Στο άρθρο 8 του ν. 3864/2010 (Α΄119), α) στην παρ. 1, στο πρώτο εδάφιο γίνεται προσαρμογή στην αντικατάσταση των δύο οργάνων διοίκησης του Ταμείου από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου και γίνεται ρητή αναφορά στη στρατηγική αποεπένδυσης του Ταμείου, στο δεύτερο εδάφιο διαγράφεται η αναφορά σε προθεσμία που έχει παρέλθει και διαγράφονται τα πέντε τελευταία εδάφια, β) προστίθενται νέες παρ. 1α, 1β, 1γ και 1δ με τις οποίες ορίζεται η διαδικασία της διάθεσης των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων πιστωτικών ιδρυμάτων που κατέχει το Ταμείο, γ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 γίνεται προσαρμογή στην αντικατάσταση των δύο οργάνων διοίκησης του Ταμείου από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου και εξειδικεύονται οι προβλεπόμενες εκθέσεις αποτιμήσεις, δ) στην περ. α) της παρ. 8 γίνεται προσαρμογή στην αντικατάσταση των δύο οργάνων διοίκησης του Ταμείου από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου και οι παρ. 1, 1α, 1β, 1γ, 1δ, 4 και 8 διαμορφώνονται ως εξής:
«1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία διάθεσης («στρατηγική αποεπένδυσης») του συνόλου ή μέρους των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων πιστωτικού ιδρύματος που κατέχει το Ταμείο, λαμβάνοντας υπόψη τα οριζόμενα στις παρ. 3 και 4. Η διάθεση μπορεί να γίνεται τμηματικά ή άπαξ, κατά την κρίση του Ταμείου και σε συμμόρφωση με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Η διάθεση των μετοχών δεν δύναται να γίνει προς επιχείρηση, η οποία ανήκει άμεσα ή έμμεσα στο κράτος σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
1α.To Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου συντάσσει αιτιολογημένη στρατηγική αποεπένδυσης, η οποία περιλαμβάνει το γενικό πρόγραμμα διάθεσης των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία κατέχει το Ταμείο, καθώς και ειδικότερες κατευθύνσεις ανά πιστωτικό ίδρυμα, για τις οποίες λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της συμμετοχής του Ταμείου σε αυτό. Η στρατηγική αποεπένδυσης τηρεί τις αρχές του ανταγωνισμού και διέπεται, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, από τις ακόλουθες αρχές,: (α) την οικονομική και λειτουργική βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος, (β) τις συνθήκες της αγοράς, τις μακροοικονομικές συνθήκες, και τις συνθήκες που διέπουν τον κλάδο των πιστωτικών ιδρυμάτων, (γ) τις ευλόγως αναμενόμενες συνέπειες της στρατηγικής αποεπένδυσης για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την αγορά και την ευρύτερη οικονομία της χώρας, (δ) τον σεβασμό στην αρχή της διαφανούς δράσης, (ε) την αναγκαιότητα κατάρτισης χρονοδιαγράμματος υλοποίησης της στρατηγικής αποεπένδυσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια του Ταμείου, (στ) την ανάγκη διάθεσης σε εύλογο και έγκαιρο χρονικό διάστημα, (ζ) την ανάγκη επιστροφής του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα σε καθαρά ιδιωτική μετοχική σύνθεση. Η στρατηγική αποεπένδυσης περιλαμβάνει προβλέψεις, ενδεικτικά, για τα ακόλουθα: (α) τις ενδεδειγμένες ανταγωνιστικές διαδικασίες προσφορών και τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε αυτές, (β) τις απαιτήσεις διαφάνειας και συμμόρφωσης με την νομοθεσία της κεφαλαιαγοράς, και (γ) τις πιθανές μεθοδολογίες διάθεσης.
