1. Η οριοθέτηση του αιγιαλού και της παραλίας, στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητος ο καθορισμός παραλίας, γίνεται κατόπιν αυτοψίας και αφού ληφθούν υπόψη οι φυσικές και λοιπές ενδείξεις που επηρεάζουν το πλάτος του αιγιαλού και της παραλίας και, ιδίως:
α) Η γεωμορφολογία του εδάφους, αναφορικά με κατηγορίες υψηλών και χαμηλών ακτών, η σύστασή του, καθώς και το φυσικό όριο βλάστησης,
β) η ύπαρξη, τα όρια και το είδος των παράκτιων φυσικών πόρων,
γ) τα πορίσματα από την εκτίμηση των μετεωρολογικών στοιχείων της περιοχής,
δ) η μορφολογία του πυθμένα,
ε) ο τομέας ανάπτυξης κυματισμού σε σχέση με το μέτωπο της ακτής,
στ) η ύπαρξη νομίμως υφιστάμενων τεχνικών έργων στην περιοχή,
ζ) οι τυχόν εγκεκριμένες χωροταξικές κατευθύνσεις και χρήσεις γης που επηρεάζουν την παράκτια ζώνη,
η) η ύπαρξη δημόσιων κτημάτων κάθε κατηγορίας που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με την παράκτια ζώνη,
θ) τυχόν υφιστάμενη κτηματογράφηση, και
ι) η ύπαρξη ευπαθών οικοσυστημάτων και προστατευόμενων περιοχών.
Όπου υφίσταται σχέδιο πόλης, η οριογραμμή της παραλίας δεν μπορεί να υπερβεί την εγκεκριμένη γραμμή δόμησης. Σε παραδοσιακούς οικισμούς η οριογραμμή της παραλίας δεν μπορεί να υπερβεί τη γραμμή δόμησης, όπως αυτή νομίμως έχει διαμορφωθεί. Σε πόλεις και οικισμούς που δημιουργήθηκαν πριν από το έτος 1923 ή έχουν πληθυσμό κάτω από δύο χιλιάδες (2.000) κατοίκους και στους οποίους δεν υπάρχει εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, η οριογραμμή της παραλίας δεν μπορεί να υπερβεί τη διαμορφωμένη γραμμή δόμησης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί νομίμως. Κατά την έγκριση ή επέκταση σχεδίων πόλεων, η γραμμή δόμησης σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει την οριογραμμή της παραλίας με την επιφύλαξη των περιπτώσεων, που αφορούν παραδοσιακούς οικισμούς ή διατηρητέα κτίσματα και κατασκευές. Σε περιοχές εκτός σχεδίου, εξαιρούνται από τη ζώνη παραλίας τα χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα κτίσματα ή κατασκευές.
2. Για την οριοθέτηση του παλαιού αιγιαλού λαμβάνονται υπόψη ιδίως ενδείξεις επί του εδάφους ή φυσικές ενδείξεις (αμμώδης, ελώδης ή βαλτώδης χαρακτήρας εκτάσεων συνεχόμενων του αιγιαλού), αεροφωτογραφίες, χάρτες και διαγράμματα διαφόρων ετών και γεωλογικές μελέτες, εξαιρουμένων των μαρτυρικών καταθέσεων.
3. Ο καθορισμός των ορίων του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού γίνεται με απόφαση επιτροπής, η οποία συγκροτείται σε επίπεδο περιφερειακής ενότητας με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και αποτελείται από: α) τον προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας ως πρόεδρο, β) έναν μηχανικό της Κτηματικής Υπηρεσίας με ειδικότητα τοπογράφου ή πολιτικού μηχανικού και, αν δεν υπάρχει, έναν τεχνολόγο τοπογράφο μηχανικό, ενώ αν η Κτηματική Υπηρεσία δεν διαθέτει μηχανικό των ανωτέρω ειδικοτήτων, συμμετέχει στην Επιτροπή μηχανικός άλλης δημόσιας υπηρεσίας, γ) τον αρμόδιο Λιμενάρχη, δ) υπάλληλο δημόσιας υπηρεσίας που εδρεύει στην ίδια περιφερειακή ενότητα ή περιφέρεια με ειδικότητα γεωλόγου, και ε) τον προϊστάμενο της οικείας Διεύθυνσης Πολεοδομίας.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να συσταθεί και δεύτερη επιτροπή, στην οποία μπορούν να συμμετέχουν μέλη με τις ιδιότητες της παρούσας χωρίς περιορισμό συνδεόμενο με τοπική αρμοδιότητα.
4. Κατά των αποφάσεων της παρ. 3 επιτρέπεται η υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής της παρ. 2 του άρθρου 25 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) ενώπιον δευτεροβάθμιας επιτροπής που αποτελείται από: α) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με αρμοδιότητα τη δημόσια περιουσία, β) τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με αρμοδιότητα την πολεοδομία και τη χωροταξία, γ) τον προϊστάμενο της κατά τόπον αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για τη δημόσια περιουσία, δ) έναν μηχανικό που υποδεικνύεται από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) «Ελληνικό Κτηματολόγιο», ε) τον αρμόδιο προϊστάμενο της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Περιβάλλοντος της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης, στ) έναν γεωλόγο που υπηρετεί σε δημόσια υπηρεσία στα γεωγραφικά όρια της αποκεντρωμένης διοίκησης, και ζ) έναν εκπρόσωπο της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Η συγκρότηση της επιτροπής ανά αποκεντρωμένη διοίκηση γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Με την απόφαση συγκρότησης της επιτροπής ορίζονται και αναπληρωματικά μέλη με τις αντίστοιχες ιδιότητες, πλην των Γενικών Γραμματέων. Στην επιτροπή προεδρεύει ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με αρμοδιότητα για τη δημόσια περιουσία και, αν αυτός απουσιάζει ή κωλύεται, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με αρμοδιότητα την πολεοδομία και τη χωροταξία. Η ενδικοφανής προσφυγή υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών στην αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία, η οποία συγκροτεί και διαβιβάζει φάκελο εντός δέκα (10) ημερών στη δευτεροβάθμια επιτροπή.
5. Κατά της απόφασης της παρ. 4 μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
6. Η καταγραφή του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού γίνεται σε ορθοφωτογραφικά υπόβαθρα που τηρούνται στο ν.π.δ.δ. Ελληνικό Κτηματολόγιο.
7. Οι αποφάσεις καθορισμού της οριστικής οριογραμμής του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
8. Οι αποφάσεις καθορισμού της οριστικής οριογραμμής του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού και τα υπόβαθρα αναρτώνται μόνιμα στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για ενημέρωση του κοινού. Σχετική ανακοίνωση για την ανάρτηση τοιχοκολλάται στους χώρους ανακοινώσεων των αποκεντρωμένων διοικήσεων, των περιφερειών και των παράκτιων δήμων. Αν εξαιρεθούν από την ανάρτηση, για λόγους εθνικής ασφάλειας, συγκεκριμένα υπόβαθρα, οι έχοντες έννομο συμφέρον μπορούν να λαμβάνουν γνώση της οριστικής οριογραμμής από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία. Μνεία για την εξαίρεση υποβάθρων από την ανάρτηση γίνεται στην απόφαση καθορισμού της οριστικής οριογραμμής αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού και στην ανακοίνωση της ανάρτησης.
9. Με την τήρηση των όρων δημοσιότητας των παρ. 7 και 8 ολοκληρώνεται η διαδικασία καθορισμού του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού και συνάγεται τεκμήριο ότι οι ενδιαφερόμενοι έλαβαν γνώση σχετικά με τη χάραξη και την ακριβή θέση της οριογραμμής, μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Πλημμέλειες των διαδικασιών δημοσιότητας δεν επηρεάζουν το κύρος της διαδικασίας οριοθέτησης του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού. Για την οριστικοποίηση της οριογραμμής ενημερώνεται το ν.π.δ.δ. Ελληνικό Κτηματολόγιο και η πράξη καθορισμού καταχωρείται στο κτηματολόγιο ή μεταγράφεται στο υποθηκοφυλακείο υποχρεωτικά κατά τους ν. 2308/1995 (Α’ 114) και 2664/1998 (Α’ 275).
10. Σε περίπτωση σφάλματος ή αν μεταβληθεί η οριογραμμή λόγω νόμιμων τεχνικών έργων ή φυσικών αιτίων, διενεργείται επανακαθορισμός αιγιαλού, παραλίας ή παλαιού αιγιαλού με τη διαδικασία των παρ. 1 έως 9.
11. Μετά τον καθορισμό των ορίων του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού επιτρέπεται η απαλλοτρίωση, αναγκαστική ή ρυμοτομική, τυχόν ιδιωτικών δικαιωμάτων που προϋπάρχουν στον αιγιαλό, την παραλία και τον παλαιό αιγιαλό. Από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης περί καθορισμού της οριστικής οριογραμμής του αιγιαλού, της παραλίας και του παλαιού αιγιαλού, οι κύριοι των κτημάτων που καταλαμβάνονται από αυτή θεωρείται ότι έλαβαν γνώση του περιεχομένου της και, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από τη δημοσίευση αυτή, δεν επιτρέπεται η κατασκευή, βελτίωση, δενδροφύτευση ή άλλη προσθήκη στα ακίνητα αυτά. Αύξηση της αξίας των ακινήτων που οφείλεται στις ενέργειες αυτές δεν αποζημιώνεται.