- Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών - http://www.opengov.gr/minfin -

ΜΕΡΟΣ Β΄ Αξιολόγηση της έναντι του Δημοσίου φερεγγυότητας και πιστοληπτικής ικανότητας φυσικών και νομικών προσώπων – Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης (άρθρα 46-108)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΚΟΠΟΣ-ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Άρθρο 46
Σκοπός
1. Σκοπός του παρόντος είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος της ασύμμετρης πληροφόρησης μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα και ιδιωτικών φορέων για την πιστοληπτική ικανότητα φυσικών και νομικών προσώπων μέσω της πιστοληπτικής βαθμολόγησής τους (credit scoring) σε σχέση με οφειλές τους προς το Δημόσιο. Ο απώτερος στόχος είναι η αποτροπή της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων και ληξιπρόθεσμων οφειλών προς δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και η πρόληψη της υπερχρέωσης των φυσικών και νομικών προσώπων.
2. Για τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας του παρόντος χρησιμοποιούνται ως βασικοί δείκτες, σε βάθος τριετίας από την έναρξη λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης, σύμφωνα με το άρθρο 107 παρ. 12, αφενός ο αριθμός των πιστοληπτικών βαθμολογήσεων ανά έτος και αφετέρου το ποσοστό των επ’ αυτών ενστάσεων ανά έτος. Ως ποσοτικοί στόχοι για τους παραπάνω δείκτες τίθενται η αύξηση κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) ετησίως του αριθμού των πιστοληπτικών βαθμολογήσεων και η αντίστοιχη μείωση κατά ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) ετησίως των ενστάσεων.

Άρθρο 47
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος είναι η εισαγωγή των κανόνων που διέπουν την παραγωγή και χορήγηση πιστοληπτικής βαθμολόγησης των φυσικών και νομικών προσώπων μέσω ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος και η σύσταση ανεξάρτητης αρχής χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Πιστοληπτικής Αξιολόγησης», μέσω του καθορισμού των αρμοδιοτήτων, της διάρθρωσης και της στελέχωσής της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Άρθρο 48
Ορισμοί
Για την εφαρμογή του παρόντος ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) «Αρχή»: η Ανεξάρτητη Αρχή Πιστοληπτικής Αξιολόγησης.
β) «Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς»: οι πληροφορίες για τις ληξιπρόθεσμες, μη ληξιπρόθεσμες και εξοφλημένες οφειλές φυσικών και νομικών προσώπων προς φορείς του δημοσίου τομέα, καθώς και οι πληροφορίες του άρθρου 51.
γ) «Δημόσιος τομέας»: το σύνολο των φορέων που προβλέπονται στο άρθρο 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143) και στην παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού και οι επιχειρήσεις τους, καθώς και οι επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες κοινής ωφέλειας στη μετοχική σύνθεση των οποίων συμμετέχει, άμεσα ή έμμεσα, το Δημόσιο.
δ) «Νομικά πρόσωπα»: τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες ιδιωτικού δικαίου κατά την έννοια των περ. γ΄ και δ΄ του άρθρου 3 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170).
ε) «Πιστοληπτική ικανότητα»: η ικανότητα υποκειμένου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς για την ανάληψη και τήρηση οικονοµικής υποχρέωσης έναντι των φορέων του δημοσίου τομέα.
στ) «Πιστοληπτική βαθμολόγηση»: η βαθμολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας, καθώς και η πιθανότητα αθέτησης οικονομικής υποχρέωσης υποκειμένου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, βάσει της στατιστικής αποτίµησης της παρελθούσας συναλλακτικής συµπεριφοράς του σε σχέση με οφειλές προς φορείς του δημόσιου τομέα.
ζ) «Πιστωτές»: οι φορείς του δημόσιου τομέα, προς τους οποίους υπάρχει οφειλή υποκειμένου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς από οποιαδήποτε αιτία.
η) «Σύστημα»: το ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα της Αρχής.
θ) «Υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς.
ι) «Φορέας ιδιωτικού τομέα»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα που δεν εμπίπτει στην έννοια του δημόσιου τομέα.
ια) «Φορέας πιστοληπτικής αξιολόγησης»: ο ιδιωτικός φορέας ο οποίος επεξεργάζεται δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για την αξιολόγηση της φερεγγυότητας και πιστοληπτικής ικανότητας φυσικών και νομικών προσώπων.

Άρθρο 49
Βασικές ρυθμίσεις πιστοληπτικής βαθμολόγησης
1. Καθιερώνεται σύστημα πιστοληπτικής βαθμολόγησης για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας φυσικών και νομικών προσώπων βάσει δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που αφορούν σε οφειλές προς τον δημόσιο τομέα.
2. Αρμόδια για την παραγωγή και τη χορήγηση της πιστοληπτικής βαθμολόγησης είναι η Ανεξάρτητη Αρχή Πιστοληπτικής Αξιολόγησης που συστήνεται με το άρθρο 64.
3. Για την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητας οργανώνεται ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα για την επεξεργασία των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που συλλέγονται από τα αρχεία των φορέων του δημόσιου τομέα.
4. Η πιστοληπτική βαθμολόγηση παράγεται και χορηγείται προς χρήση από το υποκείμενο των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς και φορείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.

Άρθρο 50
Παροχή δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς στην Αρχή
1. Οι φορείς του δημόσιου τομέα παρέχουν στην Αρχή με ακρίβεια, σε ηλεκτρονική μορφή, και επικαιροποιούν ανά μήνα, τα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς που τηρούνται στα αρχεία τους για τους οφειλέτες τους, για το χρονικό διάστημα των τελευταίων είκοσι τεσσάρων (24) μηνών.
2. Οι φορείς του δημόσιου τομέα παρέχουν, μετά από αίτημα της Αρχής, πρόσθετα δεδομένα, με σκοπό την επεξεργασία τους για την εκπόνηση οικονομικών αναλύσεων και στατιστικών μελετών.
3. Η Αρχή ενημερώνει τα υποκείμενα δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς για τους φορείς του δημόσιου τομέα που έχουν συνδεθεί με αυτή κατά την υποβολή αίτησης στο Σύστημα σύμφωνα με τα άρθρα 55 και 56. Η ενημέρωση γίνεται σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις παρ. 1 έως 3 του άρθρου 14 του Κανονισμoύ (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)» (L 119) (εφεξής «Γ.Κ.Π.Δ.»).

Άρθρο 51
Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς
Στα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς που συλλέγονται από το Σύστημα περιλαμβάνονται, ιδίως:
α) οι πληροφορίες ταυτοποίησης του υποκειμένου των δεδομένων, οι οποίες συνίστανται:
αα) για τα φυσικά πρόσωπα: στο όνομα και το επώνυμό τους, το όνομα και το επώνυμο του πατέρα τους, τον Αριθμό Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας (Α.Δ.Τ.) και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) τους, καθώς και κάθε άλλο προσδιοριστικό της ταυτότητάς τους στοιχείο,
αβ) για τα νομικά πρόσωπα: στην επωνυμία τους, τη νομική τους μορφή, τον αριθμό καταχώρισής τους στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και τον Α.Φ.Μ.,
β) γενικές πληροφορίες για τα υποκείμενα των δεδομένων, στις οποίες περιλαμβάνονται:
βα) για τα φυσικά πρόσωπα: η ημερομηνία γέννησης, η διεύθυνση της κύριας κατοικίας και του τόπου εργασίας, τηλέφωνα επικοινωνίας, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ο Αριθμός Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (Α.Μ.Κ.Α.),
ββ) για τα νομικά πρόσωπα: οι πληροφορίες ταυτοποίησης των εκπροσώπων τους, η διεύθυνση και ο τηλεφωνικός αριθμός της έδρας τους,
γ) πληροφορίες σχετικά με την οφειλή, στις οποίες περιλαμβάνονται:
γα) στοιχεία εξατομίκευσης της οφειλής, όπως ο αριθμός ταμειακής βεβαίωσης ή ο αριθμός σύμβασης,
γβ) η φύση της οφειλής,
γγ) οι βασικοί όροι της οφειλής, όπως το αρχικό και το τρέχον ύψος της, κατά κεφάλαιο, προσαυξήσεις και πρόστιμα, η διάρκεια αποπληρωμής, το επιτόκιο και οι μεταβολές τους,
γδ) οι εμπράγματες και ενοχικές εξασφαλίσεις της οφειλής και η αποτίμησή τους,
γε) οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν, ο χρόνος των καταβολών και το τρέχον υπόλοιπο της οφειλής,
γστ) ρυθμίσεις της οφειλής,
γζ) μεταβολές στο πρόσωπο του οφειλέτη λόγω καθολικής ή ειδικής διαδοχής,
γη) πληροφορίες για την πορεία δικαστικών διενέξεων μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, μέτρα διοικητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης που λήφθηκαν, καθώς και για την πορεία της δικαστικής προσβολής τους, την άσκηση ποινικής δίωξης ή την ποινική καταδίκη λόγω μη καταβολής της οφειλής, αν η μη καταβολή της συνιστά αξιόποινη πράξη,
δ) πληροφορίες σχετικά με τις οφειλές των φορέων του δημοσίου τομέα προς το υποκείμενο των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, στις οποίες περιλαμβάνονται το είδος της οφειλής, το ποσό της οφειλής και ο οφειλέτης φορέας του δημοσίου τομέα,
ε) πληροφορίες σχετικά με πτώχευση του υποκειμένου των δεδομένων, την κήρυξή του ως συγγνωστού και την απαλλαγή του,
στ) πρόσθετες πληροφορίες που σχετίζονται με την οικονομική συμπεριφορά του υποκειμένου των δεδομένων, όπως:
στα) η ιδιότητά του ως ανέργου,
στβ) φορολογικά δεδομένα και, συγκεκριμένα, στοιχεία εισοδήματος και περιουσιακής κατάστασης.

