Στον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα (ν. 2960/2001, Α΄ 265) προστίθεται άρθρο 78Α ως εξής:
«Άρθρο 78Α
Μέτρα δέουσας επιμέλειας για διάθεση και διακίνηση ενεργειακών προϊόντων
1. Τα νομικά πρόσωπα των άρθρων 5 και 6 του ν. 3054/2002 (Α΄ 230) που διαθέτουν και διακινούν ενεργειακά προϊόντα των περ. α) έως γ) και στ) έως ιε) της παρ. 1 του άρθρου 73 σε ατομικές επιχειρήσεις ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που εμπορεύονται και διακινούν καύσιμα (Πρατήρια Καυσίμων), εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος.
2. Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας, σε σχέση με τα Πρατήρια Καυσίμων με τα οποία συναλλάσσονται, συνίστανται:
α) στην τήρηση και τακτική επικαιροποίηση των στοιχείων φορολογικού μητρώου των Πρατηρίων Καυσίμων,
β) στον έλεγχο ύπαρξης των απαιτούμενων αδειών για τη λειτουργία των Πρατηρίων Καυσίμων, των πιστοποιητικών των δεξαμενών και αντλιών, καθώς και στον έλεγχο εγκατάστασης και λειτουργίας του ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών, όπου αυτό απαιτείται, στα Πρατήρια Καυσίμων,
γ) σε τουλάχιστον έναν κατ’ έτος έλεγχο της χημικής σύνθεσης των ενεργειακών προϊόντων της παρ. 1 που διατίθενται και διακινούνται από τα Πρατήρια Καυσίμων,
δ) στην παροχή προς τις αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. κάθε πληροφορίας σχετικά με ενδεχόμενες παραβάσεις τέλεσης ή επικείμενης τέλεσης λαθρεμπορίας καυσίμων, εγκλήματος φοροδιαφυγής ή νοθείας καυσίμων.
3. Αν από την τήρηση μέτρων δέουσας επιμέλειας διαπιστωθεί ότι Πρατήριο Καυσίμων δεν διαθέτει τις απαιτούμενες άδειες και πιστοποιητικά ή δεν έχει εγκαταστήσει και λειτουργεί ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών, όπου αυτό απαιτείται, ή κατέχει, διαθέτει ή διακινεί παράνομα ενεργειακά προϊόντα της παρ. 1, τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1, υποχρεούνται σωρευτικά:
α) εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη διαπίστωση των ανωτέρω, να ενημερώσουν την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. για τις ανωτέρω διαπιστώσεις,
β) ταυτόχρονα με την ως άνω ενημέρωση να διακόψουν τη διάθεση και διακίνηση ενεργειακών προϊόντων της παρ. 1 προς το συγκεκριμένο Πρατήριο Καυσίμων,
γ) εντός δέκα (10) ημερών από την ως άνω ενημέρωση, να αποσύρουν το τυχόν σήμα και τον εξοπλισμό τους από το Πρατήριο Καυσίμων, μέχρι την αποκατάσταση των ανωτέρω και, σε περίπτωση σφράγισης της εγκατάστασης του Πρατηρίου Καυσίμων, μέχρι τη νόμιμη επαναλειτουργία του.
4. Αν από την τήρηση των μέτρων δέουσας επιμέλειας προκύψουν ενδείξεις λαθρεμπορίας, εγκλήματος φοροδιαφυγής ή νοθείας καυσίμων, τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 ενημερώνουν αμελλητί την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε., παρέχοντας αμέσως, και το αργότερο εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών, κάθε διαθέσιμο στοιχείο, περιλαμβανομένων των πλέον πρόσφατων αποτελεσμάτων ελέγχου της χημικής σύνθεσης των ενεργειακών προϊόντων που διατίθενται από το Πρατήριο Καυσίμων.
