συνεργασίας.
2. Για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση όσον αφορά ιδίως την κεφαλαιακή επάρκεια ομίλων στους οποίους περιλαμβάνονται πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προβλέπουν στο ανωτέρω Πρωτόκολλο Συνεργασίας ενδεικτικά:
α) τις διαδικασίες με τις οποίες θα διασφαλίζεται η προηγούμενη ενημέρωση και η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανωτέρω αρχών, με σκοπό την, κατά το δυνατόν, αποφυγή επικαλύψεων και τη μείωση του διοικητικού κόστους, επί θεμάτων που αφορούν:
αα) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των εποπτευόμενων επιχειρήσεων,
ββ) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που κάθε αρχή λαμβάνει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία,
β) τη συμμετοχή της κάθε αρχής σε επιτόπιους ελέγχους που διενεργεί άλλη αρχή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία και
γ) τα της ανάθεσης αρμοδιοτήτων από τη μία αρχή στην άλλη, στο πλαίσιο της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.».
Άρθρο 194
Αντιμετώπιση κινδύνων – Τροποποίηση παρ. 8 και κατάργηση παρ. 11 του άρθρου 68 του ν. 4261/2014
Στο άρθρο 68 του ν. 4261/2014 (Α’ 107), περί της αντιμετώπισης κινδύνων, τροποποιείται η παρ. 8, προκειμένου να προσδιορισθεί ειδικότερα η αναφορά στη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, καταργείται η παρ. 11, περί της εφαρμογής των διατάξεων του ανωτέρω νόμου, και το άρθρο 68 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 68
Αντιμετώπιση κινδύνων
(άρθρο 76 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο των ιδρυμάτων εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή θα μπορούσε να εκτεθεί, περιλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο των ιδρυμάτων αφιερώνει επαρκή χρόνο στην αξιολόγηση των θεμάτων που αφορούν κινδύνους. Το Διοικητικό Συμβούλιο συμμετέχει ενεργά και διασφαλίζει ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων που εξετάζονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, τη χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και εσωτερικών υποδειγμάτων σε σχέση με τους εν λόγω κινδύνους. Το ίδρυμα διαμορφώνει γραμμές αναφοράς προς το Διοικητικό Συμβούλιο, που να καλύπτουν όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων, καθώς και τις αλλαγές τους.
3. Τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από απόψεως μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους συστήνουν επιτροπή διαχείρισης κινδύνων, αποτελούμενη από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Τα μέλη της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση, για να κατανοούν και να παρακολουθούν τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος.
4. Η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων υποβάλλει εισήγηση στο Διοικητικό Συμβούλιο σχετικά με τη συνολική παρούσα και μελλοντική στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος, υποβοηθώντας το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο έχει την εν γένει αρμοδιότητα ως προς τους κινδύνους, στην επίβλεψη της υλοποίησης, από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, της εν λόγω στρατηγικής, από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη.
5. Η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων ελέγχει την τιμολόγηση των προσφερόμενων υπηρεσιών, λαμβάνοντας υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος. Όταν η τιμολόγηση δεν απηχεί με ακρίβεια τους κινδύνους σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και τη στρατηγική ανάληψης κινδύνων, η επιτροπή διαχείρισης κινδύνων υποβάλλει διορθωτικό σχέδιο στο Διοικητικό Συμβούλιο.
6. Ίδρυμα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν θεωρείται σημαντικό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μπορεί να συνιστά επιτροπή επιφορτισμένη με τις αρμοδιότητες τόσο της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων όσο και της επιτροπής ελέγχου του άρθρου 37 του ν. 3693/2008 (Α΄ 174), κατόπιν απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Τα μέλη της ανωτέρω επιτροπής πρέπει να διαθέτουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εξειδίκευση που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους τόσο ως μελών σε επιτροπή διαχείρισης κινδύνων όσο και ως μελών σε επιτροπή ελέγχου. Σε κάθε περίπτωση οι ως άνω επιτροπές στελεχώνονται από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
7. Τα μέλη των ως άνω επιτροπών έχουν επαρκή πρόσβαση σε πληροφορίες ως προς την κατάσταση κινδύνων του ιδρύματος και στο τμήμα διαχείρισης κινδύνων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σε ειδικούς εξωτερικούς συμβούλους.
Οι ως άνω επιτροπές καθορίζουν το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να λαμβάνουν σχετικά με θέματα κινδύνων. Προκειμένου να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ορθών πολιτικών και πρακτικών αποδοχών και με την επιφύλαξη των καθηκόντων της επιτροπής αποδοχών, εξετάζουν κατά πόσον τα κίνητρα που προβλέπει το σύστημα αποδοχών λαμβάνουν υπόψη τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και τα προβλεπόμενα κέρδη.
8. Τα ιδρύματα διαθέτουν λειτουργία διαχείρισης κινδύνων της υπ’ αρ. 2577/2006 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (Α΄ 59), σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες τους και έχει επαρκείς εξουσίες, κύρος, πόρους και πρόσβαση στο Διοικητικό Συμβούλιο.
9. Η λειτουργία διαχείρισης κινδύνων:
α) διασφαλίζει τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη δέουσα αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνων,
β) συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη της στρατηγικής κινδύνων του ιδρύματος και σε όλες τις σημαντικές αποφάσεις διαχείρισης κινδύνων και μπορεί να παρουσιάσει πλήρη εικόνα ολόκληρου του φάσματος των κινδύνων που αντιμετωπίζει το ίδρυμα,
γ) αναφέρεται, μέσω της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων, στο Διοικητικό Συμβούλιο, ανεξάρτητα από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, και θέτει υπόψη του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και προειδοποιεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, για την εξέλιξη των αναλαμβανόμενων κινδύνων που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν το ίδρυμα.
10. Ο επικεφαλής της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων είναι ανεξάρτητο ανώτερο διοικητικό στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα. Όπου η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος δεν δικαιολογούν την ύπαρξη προσώπου ειδικώς επιφορτισμένου με αυτό το καθήκον, οι εν λόγω αρμοδιότητες μπορούν να ανατεθούν σε άλλο ανώτερο διοικητικό στέλεχος του ιδρύματος παράλληλα με τις λοιπές αρμοδιότητές του, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργείται σύγκρουση συμφερόντων. Ο επικεφαλής της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων δεν απαλλάσσεται των καθηκόντων του χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής Διαχείρισης Κινδύνων ή των μη εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και έχει απευθείας πρόσβαση στην Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων ή στα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου όποτε αυτό απαιτείται.
11. (Καταργείται).».
Άρθρο 195
Καθορισμός ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας –
Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 127 του ν. 4261/2014
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 127 του ν. 4261/2014 (Α’ 107), περί των αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εντεταλμένης αρχής, αφαιρείται η αναφορά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως η εντεταλμένη αρχή, επιφορτισμένη με τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας στην Ελλάδα. Οι αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ως εντεταλμένης αρχής ασκούνται από την Εκτελεστική Επιτροπή του άρθρου 55Α του καταστατικού της ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου που λαμβάνει τις σχετικές αποφάσεις.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’:
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΣΕ ΑΛΛΑ ΚΡΑΤΗ – ΜΕΛΗ ΜΕΡΙΔΙΩΝ ΟΕΕ ΤΗΣ ΕΕ ΠΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΕΔΟΕΕ, ΔΙΑΘΕΣΗ ΜΕΡΙΔΙΩΝ ΟΣΕΚΑ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4099/2012 -ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ Ν. 4209/2013 ΚΑΙ 4099/2012
Άρθρο 196
Εμπορική προώθηση σε άλλα κράτη – μέλη μεριδίων ΟΕΕ της ΕΕ που διαχειρίζονται ΑΕΔΟΕΕ – Τροποποίηση της παρ. 7 του άρθρου 32 του ν. 4209/2013
Το τρίτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 32 του ν. 4209/2013 (Α΄253), περί εμπορικής προώθησης σε άλλα κράτη – μέλη μεριδίων ΟΕΕ της ΕΕ που διαχειρίζονται ΑΕΔΟΕΕ, αντικαθίσταται με δύο νέα εδάφια και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«7. Αν η Ελλάδα είναι κράτος – μέλος υποδοχής, αδειοδοτημένος ΔΟΕΕ άλλου κράτους – μέλους μπορεί να αρχίσει την εμπορική προώθηση ΟΕΕ της ΕΕ στην Ελλάδα, μόνο αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λάβει από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους – μέλους ισοδύναμη κοινοποίηση με το περιεχόμενο της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου από την ημερομηνία της εν λόγω κοινοποίησης. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 41, οι εν λόγω ΟΕΕ προωθούνται εμπορικά μόνο σε επαγγελματίες επενδυτές.
Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην περ. η) της παραγράφου 2 του παρόντος, υπόκεινται στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με απόφασή της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ρυθμίζει ειδικότερα θέματα σχετικά με την εμπορική προώθηση στην Ελλάδα μεριδίων ή μετοχών ΟΕΕ από ΑΕΔΟΕΕ ή αδειοδοτημένο ΔΟΕΕ άλλου κράτους μέλους»
Άρθρο 197
Διάθεση μεριδίων ΟΣΕΚΑ – Τροποποίηση της παρ. 4 του άρθρου 7του ν. 4099/2012
Στην παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 4099/2012 (Α΄250) περί διάθεσης μεριδίων ΟΣΕΚΑ, προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφιο και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Η εταιρεία διαχείρισης ή, κατά περίπτωση, η ΑΕΕΜΚ, μπορεί να διαθέτει μερίδια του ΟΣΕΚΑ απευθείας ή/και μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων, εταιρειών διαχείρισης, ασφαλιστικών εταιρειών, εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) και ανωνύμων εταιρειών επενδυτικής διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ). Επίσης η εταιρία διαχείρισης μπορεί να διαθέτει μερίδια του ΟΣΕΚΑ μέσω συνδεδεμένων με αυτήν αντιπροσώπων. Στην περίπτωση αυτή, πέραν του παρόντος, εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 29 του ν. 4514/2018 (Α΄14) ως προς την προώθηση και τη λήψη και διαβίβαση εντολών μόνον επί μεριδίων ΟΣΕΚΑ.».
Άρθρο 198
Κυρώσεις – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 94 ν. 4099/2012
(περ. ζ παρ. 6 άρθρου 99 και παρ. 2 άρθρου 99γ της Οδηγίας ΕΕ/2014/91)
Στο άρθρο 94 του ν. 4099/2012 (Α΄253), περί κυρώσεων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1 τροποποιούνται το πρώτο εδάφιο της περ. ε) και η περ. στ) ως προς το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου, β) μετά την παρ. 2 προστίθεται νέα παρ. 2Α, και το άρθρο 94 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 94
Κυρώσεις
1. Κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ και του Κανονισμού 2019/1156/ΕΚ επισύρει τις ακόλουθες κυρώσεις και μέτρα, που επιβάλλονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
α) καταχώριση στο διαδικτυακό της τόπο, δημόσιας δήλωσης που κατονομάζει τον υπεύθυνο και προσδιορίζει τη φύση της παράβασης,
β) διαταγή προς το υπεύθυνο πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψή της στο μέλλον,
γ) σε ΟΣΕΚΑ ή ΑΕΔΑΚ, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19,
δ) σε μέλος του διοικητικού οργάνου της ΑΕΔΑΚ ή της ΑΕΕΜΚ ή άλλου υπεύθυνου φυσικού προσώπου προσωρινή απαγόρευση ή, επί επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση άσκησης καθηκόντων διαχείρισης σε αυτές ή σε άλλες τέτοιες εταιρείες,
ε) σε ΑΕΔΑΚ, σε θεματοφύλακα, σε νομικό πρόσωπο που διαθέτει μερίδια ΟΣΕΚΑ ή άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, σε ΑΕΕΜΚ, σε ΟΣΕΚΑ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος – μέλος ή σε άλλον οργανισμό συλλογικών επενδύσεων οι οποίοι διαθέτουν μερίδια στην Ελλάδα, σε εταιρεία διαχείρισης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος και λειτουργεί στην Ελλάδα, είτε μέσω υποκαταστήματος είτε στο πλαίσιο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και σε υποκατάστημα εταιρείας διαχείρισης τρίτου κράτους που παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα, σύσταση ή πρόστιμο ύψους από χίλια (1.000) ευρώ έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ ή ίσο με το 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο ή ίσο με το διπλάσιο του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης όταν το όφελος μπορεί να προσδιοριστεί ακόμα και αν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στην παρούσα διάταξη.