1β.Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου δύναται να διαβουλεύεται επί θεμάτων που σχετίζονται με τη στρατηγική αποεπένδυσης με θεσμικούς φορείς που κρίνει κατάλληλους, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας την τήρηση της εμπιστευτικότητας της πληροφορίας. Προκειμένου να λάβει την απόφαση θέσπισης της στρατηγικής αποεπένδυσης, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου αναθέτει τη σύνταξη εκθέσεως σε ανεξάρτητο χρηματοοικονομικό σύμβουλο, ο οποίος διαθέτει διεθνώς αναγνωρισμένο κύρος και πείρα σε αντίστοιχα θέματα («σύμβουλος στρατηγικής αποεπένδυσης»). Η ιδιότητα του συμβούλου στρατηγικής αποεπένδυσης είναι ασυμβίβαστη και συνιστά κώλυμα για την απόκτηση της ιδιότητας συμβούλου διάθεσης της παρ. 1α. Η στρατηγική αποεπένδυσης, κατά την παρ. 1α, λαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο δύναται να ζητά προηγουμένως γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος. H στρατηγική αποεπένδυσης διατηρείται επικαιροποιημένη. Το Υπουργείο Οικονομικών κοινοποιεί στο Ταμείο σε τετραμηνιαία βάση, μετά τη λήψη της εκθέσεως της περ. (ζ) της παρ. 10 του άρθρου 4 και σε κάθε άλλη περίπτωση που κριθεί αυτό αναγκαίο, τις απόψεις του για τη στρατηγική αποεπένδυσης και την υλοποίησή της από το Ταμείο. Το Ταμείο υποχρεούται να ενημερώνει εγγράφως, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών, το Υπουργείο για τις τυχόν επιφυλάξεις του ως προς τις ανωτέρω απόψεις.
1γ. Προκειμένου να λάβει την απόφαση περί διάθεσης, το Ταμείο λαμβάνει έκθεση από έναν ανεξάρτητο χρηματοοικονομικό σύμβουλο, ο οποίος διαθέτει διεθνώς αναγνωρισμένο κύρος και πείρα σε αντίστοιχες συναλλαγές («σύμβουλος διάθεσης»). Η έκθεση εκπονείται εν όψει σχεδιαζόμενης διάθεσης για συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον την εισήγηση του συμβούλου διάθεσης προς το Ταμείο για τα ακόλουθα: (α) πρόταση συγκεκριμένης συναλλαγής διάθεσης σύμφωνα με τη στρατηγική αποεπένδυσης, (β) αποτύπωση και αξιολόγηση των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, (γ) αιτιολογημένη πρόταση της πλέον ενδεδειγμένης δομής της συναλλαγής. Η έκθεση συνοδεύεται από χρονοδιάγραμμα αναφοράς για τη διάθεση των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων. Στην έκθεση αιτιολογούνται επαρκώς οι προϋποθέσεις και ο τρόπος διάθεσης των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που κατέχει το Ταμείο, καθώς και οι απαραίτητες ενέργειες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας και την τήρηση του χρονοδιαγράμματος. Ο σύμβουλος διάθεσης παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη στο Ταμείο και μετά την υποβολή της εκθέσεώς του, καθώς και σε όλα τα στάδια υλοποίησης της συναλλαγής. Η διάθεση της συμμετοχής του Ταμείου σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τρόπο που να συνάδει με τoυς σκοπούς του Ταμείου, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 2. Το γεγονός ότι η τιμή διάθεσης των μετοχών που κατέχει το Ταμείο ενδέχεται ή προβλέπεται να υπολείπεται της τρέχουσας χρηματιστηριακής ή της πιο πρόσφατης τιμής κτήσης από το Ταμείο δεν συνιστά ικανή συνθήκη για τη μετάθεση της υιοθέτησης ή υλοποίησης της στρατηγικής διάθεσης από το Ταμείο, τηρουμένων πάντως και των λοιπών προβλέψεων του παρόντος.
1δ. Για την επιλογή του συμβούλου διάθεσης, το Υπουργείο Οικονομικών παρέχει τη γνώμη του προς το Ταμείο επί τη βάσει καταλόγου τουλάχιστον τριών (3) υποψηφίων συμβούλων, τον οποίο του υποβάλλει το Ταμείο. Το Ταμείο διασφαλίζει, λαμβάνοντας κάθε εύλογο μέτρο, την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ του συμβούλου και του Ταμείου. Ο σύμβουλος διάθεσης συνάπτει σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες ευθύνης για την περίπτωση μη εκτελέσεως ή ελλιπούς εκτελέσεως του συμβουλευτικού έργου του. Για διάστημα ενός (1) έτους από τη λήξη της ως άνω σύμβασης ο σύμβουλος διάθεσης δεν δύναται να παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο ή φορέα για οποιοδήποτε ζήτημα που σχετίζεται με το περιεχόμενο της στρατηγικής αποεπένδυσης.