5. Αν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. ενημερώσουν τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 για μη εγκατάσταση ή μη πλήρωση των όρων, προϋποθέσεων και προδιαγραφών της εγκατάστασης και λειτουργίας του ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών σε Πρατήριο Καυσίμων ή για την τέλεση λαθρεμπορίας καυσίμων ή νοθείας καυσίμων ή παραποίησης φορολογικών μηχανισμών από Πρατήριο Καυσίμων, τα πρόσωπα αυτά υποχρεούνται σωρευτικά:
α) να διακόψουν αυθημερόν από την ως άνω ενημέρωση τη διάθεση και διακίνηση ενεργειακών προϊόντων της παρ. 1 προς το συγκεκριμένο Πρατήριο Καυσίμων,
β) εφόσον το Πρατήριο Καυσίμων φέρει σήμα λειτουργίας τους, ή εφόσον έχουν διαθέσει ή διακινήσει ενεργειακά προϊόντα προς το Πρατήριο Καυσίμων εντός των τελευταίων πέντε (5) ημερών από την ως άνω ενημέρωση, να απαντλήσουν, να μεταφέρουν και να φυλάξουν με δικές τους δαπάνες τα καύσιμα που κατέχονται, διατίθενται και διακινούνται από το Πρατήριο αυτό, εντός πέντε (5) ημερών από τη λήψη της ενημέρωσης από την Α.Α.Δ.Ε..
γ) εντός δέκα (10) ημερών από την ως άνω ενημέρωση, να αποσύρουν το τυχόν σήμα και τον εξοπλισμό τους από το Πρατήριο Καυσίμων, μέχρι την αποκατάσταση των ανωτέρω ή, σε περίπτωση σφράγισης της εγκατάστασης του Πρατηρίου Καυσίμων, μέχρι τη νόμιμη επαναλειτουργία του.
6. Αν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. ενημερώσουν τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 για την τέλεση λαθρεμπορίας ή νοθείας καυσίμων ή παραποίησης φορολογικών μηχανισμών από Πρατήριο Καυσίμων, τα μέτρα της παρ. 5 εφαρμόζονται εντός τριάντα (30) ημερών και σε κάθε άλλο Πρατήριο Καυσίμων, που ανήκει σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) ή διοικείται από τα πρόσωπα, στα οποία ανήκει ή τα οποία διοικούν το Πρατήριο Καυσίμων, το οποίο διαπιστώνεται ότι έχει τελέσει τις ως άνω παραβάσεις.
7. Για τη μη τήρηση των μέτρων δέουσας επιμέλειας του παρόντος, επιβάλλονται πρόστιμα στα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 ως εξής:
α) για μη τήρηση των υποχρεώσεων της περ. α) της παρ. 3 και της περ. β) της παρ. 5, επιβάλλεται πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €), ανά Πρατήριο Καυσίμων,
β) για μη τήρηση των υποχρεώσεων της περ. β) της παρ. 3 και της περ. α) της παρ. 5 επιβάλλεται πρόστιμο πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), ανά παραστατικό πώλησης καυσίμων, ανεξαρτήτως ποσότητας, και όχι κατώτερο των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €), ανά Πρατήριο Καυσίμων,
γ) για μη τήρηση των υποχρεώσεων της περ. γ) της παρ. 3 και της περ. γ) της παρ. 5 επιβάλλεται πρόστιμο τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €), ανά Πρατήριο Καυσίμων,
δ) για μη τήρηση της υποχρέωσης της παρ. 4 επιβάλλεται πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €), ανά Πρατήριο Καυσίμων,
ε) για μη τήρηση των υποχρεώσεων της παρ. 6, επιβάλλεται πρόστιμο κατ’ αντιστοιχία προς όσα προβλέπονται στις περ. β) έως δ).
6. Η Α.Α.Δ.Ε. προβαίνει σε ετήσια δημοσιοποίηση των κυρώσεων που επιβάλλει στα υπόχρεα νομικά πρόσωπα τήρησης μέτρων δέουσας επιμέλειας.
7. Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε καθορίζονται ο τρόπος διαπίστωσης των παραβάσεων των παρ. 3 και 4, η διαδικασία, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., ο χρόνος, ο τρόπος, οι προϋποθέσεις για τη δημοσιοποίηση των παραβατών, καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος.».
Παρατηρήσεις στο Αρ. 19 παρ. 2 εδ. β’:
1) Ο έλεγχος από πλευράς εταιριών εμπορίας ως προς την ύπαρξη αδειών και εγκατεστημένου εν λειτουργία συστήματος εισροών- εκροών, πρέπει να περιοριστεί στο στάδιο προ της σύναψης σύμβασης (ή συναλλαγής στην περίπτωση των «λευκών» πρατηρίων) με τον Πρατηριούχο. Σε διαφορετική περίπτωση τα μέτρα μετατρέπονται σε μία διαρκή υποχρέωση ελέγχου για τις εταιρίες εμπορίας επί ενός πρατηρίου που απλώς προμηθεύουν αλλά δεν διοικούν ούτε τους ανήκει. Εναλλακτικά, μπορεί να καθοριστεί ο επανέλεγχός τους σε τακτά χρονικά διαστήματα.