Άρθρο 52
Πρόσβαση στα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς
1. Πρόσβαση στα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς έχουν μόνο:
α) το υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς,
β) οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, καθώς και οι υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους, στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης και ιδίως της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
γ) η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.), στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της κατά τον Γ.Κ.Π.Δ. και τον ν. 4624/2019 (Α’ 137) σχετικά με τον έλεγχο της τήρησης της νομοθεσίας για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
2. Η πρόσβαση φορέων του ιδιωτικού τομέα ή φορέων πιστοληπτικής αξιολόγησης στα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς που είναι καταχωρισμένα στο Σύστημα απαγορεύεται.
3. Η πρόσβαση στα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς σύμφωνα με το παρόν άρθρο παρέχεται ατελώς.
4. Το υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς μπορεί να ζητήσει από την Αρχή τη διόρθωση ή συμπλήρωση των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που το αφορούν και είναι καταχωρισμένα στο Σύστημα, με αίτηση που υποβάλλεται ηλεκτρονικά σε αυτό και συνοδεύεται από την απαραίτητη κατά περίπτωση τεκμηρίωση.

Άρθρο 53
Διατήρηση δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς
1. Η Αρχή διατηρεί τα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς για δέκα (10) έτη από τον χρόνο κατά τον οποίο κάθε δεδομένο αντλήθηκε από τα συστήματα του αντίστοιχου πιστωτή και καταχωρίσθηκε στο Σύστημα.
2. Μετά από την πάροδο του χρονικού διαστήματος της παρ. 1, τα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς διατηρούνται σε μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων τους και μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για την εκπόνηση οικονομικών αναλύσεων και στατιστικών μελετών κατά το άρθρο 59.

Άρθρο 54
Παραγωγή πιστοληπτικής βαθμολόγησης από το Σύστημα
1. Η πιστοληπτική βαθμολόγηση για φυσικά και νομικά πρόσωπα παράγεται από το Σύστημα μέσω της επεξεργασίας, με αυτοματοποιημένη διαδικασία, των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που αντλούνται από τους φορείς του δημόσιου τομέα κατά το άρθρο 51, με τη χρήση αλγορίθμων.
2. Η πιστοληπτική βαθμολόγηση γίνεται με αριθμητική κλίμακα και αφορά στην τήρηση και την αθέτηση υποχρέωσης έναντι των φορέων του δημόσιου τομέα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
3. H πιστοληπτική βαθµολόγηση παράγεται μετά από την υποβολή αίτησης κατά τα άρθρα 55 και 56. Στον αιτούντα χορηγείται ενημέρωση πιστοληπτικής βαθμολόγησης, η οποία απεικονίζει την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του υποκειμένου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς βάσει των δεδομένων που υφίστανται κατά την ημερομηνία παραγωγής της πιστοληπτικής βαθμολόγησης.
4. Οι μέθοδοι και ο τρόπος επεξεργασίας και υπολογισµού της βαθµολόγησης επαναξιολογούνται τακτικά και οι αλγόριθµοί τους επικαιροποιούνται, ώστε να προσαρµόζονται στις οικονοµικές συνθήκες και στις διαµορφούµενες συναλλακτικές πρακτικές και να επιβεβαιώνεται η ακρίβεια των εκτιµήσεων.

Άρθρο 55
Χορήγηση πιστοληπτικής βαθμολόγησης στο υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς
1. Η Αρχή παράγει και χορηγεί ενημέρωση πιστοληπτικής βαθμολόγησης στο υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, ύστερα από αίτησή του που υποβάλλεται ηλεκτρονικά στο σύστημα.
2. Η χορήγηση ενημέρωσης πιστοληπτικής βαθμολόγησης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται ατελώς.

Άρθρο 56
Χορήγηση ενημέρωσης πιστοληπτικής βαθμολόγησης σε φορείς του ιδιωτικού τομέα
1. Η Αρχή παράγει και χορηγεί ενημέρωση πιστοληπτικής βαθμολόγησης υποκειμένου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς σε φορέα του ιδιωτικού τομέα που έχει συνάψει σύμβαση με την Αρχή, μετά από αίτηση του φορέα, με την προϋπόθεση ρητής, ειδικής και διακριτής από άλλους όρους συγκατάθεσης του υποκειμένου στην επεξεργασία των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, την άρση του φορολογικού απορρήτου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 60 και τη χορήγηση και διαβίβαση της ενημέρωσης πιστοληπτικής βαθμολόγησης στον αιτούντα φορέα του ιδιωτικού τομέα, η οποία παρέχεται μέσω του Συστήματος. Η ενημέρωση πιστοληπτικής βαθμολόγησης διαβιβάζεται στον φορέα του ιδιωτικού τομέα ηλεκτρονικά.
2. Στην αίτηση του φορέα του ιδιωτικού τομέα αναφέρεται ο σκοπός, για τον οποίο ζητείται η χορήγηση ενημέρωσης πιστοληπτικής βαθμολόγησης. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να ζητείται για τους εξής σκοπούς:
α) την επαλήθευση των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από το υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, σχετικά με αίτησή του για χορήγηση πίστωσης από τον φορέα του ιδιωτικού τομέα,
β) την αξιολόγηση των κινδύνων που πηγάζουν από τη χορήγηση πίστωσης από φορέα του ιδιωτικού τομέα προς το υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, ή από την αποδοχή από φορέα του ιδιωτικού τομέα της παροχής εγγύησης για μια πιστωτική σύμβαση από το υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς,
γ) την αξιολόγηση των κινδύνων που πηγάζουν από χορηγηθείσα πίστωση, ή τη μετατροπή της φύσης ή της διάρκειας μιας πιστωτικής σύμβασης ή εγγύησης που έχει χορηγηθεί για μια πιστωτική σύμβαση από το υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς,
δ) την παρακολούθηση και αξιολόγηση της μη τήρησης οποιουδήποτε όρου πιστωτικής σύμβασης που χορηγήθηκε από φορέα του ιδιωτικού τομέα στο υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς ή εγγύησης που παρασχέθηκε από αυτό,
ε) την αξιολόγηση αίτησης υπαγωγής του υποκειμένου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς σε διακανονισμό οφειλών προς φορέα του ιδιωτικού τομέα, και
στ) την ανάλυση των χαρτοφυλακίων πιστωτικών συμβάσεων που τηρούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
3. Η αίτηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά στο Σύστημα. Το υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς χορηγεί τη συγκατάθεση της παρ. 1 και ενημερώνεται μέσω του Συστήματος για τα δικαιώματα που έχει σύμφωνα με τα άρθρα 12 έως 18 και 20 έως 22 του Γ.Κ.Π.Δ..
4. Το υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του ανά πάσα στιγμή σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 7 του Γ.Κ.Π.Δ. Η ανάκληση της συγκατάθεσης δεν θίγει τη νομιμότητα της επεξεργασίας που βασίστηκε στη συγκατάθεση προ της ανάκλησής της. Πριν από την παροχή της συγκατάθεσης σύμφωνα με την παρ. 1, το υποκείμενο των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς ενημερώνεται για το δικαίωμα ανάκλησης της συγκατάθεσης. Η ανάκληση της συγκατάθεσης του υποκειμένου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς γίνεται μέσω του Συστήματος ατελώς.
5. Η χορήγηση ενημέρωσης πιστοληπτικής βαθμολόγησης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται με χρέωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με απόφαση της Αρχής, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 63.

Άρθρο 57
Δικαίωμα αντίρρησης ως προς την ορθότητα της πιστοληπτικής βαθμολόγησης
Το υποκείμενο δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει την ορθότητα της πιστοληπτικής βαθμολόγησης κατόπιν επίκλησης δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που υφίστανται κατά την έκδοση της ενημέρωσης της πιστοληπτικής βαθμολόγησης, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παρ. 4 του άρθρου 52 του παρόντος και το άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45), με την άσκηση προσφυγής στο κατά τόπο αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο.

Άρθρο 58
Ανταλλαγή πληροφοριών πιστοληπτικών βαθμολογήσεων
Ενοποιημένη βαθμολόγηση
1. Η Αρχή δύναται να συνάπτει συμβάσεις με φορείς πιστοληπτικής αξιολόγησης, εντός ή εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να γίνεται ανταλλαγή πιστοληπτικών βαθμολογήσεων υποκειμένων δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς υπό την προϋπόθεση της σχετικής ρητής, ειδικής και διακριτής από άλλους όρους συγκατάθεσης του υποκειμένου δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς και ενημέρωσής του ως προς τα δικαιώματά του κατά τον Γ.Κ.Π.Δ., η οποία παρέχεται μέσω του Συστήματος και της μεθοδολογίας του.
2. Η Αρχή δύναται να συνάπτει συμβάσεις με φορείς πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι οποίοι παράγουν πιστοληπτική βαθμολόγηση με βάση τουλάχιστον τα δεδομένα των περ. α’, γ΄, ε΄ και θ΄ του άρθρου 51, βάσει της οποίας δύναται να παραχθεί ενοποιημένη βαθμολόγηση.
3. Η χορήγηση ενημέρωσης πιστοληπτικής βαθμολόγησης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται με χρέωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 63.

Άρθρο 59
Ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο εκπόνησης οικονομικών αναλύσεων και στατιστικών μελετών
Το Σύστημα διαλειτουργεί και ανταλλάσσει πληροφορίες που δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς με βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα, ή φορέων του ιδιωτικού τομέα ή φορέων πιστοληπτικής αξιολόγησης, καθώς και με κάθε άλλο ηλεκτρονικό σύστημα δημόσιου ή άλλου φορέα ή με υπηρεσίες από το οποίο ή τις οποίες απαιτείται η παροχή πληροφοριών στο πλαίσιο της εκπόνησης οικονομικών αναλύσεων ή στατιστικών μελετών με βάση τα δεδομένα που τηρεί.

Άρθρο 60
Υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Δεδομένα νομικών προσώπων – Άρση φορολογικού απορρήτου
1. Ο Γ.Κ.Π.Δ. και ο ν. 4624/2019 (Α΄ 137) εφαρμόζονται, για τις ανάγκες του άρθρου 56 του παρόντος, και για τα δεδομένα νομικών προσώπων που αποτελούν υποκείμενα δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, τα οποία επεξεργάζεται η Αρχή.
2. Η Αρχή ορίζεται ως υπεύθυνος επεξεργασίας κατά την έννοια του Γ.Κ.Π.Δ. και του ν. 4624/2019.
3. Η υποβολή της αίτησης για τη χορήγηση πιστοληπτικής βαθμολόγησης του άρθρου 55 του παρόντος και η συγκατάθεση της παρ. 1 του άρθρου 57 του παρόντος συνεπάγονται την άρση του φορολογικού απορρήτου του άρθρου 17 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) για τα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς, η επεξεργασία των οποίων είναι αναγκαία για την παραγωγή της βαθμολόγησης.

