1. Για την εφαρμογή των άρθρων 1 έως και 16 ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) «Δημόσιο ακίνητο»: κάθε καταγεγραμμένο ακίνητο που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών και το οποίο κείται εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού.
β) «Ακίνητο ΤΕΘΑ»: κάθε ακίνητο που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Ταμείου Εθνικής Άμυνας (ΤΕΘΑ).
γ) «Αιτών»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση εξαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα.
δ) «Αίτηση εξαγοράς»: η αίτηση για την εξαγορά δημοσίου ακινήτου που υποβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 8.
ε) «Απόφαση εξαγοράς»: η διοικητική πράξη που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με το άρθρο 10.
στ) «Κατοχή»: η φυσική εξουσίαση δημοσίου ακινήτου με διάνοια κυρίου.
ζ) «Δικαιοπάροχος»: το πρόσωπο το οποίο ο αιτών διαδέχεται στην κατοχή δημοσίου ακινήτου με παράγωγο τρόπο ή έπειτα από κληρονομική διαδοχή.
η) «Φορέας υποδοχής»: η Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Κοινωφελών Περιουσιών της Γενικής Γραμματείας Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
θ) «Οικόπεδο»: η συνεχόμενη έκταση γης, που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου και βρίσκεται μέσα σε εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή μέσα στα όρια οικισμού χωρίς σχέδιο σύμφωνα με την περ. 50 του άρθρου 2 του ν. 4067/2012 (Α’ 79).
ι) «Γήπεδο»: η συνεχόμενη έκταση γης, που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο και ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους κυρίους εξ αδιαιρέτου, σε περιοχή εκτός εγκεκριμένου σχεδίου σύμφωνα με την περ. 12 του άρθρου 2 του ν. 4067/2012.
ια) «Ακίνητο»: εδαφική έκταση με τα συστατικά μέρη της σύμφωνα με το άρθρο 948 του Αστικού Κώδικα.
Ιβ) «Επιτροπή»: το συλλογικό διοικητικό όργανο που προβλέπεται στο άρθρο 9 και ασκεί τις αρμοδιότητες που ορίζονται στο ίδιο άρθρο.
ιγ) «Πιστοποιητικό αποδοχής»: το πιστοποιητικό που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 10.
Πέραν της ειδικής μνείας στο νομοσχέδιο για τα Δωδεκάνησα, θα πρέπει να γίνει ειδική αναφορά και στα ακίνητα που ευρίσκονται στην περιοχή Τσιλιβί Ζακύνθου, τα οποία κείνται εντός (λανθασμένα) χαρακτηρισθέντος παλαιού αιγιαλού. Πρόκειται για ιδιοκτησίες των οποίων οι ιδιοκτήτες κατέχουν τίτλους κτήσης που ανάγονται ήδη από το έτος 1930 και λόγω της καταστροφικής σεισμοπυρκαγιάς που κατέστρεψε τα οικεία υποθηκοφυλακεία αλλά και τα αρχεία των τοπικών συμβολαιογράφων, αδυνατούν να προσκομίσουν τίτλους κτήσης που να ανάγονται πρίν το έτος 1884 και συνακόλουθα να πετύχουν την άρση του χαρακτηρισμού της ιδιοκτησίας τους ως παλαιού Αιγιαλού. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι οι ιδιοκτησίες αυτές σήμερα έχουν περιέλθει στην ΕΤΑΔ.
Συνεπώς, για την άρση της μέχρι σήμερα παράλειψης του νομοθέτη να επέμβει προκειμένου να ρυθμίσει το ζήτημα των παλαιών αιγιαλών στη Ζάκυνθο και λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρετικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στο νησί μετά την καταστροφή των αρχείων των τοπικών υποθηκοφυλακείων και των τοπικών συμβολαιογράφων με τη σεισμοπυρκαγιά του 1953, θα πρέπει το συγκεκριμένο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο να συμπεριλάβει και τις ιδιοκτησίες ιδιωτών που βρίσκονται εντός παλαιού αιγιαλού στην περιοχή Τσιλιβί Ζακύνθου και οι οποίες (κακώς) έχουν περιέλθει στην ΕΤΑΔ.
Παναγιώτης Κούτσης
Μάργαρη Ανδριανή
Είρηνη Κούτση
Μουρίκη Παναγιώτα
Αγγελική Κούτση
Βασιλόπουλος Χαράλαμπος
Διονύσιος Κούτσης
Κατόπιν, επικοινωνίας με άλλους συναδέλφους μου δικηγόρους, ακόμα προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε την αιτιολογία του νομοθέτη σχετικά με την έννοια της κατοχής. Κατοχή είναι η φυσική εξουσίαση πράγματος άρα και ακινήτου, χωρίς διάνοια κυρίου αλλά διάνοια κατοχής, δηλαδή την πεποίθηση ότι το εξουσιάζω φυσικά. Το σίγουρο είναι, ότι για την επιτυχία του νομοσχεδίου πρέπει να προτιμηθεί η έννοια της κατοχής, όπως αυτήν την πρωτογνωρίσαμε στα εγχειρίδια του Εμπράγματου Δικαίου και μετέπειτα μέσα από τις αποφάσεις των δικαστηρίων στην ενεργή δικηγορία.
Ο ορισμός της Δημόσιας περιουσίας επί γαιών, υπάρχει ήδη εις την Συμβίβαση του 1835 μεταξύ ελλάδας και Τουρκίας που τελικά δημοσιοποιήθηκε στο ΦΕΚ15 της 27ης Απριλίου 1838. Τα προβλεπόμενα να εκδοθούν εκτελεστικά Διατάγματα ουδέποτε εκδόθηκαν.Η Συμβίβαση ισχύει μέχρι σήμερα, την προέβλεψε η Συνθήκη Ανεξαρτησίας και είναι αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι άλλων νόμων που εκδίδονται χωρίς να την λαμβάνουν υπόψη. Η Δημόσια περιουσία αποτελεί κοινοκτημοσύνη του ελληνικού λαού και η ρύθμιση της αυθαίρετης κατοχής της πρέπει να γίνεται μέσω της ρύθμισης της χρήσης και όχι της κυριότητας. Ως αιτιολόγηση πρέπει να γίνεται επίκληση Δημοσίου συμφέροντος και όχι ρύθμιση ατομικού συμφέροντος.
Οι ως άνω παρατηρήσεις για την ειδική έννοια της κατοχής του άρθρου 2 είναι πολύ εύστοχες, και πρέπει οπωσδήποτε να αντικατασταθεί με την έννοια της κατοχής του ΑΚ ήτοι «την φυσική εξουσίαση επί δημοσίου ακινήτου» χωρίς την απαίτηση της διάνοιας κυρίου και για τον εξής λόγο:
Από την μία ο νομοθέτης στο άρθρο 2 βαπτίζει την νομή του ΑΚ ως ειδική έννοια της κατοχής. Απαιτεί, εκτός της φυσικής εξουσίασης (αυτό είναι μόνο η κατοχή) να έχει ο αιτών και «διάνοια κυρίου». Μάλιστα στο άρθρο 3§1 περ. α και β, απαιτεί η «ειδική κατοχή» να είναι και αδιάλειπτη.
Με άλλα λόγια, απαιτεί ο κάτοχος να έχει για 30 ή 40 χρόνια: α) φυσική εξουσίαση επί δημοσίου ακινήτου β) με πεποίθηση ότι είναι δικό του (διάνοια κυρίου) γ) και να το πιστεύει αυτό καθ΄ όλη την διάρκεια της κατοχής του.
Το βασικό ζήτημα, που τέθηκε και σε άλλο σχόλιο, είναι, ότι με την επιλογή αυτή του νομοθέτη, εξαιρούνται σχεδόν όλοι από το παρόν νομοσχέδιο, αφού η απαιτούμενη «διάνοια κυρίου» θα έχει διακοπεί σε κάποιο χρονικό σημείο σίγουρα είτε με ενέργεια του ίδιου του αιτούντος, ιδίως με ασκηθείσα αίτηση εξαγοράς βάσει προηγούμενου νόμου τόσο (από τον ίδιο όσο και από τον δικαιοπάροχό του) είτε με ενέργεια του ίδιου του Ελληνικού Δημοσίου (Κτηματική Υπηρεσία), ιδίως με την αυτοψία επί του ακινήτου είτε την έκδοση πρωτοκόλλου αποζημίωσης χρήσης είτε διοικητικής αποβολής, είτε με δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση της περιοχής και την προτίμησή της στις αρχικές κτηματολογικές εγγραφές.
Οι ανωτέρω πράξεις έχει νομολογηθεί, ότι θεωρούνται διακοπτικές της αδιάλειπτης διάνοιας κυρίου. Τούτο αποδεικνύεται από την νομολογία, σχετικά με την ερμηνεία της αδιατάρακτης νομής του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, όπου τα δικαστήρια σε πλείστες περιπτώσεις έκριναν ότι έχει διακοπεί η «αδιατάραχτη νομή» λόγω των ανωτέρω ενεργειών (ιδιωτών είτε δημοσίου) και απέρριψε τους ιδιώτες.
Ενόψει των ανωτέρω, δημιουργείται το εύλογο ερώτημα, πως γίνεται το νομοσχέδιο να ζητά στην ουσία του αδιάλειπτη νομή (αφού η ειδική κατοχή ταυτίζεται με την νομή) και ταυτόχρονα να αναφέρει:
α) στο άρθρο 11 ότι «εκκρεμείς αιτήσεις εξαγοράς, στηριζόμενες σε προηγούμενο νόμο, δεν εξετάζονται και τίθενται στο αρχείο».
β) στο άρθρο 13§3 περ. β «ότι τα βεβαιωθέντα και μη εξοφληθέντα Πρωτόκολλα Καθορισμού Αποζημίωσης Αυθαίρετης Χρήσης (Π.ΚΑ.Α.Χ.) και τα Πρωτόκολλα Διοικητικής Αποβολής (Π.Δ.Α.) διαγράφονται».
Άλκηστις Γιωγιού
Δικηγόρος Θεσσαλονίκης
ΑΜΔΣΘ 10618
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΔΗΜΟΥ ΕΔΕΣΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ
ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΑ KATEXOMENA ΑΚΙΝΗΤΑ
ΑΡΘΡΟ 2
παρ. 1, περ. α)
ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ: να περιλαμβάνονται και τα υπό καταγραφή ακίνητα ή όπως προβλέπεται στα ακίνητα ΤΕΘΑ «κάθε ακίνητο», παραλείποντας τη λέξη «καταγεγραμμένο».
παρ. 1, περ. ια)
ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ: η περαιτέρω εξειδίκευση του «ακινήτου», ή αν ταυτίζεται με την έννοια του «δημοσίου ακίνητου» της περ. α).
