ΜΕΡΟΣ Α’
Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων – Τροποποίηση των Oδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ
Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος είναι η ενίσχυση του πλαισίου για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων, ώστε να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών. Ο σκοπός επιτυγχάνεται μέσω της ενσωμάτωσης στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβούλιου της 27ης Νοεμβρίου 2019 (L 328), σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και την εποπτεία τους.
Άρθρο 2
Αντικείμενο
(άρθρο 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
Αντικείμενο του παρόντος είναι η θέσπιση κανόνων για την προστασία των επενδυτών σχετικά με:
α) τις απαιτήσεις για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων,
β) τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των καλυμμένων ομολόγων,
γ) την εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων,
δ) τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης, σε σχέση με τα καλυμμένα ομόλογα.
Άρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής
(άρθρο 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται στα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα που έχουν έδρα στην Ελλάδα.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα, σύμφωνα με τον παρόντα και σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 2 και το άρθρο 14 του ν. 3156/2003 (Α΄ 157) και τα άρθρα 59 έως και 74 του ν. 4548/2018 (Α’ 104).
Άρθρο 4
Εποπτεία καλυμμένων ομολόγων
(άρθρο 18 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Αρμόδια αρχή για την εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων είναι η Τράπεζα της Ελλάδος. Για τους σκοπούς του παρόντος, κάθε αναφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος παραπέμπει στην αρμοδιότητά της ως αρχής εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων.
2. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, με απόφασή της, να θεσπίζει ειδικότερες απαιτήσεις και κανόνες ως προς την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος.
3. Οι κατά τον παρόντα αποφάσεις και αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος λαμβάνονται και ασκούνται με πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής του άρθρου 55Α του καταστατικού της (Α΄ 298/1927) ή εξουσιοδοτημένου από αυτήν οργάνου. Με όμοια πράξη μπορούν να θεσπίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη περί ενσωμάτωσης ενωσιακής νομοθεσίας στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή και τη συμμόρφωση προς οδηγίες, αποφάσεις, κανονισμούς και συστάσεις, που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) για θέματα που αφορούν στις κατά τον παρόντα αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει την έκδοση καλυμμένων ομολόγων, με σκοπό την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του.
5. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους που σχετίζονται με το πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων και διαθέτουν επαρκή και κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες τεκμηρίωσης.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος συλλέγει από τα πιστωτικά ιδρύματα τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, ερευνά παραβάσεις των εν λόγω απαιτήσεων και επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα, που προβλέπονται στον παρόντα.
Άρθρο 5
Ορισμοί
(άρθρο 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
Για τους σκοπούς του παρόντος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) «Καλυμμένο ομόλογο»: Τίτλος δανειακής υποχρέωσης που εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος και εξασφαλίζεται από στοιχεία καλύμματος στα οποία οι επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα έχουν δικαίωμα άμεσης προσφυγής, ως προνομιακοί πιστωτές.
2) «Πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων»: Τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μιας έκδοσης καλυμμένων ομολόγων, τα οποία καθορίζονται από νομικούς κανόνες και συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, σύμφωνα με την άδεια που χορηγείται στο πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα.
3) «Συνολικά στοιχεία καλύμματος»: Σαφώς καθορισμένο σύνολο στοιχείων ενεργητικού που εξασφαλίζουν τις υποχρεώσεις πληρωμής που συνδέονται με καλυμμένα ομόλογα, τα οποία διαχωρίζονται από τα άλλα στοιχεία ενεργητικού που κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα.
4) «Στοιχεία καλύμματος»: Στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος.
5) «Στοιχεία εξασφάλισης»: Τα ενσώματα στοιχεία ενεργητικού και τα στοιχεία ενεργητικού υπό μορφή ανοιγμάτων που εξασφαλίζουν στοιχεία καλύμματος.
6) «Διαχωρισμός»: Ενέργειες που πραγματοποιούνται από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα, προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία καλύμματος και να οριοθετηθούν νόμιμα, ώστε να μην έχουν πρόσβαση σε αυτά άλλοι πιστωτές, πέραν των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα και των αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις παραγώγων.
7) «Πιστωτικό ίδρυμα»: Πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στην περ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (L 176),
8) «Εξειδικευμένο ίδρυμα ενυπόθηκης πίστης»: Το πιστωτικό ίδρυμα που χρηματοδοτεί δάνεια αποκλειστικά ή κυρίως μέσω της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων, που μπορεί σύμφωνα με τον νόμο να προβαίνει μόνο σε ενυπόθηκο δανεισμό και δανεισμό σε οντότητες του δημόσιου τομέα και που δεν επιτρέπεται να αποδέχεται καταθέσεις, αλλά μπορεί να αποδέχεται άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό.
9) «Αυτόματη επίσπευση»: Η περίπτωση στην οποία, με την αφερεγγυότητα ή την εξυγίανση του εκδότη, ένα καλυμμένο ομόλογο καθίσταται αυτομάτως άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και στην οποία οι επενδυτές στο καλυμμένο ομόλογο διαθέτουν εκτελεστή απαίτηση εξόφλησης σε χρόνο προγενέστερο της αρχικής ημερομηνίας λήξης.
10) «Ημερομηνία λήξης»: Η αρχική ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στους συμβατικούς όρους του καλυμμένου ομολόγου.
11) «Τελική ημερομηνία λήξης»: Η νέα ημερομηνία λήξης στην οποία μεταφέρεται η πληρωμή όλου ή μέρους του τελικού ποσού εξόφλησης του καλυμμένου ομολόγου, αρχικά πληρωτέου στην ημερομηνία λήξης, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται σχετική πρόβλεψη στους συμβατικούς όρους του ομολόγου.
12) «Αγοραία αξία»: Για τους σκοπούς της ακίνητης περιουσίας, η αγοραία αξία, όπως ορίζεται στην περ. 76 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
13) «Αξία του ενυπόθηκου ακινήτου»: Για τους σκοπούς της ακίνητης περιουσίας, η αξία του ενυπόθηκου ακινήτου, όπως ορίζεται στην περ. 74 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
14) «Πρωτογενή στοιχεία ενεργητικού»: Κυρίαρχα στοιχεία καλύμματος, που καθορίζουν τη φύση των συνολικών στοιχείων καλύμματος.
15) «Στοιχεία ενεργητικού υποκατάστασης»: Στοιχεία καλύμματος που συμβάλλουν στις απαιτήσεις κάλυψης, εκτός των πρωτογενών στοιχείων ενεργητικού.
16) «Υπερεξασφάλιση»: Το συνολικό εκ του νόμου, συμβατικό ή εθελοντικό επίπεδο εξασφάλισης που υπερβαίνει την απαίτηση κάλυψης που καθορίζεται στο άρθρο 17.
17) «Καθαρές εκροές ρευστότητας»: Όλες οι εκροές πληρωμών που καθίστανται απαιτητές σε μία ημέρα, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών κεφαλαίου και τόκων και των πληρωμών, στο πλαίσιο συμβάσεων παραγώγων του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων, αφαιρουμένων όλων των εισροών πληρωμών, που καθίστανται απαιτητές την ίδια ημέρα για απαιτήσεις που συνδέονται με τα στοιχεία καλύμματος.
18) «Δομή επεκτάσιμης ληκτότητας»: Ο μηχανισμός που προβλέπει τη δυνατότητα επέκτασης της προγραμματισμένης λήξης των καλυμμένων ομολόγων, για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα και σε περίπτωση επέλευσης συγκεκριμένου γεγονότος ενεργοποίησης.
19) «Εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων»: Η εποπτεία των προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων, με την οποία εξασφαλίζονται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ισχύουν για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και η επιβολή των απαιτήσεων αυτών.
20) «Ειδικός διαχειριστής»: Το πρόσωπο ή η οντότητα που έχει διοριστεί για τη διαχείριση προγράμματος καλυμμένων ομολόγων, σε περίπτωση αφερεγγυότητας πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα σε σχέση με τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, ή όταν έχει διαπιστωθεί ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 32 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις, εάν η αρμόδια αρχή εποπτείας διαπιστώσει ότι απειλείται σοβαρά η εύρυθμη λειτουργία του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.
21) «Εξυγίανση»: Η εξυγίανση, όπως ορίζεται στην περ. 30 της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.
22) «Όμιλος»: Ο όμιλος, όπως ορίζεται στην περ. 138 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
23) «Δημόσιες επιχειρήσεις»: Οι δημόσιες επιχειρήσεις όπως ορίζονται στην περ. β του άρθρου 2 της Οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής (L 318).
24) «Στενοί δεσμοί»: Στενοί δεσμοί, όπως ορίζονται στην περ. 38 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
25) «Αρμόδια αρχή εποπτείας»: Η αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στην περ. 36 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 (Α’ 107).
26) «Αρχή εξυγίανσης»: Η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στην περ. 8 της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.