Άρθρο 61
Απόρρητο και ασφάλεια επεξεργασίας του Συστήματος
1. Η επεξεργασία των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς και των πιστοληπτικών βαθμολογήσεων είναι απόρρητη και διεξάγεται αποκλειστικά από την Αρχή.
2. Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας η Αρχή επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου.
3. Η Αρχή οφείλει να έχει διαρκώς σε λειτουργία σύστημα διαχείρισης ασφάλειας πληροφοριών, το οποίο ακολουθεί διεθνή πρότυπα και έχει πιστοποιηθεί από ανεξάρτητο φορέα διαπιστευμένο από το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (Ε.ΣΥ.Δ.) που προβλέπεται στον ν. 4468/2017 (Α 61). Το ανωτέρω σύστημα περιλαμβάνει τουλάχιστον μελέτη επικινδυνότητας, πολιτική ασφάλειας και ειδικά, τεχνικά και οργανωτικά, μέτρα ασφαλείας σχετικά με την εσωτερική οργάνωση και τη διαχείριση των αγαθών, το εμπλεκόμενο ανθρώπινο δυναμικό, το φυσικό περιβάλλον λειτουργίας, τον κύκλο ζωής των δεδομένων, τον έλεγχο πρόσβασης, τη διαχείριση συνέχισης λειτουργίας και τη διαχείριση περιστατικών ασφαλείας.
4. Η Αρχή οφείλει να εφαρμόζει, για την αποφυγή, ανίχνευση και διερεύνηση περιστατικών παραβίασης των δεδομένων της, μέτρα για: α) την καταγραφή ενεργειών πρόσβασης στα δεδομένα για χρόνο ίσο με τους χρόνους τήρησης των δεδομένων στο Σύστημα, από τα οποία να προκύπτουν κατ’ ελάχιστο η ταυτότητα αυτού που απέκτησε πρόσβαση, η έκταση, ο χρόνος και η ακριβής αιτία πρόσβασης στα δεδομένα και β) την προστασία της ακεραιότητας των αρχείων.
5. Η αποτελεσματική λειτουργία των καθορισμένων οργανωτικών και τεχνικών μέτρων των παρ. 3 και 4 ελέγχεται περιοδικά.

Άρθρο 62
Απαγόρευση διάδοσης πληροφοριών
1. Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Διοικητής και το προσωπικό της Αρχής που υπηρετεί σε αυτή με οποιαδήποτε σχέση εργασίας απαγορεύεται να διαδίδουν εμπιστευτικές πληροφορίες που έλαβαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και μετά από τη λήξη των καθηκόντων τους.
2. Η παραβίαση της παρ. 1 συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος και δύναται να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης.

Άρθρο 63
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται:
α) Οι φορείς του δημόσιου τομέα που συνδέονται με το Σύστημα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 50,
β) ο χρόνος της περιοδικής πρόσβασης της Αρχής στα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς που τηρούνται στους πιστωτές ή της άντλησης των δεδομένων αυτών από αυτούς,
γ) οι τεχνικές λεπτομέρειες, οι οποίες αποτελούν τις λειτουργικές προδιαγραφές του Συστήματος,
δ) το περιεχόμενο των αιτήσεων χορήγησης πιστοληπτικής βαθμολόγησης και οι διαδικασίες υποβολής τους στο Σύστημα και άσκησης των δικαιωμάτων των υποκειμένων δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς,
ε) η διαδικασία πιστοληπτικής βαθμολόγησης, όπως η μέθοδος επεξεργασίας των δεδομένων, καθώς και τα κριτήρια και η αριθμητική κλίμακα υπολογισμού της βαθμολόγησης,
στ) οι όροι και προϋποθέσεις και η συχνότητα υποβολής αίτησης χορήγησης πιστοληπτικής βαθμολόγησης, σύμφωνα με το άρθρο 55.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία εκδίδεται μετά από εισήγηση του Διοικητή της Αρχής, καθορίζονται ο τρόπος και η μεθοδολογία παραγωγής της ενοποιημένης βαθμολόγησης και της διασύνδεσης του Συστήματος της Αρχής με τα συστήματα φορέων πιστοληπτικής βαθμολόγησης.
3. Με απόφαση της Αρχής καθορίζεται το ύψος της χρέωσης για τη χορήγηση αντιγράφου της ενημέρωσης πιστοληπτικής βαθμολόγησης στους φορείς του ιδιωτικού τομέα, που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 56.
4. Με προεδρικό διάταγμα, κατόπιν πρότασης των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Επενδύσεων, δύναται να προστίθενται νέοι και να τροποποιούνται οι υφιστάμενοι σκοποί επεξεργασίας δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, χορήγησης και διαβίβασης ενημέρωσης πιστοληπτικής βαθμολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 56. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Επενδύσεων εξειδικεύονται οι σκοποί επεξεργασίας δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς χορήγησης και διαβίβασης ενημέρωσης πιστοληπτικής βαθμολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 56.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης και Επενδύσεων εξειδικεύονται το ελάχιστο περιεχόμενο και οι υποχρεωτικοί κανόνες που διέπουν τη σύμβαση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 56 μεταξύ της Αρχής και των φορέων του ιδιωτικού τομέα και τη σύμβαση του άρθρου 55 μεταξύ της Αρχής και των φορέων πιστοληπτικής αξιολόγησης.
6. Οι φορείς του δημόσιου τομέα, εντός δώδεκα (12) μηνών από πρόσκληση του Διοικητή της Αρχής, την οποία απευθύνει μετά από την έκδοση της απόφασης της περ. α’ της παρ. 1, συνδέονται ηλεκτρονικά με το Σύστημα, ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση της Αρχής στα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς που τηρούνται στα αρχεία τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Άρθρο 64
Σύσταση, αποστολή και έδρα
της Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης

1. Συστήνεται Ανεξάρτητη Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Πιστοληπτικής Αξιολόγησης» (εφεξής η «Αρχή»).
2. Αποστολή της Αρχής είναι η παραγωγή πιστοληπτικών βαθμολογήσεων μέσω του Συστήματος, η τήρηση σχετικής βάσης δεδομένων και η ανταλλαγή πιστοληπτικών βαθμολογήσεων και πληροφοριών με φορείς πιστοληπτικής αξιολόγησης, προς τον σκοπό μείωσης των επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς δημόσιους φορείς και ιδιώτες πιστωτές, καθώς και για την πρόληψη του φαινομένου της υπερχρέωσης των ιδιωτών.
3. Η έδρα της Αρχής βρίσκεται στην Περιφέρεια Αττικής.

Άρθρο 65
Λειτουργική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια
Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε εποπτεία από κυβερνητικά όργανα, κρατικούς φορείς ή άλλες διοικητικές αρχές.

Άρθρο 66
Αρμοδιότητες της Αρχής
1. Η Αρχή έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) την ολοκληρωμένη διαχείριση του Συστήματος και την τήρηση της σχετικής βάσης δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς,
β) τη συλλογή, αποθήκευση και επεξεργασία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς υποκειμένων δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που προέρχονται από φορείς του δημόσιου τομέα,
γ) την εξαγωγή πιστοληπτικής βαθμολόγησης των υποκειμένων δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς,
δ) την ανταλλαγή πιστοληπτικής βαθμολόγησης υποκειμένων δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς με φορείς πιστοληπτικής αξιολόγησης κατά την παρ. 2 του άρθρου 58, ή την παροχή πιστοληπτικής βαθμολόγησης σε φορείς του ιδιωτικού τομέα σύμφωνα με το άρθρο 56,
ε) την εκπόνηση οικονομικών αναλύσεων και στατιστικών μελετών με βάση τα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς που τηρούνται από την Αρχή,
στ) τη στατιστική επεξεργασία ιστορικών δεδομένων με στόχο την ακριβέστερη δυνατή πρόβλεψη της πιθανότητας αθέτησης υποχρεώσεων του κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, τόσο προς το Δημόσιο και φορείς κοινωνικής ασφάλισης όσο και προς ιδιώτες πιστωτές,
ζ) τη συμμετοχή και εκπροσώπηση της χώρας στους διεθνείς οργανισμούς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και τη συνεργασία σε διμερές επίπεδο με αντίστοιχους φορείς άλλων κρατών για την ανταλλαγή δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, την εκπόνηση, ανάληψη και υλοποίηση προγραμμάτων και έργων, την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και τη λήψη τεχνικής βοήθειας για θέματα που άπτονται της αποστολής της Αρχής,
η) τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενημερωτικών σεμιναρίων και προγραμμάτων ευαισθητοποίησης για θέματα που άπτονται της αποστολής της Αρχής.

Άρθρο 67
Προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του Προέδρου, των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης και του Διοικητή
Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης και ο Διοικητής της Αρχής απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δεσμεύονται μόνο από τον νόμο και τη συνείδησή τους και δεν υπόκεινται σε ιεραρχικό έλεγχο ούτε σε διοικητική εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές ή άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό.

Άρθρο 68
Κοινοβουλευτικός έλεγχος
1. Η Αρχή υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και ο Διοικητής της Αρχής, μετά από κλήση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, καταθέτουν ενώπιον αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 138Α σε συνδυασμό με το άρθρο 41Α του Κανονισμού αυτής, σχετικά με θέματα που αφορούν στις αρμοδιότητες της Αρχής.
2. Ο Διοικητής της Αρχής συντάσσει αναλυτική ετήσια έκθεση προγραμματισμού των δραστηριοτήτων της για το επόμενο έτος και ετήσια έκθεση απολογισμού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Κανονισμό Λειτουργίας. Στην έκθεση προγραμματισμού περιλαμβάνονται ο σχεδιασμός της μακροπρόθεσμης στρατηγικής κατεύθυνσής της και το ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο της. Στην έκθεση απολογισμού παρουσιάζονται το έργο που επιτελέστηκε κατά το προηγούμενο έτος και τα αποτελέσματα στους κρίσιμους τομείς δράσης της. Η έκθεση απολογισμού υποβάλλεται μέχρι την 31η Μαρτίου κάθε έτους, από τον Διοικητή της Αρχής, στον Πρόεδρο της Βουλής και συζητείται στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 138Α του Κανονισμού της Βουλής. Η έκθεση απολογισμού αναρτάται στην ιστοσελίδα της Αρχής και δημοσιεύεται σε σχετική έκδοση του Εθνικού Τυπογραφείου.
3. Εφόσον της ζητηθεί από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, η Αρχή υποχρεούται να υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, ειδικές εκθέσεις κατά τη διάρκεια του έτους για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 138Α του Κανονισμού της Βουλής.