2) Προτείνεται να συγκεκριμενοποιηθεί (ακόμη και στο πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότηση διάταξης) ποιες ακριβώς άδειες ή πιστοποιητικά απαιτούνται. Επί παραδείγματι, η άδεια λειτουργίας ενός Πρατηρίου προϋποθέτει την προηγούμενη έκδοση άλλων αδειών και πιστοποιητικών. Άρα, είναι προφανές ότι παρέλκει ο έλεγχος αυτών από τις εταιρίες εμπορίας, αφού έχει εκδοθεί εν ισχύ άδεια λειτουργίας του Πρατηρίου από τις αρμόδιες Αρχές.
3) Ο έλεγχος εγκατάστασης και λειτουργίας του συστήματος εισροών-εκροών από πλευράς των εταιριών εμπορίας στο συνεργαζόμενο πρατήριο πρέπει να εξαντλείται με την προσκόμιση σχετικής βεβαίωσης πιστοποιημένου εγκαταστάτη.
4) Προτείνεται η εισαγωγή κυρώσεων για τους κατόχους άδειας λιανικής εμπορίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή άρνησης συνεργασίας τους εάν μάλιστα η υποχρέωση των εταιριών εμπορίας εν τέλει καταλήξει διαρκής (δηλαδή και για όσο διαρκεί η συνεργασία τους).
Παρατηρήσεις στο Αρ. 19 παρ. 3:
1) Οι έννοιες «απαιτούμενες άδειες» και «πιστοποιητικά» να έχουν ταυτόσημη έννοια με εκείνες του Αρ. 19 παρ. 2 εδ. β’ προκειμένου να αποφευχθούν παρερμηνείες της διάταξης.
2) Η έννοια «παράνομα» ενεργειακά προϊόντα αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παρερμηνείας. Προτείνεται η αντικατάστασή της από το τελολογικά ορθό «νοθευμένα ενεργειακά προϊόντα» και «προϊόντα λαθρεμπορίας».
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 3 εδ. α’:
Προτείνεται χρονικό διάστημα δύο (2) εργασίμων ημερών που θεωρείται εύλογο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 3 εδ. γ’:
Προτείνεται η αφαίρεση του σήματος και των αντλιών (εφόσον αποτελούν χρησιδάνειο και άρα ιδιοκτησία των εταιριών εμπορίας) αντί του «εξοπλισμού» εν γένει. Με τον τρόπο αυτό, αφενός είναι σαφές ότι η εταιρία εμπορίας έχει παύσει να προμηθεύει το πρατήριο ενώ και πρακτικά το πρατήριο δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αντλίες. Η απομάκρυνση άλλων παγίων (όπως λ.χ. στέγαστρα) μπορεί να απαιτεί την έκδοση πολεοδομικής άδειας που η εταιρία εμπορίας δεν είναι σε θέση πάντοτε να εκδώσει (λ.χ. στην περίπτωση που δεν είναι η μισθώτρια του ακινήτου) ή να αφορά σε εξοπλισμό που δεν βρίσκεται στην ιδιοκτησία της (άρα δεν νοείται η κατοχή του, η αφαίρεσή του, η μετακίνησή του από μη κύριο)
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 5:
Προτείνεται όπως οι ελλειμματικές παραδόσεις αντλιών να αποτελούν λόγο σφράγισης του σημείου για 2 έτη, καθώς αυτή η παράβαση δεν έχει συμπεριληφθεί στο σχέδιο νόμου.
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 5 εδ. β’:
Δεδομένου ότι το καύσιμο στις δεξαμενές των συνεργαζόμενων πρατηρίων δεν ανήκει κατά κυριότητα στις εταιρίες εμπορίας οι τελευταίες θα μπορούσαν να το παραλάβουν όχι με απλή ενημέρωση της ΑΑΔΕ αλλά στο πλαίσιο εντολής κατάσχεσης η οποία είναι απαραίτητο να θεσμοθετηθεί, ενώ το κατασχεθέν προϊόν θα πρέπει να οδηγείται σε ανακύκλωση με το κόστος να επιβαρύνει τον παραβάτη.