4. Η τιμή διάθεσης των μετοχών από το Ταμείο στις περιπτώσεις της παρ. 2 και η ελάχιστη τιμή κάλυψης των μετοχών από τους ιδιώτες επενδυτές στις περιπτώσεις της παρ. 3, ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, με βάση την έκθεση αποτίμησης που υποβάλλει στο Ταμείο ο σύμβουλος διάθεσης στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς του για την παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στο Ταμείο σε όλα τα στάδια υλοποίησης της συναλλαγής, καθώς και μία ακόμη έκθεση αποτίμησης από ανεξάρτητο χρηματοοικονομικό σύμβουλο με κύρος και εμπειρία σε σχετικά θέματα και ειδικά στην αποτίμηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και σύμφωνα με την έκθεση της παρ. 1α. Η τιμή διάθεσης ή η τιμή κτήσης που καθορίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο μπορεί να είναι χαμηλότερη από την πιο πρόσφατη τιμή κτήσης των μετοχών από το Ταμείο ή την τρέχουσα χρηματιστηριακή τιμή, εφόσον είναι σύμφωνες με τον σκοπό του Ταμείου και την έκθεση της παρ. 1α και εξ αυτού του λόγου συνιστούν επιμελή διαχείριση της περιουσίας του, του Ταμείου υπαγομένου κατά τα λοιπά στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 405 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95). Στην περίπτωση πώλησης πακέτων μετοχών από το Ταμείο, ο Υπουργός Οικονομικών λαμβάνει τις σχετικές εκθέσεις και αποτιμήσεις και έχει δικαίωμα αρνησικυρίας, αν η προτεινόμενη τιμή διάθεσης βρίσκεται εκτός του εύρους των αποτιμήσεων αυτών. Οι διατάξεις της παρούσας και της παρ. 5 εφαρμόζονται και στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του ν. 4548/2018 (Α’ 104).
8. Κατά την εφαρμογή της παρ. 7:
α) Η συμμετοχή του Ταμείου πραγματοποιείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται μετά από έκθεση δύο ανεξάρτητων χρηματοοικονομικών συμβούλων, οι οποίοι επιβεβαιώνουν ότι η σκοπούμενη συμμετοχή στην έκδοση νέων μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας συμβάλλει στη διατήρηση, προστασία ή βελτίωση της αξίας της υφιστάμενης συμμετοχής του Ταμείου στο κεφάλαιο του εκδότη ή των προοπτικών αποεπένδυσης από αυτή, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά και των προοπτικών του επιχειρησιακού σχεδίου του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης του πιστωτικού ιδρύματος για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ή για έκδοση άλλων τίτλων ιδιοκτησίας.
β) Η εγγραφή, κάλυψη και ανάληψη των μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας από το Ταμείο γίνεται σε τιμή κτήσεως όχι υψηλότερη και υπό όρους όχι επαχθέστερους απ’ ό,τι ισχύει για τους λοιπούς μετόχους του εκδότη, χωρίς να επηρεάζονται υφιστάμενα δικαιώματα του Ταμείου που απορρέουν από τις συμφωνίες-πλαίσιο της παρ. 4 του άρθρου 6.
γ) Η χρηματοδότηση της κάλυψης και ανάληψης των νέων μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας γίνεται αποκλειστικά από διαθέσιμα του Ταμείου ή από επανεπένδυση ποσών που προέκυψαν μετά από προηγούμενη διάθεση στοιχείων ενεργητικού.
δ) Οι νέες μετοχές ή άλλοι τίτλοι ιδιοκτησίας, που αποκτώνται με τη διαδικασία της παρούσας, παρέχουν στο Ταμείο πλήρη μετοχικά ή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου, αλλά δεν παρέχουν τα ειδικά δικαιώματα του άρθρου 10, ούτε προσμετρώνται για την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 16Γ και τον προσδιορισμό της διάρκειας και των λοιπών όρων των αντίστοιχων συμφωνιών-πλαίσιο, που προβλέπονται στην παρ. 4 του άρθρου 6. Σε περίπτωση μερικής εκποιήσεως της συμμετοχής του Ταμείου, οι κοινές μετοχές ή άλλοι τίτλοι ιδιοκτησίας που αποκτήθηκαν με τη διαδικασία της παρούσας, λογίζεται ότι εκποιούνται πρώτες μεταξύ των τίτλων ιδιοκτησίας της ίδιας κατηγορίας (κατά την αρχή «οι τελευταίες κατά σειρά κτήσεως, πρώτες κατά την εκποίηση»/“last in, first out”), έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ειδικά δικαιώματα του Ταμείου, που προβλέπονται στο άρθρο 10, διατηρούνται στο ακέραιο για όσο χρόνο αυτό διατηρεί συμμετοχή στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα.».