1. Στην παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2882/2001 (Α΄ 17), α) στο δεύτερο εδάφιο, αα) στην περ. α΄ η φράση «εάν η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου» αντικαθίσταται από τη φράση «εάν η δαπάνη της απαλλοτρίωσης βαρύνει τις πιστώσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού», αβ) στην περ. β΄ η φράση «με απόφαση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση» αντικαθίσταται από τη φράση «σε κάθε άλλη περίπτωση, με απόφαση του υπέρ ού η απαλλοτρίωση, ως εκ του σκοπού αρμόδιου φορέα», β) στο τρίτο εδάφιο επέρχεται διόρθωση παροράματος, γ) προστίθεται νέο δέκατο εδάφιο και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Η κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ολική ή μερική ανάκληση της απαλλοτρίωσης, γίνεται με απόφαση της Αρχής η οποία την έχει κηρύξει και με την διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 1, ύστερα από καταβολή, στο δημόσιο ή άλλο πρόσωπο που βαρύνεται με την δαπάνη της απαλλοτρίωσης, αποζημίωσης ίσης με την αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο προσδιορισμού αυτής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην παράγραφο 4.
Ο καθορισμός της καταβλητέας αποζημίωσης γίνεται: α) με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εάν η δαπάνη της απαλλοτρίωσης βαρύνει τις πιστώσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού και β) σε κάθε άλλη περίπτωση με απόφαση του υπέρ ού η απαλλοτρίωση, ως εκ του σκοπού αρμόδιου φορέα.
Για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης του ακινήτου, γνωμοδοτεί η Επιτροπή της παραγράφου 1 του άρθρου 15, ή Ανεξάρτητος Πιστοποιημένος Εκτιμητής κατά την κρίση του αρμόδιου φορέα, εντός δύο μηνών από τη διαβίβαση του σχετικού φακέλου. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο καθορισμού της, παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, καθώς και οι δυνατότητες προσόδου του ακινήτου. Η εκτιμώμενη αξία του ακινήτου δεν μπορεί να είναι μικρότερη της αντικειμενικής του αξίας.
Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το ύψος της επιστρεπτέας αποζημίωσης, ο οριστικός καθορισμός της γίνεται κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερομένου στα αρμόδια δικαστήρια κατά τα άρθρα 18 έως 25 του παρόντος, η οποία ασκείται εντός εξήντα (60) ημερών, από της κοινοποιήσεως της απόφασης καθορισμού της. Στην περίπτωση αυτή, ο αρμόδιος δικαστής προσδιορίζει δικάσιμο προς συζήτηση της αίτησης σε χρόνο όχι βραχύτερο από τριάντα (30) ημέρες και όχι μακρότερο από εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεση της και συγχρόνως διατάσσει να επιδοθεί η αίτηση με την πράξη προσδιορισμού δικασίμου, με επιμέλεια του αιτούντος και τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από την δικάσιμο, σε κάθε ενδιαφερόμενο. Κατά τα λοιπά ισχύουν, αναλογικώς εφαρμοζόμενα, οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19.
Εάν ο καθ` ου η απαλλοτρίωση δεν έχει εισπράξει την αποζημίωση που έχει παρακατατεθεί, ως επιστρεπτέο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ποσό καθορίζεται μόνο το ποσό της αποζημίωσης που έχει παρακατατεθεί, χωρίς αναπροσαρμογή.
Η Επιτροπή του άρθρου 15 είναι αρμόδια για τον καθορισμό του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης ύστερα από αίτηση του αρμόδιου από τον σκοπό της απαλλοτρίωσης φορέα.
Επίσης, εάν ο καθ` ου η απαλλοτρίωση δεν έχει εισπράξει την αποζημίωση για την οποία έχει εκδοθεί χρηματικό ένταλμα πληρωμής κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7, ως επιστρεπτέο ποσό καθορίζεται μόνο το ποσό της αποζημίωσης του οποίου έχει ενταλθεί η πληρωμή, χωρίς αναπροσαρμογή.»
2. Στην παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 2882/2001, α) στο τρίτο εδάφιο μετά τη λέξη «Το υπόλοιπο» προστίθεται η λέξη «ποσοστό», β) στο τέταρτο εδάφιο βα) πριν τη λέξη «δικαιούχο» προστίθεται η φράση «στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση», ββ) πριν τη λέξη «κατάθεση» προστίθεται η λέξη «εμπρόθεσμη» και βγ) μετά τη φράση «επιστρεπτέας αποζημίωσης», προστίθεται η φράση «οπότε εκδίδεται απόφαση ανάκλησης από την αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή», γ) στο πέμπτο εδάφιο προστίθεται ότι «η ανάκληση θεωρείται αυτοδικαίως ματαιωθείσα και τα ποσά που κατέβαλε ο αιτών την ανάκληση θεωρούνται επιστρεπτέα, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα», δ) στο έκτο εδάφιο δα) πριν τη λέξη «απαλλοτρίωσης» προστίθεται η λέξη «συντελεσμένης», δβ) η λέξη «έκδοση» αντικαθίσταται από τη λέξη «κοινοποίηση», δγ) η φράση «με την οποία κηρύσσεται ματαιωθείσα η ανάκληση» αντικαθίσταται από τη φράση «καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Η ανάκληση της απαλλοτρίωσης θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί με την εφάπαξ παρακατάθεση ποσού ίσου με το 30% της αξίας του ακινήτου που έχει καθορισθεί αρμοδίως, κατά την προηγούμενη παράγραφο στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων με δικαιούχο το φορέα υπέρ του οποίου έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση. Το ως άνω ποσοστό παρακατατίθεται εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης καθορισμού της αξίας του ακινήτου από την αρμόδια για την ανάκληση της απαλλοτρίωσης αρχή. Το υπόλοιπο ποσοστό της επιστρεπτέας αποζημίωσης παρακατατίθεται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε τέσσερις τριμηνιαίες δόσεις. Τα ως άνω ποσά αποδίδονται εκ μέρους του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση δικαιούχο μετά την εμπρόθεσμη κατάθεση του συνόλου της επιστρεπτέας αποζημίωσης, οπότε εκδίδεται απόφαση ανάκλησης από την αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή. Αν οι δόσεις δεν παρακατατεθούν εντός του προβλεπόμενου χρόνου, η ανάκληση θεωρείται αυτοδικαίως ματαιωθείσα και τα ποσά που κατέβαλε ο αιτών την ανάκληση θεωρούνται επιστρεπτέα, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Νέα αίτηση για ανάκληση της συντελεσμένης απαλλοτρίωσης δεν δύναται να κατατεθεί πριν την παρέλευση πενταετίας από την κοινοποίηση της απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης.»