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 5 εδ. γ’:
Προτείνεται να επαναληφθεί η προτεινόμενη διατύπωση του αρ. 19 παρ. 3 εδ. γ’ κατά τα ανωτέρω.
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 6:
Η διάταξη δεν ανταποκρίνεται στην καταπολέμηση της μεθόδου δράσης των παράνομων κυκλωμάτων. Η διάταξη δεν αναμένεται να παρεμποδίσει το έργο των λαθρεμπόρων και των λοιπών παραβατών, καθώς οι τελευταίοι λειτουργούν με μεμονωμένους «αχυρανθρώπους» (και όχι με δομημένα δίκτυα πρατηρίων υπό κοινό ΑΦΜ), οι οποίοι λύουν και ιδρύουν νέες εταιρίες για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους. Επιπλέον, η διάταξη είναι προφανώς δυσανάλογη, προκαλώντας αυτομάτως τη διακοπή αόριστου αριθμού πρατηρίων (σε επίπεδο δικτύου) χωρίς να έχει εντοπιστεί σε αυτά παράνομη δραστηριότητα. Πέραν, δε, των ζητημάτων αντισυνταγματικότητας που εγείρονται, πιθανολογείται ότι η διάταξη αυτή θα διευκολύνει αντί να ανακόψει τη δράση των προσώπων που επιδίδονται σε πράξεις λαθρεμπορίας ή διακίνησης νοθευμένου καυσίμου. Είναι ενδεικτικό ότι στην περίπτωση λανθασμένου χαρακτηρισμού καυσίμου ως «νοθευμένου», τούτο αυτομάτως θα σημάνει τη διακοπή λειτουργίας ενός πανελλαδικού ιδιολειτουργούμενου δικτύου. Ως εκ τούτου, προτείνεται η εξαίρεση των ιδιολειτουργούμενων πρατηρίων που εξυπηρετούν το καταναλωτικό κοινό σε πανελλαδικό επίπεδο και ο περιορισμός των κυρώσεων σε επίπεδο σφράγισης του σημείου – όπως ακριβώς ήδη προβλέπεται.
Σημειώνεται, δε, ότι σε κανέναν άλλο κλάδο της αγοράς δεν προβλέπεται ανάλογη ρύθμιση. (λ.χ. διακοπή -πανελλαδικώς- λειτουργίας αλυσίδας supermarket στην περίπτωση εντοπισμού σε ένα μόνο κατάστημα αλλοιωμένου ή κατ’ αρχήν χαρακτηρισμένου ως «νοθευμένου» προϊόντος)
Παρατηρήσεις στο Αρ. 19 παρ. 2 εδ. β’:
1) Ο έλεγχος από πλευράς εταιριών εμπορίας ως προς την ύπαρξη αδειών και εγκατεστημένου εν λειτουργία συστήματος εισροών- εκροών, πρέπει να περιοριστεί στο στάδιο προ της σύναψης σύμβασης (ή συναλλαγής στην περίπτωση των «λευκών» πρατηρίων) με τον Πρατηριούχο. Σε διαφορετική περίπτωση τα μέτρα μετατρέπονται σε μία διαρκή υποχρέωση ελέγχου για τις εταιρίες εμπορίας επί ενός πρατηρίου που απλώς προμηθεύουν αλλά δεν διοικούν ούτε τους ανήκει. Εναλλακτικά, μπορεί να καθοριστεί ο επανέλεγχός τους σε τακτά χρονικά διαστήματα.
2) Προτείνεται να συγκεκριμενοποιηθεί (ακόμη και στο πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότηση διάταξης) ποιες ακριβώς άδειες ή πιστοποιητικά απαιτούνται. Επί παραδείγματι, η άδεια λειτουργίας ενός Πρατηρίου προϋποθέτει την προηγούμενη έκδοση άλλων αδειών και πιστοποιητικών. Άρα, είναι προφανές ότι παρέλκει ο έλεγχος αυτών από τις εταιρίες εμπορίας, αφού έχει εκδοθεί εν ισχύ άδεια λειτουργίας του Πρατηρίου από τις αρμόδιες Αρχές.
3) Ο έλεγχος εγκατάστασης και λειτουργίας του συστήματος εισροών-εκροών από πλευράς των εταιριών εμπορίας στο συνεργαζόμενο πρατήριο πρέπει να εξαντλείται με την προσκόμιση σχετικής βεβαίωσης πιστοποιημένου εγκαταστάτη.
4) Προτείνεται η εισαγωγή κυρώσεων για τους κατόχους άδειας λιανικής εμπορίας σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή άρνησης συνεργασίας τους εάν μάλιστα η υποχρέωση των εταιριών εμπορίας εν τέλει καταλήξει διαρκής (δηλαδή και για όσο διαρκεί η συνεργασία τους).
Παρατηρήσεις στο Αρ. 19 παρ. 3:
1) Οι έννοιες «απαιτούμενες άδειες» και «πιστοποιητικά» να έχουν ταυτόσημη έννοια με εκείνες του Αρ. 19 παρ. 2 εδ. β’ προκειμένου να αποφευχθούν παρερμηνείες της διάταξης.
2) Η έννοια «παράνομα» ενεργειακά προϊόντα αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παρερμηνείας. Προτείνεται η αντικατάστασή της από το τελολογικά ορθό «νοθευμένα ενεργειακά προϊόντα» και «προϊόντα λαθρεμπορίας».
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 3 εδ. α’:
Προτείνεται χρονικό διάστημα δύο (2) εργασίμων ημερών που θεωρείται εύλογο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 3 εδ. γ’:
Προτείνεται η αφαίρεση του σήματος και των αντλιών (εφόσον αποτελούν χρησιδάνειο και άρα ιδιοκτησία των εταιριών εμπορίας) αντί του «εξοπλισμού» εν γένει. Με τον τρόπο αυτό, αφενός είναι σαφές ότι η εταιρία εμπορίας έχει παύσει να προμηθεύει το πρατήριο ενώ και πρακτικά το πρατήριο δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αντλίες. Η απομάκρυνση άλλων παγίων (όπως λ.χ. στέγαστρα) μπορεί να απαιτεί την έκδοση πολεοδομικής άδειας που η εταιρία εμπορίας δεν είναι σε θέση πάντοτε να εκδώσει (λ.χ. στην περίπτωση που δεν είναι η μισθώτρια του ακινήτου) ή να αφορά σε εξοπλισμό που δεν βρίσκεται στην ιδιοκτησία της (άρα δεν νοείται η κατοχή του, η αφαίρεσή του, η μετακίνησή του από μη κύριο)
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 5:
Προτείνεται όπως οι ελλειμματικές παραδόσεις αντλιών να αποτελούν λόγο σφράγισης του σημείου για 2 έτη, καθώς αυτή η παράβαση δεν έχει συμπεριληφθεί στο σχέδιο νόμου.
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 5 εδ. β’:
Δεδομένου ότι το καύσιμο στις δεξαμενές των συνεργαζόμενων πρατηρίων δεν ανήκει κατά κυριότητα στις εταιρίες εμπορίας οι τελευταίες θα μπορούσαν να το παραλάβουν όχι με απλή ενημέρωση της ΑΑΔΕ αλλά στο πλαίσιο εντολής κατάσχεσης η οποία είναι απαραίτητο να θεσμοθετηθεί, ενώ το κατασχεθέν προϊόν θα πρέπει να οδηγείται σε ανακύκλωση με το κόστος να επιβαρύνει τον παραβάτη.
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 5 εδ. γ’:
Προτείνεται να επαναληφθεί η προτεινόμενη διατύπωση του αρ. 19 παρ. 3 εδ. γ’ κατά τα ανωτέρω.
Παρατήρηση στο Αρ. 19 παρ. 6:
Η διάταξη δεν ανταποκρίνεται στην καταπολέμηση της μεθόδου δράσης των παράνομων κυκλωμάτων. Η διάταξη δεν αναμένεται να παρεμποδίσει το έργο των λαθρεμπόρων και των λοιπών παραβατών, καθώς οι τελευταίοι λειτουργούν με μεμονωμένους «αχυρανθρώπους» (και όχι με δομημένα δίκτυα πρατηρίων υπό κοινό ΑΦΜ), οι οποίοι λύουν και ιδρύουν νέες εταιρίες για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους. Επιπλέον, η διάταξη είναι προφανώς δυσανάλογη, προκαλώντας αυτομάτως τη διακοπή αόριστου αριθμού πρατηρίων (σε επίπεδο δικτύου) χωρίς να έχει εντοπιστεί σε αυτά παράνομη δραστηριότητα. Πέραν, δε, των ζητημάτων αντισυνταγματικότητας που εγείρονται, πιθανολογείται ότι η διάταξη αυτή θα διευκολύνει αντί να ανακόψει τη δράση των προσώπων που επιδίδονται σε πράξεις λαθρεμπορίας ή διακίνησης νοθευμένου καυσίμου. Είναι ενδεικτικό ότι στην περίπτωση λανθασμένου χαρακτηρισμού καυσίμου ως «νοθευμένου», τούτο αυτομάτως θα σημάνει τη διακοπή λειτουργίας ενός πανελλαδικού ιδιολειτουργούμενου δικτύου. Ως εκ τούτου, προτείνεται η εξαίρεση των ιδιολειτουργούμενων πρατηρίων που εξυπηρετούν το καταναλωτικό κοινό σε πανελλαδικό επίπεδο και ο περιορισμός των κυρώσεων σε επίπεδο σφράγισης του σημείου – όπως ακριβώς ήδη προβλέπεται.
Σημειώνεται, δε, ότι σε κανέναν άλλο κλάδο της αγοράς δεν προβλέπεται ανάλογη ρύθμιση (λ.χ. διακοπή -πανελλαδικώς- λειτουργίας αλυσίδας supermarket στην περίπτωση εντοπισμού σε ένα μόνο κατάστημα αλλοιωμένου ή κατ’ αρχήν χαρακτηρισμένου ως «νοθευμένου» προϊόντος).
Προτείνεται η αναδιατύπωση της παρ. 2 εδ. β’ ως εξής:
«β) στον έλεγχο ύπαρξης της άδειας λειτουργίας κατά το στάδιο προ της σύναψης της σύμβασης συνεργασίας ή συναλλαγής, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του εγκεκριμένου εγκαταστάτη του ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών.»
Αιτιολόγηση:
1)Η έκδοση της άδειας λειτουργίας προαπαιτεί την προσκόμιση κάθε επιμέρους άδειας αναγκαίας για τη λειτουργία του Πρατηρίου Καυσίμων, μεταξύ των οποίων και πιστοποιητικού δεξαμενών. Ως εκ τούτου, προκειμένου να αποφεύγεται η άσκοπη γραφειοκρατία, προτείνεται η ανωτέρω διατύπωση.
2)Ο έλεγχος εγκατάστασης και λειτουργίας του συστήματος εισροών-εκροών είναι πρακτικά αδύνατος για τις εταιρίες, δεδομένου ότι στερούνται μέσων και της ειδικά απαιτούμενης εξειδικευμένης τεχνογνωσίας. Επιπλέον, δεν είναι σαφές πώς θα υποχρεωθούν οι πρατηριούχοι να ανεχθούν τον επιτόπιο έλεγχο των αντισυμβαλλομένων ιδιωτικών εταιριών εμπορίας στα συστήματά τους και υπό ποιες συνθήκες. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ο έλεγχος, προτείνεται η ανωτέρω διατύπωση.
Παρατήρηση:
Εν γένει, οι εκ του νόμου παραπάνω υποχρεώσεις, των ως άνω εταιριών, προτείνεται να συνοδευτούν από αντίστοιχες κυρώσεις για τους κατόχους άδειας Πρατηρίου Καυσίμων σε περίπτωση άρνησης.
Προτείνεται η αναδιατύπωση της παρ. 3 ως εξής:
«3. Αν από την τήρηση μέτρων δέουσας επιμέλειας διαπιστωθεί ότι Πρατήριο Καυσίμων δεν διαθέτει τις απαιτούμενες άδειες και πιστοποιητικά της προηγούμενης παραγράφου ή δεν έχει εγκαταστήσει και λειτουργεί ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών, όπου αυτό απαιτείται, ή κατέχει, διαθέτει ή διακινεί νοθευμένα ενεργειακά προϊόντα και προϊόντα λαθρεμπορίας της παρ. 1, τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1, υποχρεούνται σωρευτικά:»
Αιτιολόγηση:
Προτείνεται η αντικατάσταση της έννοιας «παράνομα ενεργειακά προϊόντα» από το τελολογικά ορθό «νοθευμένα ενεργειακά προϊόντα» και «προϊόντα λαθρεμπορίας», καθώς αποτελεί αόριστη νομική έννοια, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παρερμηνείας.
Παρατήρηση:
Οι έννοιες «απαιτούμενες άδειες» και «πιστοποιητικά» να έχουν ταυτόσημη έννοια με εκείνες του Αρ. 19 παρ. 2 εδ. β’, προκειμένου να αποφευχθούν παρερμηνείες της διάταξης.
Προτείνεται η αναδιατύπωση της παρ. 3 εδ. γ’ ως εξής:
«γ) εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ως άνω ενημέρωση, να αποσύρουν το τυχόν σήμα και τις αντλίες τους από το Πρατήριο Καυσίμων, μέχρι την αποκατάσταση των ανωτέρω και, σε περίπτωση σφράγισης της εγκατάστασης του Πρατηρίου Καυσίμων, μέχρι τη νόμιμη επαναλειτουργία του.»
Αιτιολόγηση:
Προτείνεται η απόσυρση του σήματος και των αντλιών, αντί του «εξοπλισμού» εν γένει. Οι ενέργειες αυτές καλύπτουν απόλυτα τον σκοπό της διάταξης (της διακοπής λειτουργίας / εφοδιασμού του πρατηρίου), δίχως να απαιτούνται περαιτέρω δαπάνες ή επιπλέον χρόνος και διαδικασίες για επιπλέον εργασίες (δεξαμενές, κλπ.). Σημειώνεται ότι, η απομάκρυνση άλλων παγίων (όπως λ.χ. στέγαστρα) απαιτεί την έκδοση πολεοδομικής άδειας, την οποία (υπό την ιδιότητά τους) οι εταιρίες δεν δύνανται να εκδώσουν (την έκδοσή της πρέπει να αιτηθεί ο κάτοχος άδειας λιανικής πώλησης).
Προτείνεται η αναδιατύπωση της παρ. 4 ως εξής:
«4. Αν από την τήρηση των μέτρων δέουσας επιμέλειας προκύψουν ενδείξεις λαθρεμπορίας, εγκλήματος φοροδιαφυγής ή νοθείας καυσίμων, τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 ενημερώνουν αμελλητί την αρμόδια υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε., παρέχοντας αμέσως, και το αργότερο εντός δύο (2) εργασίμων ημερών, κάθε διαθέσιμο στοιχείο, περιλαμβανομένων των πλέον πρόσφατων αποτελεσμάτων ελέγχου της χημικής σύνθεσης των ενεργειακών προϊόντων που διατίθενται από το Πρατήριο Καυσίμων.»
Αιτιολόγηση:
Προτείνεται χρονικό διάστημα δύο (2) εργασίμων ημερών που θεωρείται εύλογο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Προτείνεται η αναδιατύπωση της παρ. 5 ως εξής:
«5. Αν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. ενημερώσουν τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 για μη εγκατάσταση ή μη πλήρωση των όρων, προϋποθέσεων και προδιαγραφών της εγκατάστασης και λειτουργίας του ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών σε Πρατήριο Καυσίμων ή για την τέλεση λαθρεμπορίας καυσίμων ή νοθείας καυσίμων ή παραποίησης φορολογικών μηχανισμών από Πρατήριο Καυσίμων ή για παραβάσεις σχετικά με ελλειμματικές παραδόσεις αντλιών, τα πρόσωπα αυτά υποχρεούνται σωρευτικά:»
Αιτιολόγηση:
Είναι απαραίτητο να περιληφθούν και παραβάσεις σχετικά με ελλειμματικές παραδόσεις αντλιών, καθώς είναι προφανές ότι, εφόσον το σχέδιο νόμου επικεντρωθεί στην ποιότητα του καυσίμου ή στην λαθρεμπορία, οι παρεμβάσεις στις αντλίες, αν δεν αποτελούν λόγο σφράγισης για 2 έτη, θα καταστούν βασική επιλογή των παραβατών.
Προτείνεται η αναδιατύπωση της παρ. 5 εδ. β’ ως εξής:
«β) εφόσον το Πρατήριο Καυσίμων φέρει σήμα λειτουργίας τους, ή εφόσον έχουν διαθέσει ή διακινήσει ενεργειακά προϊόντα προς το Πρατήριο Καυσίμων εντός των τελευταίων πέντε (5) εργασίμων ημερών από την ως άνω ενημέρωση, να απαντλήσουν και να μεταφέρουν στο διυλιστήριο για ανακύκλωση με δικές τους δαπάνες τα καύσιμα που είναι αποθηκευμένα στις δεξαμενές του πρατηρίου αυτού, εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από τη λήψη σχετικής ειδικής εντολής της Α.Α.Δ.Ε.»
Αιτιολόγηση:
Δεδομένου ότι πρόκειται για υποχρέωση που δεν προέρχεται από την γενικότερη υποχρέωση περί δέουσας επιμέλειας των εταιριών, αλλά από εντολή της ΑΑΔΕ, προτείνεται να ακολουθείται η διαδικασία της επιβολής κατασχέσεως με τη συνδρομή των εταιριών εμπορίας. Το κατασχεθέν προϊόν θα οδηγείται σε ανακύκλωση.
Προτείνεται η αναδιατύπωση της παρ. 5 εδ. γ’ ως εξής:
«γ) εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ως άνω ενημέρωση, να αποσύρουν το τυχόν σήμα και τις αντλίες τους από το Πρατήριο Καυσίμων, μέχρι την αποκατάσταση των ανωτέρω ή, σε περίπτωση σφράγισης της εγκατάστασης του Πρατηρίου Καυσίμων, μέχρι τη νόμιμη επαναλειτουργία του.»
Αιτιολόγηση:
Να επαναληφθεί η προτεινόμενη διατύπωση του αρ. 19 παρ. 3 εδ. γ’ κατά τα ανωτέρω.
Παρατήρηση στην παρ.6:
Με δεδομένο ότι σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η πάταξη της νοθείας και του λαθρεμπορίου, η διάταξη δεν συνάδει με τον τρόπο δράσης των κυκλωμάτων αυτών και είναι απολύτως αναγκαίο να αποσυρθεί ή να τροποποιηθεί αναλόγως, ώστε να μην θιγούν νόμιμα λειτουργούσες επιχειρήσεις πρατηριούχων υγρών καυσίμων και δικτύων των νομικών προσώπων της παραγράφου 1. Είναι προφανώς δυσανάλογη, εγείροντας ουσιώδη ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Η διάταξη δεν αναμένεται να προκαλέσει οποιονδήποτε προβληματισμό ή εμπόδιο στους λαθρεμπόρους και στους κατά συνείδηση παραβάτες, καθώς οι τελευταίοι λειτουργούν με «αχυρανθρώπους», επανερχόμενοι με την ίδρυση νέων εταιριών μετά από τη διαπίστωση της παράβασής τους.
Σημειώνεται ότι, σε κανέναν άλλο Κλάδο της Αγοράς δεν προβλέπεται ανάλογη ρύθμιση.
Παρατήρηση:
Απαιτείται η αλλαγή της αρίθμησης στο τέλος του άρθρου 19 με την ορθή αρίθμηση των παραγράφων 8. και 9., αντί αντίστοιχα της λανθασμένης 6. και 7.
Αποτελεί διεθνή πρακτική ότι η εφαρμογή ηλεκτρονικής σφράγγισης στα βυτιοφόρα υγρών καυσίμων εξαλείφει το φαινόμενο της λαθρεμπρορίας. Προτείνεται η παροχή κινήτρων για την εφαρμογή των σύγχρονων αυτών τεχνολογικών λύσεων.
Θεωρούμε εύλογο στις προβλέψεις των παραγράφων 5,6 και 7 του άρθρου 19, να εξετάσετε την εφαρμογή ευεργετικού μέτρου σε εταιρείες εμπορίας υγρών καυσίμων που διαθέτουν συστήματα ηλεκτρονικής σφράγισης (SPDS) σε βυτία οχήματα μεταφοράς καυσίμων που χρησιμοποιούν για την διακίνηση. Τέτοια συστήματα μπορούν να δώσουν στις αρμόδιες Αρχές ακριβή και έγκυρα στοιχεία για τυχόν φαινόμενα λαθρεμπορίας.
Congratulations