Ελπίζουμε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κα Σακελλαροπούλου, υπηρετώντας τον συμβολικό ρόλο που πλέον της έχει ανατεθεί, να έχει καταφέρει να αφουγκραστεί τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και να έχει πλέον αντιληφθεί ότι ακόμα και ο παλαιότερος νόμος 4061/2012 που προσπάθησε να επιλύσει το ίδιο ζήτημα, δεν διακατεχόταν από εισπρακτικές σκοπιμότητες όπως διατείνεται η ολομέλεια του ΣτΕ, στην οποία η ίδια προέδρευε, αλλά προσπαθούσε να επιλύσει ένα πρόβλημα, το οποίο δημιουργήθηκε εξαιτίας της κωλυσιεργίας του Ελληνικού κράτους. Χαρακτηριζόμαστε καταπατητές όλοι εμείς, που οι πρόγονοι μας εγκαταστάθηκαν σε ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, με τις ευλογίες του ίδιου, επένδυσαν κόπους ζωής και όνειρα, τα οποία εμείς ως απόγονοι συντηρήσαμε και το μόνο που ζητάμε είναι να μας δοθεί η ευκαιρία να τα αγοράσουμε. Όχι να μας τα χαρίσουν! Ζούμε γενιές επί γενεών με την ανασφάλεια αν τα σπίτια που ζούσαν οι παππούδες μας, που μεγαλώσαμε εμείς, που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, σωστοί απέναντι σε όλες τις υποχρεώσεις μας, θα γίνουν κάποτε και νομικά δικά μας. Οι πλειονότητα από εμάς δεν επέλεξε να «καταπατήσει» ακίνητη περιουσία του Δημοσίου. Ακούγαμε από τους γονείς και τους παππούδες μας ότι τα σπίτια- χωράφια αυτά είναι δικά μας. Πληρώναμε όλους τους σχετιζόμενους με αυτά φόρους (ΕΝΦΙΑ, δημοτικά τέλη και δημοτικούς φόρους, ΤΑΠ, κ.λ.π.) και μία μέρα, εμφανίζεται το Δημόσιο και μας λέει ότι όλα αυτά δεν μας ανήκουν. Είμαστε λέει καταπατητές. Δεν είμαστε τυχεροί ή έξυπνοι που έχουμε υπό την κατοχή μας ακίνητο του Δημοσίου. Είμαστε άτυχοι που την κληρονομήσαμε, αντί να κληρονομήσουμε ένα ακίνητο που θα μπορούσαμε είτε να έχουμε πουλήσει είτε να ζούσαμε με την ασφάλεια ότι θα είναι και αύριο δικό μας. Αυτή η ανασφάλεια που βιώνουμε εξαιτίας του δυσκίνητου ελληνικού κράτους πρέπει επιτέλους να λυθεί. Εύγε στην κυβέρνηση για το πολύ καλό νομοσχέδιο που ετοίμασε. Ωστόσο υπάρχουν λεπτομέρειες που χρήζουν παρέμβασης πριν ψηφιστεί που κάποιοι πιο καταρτισμένοι συμπολίτες μου, πιθανώς και νομικοί έχουν πολύ εύστοχα ανωτέρω επισημάνει. Όπως για παράδειγμα η κατοχή με διάνοια κυρίου (μετά τα σχόλια των ανωτέρω αντιλαμβάνομαι πλέον και εγώ ένας απλός πολίτης το πρόβλημα που δημιουργείται αν διατηρηθεί), όπως, η απαίτηση τα κτίσματα να είναι προ της 31.12.1981.
Αρχικά πρέπει να επικροτηθεί η προσπάθεια της κυβέρνησης να ρυθμίσει ένα τόσο πολυσήμαντο ζήτημα. Σε συνέχεια των παραπάνω πολύ εύστοχων σχολίων, κρίνεται επιβεβλημένη, για την επιτυχία του νομοσχεδίου, η αντικατάσταση του ορισμού της κατοχής όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 2§1 περ. στ, με την αφαίρεση των λέξεων με «διάνοια κυρίου», διότι:
Με την υπ’ αριθμ. 709/2020 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις του άρθρου 23 του ν. 4061/2012, διότι ως προϋπόθεση εξαγοράς θέτουν αποκλειστικά την κατοχή δημοσίου κτήματος τουλάχιστον από την 5.6.1993 και την καταβολή τιμήματος, χωρίς να θέτει περαιτέρω αυστηρές προϋποθέσεις. Με άλλα λόγια, έβγαλε ως αντισυνταγματική την διάταξη, επειδή έθετε πολύ χαλαρές προϋποθέσεις και όχι επειδή επιλέχθηκε από τον νομοθέτη η χρήση της κατοχής του ΑΚ ως προϋπόθεση για την ένταξη στην εν λόγω ρύθμιση.
ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ, το σημερινό νομοσχέδιο θέτει αυστηρές προϋποθέσεις εξαγοράς, εξασφαλίζοντας έτσι την συνταγματικότητα του. Απαιτεί ενδεικτικά: 1. Κατοχή για 30 ή 40 έτη 2. Αδιάλειπτη χρήση του κατεχόμενου ως κύρια και μοναδική κατοικία ή επαγγελματική έδρα ή ως τόπο άσκησης αγροτικής δραστηριότητας 3. Διαφοροποιεί τις προϋποθέσεις εξαγοράς μεταξύ δημόσιων ακινήτων που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως και εκείνων που βρίσκονται εκτός σχεδίου πολέως κ.α.
Δεν θα πρέπει, συνεπώς, ο νομοθέτης να αποθαρρυνθεί να χρησιμοποιήσει την κατοχή όπως αυτή ορίζεται στον ΑΚ, διότι αυτή οχυρώνεται συνταγματικά με τις ως άνω προϋποθέσεις κατά σύμφωνη ερμηνεία με την ΟλΣτε.
Η απαίτηση ύπαρξης, λοιπόν, κατοχής με διάνοια κυρίου, (ουσιαστικά δηλαδή νομής) είναι άστοχη και θα περιπλέξει άσκοπα τα πράγματα. Η έννοια της κατοχής όπως την ξέρουμε στον ΑΚ, ήτοι «φυσική εξουσίαση του πράγματος (άρα και δημοσίου ακινήτου)» σε συνδυασμό με τις αυστηρές προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω αρκεί για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του νομοσχεδίου και να διασφαλίσει τους αποκαταστατικούς του σκοπούς. Η πρόσθετη απαίτηση διάνοιας κυρίου είναι επικίνδυνη τόσο από νομοθετική άποψη, διότι ταυτίζεται με την νομή όσο και από πρακτική άποψη καθώς θα οδηγήσει σε αναποτελεσματικότητα του νομοσχέδιου, περαιτέρω διοικητική και δικαστική επιβάρυνση του δημοσίου αλλά και των πολίτων, αφού αμφότεροι θα εμπλακούν σε αέναους δικαστικούς αγώνες.