Άρθρο 69
Οργανισμός και Εσωτερικοί Κανονισμοί της Αρχής.
1. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, η οποία εκδίδεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, εκδίδεται ο Οργανισμός, με τον οποίο καθορίζονται η οργάνωση και διάρθρωση των υπηρεσιών της Αρχής, η σύσταση, συγχώνευση και κατάργηση οργανικών μονάδων, η σύσταση, κατάργηση ή αλλαγή έδρας περιφερειακών υπηρεσιών και η οργανωτική διάρθρωση αυτών, η σύσταση, μετατροπή και κατάργηση των οργανικών θέσεων, ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων των οργανικών μονάδων και του προσωπικού, ο προσδιορισμός των επιχειρησιακών διαδικασιών και συστημάτων διακυβέρνησης και διοίκησης, τα ειδικότερα προσόντα διορισμού ανά κλάδο και ειδικότητα, οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων αυτής, καθώς και η κατανομή των οργανικών θέσεων του προσωπικού της Αρχής ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα.
2. Με απόφαση του Διοικητή, η οποία εκδίδεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, εκδίδεται ο Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής, με τον οποίο καθορίζονται ειδικότερα θέματα λειτουργίας και άσκησης των αρμοδιοτήτων της Αρχής, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και κάθε άλλο σχετικό αναγκαίο θέμα. Επίσης, με τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 77 περί σύγκρουσης συμφερόντων του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης.
3. Με απόφαση του Διοικητή, η οποία εκδίδεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, εκδίδονται επιμέρους κανονισμοί με τους οποίους καθορίζονται, ιδίως, ειδικότερες επιχειρησιακές διαδικασίες και τα καθήκοντα του προσωπικού των υπηρεσιών της.

Άρθρο 70
Όργανα διοίκησης της Αρχής
Τα όργανα διοίκησης της Αρχής είναι το Συμβούλιο Διοίκησης και ο Διοικητής.

Άρθρο 71
Σύνθεση του Συμβουλίου Διοίκησης
Το Συμβούλιο Διοίκησης είναι πενταμελές και αποτελείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Διοίκησης συμμετέχει ο Διοικητής της Αρχής, ως εκ της ιδιότητάς του, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Άρθρο 72
Προσόντα διορισμού Προέδρου και μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, υψηλής επιστημονικής συγκρότησης και επαγγελματικής εμπειρίας σε τομείς που έχουν σχέση με τις αρμοδιότητες της Αρχής και του Συμβουλίου Διοίκησης.
2. Οι υποψήφιοι πρέπει να διαθέτουν:
α) πτυχίο ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμο και αντίστοιχο της αλλοδαπής. Συνεκτιμώμενα προσόντα κατά την επιλογή είναι τα εξής:
α) η αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.),
β) οι μεταπτυχιακοί ή διδακτορικοί τίτλοι ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμου και αντίστοιχου της αλλοδαπής, που αποδεικνύουν την επιστημονική εξειδίκευση σε γνωστικά αντικείμενα συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Διοίκησης,
γ) επαγγελματική εμπειρία σε αντικείμενα συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Διοίκησης, δέκα (10) τουλάχιστον ετών,
δ) άριστη γνώση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας και ιδίως της αγγλικής. Η γνώση επιπλέον ξένων γλωσσών θεωρείται επιπρόσθετο προσόν.
3. Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν τα προσόντα διορισμού τόσο κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων όσο και κατά τον χρόνο του διορισμού.

Άρθρο 73
Διαδικασία επιλογής, διορισμός και θητεία του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Για την επιλογή των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης διεξάγεται ανοικτός διαγωνισμός.
2. Η αξιολόγηση των υποψηφίων προς διορισμό γίνεται από ανεξάρτητη Επιτροπή Επιλογής, η οποία απαρτίζεται από:
α) τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), με αναπληρωτή του Αντιπρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π., που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο, ως Πρόεδρο,
β) έναν (1) Αντιπρόεδρο ή Σύμβουλο του Α.Σ.Ε.Π., ο οποίος υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π.,
γ) έναν (1) Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), ο οποίος υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ.,
δ) τον Ειδικό Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και
ε) έναν εκπρόσωπο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος υποδεικνύεται από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως μέλη.
3. Η Επιτροπή Επιλογής καταρτίζει κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων, ο οποίος αποτελείται από διπλάσιο αριθμό υποψηφίων από τον αριθμό των σχετικών θέσεων, ήτοι δέκα (10), και υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονομικών. Αν οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από τον διπλάσιο αριθμό των θέσεων, περιλαμβάνονται όλοι οι υποψήφιοι στον εν λόγω κατάλογο.
4. Ο Υπουργός Οικονομικών επιλέγει από τον κατάλογο της παρ. 3 ισάριθμους με τις προς πλήρωση θέσεις επικρατέστερους υποψηφίους και υποβάλλει για τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής κάθε έναν από αυτούς ξεχωριστά, κατά την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό της Βουλής διαδικασία. Αν η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας δεν παράσχει τη σύμφωνη γνώμη της για έναν ή περισσότερους από τους προταθέντες υποψηφίους, ο Υπουργός Οικονομικών προτείνει νέους υποψηφίους από τον κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων της παρ. 3.
5. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με πενταετή θητεία, με την επιφύλαξη της παρ. 6, η οποία μπορεί να ανανεωθεί για μία (1) φορά.
6. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, δύο (2) μέλη κληρώνονται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης αμέσως μετά από τη λήψη της απόφασης επιλογής τους και διορίζονται για θητεία τριών (3) ετών, και τα άλλα δύο (2) για θητεία πέντε (5) ετών. Στην κλήρωση αυτή δεν περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Διοίκησης, που διορίζεται για θητεία πέντε (5) ετών. Αν ανανεωθεί η θητεία μέλους που διορίσθηκε σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, η ανανέωση χωρεί για πλήρη θητεία πέντε (5) ετών.
7. Η θητεία των μελών παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι τον διορισμό νέων. Ο χρόνος παράτασης της θητείας δεν μπορεί να υπερβεί σε καμία περίπτωση τους έξι (6) μήνες.
8. Το Συμβούλιο Διοίκησης μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, εάν κάποια από τα μέλη του εκλείψουν ή αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο, εφόσον τα λοιπά μέλη επαρκούν για τον σχηματισμό απαρτίας.

Άρθρο 74
Αναπλήρωση Προέδρου του Συμβουλίου Διοίκησης
Τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης, όταν κωλύεται ή απουσιάζει, αναπληρώνει ένα (1) από τα υπόλοιπα μέλη, που έχει ορισθεί προς τούτο με απόφαση του Προέδρου, που λαμβάνεται εντός τριών (3) μηνών από τον διορισμό του Συμβουλίου Διοίκησης.

Άρθρο 75
Κωλύματα διορισμού Προέδρου και μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Δεν μπορεί να διορισθεί Πρόεδρος και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης πρόσωπο που έχει τα κωλύματα διορισμού που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 8 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (ν. 3528/2007, Α΄ 26), είτε κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, είτε κατά τον χρόνο του διορισμού και επιπλέον όποιος:
α) έχει απολυθεί από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμού ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητά του,
β) έχει αποκλεισθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος, ή του έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης προϊσταμένου ή στελέχους οποιασδήποτε δημόσιας αρχής, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος,
γ) συνδέεται με οποιαδήποτε σχέση εργασίας με την Αρχή,
δ) είναι εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός, είναι ή έχει διατελέσει μέλος της Βουλής των Ελλήνων ή μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι ή υπήρξε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ή μέλος των εκτελεστικών οργάνων πολιτικού κόμματος, κατά την τρέχουσα ή την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, ή έχει ανακηρυχθεί υποψήφιος βουλευτής, κατά τις ίδιες ως άνω περιόδους.
2. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης δεν μπορούν να είναι σύζυγοι ή συμβιούντες κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4356/2015 (Α΄181) ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ` ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε, έως και δευτέρου βαθμού με τον Διοικητή ή οποιοδήποτε άλλο μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου.
3. Ως προς τα κωλύματα διορισμού, για τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης εφαρμόζεται αναλόγως και το άρθρο 67 του ν. 4622/2019 (Α΄133) περί κωλυμάτων διορισμού των μελών της Κυβέρνησης, Υφυπουργών και εν γένει των οργάνων διοίκησης του δημόσιου τομέα.

Άρθρο 76
Ασυμβίβαστα Προέδρου και μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου είναι μερικής απασχόλησης και δεν αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργήματος, καθώς και η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου, ανεξάρτητων αρχών, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού και των επιχειρήσεών τους, των ν.π.δ.δ και των κρατικών ν.π.ι.δ. ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων, τη διοίκηση των οποίων ορίζει το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
2. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή άμισθο λειτούργημα ή οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που δεν συμβιβάζεται με την ιδιότητα ή τα καθήκοντα μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης. Ιδίως, δεν παρέχουν υπηρεσίες ή έχουν οποιαδήποτε έννομη σχέση με εταιρεία ή επιχείρηση, εκ της οποίας μπορεί να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων και έχουν υποχρέωση γνωστοποίησης όλων των καταστάσεων που μπορεί να συνιστούν σύγκρουση συμφερόντων. Δεν συνιστά για αυτούς ασυμβίβαστο η άσκηση καθηκόντων μέλους Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης και η άσκηση καθηκόντων μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Άρθρο 77
Υποχρεώσεις Προέδρου και μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της ακεραιότητας, να υπηρετούν με συνέπεια τους σκοπούς της Αρχής και να ασκούν τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται σύμφωνα με τo άρθρο 84 με γνώμονα την επίτευξη των στόχων και την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία και δράση της Αρχής.
2. Ως προς τους κανόνες αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων για τον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης εφαρμόζονται τα άρθρα 71 έως 74 του ν. 4622/2019 (Α’ 133).
3. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, υποχρεούνται σε δήλωση και έλεγχο της περιουσιακής τους κατάστασης, σύμφωνα με τον ν. 3213/2003 (Α΄309) κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
4. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης υπογράφουν δήλωση για τη μη ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων, προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Όταν οποιοδήποτε θέμα που άπτεται των συμφερόντων του Προέδρου ή άλλου μέλους τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου Διοίκησης, το μέλος αυτό υποχρεούται να προβεί σε δήλωση κατά την έναρξη της συζήτησης σχετικά με τον λόγο που επιβάλλει την αποχή του από την συζήτηση και τη λήψη απόφασης και δεν προσμετράται για τον υπολογισμό της απαρτίας. Σε περίπτωση κωλύματος συμμετοχής περισσότερων του ενός μελών, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων, το Συμβούλιο Διοίκησης βρίσκεται σε απαρτία και αποφασίζει νόμιμα, με τα λοιπά, μη κωλυόμενα μέλη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45).

Άρθρο 78
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης υπογράφουν δήλωση εμπιστευτικότητας που αποτελεί μονομερή δήλωσή τους με την οποία αναλαμβάνουν την υποχρέωση εμπιστευτικότητας, καθώς και την υποχρέωση να μην αποκαλύπτουν, αναπαράγουν ή χρησιμοποιούν προς ίδιο όφελος ή προς όφελος τρίτου εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες αποκτούν πρόσβαση εξαιτίας της θέσης που κατέχουν.

Άρθρο 79
Κυρώσεις
Η παράβαση των υποχρεώσεων των άρθρων 77 και 78, καθώς και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.

Άρθρο 80
Παύση Προέδρου και μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
1. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης παύονται από το αξίωμά τους με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για τους εξής λόγους:
α) Για αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων τους λόγω κωλύματος, νόσου ή αναπηρίας, σωματικής ή πνευματικής, που διαρκεί για περισσότερους από τρεις (3) συνεχόμενους μήνες, ή αν δεν έχουν εκπληρώσει τα καθήκοντά τους για τρεις (3) συνεχόμενους μήνες για οποιονδήποτε άλλον λόγο, χωρίς την άδεια του Συμβουλίου Διοίκησης,
β) για σπουδαίο λόγο που αφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Σπουδαίο λόγο συνιστά, ιδίως, η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, για τα οποία έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η κατάχρηση της θέσης τους για ίδιο, προσωπικό ή εμπορικό όφελος,
γ) αν παραπεμφθούν αμετάκλητα στο ακροατήριο για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημόσιου υπαλλήλου ή έκπτωση δημόσιου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 149 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (ν. 3528/2007, Α΄ 26),
δ) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θέσης τους σε αυτοδίκαιη αργία, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 103 του ν. 3528/2007,
ε) αν δεν προβούν στις απαιτούμενες γνωστοποιήσεις περί σύγκρουσης συμφερόντων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 77.
στ) αν έχουν αποκλεισθεί ή παυθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος, ή τους έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιουδήποτε δημόσιου νομικού προσώπου, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος,
ζ) αν εκλεγούν σε θέση μέλους της Βουλής των Ελλήνων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εκτελεστικών οργάνων διοίκησης πολιτικού κόμματος, ή αν ανακηρυχθούν υποψήφιοι βουλευτές, η αν διορισθούν σε θέση μέλους της Κυβέρνησης ή υφυπουργού,
θ) αν είναι σύζυγοι ή συμβιούντες κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4356/2015 (Α’ 181) ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ΄ ευθεία γραμμή απεριορίστως και εκ πλαγίου έως και δεύτερου βαθμού με τον Διοικητή ή τον Πρόεδρο ή οποιοδήποτε άλλο μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης.
2. Ο Πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης που έχει παυθεί από το αξίωμά του δύναται να προσβάλει με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την απόφαση περί παύσης του. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την προσβαλλόμενη απόφαση.

Άρθρο 81
Παραίτηση Προέδρου και μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, που προτίθενται να παραιτηθούν, ενημερώνουν τον Υπουργό Οικονομικών και το Συμβούλιο Διοίκησης τρεις (3) τουλάχιστον μήνες πριν από την παραίτησή τους. Η παραίτηση γίνεται αποδεκτή με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 82
Κένωση θέσης Προέδρου και μελών του Συμβουλίου Διοίκησης λόγω θανάτου, παραίτησης ή παύσης
Σε περίπτωση κένωσης της θέσης του Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης, λόγω θανάτου, παραίτησης ή παύσης, διορίζεται νέος Πρόεδρος ή μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 73, εντός δύο (2) μηνών από την κένωση της θέσης για πλήρη θητεία. Μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους, η λειτουργία του Συμβουλίου Διοίκησης δεν διακόπτεται. Για το διάστημα μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου τα καθήκοντα αυτού ασκεί ο αναπληρωτής του ή, εάν δεν υπάρχει αναπληρωτής, κάποιο από τα υπολειπόμενα μέλη με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης.

Άρθρο 83
Λήξη θητείας Προέδρου και μελών του Συμβουλίου Διοίκησης
Η διαδικασία για τον διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης ξεκινάει τρεις (3) τουλάχιστον μήνες πριν από την εκπνοή της θητείας τους, σύμφωνα με το άρθρο 73. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας για τον διορισμό νέου Προέδρου ή μέλους κατά τα ανωτέρω, η θητεία του απερχόμενου Προέδρου ή μέλους παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τον διορισμό νέων και πάντως για διάστημα που δεν δύναται να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.

Άρθρο 84
Αρμοδιότητες Συμβουλίου Διοίκησης
1. Το Συμβούλιο Διοίκησης έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) εγκρίνει τον στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό της Αρχής, το σχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, πριν από την υποβολή του στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, και την ετήσια έκθεση απολογισμού των δραστηριοτήτων της Αρχής,
β) κατατάσσει τους δύο (2) επικρατέστερους υποψηφίους για τη θέση του Διοικητή και υποβάλλει σχετική πρόταση στον Υπουργό Οικονομικών,
γ) ελέγχει και αποφαίνεται για τη σκοπιμότητα δαπανών, για έργα παροχής υπηρεσιών ή για προμήθειες ειδών καθαρής αξίας άνω των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ,
δ) κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, υποβάλλει στον Υπουργό Οικονομικών προτάσεις νομοθετικών διατάξεων και κανονιστικών πράξεων για ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Αρχής,
ε) παρέχει τη γνώμη του για:
εα) τον σχεδιασμό της πολιτικής προσωπικού της Αρχής και παρακολουθεί την εφαρμογή αυτής,
εβ) την ανάπτυξη και την εφαρμογή μεθοδολογιών και ειδικότερων συστημάτων ποιοτικής και ποσοτικής αξιολόγησης, προαγωγών, βαθμολογικής και υπηρεσιακής εξέλιξης του προσωπικού της Αρχής,
εγ) την ένταξη έργων στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και στο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών,
εδ) τη σκοπιμότητα και τη βιωσιμότητα της χρηματοδότησης δράσεων της Αρχής από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την Υπηρεσία Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.), και οποιαδήποτε άλλη πηγή χρηματοδότησης εκτός του κρατικού προϋπολογισμού,
εε) την υπογραφή συμφωνιών συνεργασίας με διεθνείς οργανισμούς,
στ) παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του για:
στα) την κατάρτιση του Οργανισμού της Αρχής, καθώς και για την τροποποίησή του,
στβ) τον Κανονισμό Λειτουργίας και τους επιμέρους Κανονισμούς της Αρχής.
2. Όταν ζητείται η γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης, τεκμαίρεται ότι αυτή είναι θετική μετά από την παρέλευση άπρακτης προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την υποβολή του σχετικού ερωτήματος προς αυτό.

Άρθρο 85
Διοικητής της Αρχής
Στην Αρχή συστήνεται θέση Διοικητή, ο οποίος τελεί σε καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και είναι ο επικεφαλής της Αρχής. Ο Διοικητής διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, με πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων (4/5) του συνόλου των μελών του και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με πενταετή θητεία. Η θητεία του μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά.

Άρθρο 86
Προσόντα διορισμού Διοικητή
1. Ο Διοικητής είναι πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, υψηλής επιστημονικής συγκρότησης και επαγγελματικής εμπειρίας σε τομείς που έχουν σχέση με τις αρμοδιότητες της Αρχής, ιδίως στους τομείς των χρηματοοικονομικών, της συλλογής, επεξεργασίας και προστασίας προσωπικών δεδομένων, της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους και της πρόληψης της αφερεγγυότητας νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
2. Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν:
α) Πτυχίο ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος Α.Ε.Ι. ή ισότιμο και αντίστοιχο τίτλο σπουδών σχολών της αλλοδαπής,
β) μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή ισότιμο και αντίστοιχο της αλλοδαπής, που αποδεικνύει την επιστημονική εξειδίκευση σε συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής γνωστικά αντικείμενα,
γ) σημαντική διοικητική εμπειρία σε θέσεις ευθύνης, σε διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού, κατάρτιση στρατηγικών σχεδίων, διαχείριση έργων και δραστηριοτήτων, συντονισμό ομάδων, διαδικασίες στοχοθεσίας και παρακολούθησης επίτευξης στόχων,
δ) άριστη γνώση μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσας, ιδίως, της αγγλικής. Η γνώση επιπλέον ξένων γλωσσών θεωρείται επιπρόσθετο προσόν, και
ε) αποδεδειγμένη εμπειρία δέκα (10) τουλάχιστον ετών σε πολιτικές, έργα και δράσεις σε συναφή προς τους σκοπούς της Αρχής αντικείμενα, όπως προστασίας προσωπικών δεδομένων, ανάπτυξης και ενίσχυσης μηχανισμών πρόληψης αφερεγγυότητας, ανάπτυξης συστημάτων διαχείρισης κινδύνων, οργανωτικών μεταρρυθμίσεων και διαχείρισης αλλαγών. Η εμπειρία από ανάλογα έργα σε διεθνείς οργανισμούς και χώρες του εξωτερικού αξιολογείται ως επιπρόσθετο προσόν.
3. Η κατοχή επαγγελματικών πιστοποιήσεων από αναγνωρισμένους φορείς επαγγελματικής πιστοποίησης, σχετικά με τα θέματα αρμοδιότητας της Αρχής αξιολογείται ως επιπρόσθετο προσόν.
4. Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν τα προσόντα διορισμού τόσο κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων όσο και κατά τον χρόνο του διορισμού.

Άρθρο 87
Διαδικασία πλήρωσης της θέσης Διοικητή
1. Για την επιλογή του Διοικητή διεξάγεται ανοικτός διαγωνισμός.
2. Η αξιολόγηση των υποψηφίων προς διορισμό γίνεται από την ανεξάρτητη Επιτροπή Επιλογής του άρθρου 74. Η Επιτροπή Επιλογής καταρτίζει κατάλογο των τεσσάρων (4) επικρατέστερων υποψηφίων, με βάση προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, ο οποίος υποβάλλεται στο Συμβούλιο Διοίκησης. Αν οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από τέσσερις (4), περιλαμβάνονται όλοι οι υποψήφιοι στον εν λόγω κατάλογο.
3. Το Συμβούλιο Διοίκησης κατατάσσει τους δύο (2) επικρατέστερους υποψηφίους με σειρά προτεραιότητας και υποβάλλει πρόταση στον Υπουργό Οικονομικών. Ο Υπουργός Οικονομικών υποβάλλει τον υποψήφιο που προτείνει για τη θέση του Διοικητή, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, για τη σύμφωνη γνώμη της, κατά την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό της Βουλής διαδικασία. Αν η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας δεν παράσχει τη σύμφωνη γνώμη της για τον προταθέντα υποψήφιο, η διαδικασία του δεύτερου εδαφίου επαναλαμβάνεται για τον έτερο των δύο επικρατέστερων υποψηφίων.

Άρθρο 88
Κωλύματα
1. Δεν μπορεί να διορισθεί Διοικητής της Αρχής πρόσωπο που έχει τα κωλύματα του άρθρου 69 του ν. 4622/2019 (Α’ 133) και των άρθρων 5 και 8 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26) κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και κατά τον χρόνο του διορισμού και επιπλέον όποιος:
α) έχει απολυθεί από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή ο.τ.α. ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητά του,
β) έχει αποκλεισθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος, ή του έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιασδήποτε δημόσιας αρχής, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος,
γ) είναι σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4356/2015 (Α’ 181) ή συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού ή κατιών σε ευθεία γραμμή του Προέδρου ή άλλου μέλους του Συμβουλίου Διοίκησης,
δ) είναι ή έχει διατελέσει μέλος της Βουλής των Ελλήνων ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ή μέλος των εκτελεστικών οργάνων πολιτικού κόμματος, κατά την τρέχουσα ή την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, ή έχει ανακηρυχθεί υποψήφιος βουλευτής, κατά τις ίδιες ως άνω περιόδους.
2. Αν ο Διοικητής είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος ή όργανο ή λειτουργός φορέων του Δημοσίου, με τη λήξη της θητείας του επανέρχεται στην οργανική θέση που κατείχε πριν από τον διορισμό του. Σε αυτή την περίπτωση, ο χρόνος της θητείας του λογίζεται, για κάθε βαθμολογική και μισθολογική έννομη συνέπεια, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας σε θέση Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης.

Άρθρο 89
Ασυμβίβαστα
1. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Διοικητή αναστέλλεται η άσκηση έμμισθου ή άμισθου δημόσιου λειτουργήματος, η άσκηση καθηκόντων σε οποιαδήποτε θέση του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού και των επιχειρήσεών τους, των ν.π.δ.δ. και των ν.π.ι.δ. του Δημοσίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων, τη διοίκηση των οποίων ορίζει το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, καθώς και οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Ο Διοικητής, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, παύει οποιαδήποτε έννομη σχέση με επιχείρηση, εταιρεία, και νομική οντότητα, από την οποία μπορεί να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων.
2. Ως προς τα ασυμβίβαστα του Διοικητή εφαρμόζονται και τα άρθρα 70 έως 74 του ν. 4622/2019 (Α’ 133).

Άρθρο 90
Υποχρεώσεις Διοικητή
1. Ο Διοικητής, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει υποχρέωση να τηρεί τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της ακεραιότητας, να υπηρετεί με συνέπεια τους σκοπούς της Αρχής και να ασκεί τις αρμοδιότητές του με γνώμονα την επίτευξη των στόχων και την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία και δράση της Αρχής.
2. Ο Διοικητής υποχρεούται σε δήλωση και έλεγχο της περιουσιακής του κατάστασης, σύμφωνα με τον ν. 3213/2003 (Α΄309) κατά τη διάρκεια της θητείας του.
3. Ως προς τους κανόνες αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων για τον Διοικητή εφαρμόζονται τα άρθρα 71 έως 74 του ν. 4622/2019 (Α’ 133).

Άρθρο 91
Κυρώσεις
Η παράβαση των υποχρεώσεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 90, καθώς και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας της Αρχής συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.

Άρθρο 92
Παύση Διοικητή
1. Ο Διοικητής παύεται πρόωρα για τους εξής λόγους:
α) Για αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του λόγω κωλύματος, νόσου ή αναπηρίας, σωματικής ή πνευματικής, που διαρκεί για περισσότερους από τρεις (3) συνεχόμενους μήνες, ή αν δεν έχει εκπληρώσει τα καθήκοντά του για τρεις (3) συνεχόμενους μήνες για οποιονδήποτε άλλον λόγο, χωρίς την άδεια του Συμβουλίου Διοίκησης,
β) για σπουδαίο λόγο που αφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως ιδίως, η αποκάλυψη εμπιστευτικών θεμάτων, για τα οποία έλαβε γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων του και η κατάχρηση της θέσης του για ίδιο, προσωπικό ή οικονομικό όφελος,
γ) αν παραπεμφθεί αμετάκλητα στο ακροατήριο για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού σε θέση δημόσιου υπαλλήλου ή έκπτωση δημόσιου υπαλλήλου, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 149 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26),
δ) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θέσης του σε αυτοδίκαιη αργία, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 103 του ν. 3528/2007,
ε) αν έχει αποκλεισθεί ή παυθεί από αρμόδια αρχή από την άσκηση ενός επαγγέλματος, ή του έχει απαγορευθεί η ανάληψη θέσης Προϊσταμένου ή στελέχους οποιουδήποτε δημόσιου νομικού προσώπου, λόγω σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος,
στ) αν εκλεγεί μέλος της Βουλής των Ελλήνων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εκτελεστικών οργάνων διοίκησης πολιτικού κόμματος, ή αν ανακηρυχθεί υποψήφιος βουλευτής,
ζ) αν διορισθεί μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός,
η) αν είναι σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4356/2015 (Α΄181) ή συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού ή κατιών σε ευθεία γραμμή με τον Πρόεδρο ή οποιοδήποτε άλλο μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης.
2. Όταν συντρέχουν αναμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν λόγο παύσης του Διοικητή πριν από τη λήξη της θητείας του, ο Διοικητής παύεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του Συμβουλίου, η οποία εγκρίνεται με πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων (4/5) των μελών του. Η απόφαση περί παύσης δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Ο Υπουργός Οικονομικών δύναται οποτεδήποτε να ζητήσει τη γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης, ως προς το εάν συντρέχουν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν λόγο πρόωρης παύσης του Διοικητή.
4. Ο Διοικητής, που έχει παυθεί από το αξίωμά του, δύναται να προσβάλει με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας την απόφαση περί παύσης του. Η άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Άρθρο 93
Παραίτηση Διοικητή
Ο Διοικητής, όταν προτίθεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, ενημερώνει τον Υπουργό Οικονομικών και το Συμβούλιο Διοίκησης, τρεις (3) τουλάχιστον μήνες πριν από την παραίτησή του. Η παραίτηση γίνεται αποδεκτή με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 94
Κένωση της θέσης του Διοικητή λόγω θανάτου, παύσης ή παραίτησης
Σε περίπτωση κένωσης της θέσης του Διοικητή λόγω θανάτου, παύσης ή παραίτησης, διορίζεται νέος Διοικητής σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 87, εντός δύο (2) μηνών από την κένωση της θέσης. Για το διάστημα μέχρι τον διορισμό νέου Διοικητή, τα καθήκοντα αυτού ασκεί ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής, ή, εάν δεν υπάρχει ή αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, καθήκοντα Διοικητή ασκεί ένας εκ των Διευθυντών της Γενικής Διεύθυνσης της Κεντρικής Υπηρεσίας, που ορίζεται με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης.

Άρθρο 95
Λήξη της θητείας
1. Η διαδικασία για τον διορισμό νέου Διοικητή ξεκινάει τρεις (3) τουλάχιστον μήνες πριν τη λήξη της θητείας του.
2. Σε περίπτωση επιλογής του Διοικητή μετά από τη λήξη της θητείας του, με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής ως αναπληρωτής για το χρονικό διάστημα από τη λήξη της θητείας του μέχρι τον διορισμό του διαδόχου του. Αν ο ορισθείς ως αναπληρωτής αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του ή για οποιονδήποτε λόγο παύσει να εκτελεί αυτά, με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται ως αναπληρωτής ένας εκ των Διευθυντών της Γενικής Διεύθυνσης της Κεντρικής Υπηρεσίας μέχρι τον διορισμό του νέου Διοικητή της Αρχής ή την ανάληψη των καθηκόντων του υφισταμένου. Το ενδιάμεσο αυτό διάστημα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.

Άρθρο 96
Αρμοδιότητες Διοικητή
1. Οι αρμοδιότητες της Αρχής που προβλέπονται στο άρθρο 66 ασκούνται από τον Διοικητή της, πλην αυτών που κατά το άρθρο 84 ασκούνται από το Συμβούλιο Διοίκησης. Ο Διοικητής ασκεί, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) εισηγείται στο Συμβούλιο Διοίκησης για όλα τα θέματα αρμοδιότητάς του,
β) διαμορφώνει και επικαιροποιεί τον μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό της Αρχής. Επίσης καταρτίζει και αναθεωρεί, εφόσον απαιτείται, το ετήσιο επιχειρησιακό σχέδιο της Αρχής και καθορίζει τους ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους, το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και τα κριτήρια αξιολόγησης των οργανικών μονάδων αυτής, των Προϊσταμένων αυτών και του προσωπικού τους, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα,
γ) εισηγείται στο Συμβούλιο Διοίκησης τις αναγκαίες νομοθετικές ρυθμίσεις για ζητήματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της Αρχής,
δ) υποβάλλει απαντήσεις της Αρχής, για ερωτήσεις, επερωτήσεις και επίκαιρες ερωτήσεις προς την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, για την υποβοήθηση της άσκησης των κοινοβουλευτικών αρμοδιοτήτων,
ε) λαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων στις υπηρεσίες που υπάγονται στην Αρχή,
στ) λαμβάνει μέτρα για την κίνηση της διαδικασίας πειθαρχικής δίωξης ενώπιον των αρμόδιων πειθαρχικών συμβουλίων,
ζ) αποφασίζει για τη συμμετοχή της Αρχής σε ομάδες εργασίας ή επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνών οργανισμών με αντικείμενο που άπτεται των αρμοδιοτήτων της,
η) εκπροσωπεί την Αρχή σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για κάθε ζήτημα που αφορά στους σκοπούς και τις αρμοδιότητες της Αρχής,
θ) προΐσταται του συνόλου του προσωπικού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Οργανισμό και τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής,
ι) επιλέγει και τοποθετεί τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων κάθε επιπέδου της Αρχής, και αποφασίζει για την πρόωρη λήξη της θητείας τους και την απαλλαγή ή τη μετακίνησή τους,
ια) συγκροτεί τα Υπηρεσιακά και Πειθαρχικά Συμβούλια στην Αρχή, καθώς και ομάδες εργασίας ή έργου, συμβούλια και ειδικές επιτροπές αξιολόγησης,
ιβ) ορίζει τον Πρόεδρο, τα μέλη, τον εισηγητή και τον γραμματέα όλων των διαρκών και μη συλλογικών οργάνων της Αρχής,
ιγ) οργανώνει και υλοποιεί προγράμματα εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης και εξειδίκευσης του προσωπικού που υπάγεται στις οργανικές μονάδες της Αρχής,
ιδ) υποδεικνύει εκπροσώπους της Αρχής σε συλλογικά όργανα άλλων υπουργείων και φορέων,
ιε) συγκροτεί ομάδες εργασίας με τη συμμετοχή εκπροσώπων φορέων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), καθώς και ανεξάρτητων αρχών, προς τον σκοπό συνδρομής στην αποδοτικότερη διεξαγωγή του έργου της Αρχής σε θέματα για τα οποία απαιτούνται ειδική επιστημονική κατάρτιση και τεχνογνωσία.
ιστ) αποφασίζει για τα ειδικότερα προσόντα και τα κριτήρια πρόσληψης προσωπικού στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 100 και για την υποβολή στους αρμόδιους φορείς και στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού των αντίστοιχων αιτημάτων για τις σχετικές προκηρύξεις,
ιζ) είναι πειθαρχικός προϊστάμενος του συνόλου του προσωπικού της Αρχής, και δύναται να επιβάλει ποινή επίπληξης ή προστίμου έως τις αποδοχές ενός (1) μηνός.
2. Ο Διοικητής της Αρχής δύναται, με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να μεταβιβάζει στους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων της Αρχής, αρμοδιότητες ή να εξουσιοδοτεί αυτούς να υπογράφουν «Με εντολή Διοικητή» αποφάσεις, πράξεις ή άλλα έγγραφα. Επιτρέπεται η περαιτέρω εξουσιοδότηση υπογραφής από τα όργανα στα οποία μεταβιβάστηκαν οι αρμοδιότητες ή τα οποία εξουσιοδοτήθηκαν να υπογράφουν από τον Διοικητή της Αρχής, σε ιεραρχικά υφιστάμενα όργανα αυτών, στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση του πρώτου εδαφίου. Αν η ως άνω περαιτέρω εξουσιοδότηση παρέχεται από όργανο στο οποίο:
α) Είχε μεταβιβασθεί η αρμοδιότητα, το εξουσιοδοτούμενο όργανο υπογράφει με εντολή του οργάνου που του παρείχε την εξουσιοδότηση ή
β) είχε παρασχεθεί η εξουσιοδότηση υπογραφής, το εξουσιοδοτούμενο όργανο υπογράφει «Με εντολή Διοικητή». Οι αποφάσεις που προβλέπονται στην παρούσα δύνανται να τροποποιούνται εν όλω ή εν μέρει από το ίδιο όργανο, ανεξαρτήτως αλλαγής του προσώπου που τις εξέδωσε.

Άρθρο 97Αναπλήρωση Διοικητή
Σε περίπτωση προσωρινής αδυναμίας του Διοικητή να εκτελέσει τα καθήκοντά του, με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής ως αναπληρωτής για όσο διάστημα ο Διοικητής τελεί σε προσωρινή αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του. Αν ο ορισθείς ως αναπληρωτής αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του ή για οποιονδήποτε λόγο παύσει να εκτελεί αυτά, με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης ορίζεται ως αναπληρωτής ένας εκ των Διευθυντών της Γενικής Διεύθυνσης της Κεντρικής Υπηρεσίας μέχρι την ανάληψη των καθηκόντων του υφιστάμενου Διοικητή. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.

Άρθρο 98
Προϋπολογισμός και οικονομική διαχείριση
1. Για την κατάρτιση και εκτέλεση του προϋπολογισμού δαπανών της Αρχής και των σχετικών προβλέψεων στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (Μ.Π.Δ.Σ.), καθώς και τα θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης και δημόσιου λογιστικού εφαρμόζεται ο ν. 4270/2014 (Α` 143).
2. Η Αρχή, με ευθύνη του προϊσταμένου οικονομικών υπηρεσιών της, υποβάλλει απευθείας στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους το σχέδιο προϋπολογισμού της μέχρι την 31η Ιουλίου κάθε έτους, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 54 του ν. 4270/2014.
3. Οι δαπάνες λειτουργίας της Αρχής βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Οι απαιτούμενες πιστώσεις για τη λειτουργία της Αρχής εγγράφονται κάθε έτος σε χωριστό ειδικό φορέα ή χωριστούς ειδικούς φορείς στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών.
4. Ο Διοικητής της Αρχής είναι διατάκτης των πιστώσεων του προϋπολογισμού δαπανών της, σύμφωνα με τον ν. 4270/2014.
5. Η Αρχή δύναται να πραγματοποιεί δαπάνες που εντάσσονται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, σύμφωνα με το Υποκεφάλαιο 3 του Κεφαλαίου Β` του Μέρους Δ` του ν. 4270/2014. Επίσης, δύναται να συμμετέχει σε συγχρηματοδοτούμενα ή χρηματοδοτούμενα προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλους διεθνείς οργανισμούς.
6. Ακίνητα του Δημοσίου μπορεί να παραχωρούνται κατά χρήση στην Αρχή από την Εταιρία Ακινήτων Δημοσίου ή άλλους φορείς του Δημοσίου ή των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για την αντιμετώπιση των στεγαστικών αναγκών των υπηρεσιών της. Ο Διοικητής παρέχει σχετικές εγκρίσεις, σύμφωνα με τον ν. 3130/2003 (Α΄76), περί στέγασης δημοσίων υπηρεσιών, για θέματα στέγασης και μεταστέγασης των υπηρεσιών της Αρχής. Για τη σύναψη συμβάσεων μίσθωσης ακινήτων προς στέγαση των Υπηρεσιών της Αρχής, το ελληνικό Δημόσιο εκπροσωπείται από τον Διοικητή της Αρχής. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί στέγασης δημόσιων υπηρεσιών.

Άρθρο 99
Προσωπικό
1. Οι αποδοχές του προσωπικού με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετεί στην Αρχή, καθώς και των συνεργατών που ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 105 καθορίζονται σύμφωνα με τον ν. 4354/2015 (Α΄176). Στους ανωτέρω εξακολουθούν να καταβάλλονται: α) η προσωπική διαφορά του άρθρου 27 του ν. 4354/2015, στο ύψος που αυτή έχει προσδιοριστεί κατά την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στην Αρχή, χωρίς αυτή να συμψηφίζεται με τον καταβαλλόμενο βασικό μισθό και β) η οικογενειακή παροχή του άρθρου 15 του ν. 4354/2015.
2. Με την καθ` οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση του ως άνω προσωπικού που υπηρετεί με απόσπαση στην Αρχή, αυτό επανέρχεται αυτοδίκαια σε κενή θέση ή, εάν δεν υπάρχει, σε συνιστώμενη με την πράξη επαναφοράς προσωποπαγή θέση, της υπηρεσίας προέλευσής του. Στην περίπτωση αυτή, το προσωπικό αυτό με την επαναφορά του εξελίσσεται κανονικά στους βαθμούς και τα Μισθολογικά Κλιμάκια της κατηγορίας του, συνυπολογιζόμενου του χρόνου υπηρεσίας που έχει διανυθεί στην Αρχή.

Άρθρο 100
Πειθαρχική ευθύνη
1. Ο Διοικητής, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, που παραβαίνουν εκ δόλου τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 75έως 80, 84 και 88 έως 92, καθώς και στις πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτών, υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική, και πειθαρχική ευθύνη.
2. Για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στην Αρχή εφαρμόζονται τα άρθρα 103 έως 151 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26).
3. Για τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Πιστοληπτικής Αξιολόγησης, την πειθαρχική δίωξη ασκεί ο Διοικητής της Αρχής.
4. Για τον Πρόεδρο, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και τον Διοικητή, την πειθαρχική δίωξη ασκεί ο Υπουργός Οικονομικών.

Άρθρο 101
Πειθαρχικά Συμβούλια
1. Στην Αρχή συστήνεται Πειθαρχικό Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από: α) τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του και β) δύο (2) Παρέδρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Ο Πρόεδρος, τα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, και ο γραμματέας του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, με διετή θητεία.
2. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Αρχής έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους της Αρχής, εκτός του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Πιστοληπτικής Αξιολόγησης για τον οποίο το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 146Α του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (ν. 3528/2007, Α΄26). Για την αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Αρχής εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 120 του ν. 3528/2007.
3. Αρμόδιο πειθαρχικό όργανο για να κρίνει σε δεύτερο βαθμό το προσωπικό της Αρχής που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτής, είναι το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 146Α του ν. 3528/2007. Όταν κρίνονται υπάλληλοι της Αρχής, στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο συμμετέχει, αντί του μέλους που προβλέπεται στην περ. δ` της παρ. 1 του άρθρου 146Α του ν. 3528/2007, ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Πιστοληπτικής Αξιολόγησης, ο οποίος ορίζεται, με αναπληρωτή του τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών, με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, πριν από την έναρξη λειτουργίας του Συμβουλίου.

Άρθρο 102
Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο
1. Στην Αρχή συστήνεται Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στον Πρόεδρο και στα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, καθώς και στον Διοικητή αυτής.
2. Το Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
3. Το Ειδικό Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από έναν (1) Σύμβουλο Επικρατείας, έναν (1) Αρεοπαγίτη και έναν (1) Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), με τους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., αντίστοιχα. Καθήκοντα Προέδρου ασκεί ο αρχαιότερος των δικαστικών λειτουργών.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ορίζονται ο Πρόεδρος και τα έλη του Ειδικού Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Άρθρο 103
Υπηρεσιακό Συμβούλιο
Συστήνεται πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο με διετή θητεία για το πάσης φύσεως προσωπικό που υπηρετεί στην Αρχή, το οποίο αποτελείται από: α) Τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Διοίκησης, με τον αναπληρωτή του, ως Πρόεδρο, β) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Πιστοληπτικής Αξιολόγησης, με τον αναπληρωτή του, γ) τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών με τον αναπληρωτή του, και δ) δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους του πάσης φύσεως προσωπικού της Αρχής με τους αναπληρωτές τους, κατά τη σειρά εκλογής τους. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, καθώς και ο γραμματέας ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής. Μέχρι τη διενέργεια εκλογών ανάδειξης αιρετών εκπροσώπων, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο λειτουργεί νόμιμα με τα λοιπά τρία (3) τακτικά μέλη.

Άρθρο 104
Οργανωτική διάρθρωση της Αρχής
1. Η Αρχή συγκροτείται από το Γραφείο του Διοικητή και την Κεντρική Υπηρεσία.
2. Το Γραφείο Διοικητή επικουρεί αυτόν στην άσκηση των καθηκόντων του. Για τη γραμματειακή υποστήριξη του Διοικητή συστήνεται τριμελής Γραμματεία, η οποία στελεχώνεται από προσωπικό εκ του οριζόμενου στην παρ. 1 του άρθρου 105, για την υπηρεσιακή κατάσταση του οποίου εφαρμόζονται οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 105.
3. Συστήνονται δύο (2) αυτοτελείς οργανικές μονάδες σε επίπεδο τμήματος υπαγόμενες στον Διοικητή, ήτοι: α) Τμήμα Εσωτερικού Ελέγχου και Εσωτερικών Υποθέσεων και β) Τμήμα Επικοινωνίας, Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων.
4. Στην Κεντρική Υπηρεσία συστήνεται Γενική Διεύθυνση Πιστοληπτικής Αξιολόγησης υπό την οποία συστήνονται: α) Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών, β) Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και γ) Διεύθυνση Σχεδιασμού και Υποστήριξης.

Άρθρο 105
Προσωπικό της Αρχής
1. Στην Αρχή συνιστώνται ενενήντα πέντε (95) θέσεις, οι οποίες κατανέμονται ως εξής: α) σαράντα μία (41) θέσεις εκπαιδευτικής κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), β) είκοσι πέντε (25) θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, γ) δέκα (10) θέσεις εκπαιδευτικής κατηγορίας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), δ) δεκαπέντε (15) θέσεις εκπαιδευτικής κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), ε) δύο (2) θέσεις εκπαιδευτικής κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), και στ) δύο (2) θέσεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής.
2. Τα προσόντα που απαιτούνται για την κάλυψη των ανωτέρω θέσεων είναι όσα ορίζονται στο π.δ. 50/2001 (Α΄ 39) και στο άρθρο 52 του ν. 4830/2021 (Α’ 169), εκτός αν άλλως ορίζεται στον Οργανισμό της Αρχής. Ειδικότερα για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς η Αρχή επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων και της ασφάλειας των πληροφοριών.
3. Για την υποβοήθηση του Διοικητή της Αρχής συνιστώνται πέντε (5) θέσεις συνεργατών μη μετακλητών. Για την κάλυψη των θέσεων αυτών εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 46 και 47 του ν. 4622/2019 (Α’ 133) περί συνεργατών των ιδιαίτερων γραφείων των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών. Στο Γραφείο του Διοικητή της Αρχής συνιστάται θέση Διευθυντή, η οποία καλύπτεται από έναν εκ των συνεργατών.
4. Η Αρχή στελεχώνεται από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), καθώς και του ν. 3801/2009 (Α΄ 163) και καταλαμβάνουν αντίστοιχες οργανικές θέσεις. Η πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων γίνεται με διορισμό μέσω του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3051/2002 (Α΄220) και του ν. 4765/2021 (A’ 6) για τις ανεξάρτητες αρχές. Κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων της Αρχής δύναται, επίσης, να γίνεται με μετάταξη ή απόσπαση προσωπικού που υπηρετεί στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), με την ίδια σχέση εργασίας.
5. Για την κάλυψη προσωρινών αναγκών προσωπικού της Αρχής με απόσπαση ή με μετάταξη υπαλλήλων μόνιμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εφαρμόζεται το άρθρο 31 του ν. 4873/2021 (Α΄248), περί κινητικότητας υπαλλήλων σε νεοσύστατες υπηρεσίες.

Άρθρο 106
Δικαστική εκπροσώπηση και υποστήριξη της Αρχής
1. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται προς τον Διοικητή της Αρχής.
2. Η εν γένει δικαστική υποστήριξη των υποθέσεων της Αρχής διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους σύμφωνα με τον ν. 4831/2021 (Α’ 170).

Άρθρο 107
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής πριν από την έναρξη λειτουργίας του Συστήματος καταρτίζεται ο Κανονισμός Επεξεργασίας Δεδομένων, ο οποίος και αναρτάται στην ιστοσελίδα της.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, δύνανται να μεταβιβάζονται ή να ανατίθενται στην Αρχή περαιτέρω αρμοδιότητες σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στην αποστολή της.
3. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής δύναται να ανατίθενται αρμοδιότητες, δικές του ή της Αρχής, σε επιμέρους οργανικές μονάδες ή σε όργανα αυτής.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται η διαδικασία προκήρυξης του ανοικτού διαγωνισμού της παρ. 1 του άρθρου 73 για την επιλογή του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής, οι όροι και οι προϋποθέσεις συμμετοχής, η διαδικασία υποβολής των αιτήσεων, τα κριτήρια κατάταξης και ο τρόπος βαθμολόγησης αυτών, η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής της παρ. 2 του άρθρου 73, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 73.
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι αποδοχές του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής.
6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται η διαδικασία προκήρυξης του διαγωνισμού της παρ. 1 του άρθρου 87 για την επιλογή του Διοικητή της Αρχής, η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής της παρ. 2 του άρθρου 87, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 87.
7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου Διοίκησης, καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε κείμενης διάταξης, οι κάθε είδους αποδοχές του Διοικητή της Αρχής, τακτικές ή πρόσθετες, για όλο το διάστημα της θητείας του. Για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου αποδοχών εφαρμόζεται αναλόγως η περ. α` της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176).
8. Με απόφαση του Διοικητή:
α) Καθορίζεται ειδικό σύστημα προαγωγών και βαθμολογικής και υπηρεσιακής εξέλιξης των υπαλλήλων της Αρχής,
β) καθορίζονται ο τρόπος, η διαδικασία και τα όργανα ελέγχου της επίτευξης των στόχων, τα κριτήρια, ο τρόπος, η διαδικασία και τα όργανα αξιολόγησης των υπαλλήλων της Αρχής,
γ) συστήνονται ή συγχωνεύονται Υπηρεσιακά και Πειθαρχικά Συμβούλια στην Αρχή, καθώς και ομάδες εργασίας ή έργου, συμβούλια και ειδικές επιτροπές αξιολόγησης,
δ) καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα λειτουργίας των διαρκών και μη συλλογικών οργάνων, σύμφωνα με τα άρθρα 13 έως 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45),
ε) συστήνονται ομάδες εργασίας με τη συμμετοχή εκπροσώπων των φορέων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), καθώς και ανεξάρτητων αρχών, προς τον σκοπό συνδρομής στην αποδοτικότερη διεξαγωγή του έργου της Αρχής σε θέματα για τα οποία απαιτούνται ειδική επιστημονική κατάρτιση και τεχνογνωσία.
9. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Αρχής καθορίζεται η αμοιβή του Προέδρου, των μελών και του γραμματέα του Ειδικού Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 102.
10. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο ειδικότερος τρόπος λειτουργίας του Ειδικού Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 102, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
11. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής δύναται να ανακατανέμονται οι θέσεις του προσωπικού ανά εκπαιδευτική κατηγορία προς κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών της Αρχής.
12. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, διαπιστώνεται η έναρξη λειτουργίας της Αρχής.

Άρθρο 108
Μεταβατική διάταξη
1. Μέχρι τον διορισμό του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, η έκδοση του Οργανισμού, του Κανονισμού Λειτουργίας και των επιμέρους κανονισμών της Αρχής λαμβάνει χώρα με απόφαση του Διοικητή.
2. Έως την αρχική στελέχωση της Αρχής η λειτουργία της υποβοηθείται από την Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του Υπουργείου Οικονομικών.