27) «Εκπρόσωπος των ομολογιούχων»: Πιστωτικό ίδρυμα ή συνδεδεμένη εταιρεία πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) που παρέχει νομίμως υπηρεσίες στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.) και ασκεί τα καθήκοντα του εκπροσώπου των ομολογιούχων, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στα άρθρα 64 έως και 67 του ν. 4548/2018 (Α΄ 104).
Άρθρο 6
Διπλή προσφυγή
(άρθρο 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Οι επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα και οι αντισυμβαλλόμενοι σε συμβάσεις παραγώγων που συμμορφώνονται με το άρθρο 13 έχουν δικαίωμα στις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) Απαίτηση έναντι του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,
β) στην περίπτωση της αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα, απαίτηση με προτεραιότητα έναντι του κεφαλαίου και τυχόν δεδουλευμένων και μελλοντικών τόκων σε στοιχεία καλύμματος,
γ) στην περίπτωση της αφερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα και σε περίπτωση που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως η απαίτηση προτεραιότητας της περ. β), απαίτηση έναντι της περιουσίας του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος που τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας, της αυτής προτεραιότητας (pari passu) με τις απαιτήσεις των κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος που καθορίζονται σύμφωνα με τη νομοθεσία για την κατάταξη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.
2. Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 περιορίζονται στην πλήρη εξόφληση των υποχρεώσεων που συνδέονται με τα καλυμμένα ομόλογα.
Άρθρο 7
Προστασία καλυμμένων ομολόγων έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας
(άρθρο 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
Oι υποχρεώσεις πληρωμής που συνδέονται με καλυμμένα ομόλογα δεν υπόκεινται σε αυτόματη επίσπευση σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα.
Άρθρο 8
Επιλέξιμα στοιχεία καλύμματος
(άρθρο 6 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. α) Τα καλυμμένα ομόλογα είναι ανά πάσα στιγμή εξασφαλισμένα με:
αα) Στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 129 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, υπό την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα πληροί τις απαιτήσεις των παρ. 1 έως και 3 του άρθρου 129 του Κανονισμού,
αβ) με την επιφύλαξη της περ. γ) της παρούσας, στοιχεία καλύμματος υψηλής ποιότητας με τα οποία διασφαλίζεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα διαθέτει απαίτηση πληρωμής, όπως προβλέπεται στην παρ. 2, και τα οποία εξασφαλίζονται με στοιχεία εξασφάλισης, όπως προβλέπεται στην παρ. 3.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, με απόφασή της, να περιορίζει τα στοιχεία ενεργητικού της υποπερ. αα), σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιλέξιμων στοιχείων ενεργητικού, για τη συμπερίληψή τους στα συνολικά στοιχεία καλύμματος.
γ) Τα στοιχεία καλύμματος της υποπερ. αβ) επιτρέπεται να συμπεριλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος, μόνο εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, προσδιορίσει τα είδη των στοιχείων καλύμματος που εντάσσονται στην εν λόγω περίπτωση.
2. α) Η απαίτηση πληρωμής που αναφέρεται στην υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 1 υπόκειται στις ακόλουθες νομικές απαιτήσεις:
αα) Το στοιχείο ενεργητικού αντιπροσωπεύει απαίτηση για την πληρωμή ποσών με ελάχιστη αξία, η οποία είναι προσδιοριστέα ανά πάσα στιγμή, είναι νομικά έγκυρη και εκτελεστή, δεν υπόκειται σε άλλους όρους πέραν της προϋπόθεσης ότι η απαίτηση λήγει σε μελλοντική ημερομηνία και είναι εξασφαλισμένη με υποθήκη, βάρος, προνόμιο ή άλλη εγγύηση,
αβ) η υποθήκη, το βάρος, το προνόμιο ή άλλη εγγύηση που εξασφαλίζει την απαίτηση πληρωμής είναι εκτελεστή,
αγ) έχουν εκπληρωθεί όλες οι νομικές απαιτήσεις για την εγγραφή της υποθήκης, του βάρους, του προνομίου ή της εγγύησης που εξασφαλίζει την απαίτηση πληρωμής,
αδ) η υποθήκη, το βάρος, το προνόμιο ή η εγγύηση, που εξασφαλίζει την απαίτηση πληρωμής, επιτρέπει στο πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα να ανακτήσει την αξία της απαίτησης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα, που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα, αξιολογούν την εκτελεστότητα των απαιτήσεων πληρωμής και τη δυνατότητα ρευστοποίησης των στοιχείων εξασφάλισης, πριν τα συμπεριλάβουν στα συνολικά στοιχεία καλύμματος.
3. α) Τα στοιχεία εξασφάλισης που αναφέρονται στην υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 1 πληρούν μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
αα) Για τα ενσώματα στοιχεία εξασφάλισης, υφίστανται πρότυπα αποτίμησης γενικώς αποδεκτά από τους εμπειρογνώμονες, τα οποία είναι κατάλληλα για το συγκεκριμένο ενσώματο στοιχείο εξασφάλισης και υπάρχει δημόσιο μητρώο στο οποίο καταγράφονται η κυριότητα και οι απαιτήσεις επί των ενσώματων στοιχείων εξασφάλισης ή
αβ) για τα στοιχεία ενεργητικού υπό μορφή ανοιγμάτων, η ασφάλεια και η ευρωστία του αντισυμβαλλομένου στο άνοιγμα τεκμαίρονται από τη φοροδοτική ικανότητά του, ή από το γεγονός ότι η επιχειρησιακή ευρωστία και η οικονομική φερεγγυότητά του τελούν υπό συνεχή δημόσια εποπτεία.
β) Τα ενσώματα στοιχεία εξασφάλισης που αναφέρονται στην υποπερ. αα) της περ. α) συμβάλλουν στην κάλυψη των υποχρεώσεων που συνδέονται με το καλυμμένο ομόλογο, μέχρι το μικρότερο ποσό κεφαλαίου μεταξύ των ενυπόθηκων απαιτήσεων, που συνδέονται με οποιαδήποτε ενυπόθηκη απαίτηση κύριας εξοφλητικής προτεραιότητας και του εβδομήντα τοις εκατό (70 %) της αξίας των εν λόγω ενσώματων στοιχείων εξασφάλισης.
γ) Τα ενσώματα στοιχεία εξασφάλισης που αναφέρονται στην υποπερ. αα) της περ. α), τα οποία εξασφαλίζουν στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στην υποπερ. αα) της περ. α) της παρ. 1 δεν χρειάζεται να συμμορφώνονται με το όριο του εβδομήντα τοις εκατό (70 %) ή με τα όρια της παρ. 1 του άρθρου 129 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
δ) Όταν, για τους σκοπούς της υποπερ. αα) της περ. α), δεν υπάρχει δημόσιο μητρώο για ένα συγκεκριμένο ενσώματο στοιχείο εξασφάλισης, τα πιστωτικά ιδρύματα δύναται να κάνουν χρήση εναλλακτικής μορφής πιστοποίησης της κυριότητας και των απαιτήσεων επί του ενσώματου στοιχείου εξασφάλισης. Η χρήση εναλλακτικής μορφής πιστοποίησης είναι δυνατή, εφόσον έχει αναγνωριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, και στον βαθμό που η εν λόγω μορφή πιστοποίησης παρέχει προστασία που μπορεί να είναι συγκρίσιμη με την προστασία που παρέχεται από δημόσιο μητρώο, υπό την έννοια ότι επιτρέπει σε ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που σχετίζονται με την ταυτοποίηση των βεβαρημένων ενσώματων στοιχείων εξασφάλισης, τον προσδιορισμό της κυριότητας, την τεκμηρίωση και τον προσδιορισμό των επιβαρύνσεων και την εκτελεστότητα των εμπράγματων δικαιωμάτων.
4. α) Για τα ενσώματα στοιχεία που εξασφαλίζουν τα στοιχεία ενεργητικού των υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 1, διασφαλίζεται ότι:
αα) Για κάθε ενσώματο στοιχείο εξασφάλισης, υπάρχει μια τρέχουσα αποτίμηση στην αγοραία αξία ή στην αξία ενυπόθηκου ακινήτου ή σε χαμηλότερη αξία από αυτές, κατά τη συμπερίληψη του στοιχείου καλύμματος στα συνολικά στοιχεία καλύμματος,
αβ) ότι η αποτίμηση διενεργείται από εκτιμητή, ο οποίος διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα, την απαραίτητη ικανότητα και εμπειρία, και
αγ) ότι ο εκτιμητής είναι ανεξάρτητος από τη διαδικασία λήψης πιστωτικών αποφάσεων, δεν λαμβάνει υπόψη κερδοσκοπικά στοιχεία στην αποτίμηση της αξίας του ενσώματου στοιχείου εξασφάλισης και τεκμηριώνει την αξία του ενσώματου στοιχείου εξασφάλισης με διαφανή και σαφή τρόπο.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θεσπίζει, με απόφασή της, ειδικότερους κανόνες για την μεθοδολογία και τη διαδικασία αποτίμησης.
5. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα διαθέτουν διαδικασίες για να ελέγχουν ότι τα ενσώματα στοιχεία που εξασφαλίζουν στοιχεία ενεργητικού, που αναφέρονται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 1, είναι επαρκώς ασφαλισμένα έναντι του κινδύνου ζημίας και ότι η απαίτηση ασφάλισης διαχωρίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 14.
6. Τα πιστωτικά ιδρύματα, που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα, τεκμηριώνουν τα στοιχεία καλύμματος που αναφέρονται στις υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρ. 1 και τη συμμόρφωση των δανειοδοτικών πολιτικών τους με τον παρόντα.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, θεσπίζει κανόνες, σχετικά με τη διαφοροποίηση των κινδύνων στα συνολικά στοιχεία καλύμματος, σε σχέση με τη διασπορά και τη σημαντική συγκέντρωση, για στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα δυνάμει της υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 1.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, με απόφασή της, να ορίζει ειδικότερα θέματα εφαρμογής του παρόντος και να εξειδικεύει τους κανόνες για την εφαρμογή του.
Άρθρο 9
Στοιχεία εξασφάλισης που βρίσκονται εκτός της Ε.Ε.
(άρθρο 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Με την επιφύλαξη της παρ. 3, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να περιλαμβάνουν στα συνολικά στοιχεία καλύμματος στοιχεία ενεργητικού εξασφαλισμένα με στοιχεία εξασφάλισης που βρίσκονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).
2. Στην περίπτωση της παρ. 1, τα πιστωτικά ιδρύματα επαληθεύουν ότι:
α) τα εν λόγω στοιχεία εξασφάλισης πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 8,
β) τα εν λόγω στοιχεία παρέχουν παρόμοιο επίπεδο ασφαλείας με αυτό των στοιχείων εξασφάλισης που βρίσκονται εντός της Ε.Ε., και
γ) η ρευστοποίηση των στοιχείων αυτών είναι νόμιμα εκτελεστή κατά τρόπο ισοδύναμο στην πράξη, με τη ρευστοποίηση των στοιχείων εξασφάλισης που βρίσκονται εντός της Ε.Ε..
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, καθορίζει τα εξασφαλισμένα, με στοιχεία εξασφάλισης που βρίσκονται εκτός της Ε.Ε., στοιχεία ενεργητικού, που δύνανται να συμπεριληφθούν στα συνολικά στοιχεία καλύμματος βάσει της παρ. 1, καθώς και προϋποθέσεις που πληρούνται για την εφαρμογή του παρόντος.
Άρθρο 10
Ενδοομιλικές δομές ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων
(άρθρο 8 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί από πιστωτικό ίδρυμα που ανήκει σε όμιλο («καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί εντός ομίλου») επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως στοιχεία καλύμματος για την εξωτερική έκδοση καλυμμένων ομολόγων από άλλο πιστωτικό ίδρυμα που ανήκει στον ίδιο όμιλο («καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου») εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εντός ομίλου πωλούνται στο πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα εκτός ομίλου,
β) τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εντός ομίλου χρησιμοποιούνται ως στοιχεία καλύμματος στα συνολικά στοιχεία καλύμματος για τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου και εγγράφονται στον ισολογισμό του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα εκτός ομίλου,
γ) τα συνολικά στοιχεία καλύμματος για τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται εκτός ομίλου περιλαμβάνουν μόνο καλυμμένα ομόλογα τα οποία έχουν εκδοθεί από ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα εντός του ομίλου,
δ) το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα εκτός ομίλου σκοπεύει να τα πωλήσει εκτός του ομίλου σε επενδυτές σε καλυμμένα ομόλογα,
ε) τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται τόσο εντός όσο και εκτός ομίλου θεωρείται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις για την πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο 2 του τίτλου II του τρίτου μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, κατά την έκδοση και είναι εξασφαλισμένα με επιλέξιμα στοιχεία καλύμματος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8,
στ) στην περίπτωση των διασυνοριακών ενδοομιλικών δομών ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων, τα στοιχεία καλύμματος των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται εντός ομίλου πληρούν τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας και κάλυψης των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται εκτός ομίλου,
ζ) το πιστωτικό ίδρυμα που ανήκει στον όμιλο έχει έδρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. α) Για τους σκοπούς της περ. ε) της παρ. 1, σε περίπτωση που επέλθει υποβάθμιση της πιστωτικής ποιότητας των καλυμμένων ομολόγων, αυτή γνωστοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος και η τελευταία δύναται, με απόφασή της, να επιτρέπει στα καλυμμένα ομόλογα που κατατάσσονται στη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, να συνεχίσουν να αποτελούν μέρος της ενδοομιλικής δομής ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων, εφόσον διαπιστώσει ότι η υποβάθμιση της πιστωτικής ποιότητας δεν οφείλεται σε μη τήρηση της νομοθεσίας που καθορίζει τις απαιτήσεις για την άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 20.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνει στο πλαίσιο της περ. α) της παρούσας.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εξειδικεύσει με απόφασή της, τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του παρόντος.
Άρθρο 11
Κοινή χρηματοδότηση
(άρθρο 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Επιλέξιμα στοιχεία καλύμματος, τα οποία έχουν δημιουργηθεί από πιστωτικό ίδρυμα και έχουν αγοραστεί από πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως στοιχεία καλύμματος για την έκδοση καλυμμένων ομολόγων, εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις των άρθρων 8 και 14.
2. Με την επιφύλαξη της παρ. 1, επιτρέπεται η μεταφορά επιλέξιμων στοιχείων καλύμματος μέσω συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, σύμφωνα με το κεφάλαιο Α΄ του ν. 3301/2004 (Α’ 263).
3. Με την επιφύλαξη της παρ. 1, στοιχεία ενεργητικού που έχουν δημιουργηθεί αρχικά από πιστωτικό ίδρυμα, έχουν μεταβιβαστεί σε οντότητα με έδρα στην Ε.Ε., η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και μεταβιβάζονται εκ νέου σε πιστωτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα, δύνανται να χρησιμοποιούνται ως στοιχεία καλύμματος. Σε αυτή την περίπτωση, το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα υποχρεούται είτε να αξιολογεί τα πιστοδοτικά πρότυπα της οντότητας από την οποία προήλθαν τα στοιχεία καλύμματος, είτε να διενεργεί το ίδιο ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εξειδικεύσει, με απόφασή της, τους όρους και τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 12
Σύνθεση των συνολικών στοιχείων καλύμματος
(άρθρο 10 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα συμπεριλαμβάνουν στα συνολικά στοιχεία καλύμματος καλυμμένων ομολόγων μόνο μια κατηγορία πρωτογενών στοιχείων ενεργητικού.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, δύναται, με απόφασή της, να επιτρέπει τη συμπερίληψη στα στοιχεία καλύμματος περισσότερων κατηγοριών πρωτογενών στοιχείων ενεργητικού.
3. Στην περίπτωση της παρ. 2, η Τράπεζα της Ελλάδος, για τη διασφάλιση της προστασίας των επενδυτών, θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη σύνθεση των συνολικών στοιχείων καλύμματος. Οι εν λόγω κανόνες καθορίζουν, κατά περίπτωση, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα μπορούν να περιλαμβάνουν πρωτογενή στοιχεία ενεργητικού με διαφορετικά γνωρίσματα, όσον αφορά στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, τη διάρκεια ζωής ή το προφίλ κινδύνου στα συνολικά στοιχεία καλύμματος.
4. Στην περίπτωση της παρ. 2, η αναλογία των διαφορετικών κατηγοριών στοιχείων καλύμματος μέσα στα συνολικά στοιχεία καλύμματος, υπόκειται σε μέγιστα όρια ανά κατηγορία, καθ’ όλη τη διάρκεια της έκδοσης, όπως καθορίζονται σε απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Άρθρο 13
Συμβάσεις παραγώγων στα συνολικά στοιχεία καλύμματος
(άρθρο 11 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Στα συνολικά στοιχεία καλύμματος δύνανται να περιλαμβάνονται συμβάσεις παραγώγων μόνο εφόσον αυτές πληρούν τουλάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος αποκλειστικά για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνων, ο όγκος τους προσαρμόζεται σε περίπτωση μείωσης του αντισταθμιζόμενου κινδύνου και αφαιρούνται από τα συνολικά στοιχεία καλύμματος, όταν παύει να υφίσταται ο αντισταθμιζόμενος κίνδυνος,
β) τεκμηριώνονται επαρκώς,
γ) διαχωρίζονται, σύμφωνα με το άρθρο 14,
δ) δεν μπορούν να καταγγελθούν, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εξέδωσε τα καλυμμένα ομόλογα,
ε) συμμορφώνονται με τους κανόνες που θεσπίζονται, σύμφωνα με την παρ. 2.
2. α) Για τους σκοπούς της εξασφάλισης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, θεσπίζει κανόνες για τις συμβάσεις παραγώγων, που περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος.
β) Οι παραπάνω κανόνες, μεταξύ άλλων, προσδιορίζουν:
βα) Τα είδη των αποδεκτών συμβάσεων παραγώγων για τη συμπερίληψή τους στα συνολικά στοιχεία καλύμματος,
ββ) τα κριτήρια επιλεξιμότητας των αντισυμβαλλόμενων,
βγ) την απαραίτητη τεκμηρίωση που παρέχεται, σχετικά με τις συμβάσεις παραγώγων.
Άρθρο 14
Διαχωρισμός των στοιχείων καλύμματος
(άρθρο 12 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. α) Προκειμένου να επιτυγχάνεται επαρκώς ο διαχωρισμός των στοιχείων καλύμματος, απαιτείται να πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) Όλα τα στοιχεία καλύμματος μπορούν να αναγνωριστούν ανά πάσα στιγμή από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,
αβ) όλα τα στοιχεία καλύμματος υπόκεινται σε νομικά δεσμευτικό και εκτελεστό διαχωρισμό από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,
αγ) όλα τα στοιχεία καλύμματος προστατεύονται από τυχόν απαιτήσεις τρίτων μερών και κανένα στοιχείο καλύμματος δεν αποτελεί μέρος της υπό εκκαθάριση περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος, που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα, μέχρι να ικανοποιηθεί η απαίτηση προτεραιότητας, που αναφέρεται στην περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 6.
β) Για τους σκοπούς της περ. α) της παρούσας, τα στοιχεία καλύμματος περιλαμβάνουν και τυχόν εξασφαλίσεις που λαμβάνονται σε σχέση με θέσεις συμβάσεων παραγώγων.
2. Επί των συνολικών στοιχείων καλύμματος συνίσταται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των καλυμμένων ομολόγων και οι οποίοι αναφέρονται ως εξασφαλιζόμενοι δανειστές στο πρόγραμμα των καλυμμένων ομολόγων. Σε περίπτωση που ορισμένα στοιχεία καλύμματος, που συνιστούν τα συνολικά στοιχεία καλύμματος, διέπονται από ξένο δίκαιο, συστήνεται εμπράγματη εξασφάλιση επ’ αυτών υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων δανειστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου δικαίου.
3. Με το πρόγραμμα μπορεί να ορίζεται η εξασφάλιση από το ίδιο νόμιμο ενέχυρο ομολογιούχων ή και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με καλυμμένα ομόλογα διαφορετικής έκδοσης ή σειράς, καθώς και κάθε σχετικό ζήτημα, όπως ενδεικτικά η μεταξύ τους σχέση, ο τρόπος και η προτεραιότητα ικανοποίησης και ο τρόπος οργάνωσής τους σε ομάδα και εκπροσώπησής τους, κατά παρέκκλιση των άρθρων 63 και 64 του ν. 4548/2018 (Α’ 104), εφόσον δεν επιλεγεί σχετικώς η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου. Ο διορισμός περισσοτέρων εκπροσώπων ομολογιούχων, κοινών ή ανά σειρά ή έκδοση, δεν αποκλείεται. Ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων ευθύνεται έναντι των ομολογιούχων για δόλο και βαριά αμέλεια.
4. Τα στοιχεία καλύμματος που συγκαταλέγονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος αναφέρονται ονομαστικά σε έγγραφο που υπογράφεται από τον εκδότη και τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων και καταχωρείται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη σημεία του, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (Α’ 220). Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να αντικαθίστανται τα στοιχεία καλύμματος που συνιστούν μέρος των συνολικών στοιχείων καλύμματος με άλλα ή να προστίθενται στοιχεία καλύμματος στα συνολικά στοιχεία καλύμματος.
5. Από την καταχώρηση του εγγράφου της παρ. 4, το κύρος της έκδοσης καλυμμένου ομολόγου, της σύστασης του νόμιμου ενεχύρου και της τυχόν διεπόμενης από ξένο δίκαιο εμπράγματης ασφάλειας, των πληρωμών προς τους ομολογιούχους και τους λοιπούς δανειστές που εξασφαλίζονται από το νόμιμο ενέχυρο, καθώς και της σύναψης κάθε σχετικής σύμβασης, δεν θίγεται από την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας σε σχέση με τον εκδότη.
6. Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων που συγκαταλέγονται στα στοιχεία καλύμματος. Οποιαδήποτε διάθεσή τους από τον εκδότη χωρίς την έγγραφη συναίνεση του εκπροσώπου των ομολογιούχων είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του καλυμμένου ομολόγου.
7. Ο διαχωρισμός των στοιχείων καλύμματος, που αναφέρεται στην παρ. 1, ισχύει και στην περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα.
Άρθρο 15
Υπεύθυνος παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων καλύμματος
(άρθρο 13 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα διορίζουν υπεύθυνο παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων καλύμματος για τη συνεχή παρακολούθηση των στοιχείων καλύμματος ως προς την εκπλήρωση των απαιτήσεων των άρθρων 8 έως και 14 και των άρθρων 16 έως και 19, καθώς και των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, που εξειδικεύουν τα εν λόγω άρθρα.
2. Η παρακολούθηση των συνολικών στοιχείων καλύμματος, σύμφωνα με την παρ. 1, πραγματοποιείται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, ανεξάρτητο από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα και από τον ορκωτό ελεγκτή λογιστή του ν. 4449/2017 (Α’ 7) του πιστωτικού ιδρύματος.
3. Για τον διορισμό του υπεύθυνου παρακολούθησης της παρ. 1, καθώς και για την παύση αυτού, λαμβάνεται απόφαση από το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα.
4. Ο υπεύθυνος παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων καλύμματος έχει δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων του.
5. Σε περίπτωση που οποτεδήποτε, κατά τη διάρκεια της έκδοσης των καλυμμένων ομολόγων, ο υπεύθυνος παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων καλύμματος διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 8 έως και 14 και 16 έως και 19, καθώς και των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, που εξειδικεύουν τα εν λόγω άρθρα, ενημερώνει άμεσα το πιστωτικό ίδρυμα και το τελευταίο υποχρεούται να προβεί, χωρίς καμία καθυστέρηση, στις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες.
6. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται περαιτέρω ο ρόλος και τα καθήκοντα του υπεύθυνου παρακολούθησης, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος, που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα, καθώς και οι υποχρεώσεις υποβολής αναφορών ως προς το είδος και τη συχνότητα, στην Τράπεζα της Ελλάδος.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνεται σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποιεί ο υπεύθυνος παρακολούθησης στο πλαίσιο των καθηκόντων του.
Άρθρο 16
Πληροφόρηση των επενδυτών
(άρθρο 14 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν προγράμματα καλυμμένων ομολόγων παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα καλυμμένα ομόλογα εκδόσεώς τους που είναι επαρκώς λεπτομερείς, ώστε να μπορούν οι επενδυτές να αξιολογήσουν το προφίλ και τους κινδύνους των προγραμμάτων και να επιδείξουν από τη μεριά τους τη δέουσα επιμέλεια.
2. α) Για τους σκοπούς της παρ. 1, οι πληροφορίες παρέχονται στους επενδυτές τουλάχιστον ανά τρίμηνο και περιλαμβάνουν κατ’ ελάχιστον:
αα) Την ονομαστική και παρούσα αξία των συνολικών στοιχείων καλύμματος και των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων με ειδική αναφορά στην καθαρά παρούσα αξία των παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων που περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος ανά κατηγορία αντισυμβαλλόμενου,
αβ) ποσοστιαία ανάλυση των παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων που περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος, ανά κατηγορία αντισυμβαλλόμενου,
αγ) κατάλογο των διεθνών αριθμών αναγνώρισης τίτλων (ISIN) για όλες τις εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος, στις οποίες έχει αποδοθεί ένας ISIN,
αδ) τη γεωγραφική κατανομή και το είδος των στοιχείων καλύμματος, το ύψος των σχετικών δανείων και τη μέθοδο αποτίμησης,
αε) λεπτομερή πληροφόρηση σχετικά με τον κίνδυνο αγοράς, συμπεριλαμβανομένων του κινδύνου επιτοκίου και του συναλλαγματικού κινδύνου, με τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστότητας,
αστ) τη δομή ληκτότητας των στοιχείων καλύμματος, με διάκριση, όπου υπάρχει, σε ευρώ και σε ξένο νόμισμα, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επισκόπησης των γεγονότων ενεργοποίησης της επέκτασης της ληκτότητας,
αζ) τα επίπεδα απαιτούμενης και διαθέσιμης κάλυψης, καθώς και τα επίπεδα εκ του νόμου, συμβατικής και εθελοντικής υπερεξασφάλισης,
αη) το ποσοστό των δανείων, στα οποία θεωρείται ότι έχει επέλθει αθέτηση υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 178 του Κανονισμού (ΕΕ). 575/2013 και, σε κάθε περίπτωση, των δανείων που παρουσιάζουν καθυστέρηση άνω των ενενήντα (90) ημερών,
αθ) συνολική αξία των εισπρακτέων τόκων των δανείων που περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος και παρουσιάζουν καθυστέρηση άνω των ενενήντα (90) ημερών.
β) Αναφορικά με τα καλυμμένα ομόλογα που εκδίδονται, στο πλαίσιο ενδοομιλικών δομών ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων, σύμφωνα με το άρθρο 10, παρέχονται στους επενδυτές οι ανωτέρω πληροφορίες ή σχετικός σύνδεσμος σε αυτές, για το σύνολο των καλυμμένων ομολόγων του ομίλου που εκδίδονται εντός αυτού τουλάχιστον σε αθροιστική βάση.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα, δημοσιεύουν στον ιστότοπό τους και στις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις, τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στους επενδυτές, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2.
4. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, δύναται να ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
Άρθρο 17
Απαιτήσεις κάλυψης
(άρθρο 15 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Τα προγράμματα καλυμμένων ομολόγων, ανά πάσα στιγμή, συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις κάλυψης του παρόντος.
2. Όλες οι υποχρεώσεις των καλυμμένων ομολόγων καλύπτονται από απαιτήσεις για πληρωμή που συνδέονται με τα στοιχεία καλύμματος.
3. α) Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 περιλαμβάνουν:
αα) Τις υποχρεώσεις για την πληρωμή του ποσού του κεφαλαίου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων,
αβ) τις υποχρεώσεις για την πληρωμή τυχόν τόκων επί ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων,
αγ) τις υποχρεώσεις πληρωμής που συνδέονται με συμβάσεις παραγώγων που τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 13 και
αδ) τα αναμενόμενα έξοδα που σχετίζονται με τη διατήρηση και τη διαχείριση, για την εκκαθάριση, του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων.
β) Για τους σκοπούς της υποπερ. αδ) της περ. α), επιτρέπεται ο υπολογισμός ενός κατ’ αποκοπή ποσού.
4. α) Στην απαίτηση κάλυψης συμβάλλουν τα ακόλουθα στοιχεία καλύμματος:
αα) Τα πρωτογενή στοιχεία ενεργητικού,
αβ) τα στοιχεία ενεργητικού υποκατάστασης,
αγ) τα ρευστά στοιχεία ενεργητικού, που τηρούνται, σύμφωνα με το άρθρο 18 και
αδ) απαιτήσεις για πληρωμή που συνδέονται με συμβάσεις παραγώγων που τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 13.
β) Απαιτήσεις, για τις οποίες έχει λάβει χώρα αθέτηση των υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 178 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και σε κάθε περίπτωση απαιτήσεις που παρουσιάζουν καθυστέρηση άνω των ενενήντα (90) ημέρων δεν συμβάλλουν στην κάλυψη.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, με απόφασή της, να προσδιορίζει τα είδη και τα μέγιστα όρια των στοιχείων ενεργητικού υποκατάστασης που δύνανται να συμπεριλαμβάνονται στην απαίτηση κάλυψης.
5. Για τους σκοπούς της υποπερ. αγ) της περ. α) της παρ. 3 και της υποπερ. αδ) της περ. α) της παρ. 4, η Τράπεζα της Ελλάδος θεσπίζει, με απόφασή της, κανόνες για την αποτίμηση των συμβάσεων παραγώγων.
6. α) Κατά τον υπολογισμό της απαιτούμενης κάλυψης διασφαλίζεται ότι το συνολικό ονομαστικό ποσό για όλα τα στοιχεία καλύμματος υπερβαίνει κατά τουλάχιστον πέντε τοις εκατό (5%) το συνολικό ονομαστικό ποσό των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων («αρχή της ονομαστικής αξίας»).
β) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται το ανωτέρω ποσοστό υπερεξασφάλισης να ορίζεται μεγαλύτερο στην περίπτωση που τα στοιχεία του καλύμματος εμπίπτουν στην υποπερ. αβ) της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 8 και ανάλογα με το είδος αυτών.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, με απόφασή της, να επιτρέπει άλλες αρχές υπολογισμού, υπό την προϋπόθεση να μην έχουν ως αποτέλεσμα υψηλότερο ποσοστό κάλυψης από αυτό που υπολογίστηκε, σύμφωνα με την αρχή της ονομαστικής αξίας.
δ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, θεσπίζει κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό τυχόν πληρωτέων τόκων σε σχέση με ανεξόφλητα καλυμμένα ομόλογα και εισπρακτέων τόκων σε σχέση με στοιχεία καλύμματος, οι οποίοι αντικατοπτρίζουν αρχές χρηστής προληπτικής εποπτείας, σύμφωνα με τα εφαρμοστέα λογιστικά πρότυπα.
7. Κατά παρέκκλιση από την περ. α) της παρ. 6, και σύμφωνα με τα εφαρμοστέα λογιστικά πρότυπα, επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη μελλοντικοί εισπρακτέοι τόκοι επί του κάθε στοιχείου καλύμματος, αφαιρουμένων των μελλοντικών καταβλητέων τόκων επί του αντίστοιχου καλυμμένου ομολόγου, για την αντιστάθμιση τυχόν ελλείψεων στην κάλυψη της υποχρέωσης πληρωμής κεφαλαίου πο7υ συνδέεται με το καλυμμένο ομόλογο, εφόσον υπάρχει στενή αντιστοιχία, όπως ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 523/2014 της Επιτροπής της 12ης Μαρτίου 2014 για συμπλήρωση του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό του τι συνιστά στενή αντιστοιχία μεταξύ της αξίας των καλυμμένων ομολόγων και της αξίας των στοιχείων ενεργητικού ενός πιστωτικού ιδρύματος (L 148), υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Οι πληρωμές που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια ζωής του στοιχείου καλύμματος, οι οποίες είναι απαραίτητες για την κάλυψη της υποχρέωσης πληρωμής, που συνδέεται με το αντίστοιχο καλυμμένο ομόλογο, διαχωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 ή περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος, με τη μορφή των στοιχείων καλύμματος που αναφέρονται στο άρθρο 8, έως ότου καταστούν απαιτητές οι πληρωμές, και
β) η προεξόφληση του στοιχείου καλύμματος είναι δυνατή μόνο με την άσκηση του δικαιώματος παράδοσης, όπως ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 523/2014, ή, στην περίπτωση καλυμμένων ομολόγων που είναι εξοφλητέα στο άρτιο από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα, μέσω της καταβολής, εκ μέρους του δανειολήπτη του στοιχείου καλύμματος, του ονομαστικού ποσού του εξοφλούμενου καλυμμένου ομολόγου.
8. Με την επιφύλαξη της παρ. 9, ο υπολογισμός των στοιχείων καλύμματος και των υποχρεώσεων βασίζεται στην ίδια μέθοδο.
9. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, με απόφασή της, να επιτρέψει διαφορετικές μεθόδους υπολογισμού των στοιχείων κάλυψης από τη μια πλευρά και των υποχρεώσεων από την άλλη, υπό την προϋπόθεση η χρήση των εν λόγω διαφορετικών μεθόδων να μην έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερο ποσοστό κάλυψης από αυτό που υπολογίστηκε χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο για τον υπολογισμό τόσο των στοιχείων κάλυψης, όσο και των υποχρεώσεων.
10. Για τους σκοπούς του παρόντος, η μετατροπή της αξίας των στοιχείων ενεργητικού, που είναι εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα, πραγματοποιείται με βάση τη δημοσιευμένη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συναλλαγματική ισοτιμία.
11. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, δύναται να ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, καθώς και να θεσπίζονται επιπλέον υποχρεώσεις ως προς την εφαρμογή του παρόντος.
Άρθρο 18
Απαίτηση για απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία καλύμματος
(άρθρο 16 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Τα συνολικά στοιχεία καλύμματος περιέχουν, ανά πάσα στιγμή, απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας που αποτελείται από ρευστά στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να καλύψουν την καθαρή εκροή ρευστότητας του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων.
2. Το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία καλύμματος καλύπτει τη μέγιστη σωρευτική καθαρή εκροή ρευστότητας για τις επόμενες εκατόν ογδόντα (180) ημέρες.
3. α) Το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία καλύμματος της παρ. 1 αποτελείται από τις ακόλουθες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού, που διαχωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14:
αα) Στοιχεία ενεργητικού που θεωρούνται στοιχεία ενεργητικού επιπέδου 1, επιπέδου 2Α ή επιπέδου 2Β, σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής της 10ης Οκτωβρίου 2014 για τη συμπλήρωση του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (L 11), τα οποία αποτιμώνται σύμφωνα με τον εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό και δεν έχουν εκδοθεί από το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει το ίδιο τα καλυμμένα ομόλογα, τη μητρική του επιχείρηση, εκτός εάν αυτή είναι οντότητα του δημόσιου τομέα που δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, τη θυγατρική του ή άλλη θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης ή από οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση, με την οποία το πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί στενούς δεσμούς,
αβ) βραχυπρόθεσμα ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στην πρώτη ή στη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας ή βραχυπρόθεσμες καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα που κατατάσσονται στην πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, σύμφωνα με την περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 129 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, με απόφασή της, να περιορίζει τα είδη των ρευστών στοιχείων ενεργητικού που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς των υποπερ. αα) και αβ) της περ. α) της παρούσας.
γ) Οι απαιτήσεις για τις οποίες έχει λάβει χώρα αθέτηση των υποχρεώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 178 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, και σε κάθε περίπτωση απαιτήσεις που παρουσιάζουν καθυστέρηση άνω των ενενήντα (90) ημέρων, δεν συμβάλλουν στο απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία καλύμματος.
4. Στις περιπτώσεις που τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα υπόκεινται σε απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται σε άλλες ενωσιακές νομικές πράξεις και οι οποίες οδηγούν σε επικάλυψη με το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία καλύμματος, οι παρ. 1, 2 και 3 δεν έχουν εφαρμογή για την περίοδο που προβλέπεται στις εν λόγω ενωσιακές νομικές πράξεις, καθώς και μέχρι την ημερομηνία τροποποίησής τους και για όσο διάστημα υφίσταται η επικάλυψη.
5. Ο υπολογισμός του κεφαλαίου για δομές επεκτάσιμης ληκτότητας βασίζεται στην τελική ημερομηνία λήξης σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους του καλυμμένου ομολόγου.
Άρθρο 19
Προϋποθέσεις για δομές επεκτάσιμης ληκτότητας
(άρθρο 17 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα με δομές επεκτάσιμης ληκτότητας, εφόσον πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η ληκτότητα μπορεί να επεκταθεί λόγω αδυναμίας πληρωμής του κεφαλαίου, καθώς και λόγω αντικειμενικών παραγόντων ενεργοποίησης που δύνανται να προσδιορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και όχι κατά τη διακριτική ευχέρεια του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα,
β) τα γεγονότα ενεργοποίησης της επέκτασης της ληκτότητας καθορίζονται στους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις του καλυμμένου ομολόγου,
γ) οι πληροφορίες που παρέχονται σε επενδυτές, σχετικά με τη δομή ληκτότητας, είναι επαρκείς, ώστε οι τελευταίοι να μπορούν να προσδιορίσουν τον κίνδυνο του καλυμμένου ομολόγου, και περιλαμβάνουν λεπτομερή περιγραφή:
γα) των γεγονότων ενεργοποίησης της επέκτασης της ληκτότητας,
γβ) των συνεπειών όσον αφορά στην επέκταση της ληκτότητας σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει τα καλυμμένα ομόλογα βρίσκεται σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης,
γγ) του ρόλου της Τράπεζας της Ελλάδος και, κατά περίπτωση, του ειδικού διαχειριστή όσον αφορά στην επέκταση της ληκτότητας,
δ) η τελική ημερομηνία λήξης του καλυμμένου ομολόγου είναι προσδιορίσιμη ανά πάσα στιγμή,
ε) στην περίπτωση της αφερεγγυότητας ή της εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος, που έχει εκδώσει τα καλυμμένα ομόλογα, οι επεκτάσεις ληκτότητας δεν επηρεάζουν την κατάταξη των επενδυτών σε καλυμμένα ομόλογα, ούτε τροποποιούν την ακολουθία των αρχικών προθεσμιών λήξης του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων,
στ) η επέκταση της ληκτότητας δεν επηρεάζει τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των καλυμμένων ομολόγων όσον αφορά στη διπλή προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 6, και την προστασία έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 7.
2. Σε περιπτώσεις που λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα ενεργοποίησης της επέκτασης της ληκτότητας της παρ. 1, το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει άμεσα την Τράπεζα της Ελλάδος.
Άρθρο 20
Άδεια για προγράμματα καλυμμένων ομολόγων
(άρθρο 19 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Για την έκδοση προγράμματος καλυμμένων ομολόγων λαμβάνεται προηγουμένως άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που αιτούνται την άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος για την έκδοση προγράμματος καλυμμένων ομολόγων, σύμφωνα με τον παρόντα, διαθέτουν τουλάχιστον:
α) Επαρκές πρόγραμμα λειτουργιών που υλοποιούνται για τους σκοπούς πραγματοποίησης της έκδοσης των καλυμμένων ομολόγων,
β) επαρκείς και καταγεγραμμένες πολιτικές, διαδικασίες και μεθόδους για την έγκριση, την τροποποίηση, την ανανέωση και την αναχρηματοδότηση δανείων που περιλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος,
γ) διοικητικά στελέχη και προσωπικό που ασχολούνται με το πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων και που διαθέτουν επαρκή προσόντα και γνώσεις όσον αφορά στην έκδοση και τη διαχείριση του προγράμματος,
δ) επαρκή οργάνωση και μηχανογραφική υποδομή για τη διαχείριση των συνολικών στοιχείων καλύμματος και την παρακολούθησή τους, ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος νόμου και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του,
ε) προκαθορισμένη πολιτική για τον περιορισμό των αναλαμβανόμενων κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς για την παρακολούθηση και διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από την έκδοση των καλυμμένων ομολόγων και την παρακολούθησή τους,
στ) αναλυτική περιγραφή και σαφή καθορισμό των αρμοδιοτήτων και ορίων ευθύνης των εμπλεκόμενων υπηρεσιακών μονάδων και τυχόν Επιτροπών του πιστωτικού ιδρύματος, από όπου προκύπτει ότι υπάρχει διαρκής παρακολούθηση της έκδοσης του προγράμματος.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εξειδικεύει περαιτέρω τις προϋποθέσεις της παρ. 2 και να ορίζει επιπλέον προϋποθέσεις, καθώς και να ορίζει τη διαδικασία και τις προθεσμίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, τα στοιχεία που υποβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα και κάθε άλλο σχετικό με την έκδοση θέμα.
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν εκ των προτέρων την Τράπεζα της Ελλάδος για τροποποιήσεις επί των εγκριθέντων προγραμμάτων, επισημαίνοντας ουσιαστικές αλλαγές που πιθανώς καθιστούν αναγκαία την επαναξιολόγηση των όρων, υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια, και την έγκριση των αλλαγών αυτών από την Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπροσθέτως, τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν την Τράπεζα της Ελλάδος για τις επιμέρους εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων που πραγματοποιούνται εντός του εγκριθέντος προγράμματος.
Άρθρο 21
Εποπτεία των καλυμμένων ομολόγων σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης
(άρθρο 20 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Σε περίπτωση εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος που έχει εκδώσει καλυμμένα ομόλογα, η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται με την αρχή εξυγίανσης, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να επαληθεύεται η συνεχής και χρηστή διαχείριση του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης.
2. α) Σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος που έχει εκδώσει καλυμμένα ομόλογα, απαιτείται ο διορισμός ειδικού διαχειριστή, ο οποίος διασφαλίζει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των επενδυτών στα εν λόγω ομόλογα, μεταξύ άλλων τουλάχιστον μέσω της επαλήθευσης της συνεχούς και χρηστής διαχείρισης του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων για την περίοδο που αυτό κρίνεται αναγκαίο.
β) Ο ειδικός διαχειριστής διορίζεται από τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων. Για τον εν λόγω διορισμό και την παύση του ειδικού διαχειριστή, ζητείται η σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος. Καθήκοντα ειδικού διαχειριστή μπορεί να αναλάβει και ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να διορίσει τον ειδικό διαχειριστή, εάν δεν το πράξει ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων.
3. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του εν λόγω ειδικού διαχειριστή, είναι:
α) Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που συνδέονται με τα καλυμμένα ομόλογα,
β) η διαχείριση και η ρευστοποίηση στοιχείων καλύμματος, συμπεριλαμβανομένης της μεταβίβασής τους, μαζί με τις υποχρεώσεις των καλυμμένων ομολόγων, σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει καλυμμένα ομόλογα,
γ) η διασφάλιση ότι τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεων που συγκαταλέγονται στο νόμιμο ενέχυρο και η ρευστοποίηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε αυτό διατίθενται για την εξόφληση των ομολόγων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων, σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος καλυμμένων ομολόγων,
δ) η διενέργεια των νομικών πράξεων που είναι απαραίτητες για την ορθή διαχείριση των συνολικών στοιχείων καλύμματος, για τη συνεχή παρακολούθηση της κάλυψης των υποχρεώσεων που συνδέονται με τα καλυμμένα ομόλογα, για την κίνηση διαδικασιών για την επαναφορά στοιχείων ενεργητικού στα συνολικά στοιχεία καλύμματος και για τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού που απομένουν στην υπό εκκαθάριση περιουσία του πιστωτικού ιδρύματος που εξέδωσε τα καλυμμένα ομόλογα, μετά την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων των καλυμμένων ομολόγων.
4. Ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του.
5. Για τους σκοπούς της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης, δύναται να λαμβάνει χώρα ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, του ειδικού διαχειριστή, και, σε περίπτωση εξυγίανσης, της αρχής εξυγίανσης.
Άρθρο 22
Υποβολή αναφορών στην Τράπεζα της Ελλάδος
(άρθρο 21 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τακτικές και, κατά περίπτωση, έκτακτες αναφορές με τις πληροφορίες που καθορίζονται στην παρ. 2, σχετικά με τα προγράμματα καλυμμένων ομολόγων.