Στο άρθρο 974 ΑΚ, όπου δίνεται ο ορισμός κατοχής και νομής αναφέρεται ότι «Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή), αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου, είναι νομέας του» Κατοχή, λοιπόν κατά τον ΑΚ είναι η φυσική εξουσίαση πάνω στο πράγμα.
Στο παρόν νομοσχέδιο, λοιπόν, εντοπίζεται σοβαρό ζήτημα με την έννοια της κατοχής. Απαιτείται να υπάρχει κατοχή με διάνοια κυρίου, στοιχεία που από κοινού συντελούν την έννοια της νομής. Στην ουσία δημιουργείται μία καινούργια έννοια της κατοχής η οποία, ακόμα και αν ερμηνευθεί κατά τα όσα ορίζονται στην αιτιολογική έκθεση, εξακολουθεί να ταυτίζεται με την νομή. Η φράση διάνοια κυρίου, ουδεμία συσχέτιση μπορεί να έχει με την κατοχή και κάθε προσπάθεια συνδυασμού τους, θα αποδειχθεί ανεπιτυχής. Αν δεχθούμε ότι επί Δημοσίων ακινήτων δεν νοείται να υπάρχει νομή, όπως ορίζεται στην αιτιολογική έκθεση, τότε δεν νοείται να υπάρχει και διάνοια κυρίου. Συνεπώς ο ορισμός της κατοχής στο παρόν νομοσχέδιο θα πρέπει να είναι ο ίδιος με αυτόν του ΑΚ, όπως τον γνωρίζουμε από το 1946.
Αν διατηρηθεί η απαίτηση ύπαρξης διάνοιας κυρίου θα οδηγηθούμε στον αποκλεισμό τουλάχιστον του 90% των ενδεχόμενων δικαιούχων. Θα ψηφίσουμε δηλαδή ένα νομοσχέδιο που ο ελληνικός λαός περιμένει πάνω από 50 χρόνια, το οποίο θα είναι εξ αρχής άνευ αντικειμένου.
Προκριτέα σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι η έννοια της κατοχής του ΑΚ, που θα οχυρώνεται με αυστηρές αλλά δίκαιες και ανάλογες προϋποθέσεις. Η επιπλέον, προϋπόθεση της διάνοιας κυρίου πέραν της νομικής της αστοχίας θέτει σε κίνδυνο την επιτυχία του κατά τα άλλα με επιμέλεια καταρτισμένου νομοσχεδίου και προβλέπεται να οδηγήσει σε διαιώνιση του προβλήματος.
Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 2§1 περ. στ. του νομοσχεδίου ορίζεται: «Κατοχή: η φυσική εξουσίαση δημοσίου ακινήτου με διάνοια κυρίου».
Στο άρθρο 974 ΑΚ ορίζεται: Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου.
Γίνεται αντιληπτό ότι, ο ορισμός της Κατοχής στο νομοσχέδιο σε επίπεδο αστικού δικαίου κατά το 974 ΑΚ είναι ταυτόσημος με την νομή και όχι την κατοχή.
Η κατοχή είναι η φυσική εξουσίαση πάνω σε ένα πράγμα (άρα και σε ακίνητο) με διάνοια κατοχής και όχι κυρίου.
Στην ίδια ανεπίτρεπτη δογματικά-νομικά κατεύθυνση βρίσκεται και η αιτιολογική έκθεση, η οποία αναφέρει: «περαιτέρω, ορίζεται ειδικά η έννοια της «κατοχής», ως η φυσική εξουσίαση επί δημοσίου ακινήτου με διάνοια κυρίου, με σκοπό να διαχωριστεί τόσο από την κατοχή ως απλή φυσική εξουσίαση όσο και από την νομή, η οποία δεν είναι δυνατή, εφόσον, κατά το άρθρο 2 του α.ν. 1539/1938, το Δημόσιο διατηρεί πάντοτε πλασματική νομή επί των αδέσποτων και δημοσίων κτημάτων».
Στην ουσία ο νομοθέτης μας λέει, ας βαπτίσω την κατοχή ως νομή γιατί η κατοχή δεν μου φτάνει αλλά δεν μπορώ να έχω νομή δεν δημόσιο ακίνητο λόγω της πλασματικής νομής του δημοσίου.
Δεν μπορεί όμως να γίνει νομικά κατανοητό γιατί δεν επιλέγεται ο ένας και μοναδικός ορισμός της Κατοχής όταν μάλιστα:
1. Το ίδιο το νομοσχέδιο τιτλοφορείται «Ρυθμίσεις για τα κατεχόμενα ακίνητα του Δημοσίου και άλλες διατάξεις» καθώς και προγενέστερο νομοσχέδιο που πέρασε την δημόσια διαβούλευση το έτος 2014, αλλά δεν ψηφίστηκε, προέβλεπε την κλασσική κατοχή του ΑΚ. Επιπλέον, και η αθρογραφία των τελευταίων ετών από το 2014 μέχρι και σήμερα ανέφερε ότι, θα κατατεθεί νομοσχέδιο εξαγοράς των δημοσίων ακίνητων για τους κατόχους αυτών, οπότε εύλογα όλοι οι ενδιαφερόμενοι ανέμεναν, έχοντας και στο μυαλό τους τόσο το προηγούμενο νομοσχέδιο όσο και την ανωτέρω αρθρογραφία, ότι προϋπόθεση θα είναι η απλή κατοχή, δηλαδή η φυσική εξουσίαση επί του ακινήτου, χωρίς την απαίτηση ύπαρξης διάνοιας κυρίου.
2. Και άλλοι προγενέστεροι νόμοι έθεταν στο επίκεντρο την Κατοχή του ΑΚ για την εξαγορά δημοσίων ακινήτων, όπως εξάλλου με οξύμωρο τρόπο η ίδια η αιτιολογική έκθεση του παρόντος νομοσχεδίου αναφέρει. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο ν. 357/1976 περί εξαγοράς ανταλλαξίμων ακινήτων όπου στο άρθρο 2.1. ορίζει ότι:
«Οι κατέχοντες αστικά ανταλλάξιμα κτήματα εφ` ων ανήγειρον κτίσματα μονίμου ή προχείρου μορφής χρησιμοποιούμενα παρ` αυτών δι` οικογενειακήν ή επαγγελματικήν στέγασιν, δικαιούνται να εξαγοράσουν ταύτα αντί τιμήματος ίσου προς το 90% της κατά τον χρόνον της εκποιήσεως αξίας του εδάφους αυτών»
Ξεκάθαρα θέτει την κατοχή (όπως αυτή ισχύει στον ΑΚ) ως προϋπόθεση υπαγωγής στο νόμο και χορήγησης δικαιώματος εξαγοράς ανταλλάξιμου ακινήτου, χωρίς κανέναν περαιτέρω ειδικότερο ορισμό.
3. Διότι, η εν λόγω ειδική έννοια της κατοχής, έρχεται να ανατρέψει έναν παγιωμένο ορισμό από την ίδρυση του Αστικού Κώδικα μέχρι και σήμερα, προκαλώντας αδικαιολόγητη και ανεπίτρεπτη δογματική σύγχυση τόσο στην θεωρία όσο και στην νομολογία των δικαστηρίων, δημιουργώντας έναν τεράστιο νέο κύκλο δικαστικών αγώνων, αφού το νομικό μας σύστημα ουδέποτε αναγνώριζε άλλη έννοια της κατοχής παρά αυτήν του ΑΚ. Αντίθετα, το να τεθεί ως προϋπόθεση αντί της κατοχής του ΑΚ η νομή του ΑΚ, θα περιορίσει τουλάχιστον κατά 90% το κύκλο των προσώπων τους οποίους αφορά και μπορούν να ενταχθούν και εκ του αποτελέσματος δεν θα επιτύχει ούτε κατ’ ελάχιστο τον δημόσιο σκοπό που καλείται να υπηρετήσει το παρόν νομοσχέδιο, δηλαδή την οριστική διευθέτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και την αποκατάσταση των προσώπων που διατηρούν στα ακίνητα αυτά την κατοικία τους ούτε βέβαια τον κοινωνικό και αποκαταστατικό χαρακτήρα του.
4. Η ίδια η αιτιολογική έκθεση αναφέρει μεταξύ άλλων τις αυστηρές προϋποθέσεις, που έθεταν προηγούμενοι νόμοι για την δυνατότητα εξαγοράς δημοσίων ακινήτων από τους κατέχοντες αυτά επί μακρώ χρόνο, οι οποίοι, εξ αυτού του λόγου, δεν διευθέτησαν οριστικά το πρόβλημα και ότι το παρόν νομοσχέδιο έρχεται δίκαια να ρυθμίσει οριστικά την ανωτέρω κατάσταση. Όμως, με οξύμωρο τρόπο θέτει την πλέον αυστηρή προϋπόθεση, να απαιτεί εκ του αποτελέσματος «νομή» (την οποία ανεπίτρεπτα βαπτίζει ως κατοχή) ενώ οι προηγούμενοι νόμοι εξαγοράς απαιτούσαν την απλή κατοχή. Θέτει δηλαδή πολύ αυστηρότερες προϋποθέσεις ως προς αυτό το σημείο.
5. Η επιλογή της απλής κατοχής ως προϋπόθεσης για την απόκτηση δικαιώματος εξαγοράς δημοσίου ακινήτου δεν ενέχει κίνδυνο αντισυνταγματικότητας. Η πρόσφατη ΟλΣΤΕ 709/2020 έκρινε ως αντισυνταγματικό το άρθρο 23 του ν. 4061/2012, το οποίο χορηγούσε δικαίωμα εξαγοράς σε όσους κατείχαν δημόσιο κτήμα (εντός ή εκτός σχεδίου μέχρι 10 στρεμμάτων) τουλάχιστον από τις 05.06.1993 μέχρι και την ψήφιση του, ήτοι μόνο για τουλάχιστον 19 χρόνια. Παρότι, σε πρώτη ανάγνωση θα θεωρούσε κανείς ότι το πρόβλημα της αντισυνταγματικότητας εντοπίζεται στην χορήγηση δικαιώματος εξαγοράς στην ΚΑΤΟΧΗ, εντούτοις στο αιτιολογικό της απόφασης είναι ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα έγκειται στις πολύ χαλαρές προϋποθέσεις που έθετε το εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, η απόφαση εστιάζει στην έλλειψη αποκαταστατικού χαρακτήρα της εν λόγω ρύθμισης, όπως προέβλεπαν παλιότερες ρυθμίσεις όπως π.χ. την χρήση του ακινήτου για συνεχή καλλιέργεια ή την ανέγερση κτηρίου, στους τρόπους απόδειξης της επικαλούμενης κατοχής, στην έκταση του δικαιώματος εξαγοράς, όπου επιτρεπόταν η αγορά εντός και εκτός οικισμού κτήματος που δεν υπερβαίνει τα 10 στρέμματα και υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Γεωργίας. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύουν περίτρανα ότι το πρόβλημα δεν είναι η επιλογή του δικαιώματος κατοχής αλλά γενικά οι πολύ χαλαρές προϋποθέσεις που ο νόμος έθετε και που σύμφωνα με την Ολομέλεια δεν εξυπηρετούσαν κάποιον δικαιολογημένο αποκαταστατικό σκοπό και δημόσιο συμφέρον, αλλά επικεντρώνονταν σε εισπρακτικούς σκοπούς.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, το εν λόγω νομοσχέδιο, έχοντας προφανώς υπόψιν του την ανωτέρω απόφαση προέβην σε αυστηροποίηση (υπέρμετρη θα έλεγε κανείς όλων των προϋποθέσεων). Πιο συγκεκριμένα, θέτει ως προϋπόθεση για την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του: 1. Κατοχή για 30 ή 40 έτη 2. Αδιάλειπτη Κατοχή 3. Ειδικό σκοπό της κατοχής ως μοναδικής και κύριας κατοικίας ή επαγγελματικής έδρας ή ως τόπου άσκησης αγροτικής δραστηριότητας 4. Πολύ αυστηρή χρονολογία κατασκευής των ανωτέρω κτισμάτων 5.Διαφορετικούς και πολύ αυστηρότερους όρους για αγορά εντός ή εκτός οικισμού δημοσίων κτισμάτων, 6. Εκτεταμένες ρυθμίσεις για τα εκ των προτέρων εξαιρούμενα ακίνητα είτε οίκοθεν από διασταύρωση πληροφοριών από τα υπουργεία είτε μετά από έλεγχο εντεταλμένων διοικητικών οργάνων (οικεία Κτηματική Υπηρεσία και οικεία Επιτροπή).
Σε όλα τα ανωτέρω έρχεται εκ περισσού να προσθέσει και την ειδική έννοια της «κατοχής», η οποία όπως αναφέρθηκε ανωτέρω είναι απαγορευτική και μόνο σύγχυση θα δημιουργήσει. Ταυτόχρονα, η προσθήκη της φράσης «με διάνοια κυρίου» στενεύει ανεπίτρεπτα το πεδίο των προσώπων που θα καταφέρουν να ενταχθούν στο νομοσχέδιο (πολύ περισσότερο και από το παλαιότερο άρθρο 4 του ν. 3127/2003) με τον κίνδυνο να μην δώσει οριστική λύση και να μην υπηρετήσει ούτε στο ελάχιστο τον τιθέμενο στην αιτιολογική του έκθεση σκοπό.
Ως εκ τούτου πρέπει οπωσδήποτε να αφαιρεθεί από τον ορισμό της έννοιας της κατοχής του παρόντος νομοσχεδίου η φράση «με διάνοια κυρίου».
Μαρινάκη Θ. Ζωή
Δικηγόρος (ΑΜΔΣΘ 13286)
LL.M. Αστικού, Αστικού Δικονομικού & Εργατικού Δικαίου Α.Π.Θ.
Προκριτέα σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι η έννοια της κατοχής του ΑΚ, που θα οχυρώνεται με αυστηρές αλλά δίκαιες και ανάλογες προϋποθέσεις. Η επιπλέον, προϋπόθεση της διάνοιας κυρίου πέραν της νομικής της αστοχίας θέτει σε κίνδυνο την επιτυχία του κατά τα άλλα με επιμέλεια καταρτισμένου νομοσχεδίου και προβλέπεται να οδηγήσει σε διαιώνιση του προβλήματος.
Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 2§1 περ. στ. του νομοσχεδίου ορίζεται: «Κατοχή: η φυσική εξουσίαση δημοσίου ακινήτου με διάνοια κυρίου».
Στο άρθρο 974 ΑΚ ορίζεται: Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου.
Γίνεται αντιληπτό ότι, ο ορισμός της Κατοχής στο νομοσχέδιο σε επίπεδο αστικού δικαίου κατά το 974 ΑΚ είναι ταυτόσημος με την νομή και όχι την κατοχή.
Η κατοχή είναι η φυσική εξουσίαση πάνω σε ένα πράγμα (άρα και σε ακίνητο) με διάνοια κατοχής και όχι κυρίου.
Στην ίδια ανεπίτρεπτη δογματικά-νομικά κατεύθυνση βρίσκεται και η αιτιολογική έκθεση, η οποία αναφέρει: «περαιτέρω, ορίζεται ειδικά η έννοια της «κατοχής», ως η φυσική εξουσίαση επί δημοσίου ακινήτου με διάνοια κυρίου, με σκοπό να διαχωριστεί τόσο από την κατοχή ως απλή φυσική εξουσίαση όσο και από την νομή, η οποία δεν είναι δυνατή, εφόσον, κατά το άρθρο 2 του α.ν. 1539/1938, το Δημόσιο διατηρεί πάντοτε πλασματική νομή επί των αδέσποτων και δημοσίων κτημάτων».
Στην ουσία ο νομοθέτης μας λέει, ας βαπτίσω την κατοχή ως νομή γιατί η κατοχή δεν μου φτάνει αλλά δεν μπορώ να έχω νομή δεν δημόσιο ακίνητο λόγω της πλασματικής νομής του δημοσίου.
Δεν μπορεί όμως να γίνει νομικά κατανοητό γιατί δεν επιλέγεται ο ένας και μοναδικός ορισμός της Κατοχής όταν μάλιστα:
1. Το ίδιο το νομοσχέδιο τιτλοφορείται «Ρυθμίσεις για τα κατεχόμενα ακίνητα του Δημοσίου και άλλες διατάξεις» καθώς και προγενέστερο νομοσχέδιο που πέρασε την δημόσια διαβούλευση το έτος 2014, αλλά δεν ψηφίστηκε, προέβλεπε την κλασσική κατοχή του ΑΚ. Επιπλέον, και η αθρογραφία των τελευταίων ετών από το 2014 μέχρι και σήμερα ανέφερε ότι, θα κατατεθεί νομοσχέδιο εξαγοράς των δημοσίων ακίνητων για τους κατόχους αυτών, οπότε εύλογα όλοι οι ενδιαφερόμενοι ανέμεναν, έχοντας και στο μυαλό τους τόσο το προηγούμενο νομοσχέδιο όσο και την ανωτέρω αρθρογραφία, ότι προϋπόθεση θα είναι η απλή κατοχή, δηλαδή η φυσική εξουσίαση επί του ακινήτου, χωρίς την απαίτηση ύπαρξης διάνοιας κυρίου.
2. Και άλλοι προγενέστεροι νόμοι έθεταν στο επίκεντρο την Κατοχή του ΑΚ για την εξαγορά δημοσίων ακινήτων, όπως εξάλλου με οξύμωρο τρόπο η ίδια η αιτιολογική έκθεση του παρόντος νομοσχεδίου αναφέρει. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο ν. 357/1976 περί εξαγοράς ανταλλαξίμων ακινήτων όπου στο άρθρο 2.1. ορίζει ότι:
«Οι κατέχοντες αστικά ανταλλάξιμα κτήματα εφ` ων ανήγειρον κτίσματα μονίμου ή προχείρου μορφής χρησιμοποιούμενα παρ` αυτών δι` οικογενειακήν ή επαγγελματικήν στέγασιν, δικαιούνται να εξαγοράσουν ταύτα αντί τιμήματος ίσου προς το 90% της κατά τον χρόνον της εκποιήσεως αξίας του εδάφους αυτών»
Ξεκάθαρα θέτει την κατοχή (όπως αυτή ισχύει στον ΑΚ) ως προϋπόθεση υπαγωγής στο νόμο και χορήγησης δικαιώματος εξαγοράς ανταλλάξιμου ακινήτου, χωρίς κανέναν περαιτέρω ειδικότερο ορισμό.
3. Διότι, η εν λόγω ειδική έννοια της κατοχής, έρχεται να ανατρέψει έναν παγιωμένο ορισμό από την ίδρυση του Αστικού Κώδικα μέχρι και σήμερα, προκαλώντας αδικαιολόγητη και ανεπίτρεπτη δογματική σύγχυση τόσο στην θεωρία όσο και στην νομολογία των δικαστηρίων, δημιουργώντας έναν τεράστιο νέο κύκλο δικαστικών αγώνων, αφού το νομικό μας σύστημα ουδέποτε αναγνώριζε άλλη έννοια της κατοχής παρά αυτήν του ΑΚ. Αντίθετα, το να τεθεί ως προϋπόθεση αντί της κατοχής του ΑΚ η νομή του ΑΚ, θα περιορίσει τουλάχιστον κατά 90% το κύκλο των προσώπων τους οποίους αφορά και μπορούν να ενταχθούν και εκ του αποτελέσματος δεν θα επιτύχει ούτε κατ’ ελάχιστο τον δημόσιο σκοπό που καλείται να υπηρετήσει το παρόν νομοσχέδιο, δηλαδή την οριστική διευθέτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και την αποκατάσταση των προσώπων που διατηρούν στα ακίνητα αυτά την κατοικία τους ούτε βέβαια τον κοινωνικό και αποκαταστατικό χαρακτήρα του.
4. Η ίδια η αιτιολογική έκθεση αναφέρει μεταξύ άλλων τις αυστηρές προϋποθέσεις, που έθεταν προηγούμενοι νόμοι για την δυνατότητα εξαγοράς δημοσίων ακινήτων από τους κατέχοντες αυτά επί μακρώ χρόνο, οι οποίοι, εξ αυτού του λόγου, δεν διευθέτησαν οριστικά το πρόβλημα και ότι το παρόν νομοσχέδιο έρχεται δίκαια να ρυθμίσει οριστικά την ανωτέρω κατάσταση. Όμως, με οξύμωρο τρόπο θέτει την πλέον αυστηρή προϋπόθεση, να απαιτεί εκ του αποτελέσματος «νομή» (την οποία ανεπίτρεπτα βαπτίζει ως κατοχή) ενώ οι προηγούμενοι νόμοι εξαγοράς απαιτούσαν την απλή κατοχή. Θέτει δηλαδή πολύ αυστηρότερες προϋποθέσεις ως προς αυτό το σημείο.
5. Η επιλογή της απλής κατοχής ως προϋπόθεσης για την απόκτηση δικαιώματος εξαγοράς δημοσίου ακινήτου δεν ενέχει κίνδυνο αντισυνταγματικότητας. Η πρόσφατη ΟλΣΤΕ 709/2020 έκρινε ως αντισυνταγματικό το άρθρο 23 του ν. 4061/2012, το οποίο χορηγούσε δικαίωμα εξαγοράς σε όσους κατείχαν δημόσιο κτήμα (εντός ή εκτός σχεδίου μέχρι 10 στρεμμάτων) τουλάχιστον από τις 05.06.1993 μέχρι και την ψήφιση του, ήτοι μόνο για τουλάχιστον 19 χρόνια. Παρότι, σε πρώτη ανάγνωση θα θεωρούσε κανείς ότι το πρόβλημα της αντισυνταγματικότητας εντοπίζεται στην χορήγηση δικαιώματος εξαγοράς στην ΚΑΤΟΧΗ, εντούτοις στο αιτιολογικό της απόφασης είναι ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα έγκειται στις πολύ χαλαρές προϋποθέσεις που έθετε το εν λόγω άρθρο. Συγκεκριμένα, η απόφαση εστιάζει στην έλλειψη αποκαταστατικού χαρακτήρα της εν λόγω ρύθμισης, όπως προέβλεπαν παλιότερες ρυθμίσεις όπως π.χ. την χρήση του ακινήτου για συνεχή καλλιέργεια ή την ανέγερση κτηρίου, στους τρόπους απόδειξης της επικαλούμενης κατοχής, στην έκταση του δικαιώματος εξαγοράς, όπου επιτρεπόταν η αγορά εντός και εκτός οικισμού κτήματος που δεν υπερβαίνει τα 10 στρέμματα και υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Γεωργίας. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύουν περίτρανα ότι το πρόβλημα δεν είναι η επιλογή του δικαιώματος κατοχής αλλά γενικά οι πολύ χαλαρές προϋποθέσεις που ο νόμος έθετε και που σύμφωνα με την Ολομέλεια δεν εξυπηρετούσαν κάποιον δικαιολογημένο αποκαταστατικό σκοπό και δημόσιο συμφέρον, αλλά επικεντρώνονταν σε εισπρακτικούς σκοπούς.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, το εν λόγω νομοσχέδιο, έχοντας προφανώς υπόψιν του την ανωτέρω απόφαση προέβην σε αυστηροποίηση (υπέρμετρη θα έλεγε κανείς όλων των προϋποθέσεων). Πιο συγκεκριμένα, θέτει ως προϋπόθεση για την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του: 1. Κατοχή για 30 ή 40 έτη 2. Αδιάλειπτη Κατοχή 3. Ειδικό σκοπό της κατοχής ως μοναδικής και κύριας κατοικίας ή επαγγελματικής έδρας ή ως τόπου άσκησης αγροτικής δραστηριότητας 4. Πολύ αυστηρή χρονολογία κατασκευής των ανωτέρω κτισμάτων 5.Διαφορετικούς και πολύ αυστηρότερους όρους για αγορά εντός ή εκτός οικισμού δημοσίων κτισμάτων, 6. Εκτεταμένες ρυθμίσεις για τα εκ των προτέρων εξαιρούμενα ακίνητα είτε οίκοθεν από διασταύρωση πληροφοριών από τα υπουργεία είτε μετά από έλεγχο εντεταλμένων διοικητικών οργάνων (οικεία Κτηματική Υπηρεσία και οικεία Επιτροπή).
Σε όλα τα ανωτέρω έρχεται εκ περισσού να προσθέσει και την ειδική έννοια της «κατοχής», η οποία όπως αναφέρθηκε ανωτέρω είναι απαγορευτική και μόνο σύγχυση θα δημιουργήσει. Ταυτόχρονα, η προσθήκη της φράσης «με διάνοια κυρίου» στενεύει ανεπίτρεπτα το πεδίο των προσώπων που θα καταφέρουν να ενταχθούν στο νομοσχέδιο (πολύ περισσότερο και από το παλαιότερο άρθρο 4 του ν. 3127/2003) με τον κίνδυνο να μην δώσει οριστική λύση και να μην υπηρετήσει ούτε στο ελάχιστο τον τιθέμενο στην αιτιολογική του έκθεση σκοπό.
Ως εκ τούτου πρέπει οπωσδήποτε να αφαιρεθεί από τον ορισμό της έννοιας της κατοχής του παρόντος νομοσχεδίου η φράση «με διάνοια κυρίου».
Στο Άρθρο 2 Ορισμοί αναφέρεται : στ) «Κατοχή»: η φυσική εξουσίαση δημοσίου ακινήτου με διάνοια κυρίου.
Μόνο που αυτός ακριβώς είναι ο ορισμός της νομής σύμφωνα με το άρθρο 974 του Αστικού Κώδικα. { Αρθρο 974 `Εννοια νομής και κατοχής : `Οποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. }
Επίσης αυτή η περιγραφή στον ορισμό ουσιαστικά αποκλείει από το δικαίωμα εξαγοράς τους αυθαιρέτως κατέχοντες δημόσια κτήματα, στους οποίους έχει επιβληθεί κατά το παρελθόν αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης ή έχουν προκύψει μισθώσεις από αρμόδιο δημόσιο φορέα π.χ. Κ.Ε.Δ., ΕΤ.Α.Δ. κ.λ.π. και έχουν καταβληθεί αντίστοιχα μισθώματα, αφού σε αυτή την περίπτωση δεν θα μπορούσε να υπάρξει ισχυρισμός διάνοιας κυρίου.
Σε πολλές περιπτώσεις οι κάτοχοι αυτοί επιθυμούσαν την νομιμοποίησή της κατοχής τους με την απόκτηση κυριότητας κάτι όμως που δεν επέτρεπε το ισχύον θεσμικό πλαίσιο πλην όμως κατ’ ελάχιστο έκαναν ενέργειες για να κάνουν χρήση των ακινήτων επί τη βάση μισθωτικής σχέσης.
Οι τελευταίοι δεν θα πρέπει να «τιμωρηθούν» και να μη τους δοθεί δικαίωμα εξαγοράς, όπως πολλάκις έχει συμβεί αυτοί που επιδεικνύουν ορθότερη κοινωνική συμπεριφορά να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με αυτούς που επιδεικνύουν κοινωνική αδιαφορία.
Ολοκληρώνοντας προτείνω : (α) να αφαιρεθεί η φράση «με διάνοια κυρίου» στον παραπάνω ορισμό της «κατοχής» και (β) σε επόμενο άρθρο να υπάρχει η πρόβλεψη ότι «ο χρόνος για τον οποίο καταβλήθηκαν στο δημόσιο μέσω της Κ.Ε.Δ. Α.Ε. ή της ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε. ή μέσω άλλου δημόσιου φορέα (Τ.ΕΘ.Α., κατά τόπους Διευθύνσεις Γεωργίας κλπ.) μισθώματα ή αποζημιώσεις χρήσης λογίζεται ως χρόνος κατοχής», δηλαδή να ΜΗΝ λογίζεται ότι διακόπτεται η κατοχή κατά τον χρόνο αυτό.
Στην έννοια του ακινήτου ( περίπτωση ια) θα πρέπει να προστεθεί και η περίπτωση των οριζοντίων ιδιοκτησιών που έχουν συσταθεί νόμιμα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και να υπάρξει πρόβλεψη για την εξαγορά των ακινήτων αυτών