Όταν το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μητρικής επιχείρησης, η οποία καταρτίζει ενοποιημένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 135 του ν. 2190/1920, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος, σύμφωνα με τους τελευταίες διαθέσιμες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο της ανώτατης μητρικής επιχείρησης, ή ίσο με το διπλάσιο του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης όταν το όφελος μπορεί να προσδιοριστεί και
στ) σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σε διευθυντές και σε υπαλλήλους της ΑΕΔΑΚ, της ΑΕΕΜΚ, του θεματοφύλακα και του νομικού προσώπου που διαθέτει μερίδια ΟΣΕΚΑ ή άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, σε κάθε φυσικό πρόσωπο που διαθέτει μερίδια ΟΣΕΚΑ ή άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, σε κάθε πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες για λογαριασμό ΑΕΔΑΚ που λειτουργεί στην Ελλάδα είτε μέσω υποκαταστήματος είτε στο πλαίσιο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και σε κάθε πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες για λογαριασμό υποκαταστήματος εταιρείας διαχείρισης τρίτου κράτους που παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα, που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ, σύσταση ή πρόστιμο ύψους από πεντακόσια (500) ευρώ έως πέντε εκατομμύρια (5.00.000) ευρώ ή ίσο με το διπλάσιο του οφέλους που αποκόμισε ο παραβάτης όταν το όφελος μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και αν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό που αναφέρεται στην παρούσα διάταξη.
2. Για την επιλογή της κύρωσης και κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη:
α) η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης,
β) ο βαθμός ευθύνης του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου,
γ) η οικονομική ισχύς του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου, όπως προκύπτει, για παράδειγμα, από το συνολικό κύκλο εργασιών του όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο ή από το ετήσιο εισόδημα του όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο,
δ) το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο, καθώς και της ζημίας που προκλήθηκε σε άλλα πρόσωπα και, κατά περίπτωση, στη λειτουργία των αγορών ή στην οικονομία συνολικά, στο βαθμό που τα ανωτέρω μπορούν να προσδιορισθούν,
ε) ο βαθμός συνεργασίας του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου με την αρμόδια αρχή,
στ) προηγούμενες παραβάσεις του υπεύθυνου για την παράβαση προσώπου και
ζ) τα μέτρα που έλαβε μετά την παράβαση το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο, ώστε να αποτραπεί η επανάληψη της παράβασης.
2Α. Κατά την άσκηση των εξουσιών της σχετικά με την επιβολή κυρώσεων η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των κρατών – μελών, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρμοδιότητες εποπτείας και έρευνας, καθώς και οι διοικητικές κυρώσεις επιφέρουν τα επιδιωκόμενα από τον παρόντα νόμο αποτελέσματα. Επιπλέον, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συντονίζει τις ενέργειές της με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές, ώστε να αποφεύγονται πιθανές επαναλήψεις και αλληλεπικαλύψεις κατά την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και έρευνας και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 96.
3. Επί μη συνεργασίας σε έρευνα που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει σε νομικά πρόσωπα πρόστιμο από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ και σε φυσικά πρόσωπα πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
4. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1, τα οποία παραβαίνουν εν γνώσει τους τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 12 και των άρθρων 59 έως και 64, 85 και 87 ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων αυτών, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή ύψους από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι οκτακόσιες χιλιάδες (800.0) ευρώ.
5. Όποιος εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς το κοινό σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αποδόσεων, ΟΣΕΚΑ ή άλλου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, υφιστάμενου ή μη, με σκοπό να προσελκύσει σε αυτόν επενδυτές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.0) ευρώ μέχρι οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) ευρώ. Τα ανωτέρω ισχύουν και για όποιον ασκεί παράνομα επενδυτικές δραστηριότητες του παρόντος νόμου, ενώ αν το πρόσωπο αυτό είναι νομικό πρόσωπο, επιβάλλονται οι κυρώσεις της παραγράφου 1.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’:
ΔΙΑΘΕΣΗ ΜΕΡΙΔΙΩΝ ΟΕΕ, ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) 2017/2402 ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΕΝΤΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 26Α ΕΩΣ 26Ε ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) 2017/2402 –
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4706/2020
Άρθρο 199
Διάθεση μεριδίων ΟΕΕ – Τροποποίηση παρ. 9 του άρθρου 43 του ν. 4706/2020
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 43 του ν. 4706/2020 (Α’ 136), περί διάθεσης μεριδίων ΟΕΕ, τροποποιείται ως προς τη μετονομασία των Ανωνύμων Εταιρειών Εναλλακτικής Διαχείρισης σε Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης και το άρθρο 43 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 43
Διάθεση μεριδίων ΟΕΕ
1. Διάθεση μεριδίων ΟΕΕ στην Ελλάδα θεωρείται κάθε στάδιο της διαδικασίας απόκτησης μεριδίων ΟΕΕ, καθώς και η ανακοίνωση, η διαφήμιση, η προβολή και η εμπορική προώθηση μεριδίων, καθώς και κάθε άλλη ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της παροχής επενδυτικών συμβουλών, που αποσκοπεί στην απόκτηση μεριδίων OEE.
2. Στους διαχειριστές ΟΕΕ επιτρέπεται να διαθέτουν μερίδια του ΟΕΕ που διαχειρίζονται σε επαγγελματίες επενδυτές και σε ιδιώτες επενδυτές στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 41 του ν. 4209/2013.
3. Για τη διάθεση μεριδίων ΟΕΕ και την απόκτησή τους από υποψήφιο μεριδιούχο απαιτούνται:
α) υποβολή αίτησης συμμετοχής του υποψήφιου μεριδιούχου προς τον διαχειριστή του ΟΕΕ, με τρόπο που καθορίζεται από το διαχειριστή, ο οποίος διασφαλίζει την ταυτοποίηση των στοιχείων του υποψήφιου μεριδιούχου,
β) χορήγηση του Κανονισμού του ΟΕΕ, του πληροφοριακού υλικού και της τελευταίας ετήσιας έκθεσης του άρθρου 53 στον υποψήφιο μεριδιούχο, πριν από την υποβολή της αίτησης συμμετοχής στον ΟΕΕ. Η υποχρέωση παροχής στον υποψήφιο επενδυτή των στοιχείων της παρούσας πρέπει να αναγράφεται στο έντυπο που χορηγείται στον ενδιαφερόμενο, προκειμένου να υποβάλει αίτηση συμμετοχής,
γ) καταβολή στον θεματοφύλακα του συνόλου της αξίας των μεριδίων σε μετρητά ή, εφόσον το αποδέχεται ο διαχειριστής, και σε κινητές αξίες, σύμφωνα με την περ. ιε` του άρθρου 3 του ν. 4099/2012, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, σύμφωνα με την παρ. 21 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018.
4. Η τιμή διάθεσης των μεριδίων συμμετοχής υπολογίζεται με βάση την αξία του μεριδίου την ημέρα υποβολής της αίτησης για την απόκτηση των μεριδίων, σύμφωνα με το άρθρο 47.
5. Η αποδοχή των αιτήσεων συμμετοχής στον ΟΕΕ αποφασίζεται από τον διαχειριστή του, σύμφωνα με τους όρους του Κανονισμού του ΟΕΕ.
6. Ο διαχειριστής ή τα πρόσωπα που διαθέτουν μερίδια ΟΕΕ διασφαλίζουν, ότι οι επενδυτές που υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής πληρούν τα κριτήρια συμμετοχής στον ΟΕΕ, σύμφωνα με τα άρθρα 37 έως 56 και τον Κανονισμό του ΟΕΕ.
7. Κατά τη διαδικασία συμμετοχής στον ΟΕΕ, ο υποψήφιος επενδυτής αποδέχεται εγγράφως ότι έχει ενημερωθεί σχετικά με το είδος επενδυτή στον οποίο απευθύνεται ο συγκεκριμένος ΟΕΕ.
8. Το διαφημιστικό υλικό του ΟΕΕ πρέπει να αναγράφει σε εμφανές σημείο το είδος επενδυτών στους οποίους απευθύνεται.
9. Τα μερίδια του ΟΕΕ μπορεί να διατίθενται άμεσα, από τον διαχειριστή του ΟΕΕ, ή έμμεσα, από πρόσωπα στα οποία ο διαχειριστής έχει αναθέσει με σύμβαση ανάθεσης σε τρίτο τη διάθεση των μεριδίων. Πρόσωπα στα οποία ο διαχειριστής μπορεί να αναθέσει τη διάθεση μεριδίων ΟΕΕ είναι μόνο Ανώνυμες Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ) ή ΕΠΕΥ με υποκατάστημα στην Ελλάδα, πιστωτικά ιδρύματα, Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ) και ΑΕΔΟΕΕ ή ΔΟΕΕ, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με διαβατήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 1-53 του ν. 4209/2013.
10. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν την εμπορική προώθηση των μεριδίων του ΟΕΕ, τη λειτουργία του δικτύου διάθεσης, καθώς και άλλα ειδικότερα θέματα σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος.».
Άρθρο 200
Αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402
Τροποποίηση της παρ. 1 άρθρου 69 του ν. 4706/2020
Η παρ. 1 του άρθρου 69 του ν. 4706/2020 (Α΄136) περί αρμοδίων αρχών για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 τροποποιείται, προκειμένου να προστεθούν οι ανάδοχες οντότητες, επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«Άρθρο 69
Αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402
(άρθρο 29 παρ. 4 και 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402)
1. Αρμόδια αρχή για την εποπτεία της συμμόρφωσης των μεταβιβαζουσών οντοτήτων, των αρχικών δανειοδοτών, των ανάδοχων οντοτήτων και των οντοτήτων ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ), ως προς τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 18 έως 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, ορίζεται κατά περίπτωση, ως εξής:
α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τις μεταβιβάζουσες οντότητες, τους αρχικούς δανειοδότες και τις οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ), όταν εμπίπτουν στις περ. 1, 16 και 22 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014, στις παρ. 1 και 4 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016, καθώς και στις παρ. 3 και 6 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016. Επίσης εποπτεύει τις ανάδοχες οντότητες που είναι πιστωτικά ιδρύματα.
β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις μεταβιβάζουσες οντότητες, τους αρχικούς δανειοδότες και τις οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ) όταν εμπίπτουν στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013, στις περ. α΄, β΄, γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4099/2012, καθώς και στις περιπτώσεις του άρθρου 7 του ν. 3029/2002. Επίσης εποπτεύει τις ανάδοχες οντότητες που είναι επιχειρήσεις επενδύσεων.
γ) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις μεταβιβάζουσες οντότητες, τους αρχικούς δανειοδότες ή τις οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ), όταν έχουν την έδρα τους στην ΕΕ, δεν εμπίπτουν στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 1 και η ανάδοχη οντότητα είναι επιχείρηση επενδύσεων.
δ) Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τις μεταβιβάζουσες οντότητες ή τις ανάδοχες οντότητες ή τους αρχικοί δανειοδότες ή τις οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ), όταν έχουν την έδρα τους στην ΕΕ, δεν εμπίπτουν στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 1 και η ανάδοχη οντότητα είναι πιστωτικό ίδρυμα.».
Άρθρο 201
Αρμόδιες αρχές για τις σύνθετες τιτλοποιήσεις εντός ισολογισμού
των άρθρων 26α έως 26ε του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402
Προσθήκη άρθρου 69Α στον ν. 4706/2020 (περ. 13 άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/557)
Μετά το άρθρο 69 του ν. 4706/2020 (Α΄136) προστίθεται άρθρο 69Α ως ακολούθως:
«Άρθρο 69Α
Αρμόδιες αρχές για τις σύνθετες τιτλοποιήσεις εντός ισολογισμού
των άρθρων 26α έως 26ε του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402
(περ. 13 άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/557)
Οι αρμόδιες αρχές της παρ. 1 του άρθρου 69, κατ’ αντιστοιχία και κατά περίπτωση, ορίζονται υπεύθυνες για την τήρηση των απαιτήσεων που πρέπει να πληρούν οι σύνθετες τιτλοποιήσεις εντός ισολογισμού της παρ. 1 του άρθρου 26α του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, προκειμένου να μπορούν να χαρακτηριστούν απλές, διαφανείς και τυποποιημένες (Simple, Transparent and Standardised – STS).».
Να εγκριθεί το προηγούμενο σχόλιό μου. Εντάσσεται στο υπό διαβούλευση ζήτημα, ή/και ταυτόχρονα σε ένα γενικότερο πλαίσιο δημοσίου διαλόγου, σύμφωνα με τους όρους συμμετοχής. Αν εσάς δεν σας αρέσει η άποψή μου, είναι δικό σας θέμα. Επιμένω. Νομοσχέδια ή οποιαδήποτε άλλα κείμενα, τα οποία δεν μπορούν να μελετηθούν στο σύνολό τους, λόγω ακριβώς της έκτασής τους και με στόχο την κριτική τους αποτίμηση, είναι λίαν επιεικώς ασυνάρτητα (ασυναρτησία, η, σύμφωνα με Λ.Κ.Ν.: «η έλλειψη ή η απουσία λογικού ειρμού, λογικής σύνδεσης, σχέσης, συνέπειας ή οργάνωσης στα λόγια ή τις πράξεις κάποιου.»). Εκ των πραγμάτων. Επίσης, θέτω και ορισμένα ερωτήματα. Δεν δύνασθε να προκαταβάλλετε, όταν μάλιστα υπάρχουν χιλιάδες χρήστες που καταπατούν κατάφωρα τον 2ο όρο συμμετοχής, λαμβάνοντας μέρος στην διαβούλευση με σχόλια καθόλου σύντομα και περιεκτικά.
Είστε σοβαροί; Για ποιόν λόγο τόσες πολλές ενσωματώσεις/τροποποιήσεις Οδηγιών και παλαιότερων νόμων, σε ένα νομοσχέδιο; Μέτρησα συνολικά πάνω από 10. Μιλάω για το σύνολο του νομοσχεδίου, και όχι αποκλειστικά για το Η’ Μέρος. Πρόκειται για έναν καταιγισμό πληροφοριών, που επί της ουσίας αποτρέπει τον μέσο πολίτη να συμμετάσχει στην διαβούλευση. Κανείς δεν θα καθίσει να διαβάσει όλες αυτές τις ασυναρτησίες, εκτός αν έχει ειδικό επιστημονικό ή επαγγελματικό ενδιαφέρον. Επίσης, τί σημαίνει «ορθότερη ενσωμάτωση των Οδηγιών» (άρ. 191); Ορθότερη σε σχέση με τί; Σας εφιστώ την προσοχή στο γεγονός ότι, εξ όσων γνωρίζω, το ελληνικό δημόσιο σύστημα δεν αναγνωρίζει στους πολίτες του το δικαίωμα της άγνοιας νόμου, επί της οποίας φαίνεται ότι εργάζεται ακατάπαυστα.