2. Οι αναφορές της παρ. 1 περιλαμβάνουν πληροφορίες τουλάχιστον ως προς τα ακόλουθα:
α) Την επιλεξιμότητα των στοιχείων ενεργητικού και τις απαιτήσεις των συνολικών στοιχείων καλύμματος, σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως και 13,
β) τον διαχωρισμό των στοιχείων καλύμματος, σύμφωνα με το άρθρο 14,
γ) τη λειτουργία του υπεύθυνου παρακολούθησης των συνολικών στοιχείων καλύμματος, σύμφωνα με το άρθρο 15,
δ) τις απαιτήσεις κάλυψης, σύμφωνα με το άρθρο 17,
ε) το απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία καλύμματος, σύμφωνα με το άρθρο 18,
στ) τις προϋποθέσεις για δομές επεκτάσιμης ληκτότητας, σύμφωνα με το άρθρο 19.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, δύναται να θεσπίζει κανόνες, σχετικά με τη συχνότητα και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την τακτική υποβολή των αναφορών της παρ. 1, να εξειδικεύει τις πληροφορίες της παρ. 2 και να καθορίζει επιπλέον πληροφορίες που υποβάλλονται από τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, με απόφασή της, θεσπίζει κανόνες, σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχονται σε αυτήν, σύμφωνα με την παρ. 2, σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα τίθενται σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης.
Άρθρο 23
Εξουσίες της Τράπεζας της Ελλάδος για τους σκοπούς της εποπτείας των καλυμμένων ομολόγων
(άρθρο 22 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Για την άσκηση των καθηκόντων της, στο πλαίσιο του παρόντος, η Τράπεζα της Ελλάδος διαθέτει τις ακόλουθες εξουσίες εποπτείας, ελέγχων και επιβολής κυρώσεων:
α) Τη χορήγηση ή μη της άδειας για την έκδοση προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων σύμφωνα με το άρθρο 20,
β) την τακτική επισκόπηση των προγραμμάτων καλυμμένων ομολόγων, με σκοπό την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τον παρόντα και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του,
γ) την πραγματοποίηση επιτόπιων και άλλων ελέγχων,
δ) την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 24,
ε) την υιοθέτηση εποπτικών κατευθυντήριων γραμμών, σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και την έκδοση σχετικών αποφάσεων, όπου απαιτείται,
στ) την εξειδίκευση κανόνων και θεμάτων εφαρμογής του παρόντος.
Άρθρο 24
Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα
(άρθρο 23 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών της Τράπεζας της Ελλάδος που αναφέρονται στην ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και της ποινικής νομοθεσίας, η Τράπεζα της Ελλάδος, επιβάλλει, διαζευκτικά ή σωρευτικά, διοικητικές κυρώσεις και διοικητικά μέτρα για παραβάσεις του παρόντος και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων και, ιδίως, στις περιπτώσεις που το πιστωτικό ίδρυμα:
α) Έχει λάβει άδεια για πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων μέσω ψευδών δηλώσεων ή με οποιοδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο,
β) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια για πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων,
γ) έχει εκδώσει καλυμμένα ομόλογα, χωρίς να λάβει άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 20,
δ) δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 6,
ε) δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 7,
στ) έχει εκδώσει καλυμμένα ομόλογα που δεν είναι εξασφαλισμένα, σύμφωνα με το άρθρο 8,
ζ) έχει εκδώσει καλυμμένα ομόλογα, που είναι εξασφαλισμένα με στοιχεία ενεργητικού που βρίσκονται εκτός της Ε.Ε., κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 9,
η) χρησιμοποιεί καλυμμένα ομόλογα, ως στοιχεία καλύμματος σε ενδοομιλική δομή ομαδοποίησης καλυμμένων ομολόγων, κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 10,
θ) δεν πληροί τις προϋποθέσεις για κοινή χρηματοδότηση του άρθρου 11,
ι) δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 12, για τη σύνθεση των συνολικών στοιχείων καλύμματος,
ια) δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 13, σχετικά με τις συμβάσεις παραγώγων, που συμπεριλαμβάνονται στα συνολικά στοιχεία καλύμματος,
ιβ) δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 14, για τον διαχωρισμό των στοιχείων καλύμματος,
ιγ) δεν παρέχει πληροφορίες ή παρέχει ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες, που αποσκοπούν στην πληροφόρηση των επενδυτών, κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 16,
ιδ) επανειλημμένα και συστηματικά δεν διατηρεί απόθεμα ασφάλειας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία καλύμματος, κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 18,
ιε) για καλυμμένα ομόλογα που έχει εκδώσει με δομή επεκτάσιμης ληκτότητας, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 19,
ιστ) δεν υποβάλλει πληροφορίες ή υποβάλλει ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες, κατά παράβαση των απαιτήσεων για την υποβολή αναφορών του άρθρου 22.
2. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 59 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107), οι κυρώσεις και τα μέτρα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και περιλαμβάνουν, ιδίως:
α) Ανάκληση της έγκρισης για το πρόγραμμα καλυμμένων ομολόγων,
β) δημόσια ανακοίνωση, η οποία αναφέρει την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου και τη φύση της παράβασης,
γ) διαταγή προς το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και αποφυγή της επανάληψής της,
δ) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα, ανάλογα με την περίπτωση:
α) Τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης,
β) τον βαθμό ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου, που ευθύνεται για την παράβαση,
γ) την οικονομική επιφάνεια του φυσικού ή νομικού προσώπου, που ευθύνεται για την παράβαση, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τον συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή το ετήσιο εισόδημα του φυσικού προσώπου,
δ) τη σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν, λόγω της παράβασης από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ευθύνεται για την παράβαση, στον βαθμό που τα εν λόγω κέρδη ή ζημίες μπορούν να προσδιοριστούν,
ε) τις ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,
στ) τον βαθμό συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου, που ευθύνεται για την παράβαση με την Τράπεζα της Ελλάδος,
ζ) οποιεσδήποτε προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που ευθύνεται για την παράβαση,
η) τυχόν πραγματικές ή πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.
4. Σε περίπτωση που η παρ. 1 εφαρμόζεται σε νομικά πρόσωπα, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα της παρ. 2 σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα που, βάσει του εθνικού νομικού πλαισίου, φέρουν ευθύνη για την παράβαση, πράξη ή παράλειψη, εφόσον αυτή έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί. Κατά τα λοιπά, ισχύει ο ν. 4261/2014, ιδίως οι παρ. 2 και 4 του άρθρου 62.
5. Πριν την απόφαση για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων σύμφωνα με την παρ. 2, η Τράπεζα της Ελλάδος δίνει στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο τη δυνατότητα ακρόασης. Δύνανται να εφαρμόζονται εξαιρέσεις από το δικαίωμα ακρόασης όταν τα εν λόγω λοιπά διοικητικά μέτρα επιβάλλονται σε περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται, αιτιολογημένα, η ανάληψη επείγουσας δράσης για την πρόληψη σημαντικών ζημιών σε τρίτους ή σημαντικής ζημίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στις περιπτώσεις αυτές, παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά την επιβολή του διοικητικού μέτρου και, εάν κριθεί απαραίτητο, το εν λόγω μέτρο αναθεωρείται.
6. Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων της παρ. 2 αιτιολογείται νομίμως και υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Άρθρο 25
Δημοσίευση διοικητικών κυρώσεων και λοιπών διοικητικών μέτρων
(άρθρο 24 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα δημοσιοποιούνται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον επίσημο ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. Η δημοσιοποίηση της παρ. 1 περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τη δημοσίευση οποιασδήποτε κύρωσης για την παράβαση του παρόντος, κατά της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως είτε η ασκηθείσα αίτηση έχει απορριφθεί, σύμφωνα με τα παραπάνω.
3. α) Οι ανωτέρω δημοσιοποιήσεις περιλαμβάνουν πληροφορίες, σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης, καθώς και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου, στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο.
β) Με την επιφύλαξη της παρ. 4, οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιοποιούνται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά την ενημέρωση του αποδέκτη, σχετικά με την εν λόγω κύρωση ή το μέτρο, καθώς και σχετικά με τη δημοσιοποίηση της απόφασης περί επιβολής της κύρωσης ή του μέτρου, στον επίσημο ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
4. Σε περίπτωση δημοσιοποίησης απόφασης με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις ή άλλα μέτρα εναντίον των οποίων εκκρεμεί αίτηση ακυρώσεως, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί επίσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον επίσημο ιστότοπό της, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της αίτησης ακυρώσεως και την έκβασή της.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί την απόφαση με την οποία επιβάλλονται οι κυρώσεις ή τα μέτρα σε ανωνυμοποιημένη βάση και κατά τρόπο σύμφωνο με τη νομοθεσία, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Όταν η κύρωση ή το μέτρο επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη,
β) όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη ποινική έρευνα,
γ) όταν η δημοσιοποίηση θα προξενούσε, στον βαθμό που είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αυτό, δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα πιστωτικά ιδρύματα ή φυσικά πρόσωπα.
6. Στην περίπτωση που η απόφαση με την οποία επιβάλλεται κύρωση ή μέτρο δημοσιοποιείται σε ανωνυμοποιημένη βάση, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αναβάλει τη δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων.
7. Σε περίπτωση που υπάρχει αμετάκλητη δικαστική απόφαση που ακυρώνει απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποιεί το γεγονός αυτό.
8. α) Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούνται, σύμφωνα με τις παρ. 2 έως και 6 παραμένουν στον επίσημο ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος για πέντε (5) έτη.
β) Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσιοποίηση παραμένουν στον ανωτέρω επίσημο ιστότοπο μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
9. Με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 61 του ν. 4261/2014 (Α΄107), η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, σχετικά με οποιεσδήποτε επιβαλλόμενες διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων, όποτε συντρέχει περίπτωση, τυχόν αιτήσεων ακυρώσεως αυτών, καθώς και της έκβασής τους.
Άρθρο 26
Υποχρεώσεις συνεργασίας
(άρθρο 25 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται στενά με την αρμόδια αρχή εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και με την αρχή εξυγίανσης, σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα που έχει εκδώσει τα καλυμμένα ομόλογα έχει τεθεί σε καθεστώς εξυγίανσης.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον αντιληφθεί ότι κάποιου είδους πληροφόρηση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την αξιολόγηση της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων σε άλλα κράτη μέλη, γνωστοποιεί με δική της πρωτοβουλία αυτή την πληροφόρηση προς τις αρμόδιες αρχές που έχουν οριστεί σε αυτά τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 18 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 .
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών για τους σκοπούς του παρόντος.
Άρθρο 27
Σήμανση
(άρθρο 27 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα μπορούν να κάνουν χρήση του σήματος «Ευρωπαϊκό Καλυμμένο Ομόλογο» και της επίσημης μετάφρασής του σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ε.Ε. μόνο για καλυμμένα ομόλογα, που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον παρόντα.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα μπορούν να κάνουν χρήση του σήματος «Ευρωπαϊκό Καλυμμένο Ομόλογο (Ανωτέρας Ποιότητας)» και της επίσημης μετάφρασής του στις επίσημες γλώσσες της Ε.Ε. μόνο για καλυμμένα ομόλογα που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος και τις απαιτήσεις του άρθρου 129 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2019/2160.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο της έκδοσης των καλυμμένων ομολόγων, εάν πληρούν τις προϋποθέσεις για τη χρήση του σήματος της παρ. 1 ή της παρ. 2 και εάν προτίθενται να κάνουν χρήση του αντίστοιχου σήματος.
4. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, δύναται να ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 28
Απαιτήσεις δημοσίευσης
(άρθρο 26 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιεύει στον επίσημο ιστότοπο της:
α) Τα κείμενα της εθνικής νομοθεσίας και των αποφάσεων που έχει εκδώσει που αφορούν σε ειδικότερες απαιτήσεις και κανόνες, ως προς την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος, σε σχέση με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων,
β) τον κατάλογο των πιστωτικών ιδρυμάτων, που μπορούν να εκδίδουν καλυμμένα ομόλογα,
γ) κατάλογο των καλυμμένων ομολόγων, που πληρούν τις προδιαγραφές, ώστε να χρησιμοποιούν το σήμα «Ευρωπαϊκό Καλυμμένο Ομόλογο», και κατάλογο των καλυμμένων ομολόγων που πληρούν τις προδιαγραφές, ώστε να χρησιμοποιούν το σήμα «Ευρωπαϊκό Καλυμμένο Ομόλογο (Ανωτέρας Ποιότητας)».
2. Οι πληροφορίες της παρ. 1 επικαιροποιούνται, ώστε να λαμβάνονται υπόψη αλλαγές.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σε ετήσια βάση τον κατάλογο των πιστωτικών ιδρυμάτων, που αναφέρεται στην περ. β) της παρ. 1 και τους καταλόγους καλυμμένων ομολόγων, που αναφέρονται στην περ. γ) της παρ. 1.
Άρθρο 29
Επενδυτικά όρια του ΟΣΕΚΑ – Αντικατάσταση άρθρου 61 ν. 4099/2012
(άρθρο 28 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
Η περ. β) της παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 4099/2012 (Α’ 250) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, επιτρέπεται η τοποθέτηση μέχρι είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του καθαρού ενεργητικού του Ο.Σ.Ε.Κ.Α. σε ομολογίες που εκδίδονται πριν από τις 8.7.2022 και πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρούσα περίπτωση, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής τους, ή σε περίπτωση που οι ομολογίες εμπίπτουν στον ορισμό των καλυμμένων ομολόγων του παρόντος.
Οι επενδύσεις του Ο.Σ.Ε.Κ.Α. σε ομολογίες της παρούσας που ανά εκδότη είναι άνω του πέντε τοις εκατό (5%) δεν επιτρέπεται, αθροιζόμενες, να υπερβαίνουν το ογδόντα τοις εκατό (80%) του καθαρού ενεργητικού του Ο.Σ.Ε.Κ.Α., τηρουμένου του ορίου του 25% ανά εκδότη.»
Άρθρο 30
Ορισμοί – Τροποποίηση άρθρου 2 ν. 4335/2015
(άρθρο 29 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
Η περ. 48 της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 αντικαθίσταται ως εξής:
«48) «καλυμμένο ομόλογο»: καλυμμένο ομόλογο όπως ορίζεται στον παρόντα ή, όσον αφορά σε μέσο που εκδίδεται πριν από τις 8.7.2022, ομόλογο όπως αναφέρεται στην περ. β της παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 4099/2012 (Α’ 250), όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής του,»
Άρθρο 31
Μεταβατικά μέτρα
(άρθρο 30 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Τα καλυμμένα ομόλογα που έχουν εκδοθεί πριν από τις 8.7.2022 και πληρούν τις απαιτήσεις της περ. β) της παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής τους, δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις των άρθρων 7 έως και 14 και 17 έως και 20 του παρόντος, μπορούν όμως να συνεχίσουν να αναφέρονται ως καλυμμένα ομόλογα, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο έως τη λήξη τους.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί τη συμμόρφωση των καλυμμένων ομολόγων που αναφέρονται στην παρ. 1, με τις απαιτήσεις του άρθρου 152 του ν. 4261/2014 (Α΄107), όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής τους, καθώς και με τις απαιτήσεις του παρόντος, εφόσον εφαρμόζονται σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος.
3. Η πρόβλεψη της παρ. 1 εφαρμόζεται και σε συνεχείς εκδόσεις καλυμμένων ομολόγων για τις οποίες το άνοιγμα του κωδικού ISIN (International Securities Identification Number) πραγματοποιήθηκε πριν από τις 8.7.2022 και για έως και είκοσι τέσσερις (24) μήνες μετά από αυτή την ημερομηνία, υπό την προϋπόθεση ότι οι εκδόσεις αυτές συμμορφώνονται με όλεςτις ακόλουθες απαιτήσεις:
α) Η ημερομηνία λήξης του καλυμμένου ομολόγου είναι πριν από τις 8.7.2027,
β) το συνολικό μέγεθος έκδοσης των συνεχών εκδόσεων που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 8.7.2022 δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του συνολικού μεγέθους έκδοσης των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων κατά την ημερομηνία αυτή,
γ) το συνολικό μέγεθος έκδοσης του καλυμμένου ομολόγου στη λήξη δεν υπερβαίνει τα έξι δισεκατομμύρια (6.000.000.000) ευρώ,
δ) τα στοιχεία εξασφάλισης βρίσκονται στην Ελλάδα.
Άρθρο 32
Επανεξέταση και εκθέσεις
(άρθρο 31 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162)
1. Έως τις 8.7.2024, το Υπουργείο Οικονομικών υποβάλλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τα παρακάτω θέματα:
α) Τις εξελίξεις όσον αφορά στον αριθμό των αδειών έκδοσης καλυμμένων ομολόγων,
β) τις εξελίξεις όσον αφορά στον αριθμό των καλυμμένων ομολόγων που εκδίδονται, σύμφωνα με τον παρόντα και το άρθρο 129 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013,
γ) τις εξελίξεις όσον αφορά στα στοιχεία ενεργητικού που δίνονται ως εξασφάλιση της έκδοσης καλυμμένων ομολόγων,
δ) τις εξελίξεις όσον αφορά στο επίπεδο υπερεξασφάλισης,
ε) τις διασυνοριακές επενδύσεις σε καλυμμένα ομόλογα, περιλαμβανομένων των εισερχόμενων επενδύσεων από τρίτες χώρες και των εξερχόμενων επενδύσεων προς τρίτες χώρες,
στ) τις εξελίξεις όσον αφορά στην έκδοση καλυμμένων ομολόγων με δομές επεκτάσιμης ληκτότητας,
ζ) τις εξελίξεις όσον αφορά στους κινδύνους και τα οφέλη της χρήσης των ανοιγμάτων, όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 129 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013,
η) τη λειτουργία της αγοράς καλυμμένων ομολόγων.
Άρθρο 33
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, καταργείται το άρθρο 152 του ν. 4261/2014 (Α΄107), περί καλυμμένων ομολογιών, και οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό νοείται ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος.