Ο αποκτήσας, είκοσι (20) έτη πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, από επαχθή αιτία ακίνητο που κείται σε περιοχές όπου λειτουργεί το Κτηματολόγιο Δωδεκανήσου, σύμφωνα με το κυβερνητικό διάταγμα 132/1.9.1929 περί Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου (Β΄ 132), και στηρίζει το δικαίωμά του σε κτηματολογικές εγγραφές, οριστικές ή μεταγενέστερες, η εγκυρότητα των οποίων αμφισβητήθηκε από το Δημόσιο μέσω άσκησης αγωγής, δικαιούται να υποβάλει στην οικεία κτηματική υπηρεσία αίτηση για την οριστική επίλυση της διαφοράς με τίμημα, που αντιστοιχεί στο πενήντα τοις εκατό (50%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, προσαυξανόμενου κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), εφόσον υπάρχει κτίσμα. Η αίτηση υποβάλλεται εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και συνοδεύεται από πιστοποιητικό ή βεβαίωση του κτηματολογικού γραφείου, από τα οποία αποδεικνύονται:
α) η ιδιότητα του αποκτήσαντος το ακίνητο από επαχθή αιτία,
β) οι κτηματολογικές εγγραφές και
γ) η μεταγενέστερη των εγγραφών αυτών άσκηση αγωγής από το Δημόσιο.
Στον χρόνο της κατοχής του αιτούντος συνυπολογίζεται και ο χρόνος κατοχής των δικαιοπαρόχων του. Μετά την παραλαβή της αίτησης και των δικαιολογητικών, η οικεία κτηματική υπηρεσία προσδιορίζει το τίμημα και καλεί τον αιτούντα να καταβάλει αυτό εφάπαξ, εντός έξι (6) μηνών, στην κατά τόπο αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.O.Υ.). Μετά την εξόφληση του τιμήματος, η Δ.O.Υ. εκδίδει σχετική βεβαίωση, η οποία κοινοποιείται στην οικεία κτηματική υπηρεσία, προκειμένου το Δημόσιο να προβεί σε παραίτηση από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αγωγής. Με επιμέλεια του αιτούντος, καταχωρίζεται στα κτηματολογικά βιβλία του οικείου κτηματολογικού γραφείου η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών περί παραίτησης του Δημοσίου.