1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών για:
α) κάθε χορηγούμενη άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, περιλαμβανομένων των αδειών λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε τρίτη χώρα,
β) κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος,
γ) το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος νόμου ή των περιπτώσεων στις οποίες ελήφθησαν μέτρα ή κυρώσεις, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 65 του παρόντος νόμου,
Η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει επίσης την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη χρήση των διακριτικών ευχερειών, κατά τα προβλεπόμενα στις σχετικές διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα των πιστωτικών ιδρυμάτων.»
[άρθρο 9 παρ. 1α,3, 4,11, 12]
2. Το άρθρο 22 τροποποιείται ως ακολούθως:
α) στην παρ. 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να παραπέμψει στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών περιπτώσεις όπου αίτημα της για συνεργασία, και ειδικότερα ανταλλαγή πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
[άρθρο 9 παρ. 14]
β) στην παρ. 5 στοιχείο δ προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στην περίπτωση που κατά τη διάρκεια της αρχικής προθεσμίας δύο μηνών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την απόφαση που η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών μπορεί να λάβει. Η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με εκείνην της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών. Η προθεσμία των δύο μηνών θεωρείται η «φάση συμβιβασμού» κατά την έννοια του άρθρου 19 του εν λόγω κανονισμού. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της αρχικής δίμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.»
[Άρθρο 9 παρ. 15α]
β) στην παρ. 6 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:
«Στις περιπτώσεις, αντίστοιχα, που η Τράπεζα της Ελλάδος υπέχει την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους – μέλους υποδοχής σημαντικού υποκαταστήματος, μπορεί να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους -μέλους καταγωγής τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία (iii) και (iv) του εδαφίου β` της παραγράφου 1 του άρθρου 42 και συνεργάζεται με τις εν λόγω αρχές για την εκτέλεση εκ μέρους τους των εργασιών που αναφέρονται στο εδάφιο γ της παραγράφου 1 του άρθρου 41 και για τη λήψη κοινής απόφασης ως προς το χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού κατ’ αναλογία με τα αναφερόμενα στην παρ. 5.»
[άρθρο 9 παρ. 15α]
3. Η παρ. 9 του άρθρου 25 αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων της κατά τον παρόντα νόμο, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση που επιδιώκεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως προς τη χρήση των εποπτικών μέσων και των μεθόδων εποπτείας κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που έχουν εγκριθεί με βάση την Οδηγία 2006/48/ΕΚ.
Για το σκοπό αυτόν, η Τράπεζα της Ελλάδος:
α) συμμετέχει στις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και
β) ακολουθεί τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, αιτιολογώντας τυχόν μη υιοθέτηση τους,
γ) ασκεί τα καθήκοντά της ως μέλος της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών ή στο πλαίσιο της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ χωρίς να παρεμποδίζεται από τα καθήκοντα που έχει αναλάβει σε εθνικό επίπεδο.»
[άρθρο 9 παρ. 16]
4. Η παρ. 3 του άρθρου 34 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή για την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση καταρτίζει κατάλογο των χρηματοδοτικών (?) εταιρειών συμμετοχών, που αναφέρονται στο άρθρο 35 του παρόντος νόμου, ο οποίος κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών, στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»
[άρθρο 9 παρ. 37]
5. Στην παρ. 1 του άρθρου 41 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα της κατά το πρώτο εδάφιο ή εάν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την Τράπεζα της Ελλάδος στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του πρώτου εδαφίου, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών».
[άρθρο 9 παρ. 32α]
6. Στο άρθρο 42 προστίθεται νέα παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει του παρόντος νόμου, της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, ιδίως βάσει του άρθρου 35 αυτού.
Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να παραπέμπει στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών περιπτώσεις:
α) μη διαβίβασης ουσιωδών πληροφοριών από άλλη αρμόδια αρχή, ή
β) απόρριψης ή μη διεκπεραίωσης, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, αιτήματος συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών»
[άρθρο 9 παρ. 36]
7. Στο άρθρο 43 παράγραφος 1, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το εξής κείμενο:
«Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μεταξύ άλλων κατάσταση προβλεπόμενη στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή αρνητικές εξελίξεις σε αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας επιχειρήσεις του ομίλου ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 22 παρ. 5,6 και 7, η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία βάσει των άρθρων 34 παράγραφοι 1 και 2, 46 παράγραφοι 3 και 4 ή και 41 παράγραφος 1, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και τις κεντρικές τράπεζες και τους οργανισμούς που αναφέρονται στο εδάφιο δ` της παραγράφου 5 του άρθρου 60, και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος αντιληφθεί μία κατάσταση που περιγράφεται στο προηγούμενο εδάφιο αναφορικά με όμιλο για τον οποίο δεν έχει η ίδια την αρμοδιότητα της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία, ειδοποιεί με την ιδιότητα της κεντρικής τράπεζας το συντομότερο πρακτικά δυνατό την αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών».
[άρθρο 9 παρ. 33]
8. Το άρθρο 43Α τροποποιείται ως εξής:
α) Η παρ. 2 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο συνεργασίας της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εξυπηρέτηση των ακόλουθων σκοπών:
α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,
β) συμφωνία για την εκούσια ανάθεση καθηκόντων και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων σε περιπτώσεις που αυτή ενδείκνυται,
γ) καθορισμό προγραμμάτων εποπτικής αξιολόγησης, τα οποία θα βασίζονται σε αξιολόγηση των κινδύνων του ομίλου σύμφωνα με το εδάφιο α` της παραγράφου 5 του άρθρου 25 και το εδάφιο α` της παραγράφου 5 του άρθρου 62,
δ) ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με αποφυγή περιττής επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης υποβολής των στοιχείων και πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 42 παρ. 2 του νόμου αυτού και στο άρθρο 132 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.
ε) συνεπή εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ από όλες τις επιχειρήσεις των τραπεζικών ομίλων, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων στην οικεία νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών.
στ) εφαρμογή του εδαφίου γ της παραγράφου 1 του άρθρου 41, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.»
[άρθρο 9 παρ. 35α]
β) Η παρ. 7 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώμα εποπτών, ανεξάρτητα εάν συμμετέχει σε αυτό υπό την ιδιότητα της αρμόδιας για την ενοποιημένη αρχή εποπτείας. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας βάσει του άρθρου 60 δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και των λοιπών αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο λειτουργίας των σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει επίσης τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών δυνάμει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ και του παρόντος νόμου.»
[άρθρο 9 παρ. 35α]
9. Το άρθρο 44 τροποποιείται ως ακολούθως:
α) η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:
«2. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανταλλάσσει, με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, πληροφορίες ή να διαβιβάζουν πληροφορίες στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο, στις άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται επί πιστωτικών ιδρυμάτων και στα άρθρα 31 και 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, που σύμφωνα με τις σχετικές κοινοτικές διατάξεις εφαρμόζεται και για τις αρμόδιες αρχές.»
[άρθρο 9 παρ. 17]
β) προστίθεται στην παρ. 4 το εξής κείμενο:
«Στην περίπτωση που κατά το τέλος της εξάμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της τελευταίας. Η προθεσμία έξι μηνών θεωρείται η φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών μετά τη λήξη της εξάμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.»
[άρθρο 9 παρ. 32β]
10. Το άρθρο 44Α τροποποιείται ως ακολούθως:
α) στην παράγραφο 2 ο όρος «Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας» αντικαθίσταται από τον όρο «Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών»,
[άρθρο 9 παρ. 32 δ]
β) Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 αντικαθίστανται ως εξής:
«Στην περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός τεσσάρων μηνών, η απόφαση για την εφαρμογή ων άρθρων 25 παράγραφος 5 εδάφιο α`, 28 και 62 παράγραφος 3 και παράγραφος 5 εδάφιο α`, λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν, κατά το τέλος της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών. Η προθεσμία τεσσάρων μηνών νοείται ως η προθεσμία συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών μετά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.
Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 25 παράγραφος 5 εδάφιο α`, 28 και 62 παράγραφος 3 και παράγραφος 5 εδάφιο α`, λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών επιχειρήσεων ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ατομική βάση ή σε υποενοποιημένη βάση, έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την απόφασή τους, αναμένουν την όποια απόφαση λάβει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και λαμβάνουν την απόφασή τους λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών. Η προθεσμία τεσσάρων μηνών νοείται ως η προθεσμία συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών μετά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.»
[άρθρο 9 παρ. 32 δ]
γ) Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαθίστανται ως εξής:
«Στην περίπτωση που έχει ζητηθεί η γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους τη γνώμη αυτή και επεξηγούν κάθε τυχόν σημαντική παρέκκλιση από αυτήν.»
[άρθρο 9 παρ. 32 δ]
11. Το άρθρο 46 τροποποιείται ως ακολούθως:
α) Στην παρ. 2 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Τυχόν εκχώρηση εποπτικής αρμοδιότητας της Τράπεζας της Ελλάδος πρέπει να είναι σύμφωνη με το άρθρο 28 του Κανονισμού αριθμ. 1093/2010.»
[άρθρο 9 παρ. 34]
β) Στην παρ. 4 ο όρος «Ευρωπαϊκή Επιτροπή» (?) αντικαθίσταται από τον όρο «Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών».
[άρθρο 9 παρ. 34]
γ) η παρ. 4 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.»
[άρθρο 9 παρ. 31]
12. Το άρθρο 49 τροποποιείται ως ακολούθως:
α) Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 49 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβουλεύεται με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, λαμβάνει υπόψη της τυχόν γενικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και ζητεί την γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών πριν τη λήψη σχετικής απόφασης.»
[άρθρο 9 παρ. 38]
β) Η παρ. 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι εποπτικές τεχνικές που εφαρμόζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου κοινοποιούνται στις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»
[άρθρο 9 παρ. 38]
13. Στο άρθρο 60 παρ. δ προστίθεται στοιχείο iii) ως εξής:
«iii) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, όταν οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του δυνάμει του Κανονισμού αριθμ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου.»
[άρθρο 9 παρ. 19α]
14. Η παρ. 2 του άρθρου 65 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η Τράπεζα της Ελλάδος, δύναται, πριν από την έναρξη της διαδικασίας της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να προχωρήσει στα αναγκαία κατά την κρίση της εξασφαλιστικά, εξώδικα ή δικαστικά μέτρα προστασίας των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή των άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται υπηρεσίες, ενημερώνοντας προς το σκοπό αυτόν σχετικά την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.»
[άρθρο 9 παρ. 10]