Στο άρθρο 16Γ του ν. 3864/2010 (Α’ 119), το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 3, καθώς και το πρώτο, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 προσαρμόζονται στην αντικατάσταση των δύο οργάνων διοίκησης του Ταμείου από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, κατά τρόπον ώστε να καταλαμβάνονται τόσο τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής, όσο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, και οι παρ. 3 και 4 διαμορφώνονται ως εξής:
«3. Κατά τους επόμενους έξι μήνες από την αποχώρησή τους ή την καθ’ οιονδήποτε λόγο λήξη της θητείας τους, τα μέλη των εκάστοτε οργάνων διοίκησης του Ταμείου (δηλαδή, ή του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής ή του Διοικητικού Συμβουλίου, αναλόγως): (α) δεν μπορούν να απασχοληθούν σε πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή σε νομικά πρόσωπα που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τα συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα και (β) υποχρεούνται να μην συμμετέχουν και να μην παρέχουν υπηρεσίες, είτε ατομικά είτε μέσω παρένθετου προσώπου, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει συναλλαγεί με το Ταμείο με αντικείμενο που εμπίπτει στον βασικό σκοπό και τις λειτουργίες του Ταμείου, όταν το ποσό που έχουν λάβει τα ανωτέρω φυσικά ή νομικά πρόσωπα από το Ταμείο κατά τους τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν τη λήξη της θητείας ή την αποχώρησή τους από το Ταμείο δεν ξεπερνά το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Οι απαγορεύσεις των περ. (α) και (β) ισχύουν και για το προσωπικό του Ταμείου για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών από το την ημέρα λήξης των συμβάσεών τους.
4. Οι αποφάσεις των εκάστοτε οργάνων διοίκησης του Ταμείου (δηλαδή, ή του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής ή του Διοικητικού Συμβουλίου, αναλόγως), εφόσον λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και κατ’ εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας, θεωρούνται σύμφωνες με τους σκοπούς του Ταμείου, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2 και με τους κανόνες χρηστής διαχείρισης της περιουσίας του. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το προσωπικό του Ταμείου δεν έχουν αστική ευθύνη έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο για βαρεία αμέλεια και δόλο. Η διάταξη αυτή δεν απαλλάσσει τους ανωτέρω από τυχόν ευθύνη τους έναντι του Ταμείου. Εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο έχει σχηματίσει ισχυρή άποψη, ότι οποιοδήποτε μέλος των οργάνων διοίκησης του Ταμείου έχει εκτελέσει καλόπιστα τα καθήκοντά του στο πλαίσιο του σκοπού του Ταμείου, τότε το Ταμείο μπορεί να καλύψει τη χρηματική δαπάνη για οποιεσδήποτε νομικές ενέργειες και δικαστικά έξοδα, στα οποία υποχρεώθηκε το μέλος αυτό λόγω νομικών ενεργειών εναντίον του, και να του καταβάλει τα σχετικά ποσά. Στην περίπτωση που δυνάμει οριστικής απόφασης, το μέλος αυτό καταδικασθεί από αστικό ή ποινικό δικαστήριο κάθε βαθμού, τότε το Ταμείο αναζητεί και λαμβάνει από το μέλος αυτό τις χρηματικές καταβολές της προηγούμενης παραγράφου.»