1. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α’) προστίθεται εδάφιο ως εξής :
«Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, τα οποία κατά την 31-12-2012 είχαν συμπληρώσει 15ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και το 65ο έτος της ηλικίας τους.»
2. α. Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν.2592/1998 (ΦΕΚ Α’ 57) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις συντάξεις των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν.1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α’), που χορηγούνται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας.
β. Οι διατάξεις των περιπτώσεων α και β της παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 2592/1998 αντικαθίστανται ως εξής:
«α. Για την περίπτωση κύριας ή επικουρικής σύνταξης, ως το γινόμενο του συντελεστή του αναλογιστικού ισοδυνάμου επί του ποσού της μηνιαίας σύνταξης, που θα εδικαιούτο ο αιτών κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του στη Διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων απονομής σύνταξης και επί τον αριθμό των ετησίως καταβαλλομένων, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου φορέα, μηνιαίων συντάξεων.
β. Για την περίπτωση εφάπαξ παροχής, ως το γινόμενο του συντελεστή του αναλογιστικού ισοδυνάμου επί του ποσού της εφάπαξ παροχής, που θα εδικαιούτο ο αιτών κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του στη Διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ανεξάρτητα από τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων απονομής της εφάπαξ παροχής.»
γ. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παρ. 6 του άρθρου 18 του ν. 3865/2010 αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
«Η κατά τα ανωτέρω αναγωγή διενεργείται από τον οικείο Οργανισμό Ασφάλισης και προκειμένου για περιπτώσεις που αφορούν ασφαλιστικά δικαιώματα κύριας σύνταξης και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από τις Διευθύνσεις Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής της Υπηρεσίας Συντάξεων, κατά περίπτωση.»
δ. Οι διατάξεις των περιπτώσεων β’ και γ’ ισχύουν από 1-5-2004.
3. Οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α’) έχουν εφαρμογή και για τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη της Επιτροπής Προμηθειών Υγείας του ν. 3580/2007 (ΦΕΚ 134 Α’). Σε περίπτωση που τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου πριν το διορισμό τους στις θέσεις αυτές δεν είχαν ασφαλισθεί σε οποιοδήποτε Ασφαλιστικό Οργανισμό κύριας ασφάλισης της Χώρας, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια της θητείας τους ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο γενικό ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.).
4. Οι προθεσμίες του άρθρου 3 του ν. 3075/2002 (ΦΕΚ 297 Α’) για τα τέκνα θανόντος συνταξιούχου, τα οποία κατά το χρόνο γέννησης του συνταξιοδοτικού δικαιώματός τους ήταν ανάπηρα για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, αυξάνονται στο διπλάσιο.
Δικαιώματα, που έχουν κριθεί και απορριφθεί, λόγω υποβολής του σχετικού αιτήματος εκπρόθεσμα, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3075/2002, επανακρίνονται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων με βάση τις διατάξεις της περίπτωσης αυτής.
5. α. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 11 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010, που προστέθηκε με τις διατάξεις της περ. α’ της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 (ΦΕΚ 180 Α’), αντικαθίσταται ως εξής :
«Στις διατάξεις της περίπτωσης αυτής υπάγονται και όσα από τα πρόσωπα της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992 είχαν κατά την ανωτέρω ημερομηνία συμπληρώσει 15ετή πλήρη συντάξιμη υπηρεσία και το 65ο ή το 60ο έτος της ηλικίας τους, κατά περίπτωση, ανεξαρτήτως του χρόνου αποχώρησής τους από την Υπηρεσία.»
Δικαιώματα που έχουν κριθεί και απορριφθεί σύμφωνα με τις αντικαθιστάμενες διατάξεις επανακρίνονται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της υποβολής της αίτησης μήνα.
β. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.»
γ. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται ως εξής :
«1. α. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α’), όπως ισχύουν, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους εξ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχους του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων και όσων λαμβάνουν βουλευτική σύνταξη ή χορηγία, που εργάζονται εκτός του δημόσιου τομέα, όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α’) ή αυτοαπασχολούνται, μη εφαρμοζομένων στις περιπτώσεις αυτές των διατάξεων της περ. β’ της παρ. 15 του άρθρου 2 του ν. 3234/2004 (ΦΕΚ 52 Α’).
Οι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους εξ ιδίου δικαιώματος στρατιωτικούς συνταξιούχους, με εξαίρεση το όριο ηλικίας αναστολής καταβολής της σύνταξης, το οποίο, ειδικά για αυτούς, διαμορφώνεται στο 47ο έτος.
β. Ως αυτοαπασχολούμενος θεωρείται αυτός που ασκεί δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) ή του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.), καθώς και αυτός, που με βάση τις οικείες διατάξεις του Κ.Φ.Α.Σ., υποχρεούται στην έκδοση στοιχείων απεικόνισης συναλλαγών.
γ. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α’) και 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α’), καθώς και για όσα από αυτά λαμβάνουν πολεμική σύνταξη ή σύνταξη παθόντος στην υπηρεσία και εξ αιτίας αυτής.
Επίσης, οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή για όσους έχουν τέκνο ανίκανο για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, καθώς και για τους πολύτεκνους, των οποίων το ένα τουλάχιστον τέκνο είναι ανήλικο ή σπουδάζει και υπό τις προϋποθέσεις της περ. δ’ της παρ.1 του άρθρου 5 του π.δ. 169/2007.
δ. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού για όσους συνταξιούχους αναλαμβάνουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται από την ημερομηνία αυτή και μετά. Εάν έχουν αναλάβει εργασία ή αυτοαπασχολούνται πριν την ανωτέρω ημερομηνία, οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή από 1-1-2013.»
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα που ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά από 1-1-1993 και μετά σε οποιονδήποτε Ασφαλιστικό Οργανισμό κύριας ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου. Οι διατάξεις των παρ. 4, 5 και 7 του άρθρου 16 του ν. 2084/1992 καταργούνται.
6. α. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (ΦΕΚ 226 Α’) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης και υπό την προϋπόθεση ότι ο απονέμων φορέας είναι το Δημόσιο, για τα πρόσωπα των διατάξεων της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 33, το τμήμα σύνταξης του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α’) καταβάλλεται ταυτόχρονα με αυτό του Δημοσίου, χωρίς την οριζόμενη από τις διατάξεις του εδαφίου β’ των διατάξεων αυτών μείωση. Ο συμμετέχων φορέας αποδίδει το αναλογούν ποσό στον απονέμοντα φορέα κατά το χρόνο συμπλήρωσης των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, που ισχύουν κατά περίπτωση, με βάση τις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας του.»
β. Οι διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 αντικαθίστανται, από της έναρξης ισχύος τους, ως εξής:
«γ. Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου, οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση και πρόνοια των προσώπων των προηγουμένων περιπτώσεων υπολογίζονται επί των ανωτέρω συντάξιμων αποδοχών.»
γ. Στο τέλος της περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 προστίθεται, από την έναρξη ισχύος τους, εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου και αυτής έχουν εφαρμογή για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις δημοσιοϋπαλληλικές διατάξεις.»
δ. Στο τέλος του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4024/2011 προστίθεται η φράση «χωρίς αυτό να δημιουργεί δικαίωμα υπαγωγής τους στις διατάξεις της περ. ι) της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ. 169/2007.»
ε. Στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4051/2012 (ΦΕΚ 40 Α’) μετά τις λέξεις «και άνω» προστίθεται η φράση «καθώς και όσοι λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη.».
7. Κατ εξαίρεση, η καταργούμενη με την περ. β’ της υποπαραγράφου β2 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 διάταξη της υποπερίπτωσης γγ) της περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την 31-12-2013 για τα πρόσωπα της περ. γ’ της παρ. 1, καθώς και αυτά της παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4024/2011.
8. α. Στο τέλος της περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 1 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Μέτρα ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων», που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 211 Α`) και κυρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν.2453/1997 (ΦΕΚ 4 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 2592/1998 και το άρθρο 1 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α’), προστίθεται περίπτωση ε’, ως εξής:
«ε. Διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα.»
β. Ειδικά για τους συνταξιούχους του Δημοσίου καταβάλλεται από 1-1-2012 ποσό ΕΚΑΣ τριάντα (30) ευρώ μηνιαίως, εφόσον πληρούν αθροιστικά τις παρακάτω προϋποθέσεις:
αα) Το συνολικό ετήσιο καθαρό εισόδημά τους από συντάξεις κύριες, επικουρικές, συμπεριλαμβανομένων και των μερισμάτων ή βοηθημάτων, καθώς και από μισθούς, ημερομίσθια και λοιπά επιδόματα, κυμαίνεται από 8.472,10 ευρώ μέχρι 9.200,00 ευρώ.
ββ) Το συνολικό ετήσιο οικογενειακό καθαρό εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 13.500,00 ευρώ.
Τα παραπάνω ποσά αφορούν σε εισοδήματα, που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2010, και δύνανται να αναπροσαρμόζονται με την κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2768/1999.
γγ) Πληρούν όλες τις λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 1 της αναφερόμενης στην περίπτωση α’ Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, όπως ισχύει.
Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της περίπτωσης α’.
γ. Από 1-1-2014, το πρώτο εδάφιο της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 της αναφερόμενης στην περίπτωση α’ Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.»
δ. Η Υποπαράγραφος Β6 της Παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καταργείται.
ε. Οι διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της υποπαραγράφου Β3 της παραγράφου Β΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 αντικαθίστανται ως εξής:
«Εξαιρούνται των ανωτέρω μειώσεων οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, καθώς και οι Ανάπηροι Πολέμου Αξιωματικοί Πολεμικής Διαθεσιμότητας, οι οποίοι είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω σύμφωνα με γνωμάτευση της Ανώτατης Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής».
9. α. Μετά τη δημιουργία του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α’) για τη συνταξιοδότηση των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις των νόμων 1543/1985 (ΦΕΚ 73 Α’) και 1863/1989 (ΦΕΚ 204 Α’), οι αρμοδιότητες της Ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής του άρθρου 6 του ν. 1976/1991 (ΦΕΚ 184 Α’) ασκούνται από την Ανωτάτη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή.
β. Οι διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 3075/2002 (ΦΕΚ 297 Α’) ως προς τις προθεσμίες για την άσκηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος έχουν εφαρμογή και για όσους υπάγονται στις διατάξεις των ν. 1543/1985 και 1863/1989, καθώς και του Α.Ν. 1512/1950 (ΦΕΚ 235 Α’).
10. α. Υπάλληλος που αποχωρεί από την Υπηρεσία προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί και, λόγω πλάνης περί τα πράγματα, δεν πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις για την άμεση καταβολή της σύνταξής του μπορεί να επανέλθει στην Υπηρεσία μετά από αίτησή του, η οποία υποβάλλεται στον φορέα, από τον οποίο αποχώρησε, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων, το οποίο και τον πληροφορεί σχετικά.
β. Το χρονικό διάστημα από την αποχώρηση από την Υπηρεσία μέχρι την επαναφορά σε αυτή των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης δεν λογίζεται συντάξιμο και δεν καταβάλλονται αποδοχές για αυτό.
11. α. Οι διοριζόμενοι σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων δύνανται από την ημερομηνία του διορισμού τους να διατηρήσουν το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπάγονταν πριν από το διορισμό τους στις θέσεις αυτές και όλη η εφεξής υπηρεσία τους στη νέα τους θέση θεωρείται ότι διανύεται στο καθεστώς αυτό. Η διατήρηση του προηγούμενου του διορισμού τους ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος γίνεται με ανέκκλητη δήλωσή τους, που υποβάλλεται στην Υπηρεσία ή στο Φορέα στον οποίο διορίζονται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία του διορισμού τους. Η ανωτέρω προθεσμία για όσους έχουν ήδη διορισθεί αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
β. Εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα δεν επιλέξουν την υπαγωγή τους στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημόσιου ή σε αυτό της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3865/2010, δεν οφείλουν οιασδήποτε μορφής εισφορά υπέρ του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων.
γ. Η ασφαλιστική – συνταξιοδοτική τακτοποίηση των ανωτέρω υπαλλήλων από την ημερομηνία του διορισμού τους γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων της περ. β’, με την απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών που έχουν παρακρατηθεί στους αντίστοιχους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης του ασφαλιστικού καθεστώτος, που με τη δήλωσή τους έχουν επιλέξει οι υπάλληλοι αυτοί. Μετά την κατά τα ανωτέρω ασφαλιστική τακτοποίηση, τυχόν επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές που έχουν παρακρατηθεί από 1-1-2012 και μετά υπέρ οποιουδήποτε φορέα αποδίδονται στους δικαιούχους.
δ. Οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλονται του μεν εργοδότη, όπου προβλέπεται, από το φορέα στον οποίο διορίζονται, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.
ε. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2320/1995 (ΦΕΚ 133 Α’) έχουν εφαρμογή και για τους υπαλλήλους της παραγράφου αυτής.
στ. Οι διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων δεν έχουν εφαρμογή για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, που διορίζονται σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων, για τους οποίους οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί των αποδοχών της θέσης του μετακλητού.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπηρετούν σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.
12. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα υπάγονται στα ειδικά μισθολόγια των παρ. 13 έως και 36 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του ν. 4093/2012 αναπροσαρμόζονται από 1-8-2012 οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του π.δ. 169/2007. Ειδικά για την αναπροσαρμογή των συντάξεων όσων από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν αποχωρήσει από την Υπηρεσία από 1-7-2011 και μετά, λαμβάνονται υπόψη, μετά από σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου και την προσκόμιση σχετικής διοικητικής πράξης της Υπηρεσίας, από την οποία αποχώρησε, και οι διατάξεις της παρ. 38 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012.
13. α. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Για την προσφορά ή όχι διακεκριμένων υπηρεσιών αποφαίνεται, με πλήρως αιτιολογημένη γνώμη, εννεαμελής Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, αποτελούμενη από έναν (1) Ακαδημαϊκό ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, τέσσερις (4) προσωπικότητες των Γραμμάτων, των Τεχνών και των Επιστημών, έναν (1) υπάλληλο της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τον Προϊστάμενο της καθ’ ύλη αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο οποίος μπορεί να αναπληρώνεται από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος, και δύο (2) προσωπικότητες, αναλόγως των οκτώ (8) κατηγοριών λογοτεχνών και καλλιτεχνών της προηγούμενης παραγράφου, μετά από πρόταση των συλλογικών τους φορέων, σε όσες περιπτώσεις υπάρχει συλλογική εκπροσώπηση.»
β. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίσταται ως εξής :
«Η σύνταξη αυτή είναι μηνιαία, απονέμεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο δε αριθμός των προτεινομένων δικαιούχων που πραγματοποιείται στο τέλος κάθε έτους από την εννεαμελή Επιτροπή της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους πέντε (5) ετησίως.»
γ. Οι περιπτώσεις α’, β’ και γ’ της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίστανται ως εξής :
«α. Να έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους ή το 50ό έτος εφόσον έχουν καταστεί ανίκανοι για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό ανικανότητας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω. Η ανικανότητα κρίνεται με γνωμάτευση της Ανωτάτης του Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής στην οποία παραπέμπεται ο αιτών από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού.
β. Να μη λαμβάνουν άλλη σύνταξη ίση ή μεγαλύτερη των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ από οποιονδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης.
γ. Ο μέσος όρος του εισοδήματος που έχει δηλωθεί συνολικά κατά τα τρία (3) προηγούμενα οικονομικά έτη από εκείνο που υποβάλλεται η αίτηση για συνταξιοδότηση να μην υπερβαίνει το ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων σαράντα (8.640) ευρώ. Στο εισόδημα περιλαμβάνεται και αυτό που προκύπτει με βάση τις αντικειμενικές δαπάνες. Επίσης, να έχει δηλωθεί με την οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος εισόδημα από την άσκηση της δραστηριότητας λογοτέχνη ή καλλιτέχνη σε ένα οποιοδήποτε οικονομικό έτος πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας ή του 50ού για όσους έχουν καταστεί ανίκανοι.»
δ. Οι διατάξεις των περ. α’ και β’ της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίστανται ως εξής :
«5. α. Η μηνιαία σύνταξη της παρ. 1 του άρθρου αυτού ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ.
β. Σε περίπτωση που ο δικαιούχος λαμβάνει και άλλη σύνταξη μικρότερη των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ, η σύνταξη της παρ. 1 του άρθρου αυτού περιορίζεται τόσο, ώστε το άθροισμα των δύο συντάξεων να μην υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό.»
Οι διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 καταργούνται.
ε. Οι διατάξεις της περ. β’ της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 αντικαθίστανται ως εξής:
«β. Η σύνταξη της παρ. 1 δεν μεταβιβάζεται. Δικαιώματα, που έχουν κριθεί με βάση τις αντικαθιστάμενες με την περίπτωση αυτή διατάξεις, παραμένουν ισχυρά.»
στ. Οι διατάξεις της περ. α’ της παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 καταργούνται.
ζ. Αιτήσεις που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού σε οποιοδήποτε στάδιο ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3075/2002 κρίνονται από την Επιτροπή αυτή μετά τη συγκρότησή της σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. α’ της παραγράφου αυτής. Όσες αιτήσεις έχουν κριθεί από την προαναφερόμενη Επιτροπή μέχρι την προηγουμένη της ημερομηνίας δημοσίευσης του νόμου αυτού διαβιβάζονται στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία και εξετάζει αυτές, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων της παραγράφου αυτής. Το ίδιο ισχύει και για τις αιτήσεις που εκκρεμούν στην αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
η. Από 1-1-2013 οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο στα ανωτέρω πρόσωπα συντάξεις αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των περ. α’ και β’ της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002, όπως τροποποιημένες με τις διατάξεις της ανωτέρω περίπτωσης δ’ ισχύουν.
θ. Όλες οι καταβαλλόμενες κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στα ανωτέρω πρόσωπα συντάξεις επανακρίνονται από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων και, εφόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση της διάταξης της περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3075/2002, διακόπτεται η καταβολή τους.
14. Από 1-1-2013 ως ημερομηνία καταβολής των συντάξεων του Δημοσίου ορίζεται η τελευταία εργάσιμη ημέρα του προηγούμενου μήνα.
15. Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων και αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των Ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (ΦΕΚ Α` 276), εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις.