Τα άρθρα 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 30 και 31 του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 2778/1999 (Α΄ 295) αντικαθίστανται ως εξής :
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Άρθρο 21
Σκοπός και σύσταση της εταιρίας
1. Η εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (ΑΕΕΑΠ) είναι ανώνυμη εταιρία με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση και διαχείριση ακίνητης περιουσίας, δικαιώματος αγοράς ακινήτου δια προσυμφώνου και γενικώς τη διενέργεια επενδύσεων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22.
2. Το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕΕΑΠ έχει ελάχιστο ύψος είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ που εισφέρονται ολοσχερώς κατά τη σύστασή της. Το ύψος του ποσού αυτού μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας συγκροτείται από εισφορές μετρητών, μέσων χρηματαγοράς, κινητών αξιών των περιπτώσεων δ), ε) και στ) της παραγράφου 3 του άρθρου 22 και ακινήτων, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου, καθώς και άλλων κινητών ή ακινήτων, τα οποία εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες της εταιρίας. Η εισφορά κατά τη σύσταση της εταιρίας άλλων από μετρητά στοιχείων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ως προς την αξία τους τα όρια που τίθενται από τον παρόντα νόμο για τις επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ. Η αποτίμηση των εισφορών σε είδος διενεργείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920, ενώ, ως προς τα μέσα χρηματαγοράς και τις κινητές αξίες της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.4099/2012 (Α΄250).
3. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία απαιτείται να έχει χορηγηθεί προηγουμένως από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια λειτουργίας της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Αντίστοιχη άδεια απαιτείται και για τη μετατροπή υφιστάμενης εταιρίας σε ΑΕΕΑΠ. Η AEEΑΠ διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Για τη χορήγηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της άδειας λειτουργίας εκτιμώνται η οργάνωση, τα τεχνικά και οικονομικά μέσα της εταιρίας, η αξιοπιστία και η πείρα των προσώπων που πρόκειται να τη διοικήσουν, ιδίως στον τομέα των επενδύσεων σε ακίνητα, η καταλληλότητα των ιδρυτών για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης της εταιρίας και η ύπαρξη κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης κατά τις διατάξεις του άρθρου 24. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με απόφασή της να εξειδικεύει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία, καθώς και κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΕΑΠ.
4. Η εταιρία υποβάλλει, με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λεπτομερή περιγραφή της επενδυτικής πολιτικής και των χρήσεων ακινήτων, στα οποία η εταιρία θα επενδύει τα διαθέσιμά της, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων της αγοράς, στα οποία βασίζεται η στρατηγική της και των μέσων που αυτή προτίθεται να χρησιμοποιήσει για την επίτευξη των αναπτυξιακών της στόχων.
5. Για κάθε τροποποίηση του καταστατικού της, όπως και για κάθε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
6. Πριν από την είσοδο των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά, πρόσωπο που επιθυμεί να αποκτήσει μετοχές ΑΕΕΑΠ ή δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με αυτές, έτσι ώστε η συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου της εταιρίας, άμεσα ή έμμεσα, να υπερβαίνει τα όρια των 10%, 20%, 33,3%, 50% και 66,6%, υποχρεούται να ανακοινώσει, τουλάχιστον ένα μήνα νωρίτερα, την πρόθεσή του αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να της παράσχει κάθε απαραίτητο στοιχείο για να κρίνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την καταλληλότητά του για τη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης και διαχείρισης της ΑΕΕΑΠ. Ως έμμεση συμμετοχή νοείται η απόκτηση ή η άσκηση δικαιωμάτων ψήφου κατά την έννοια του άρθρου 10 του ν. 3556/2007. Κτήση μετοχών ΑΕEΑΠ ή δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με αυτές στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου επιτρέπεται μόνον κατόπιν αδείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
7. Κάθε δημοσίευση, κατά την έννοια του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920, που αφορά σε τροποποίηση του καταστατικού ή σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου γνωστοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
8. Η εταιρία υποχρεούται να αναγράφει κάτω από την εταιρική επωνυμία τον αριθμό της άδειας λειτουργίας της.
9. Οι μετοχές των εταιριών είναι υποχρεωτικά ονομαστικές.
10. Απαγορεύεται η εταιρία να εκδίδει ιδρυτικούς τίτλους.
Άρθρο 22
Επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία
1. Τα διαθέσιμα της ΑΕΕΑΠ επενδύονται αποκλειστικά σε:
α) Ακίνητη περιουσία, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, σε ποσοστό τουλάχιστον 80% του ενεργητικού της.
β) Καταθέσεις και μέσα χρηματαγοράς κατά την έννοια της παραγράφου 14 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007.
γ) Κινητές αξίες των περιπτώσεων δ), ε) και στ) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
δ) Άλλα κινητά και ακίνητα που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες της ΑΕΕΑΠ, τα οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν σωρευτικά, κατά την απόκτησή τους, το δέκα τοις εκατό (10%) του ενεργητικού της.
Η ΑΕΕΑΠ δύναται να τηρεί τα διαθέσιμά της σε καταθέσεις και μέσα χρηματαγοράς ως μορφή τοποθέτησης για εύλογο χρόνο έως τη διενέργεια των επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, τηρουμένης της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 23.
2. Ως ακίνητη περιουσία, στην οποία μπορεί να επενδύει η ΑΕΕΑΠ, νοούνται τα κάθε είδους ακίνητα που ευρίσκονται στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή σε τρίτο κράτος σύμφωνα με την περίπτωση γ΄, αποκτώνται κατά πλήρη ή ψιλή κυριότητα ή επί των οποίων συστήνεται επικαρπία υπέρ της εταιρίας και τα οποία εμπίπτουν σε μία τουλάχιστον από τις παρακάτω περιπτώσεις:
α) Μπορούν να χρησιμοποιηθούν αα) ως επαγγελματική στέγη, για εμπορικό ή βιομηχανικό σκοπό, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικώς των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, της τουριστικής κατοικίας και των μαρίνων ελλιμενισμού, ή και ββ) ως κατοικίες με σκοπό την εκμετάλλευσή τους, συμπεριλαμβανομένης της εξοχικής κατοικίας, ημόνα τους ή από κοινού με άλλα ακίνητα. Το σύνολο των επενδύσεων της εταιρίας σε ακίνητα οικιστικού σκοπού, κατά το χρόνο κτήσεως, πρέπει να είναι κατώτερο του 25% του συνόλου των επενδύσεών της.
β) Είναι υπό ανέγερση, συμπεριλαμβανομένων των οικοπέδων επί των οποίων έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής ακινήτου, αποπεράτωση, επισκευή, αναπαλαίωση, συντήρηση, μεταβολή χρήσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς που αναγράφονται ανωτέρω στην περίπτωση α΄, σύμφωνα με αναλυτικό πρόγραμμα που καταρτίζεται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, ειδικά προς αυτόν το σκοπό και που κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και, επιπλέον, οι ανωτέρω εργασίες είναι δυνατόν να ολοκληρωθούν εντός τριανταέξι (36) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της οικοδομικής άδειας, εφόσον η άδεια εκδοθεί από την ΑΕΕΑΠ μετά την απόκτηση του ακινήτου από αυτή. Αν η άδεια προϋπήρχε, το χρονικό διάστημα των τριανταέξι μηνών ισχύει από την ημερομηνία απόκτησης του ακινήτου από την ΑΕΕΑΠ. Σε περίπτωση αναθεώρησης της άδειας, το ανωτέρω διάστημα παρατείνεται έως τη λήξη ισχύος της αναθεώρησης. Σε περίπτωση που το έργο προβλέπεται να ολοκληρωθεί σε διαδοχικές φάσεις λόγω του μεγέθους του, το ανωτέρω διάστημα θα αφορά στην πρώτη φάση του έργου. Τα έξοδα των ανωτέρω εργασιών για τα ακίνητα της κατηγορίας αυτής δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν, στο σύνολό τους, το σαράντα τοις εκατό (40%) επί του συνόλου των επενδύσεων της εταιρίας σε ακίνητη περιουσία, όπως αυτή θα έχει διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωση των εργασιών. Το πρόγραμμα του πρώτου εδαφίου αναφέρει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου προβλέπεται να ολοκληρωθούν οι ανωτέρω εργασίες και αναλυτική πρόβλεψη των εξόδων που συνδέονται με αυτές.
γ) Ευρίσκονται σε τρίτα, εκτός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, κράτη και είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για κάποιον από τους σκοπούς που αναγράφονται στην περίπτωση α΄, εφόσον, στο σύνολό τους, δεν υπερβαίνουν σε αξία το είκοσι τοις εκατό (20%) του συνόλου των επενδύσεων της εταιρίας σε ακίνητα.
3. Η ΑΕΕΑΠ δύναται επίσης να επενδύει σε:
α) δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2, είτε με απευθείας κατάρτιση από την εταιρία σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων είτε με εκχώρηση σε αυτήν προϋφιστάμενης σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων που έχει συνάψει τρίτος, ή και
β) δικαιώματα επιφανείας του άρθρου 18 παράγραφος 1 του ν. 3986/2011, όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και μακροχρόνιες παραχωρήσεις χρήσης ή εμπορικής εκμετάλλευσης ακινήτων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 όπως, ενδεικτικά, εκτάσεων για ανέγερση ξενοδοχειακών και εν γένει τουριστικού ενδιαφέροντος εγκαταστάσεων, μαρίνων ελλιμενισμού, εκτάσεων δυναμένων να υπαχθούν σε προνομιακό ή ιδιαίτερο καθεστώς δόμησης και οικιστικής ανάπτυξης, εκτάσεων ιστορικής σημασίας ή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους των οποίων η αξιοποίηση είναι επιτρεπτή υπό ιδιαίτερους όρους, ή και
γ) απαιτήσεις προς απόκτηση ακίνητης περιουσίας κατά την έννοια των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 βάσει προσυμφώνων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμβατικώς διασφαλισθεί το μέγιστο τίμημά τους, η προκαταβολή τιμήματος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) του τιμήματος, η ποινική ρήτρα του πωλητή, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) της προκαταβολής, και αα) προκειμένου περί ακινήτων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2, ο χρόνος αποπεράτωσής τους και η χρησιμοποίησή τους για τους εκεί οριζόμενους σκοπούς το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την απόκτησή τους, ββ) προκειμένου δε περί ακινήτων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2, ο χρόνος μεταβίβασής τους και ο χρόνος έναρξης των εργασιών, που δεν μπορεί να απέχει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του εξαμήνου από την κατάρτιση του προσυμφώνου, βάσει του αναλυτικού προγράμματος εργασιών, που ετοιμάζεται κατά το χρόνο συντάξεως του προσυμφώνου, ή και
δ) τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών ανώνυμης εταιρίας με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο σε ακίνητα των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου, ή εταιρίας χαρτοφυλακίου, ή και
ε) τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών εταιρίας συμμετοχών, που επενδύει αποκλειστικώς σε εταιρίες της περίπτωσης δ΄, ή και
στ) τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των μετοχών εταιρίας με την οποία η ΑΕΕΑΠ συνδέεται με σχέση μητρικής και θυγατρικής κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, εφόσον: αα) σκοπός της θυγατρικής εταιρίας είναι η απόκτηση, διαχείριση και εκμετάλλευση ακινήτων, περιλαμβανομένης της διενέργειας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 22, και ββ) σκοπός της συμμετοχής της ΑΕΕΑΠ στο κεφάλαιο της θυγατρικής της είναι η εφαρμογή κοινής επιχειρηματικής στρατηγικής ή στρατηγικών για την ανάπτυξη ακινήτου ή ενότητας ακινήτων ελάχιστης αξίας τουλάχιστον δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, σύμφωνα με αναλυτικό πρόγραμμα που καταρτίζεται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου της θυγατρικής εταιρίας, εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕΕΑΠ και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το εν λόγω αναλυτικό πρόγραμμα, μαζί με έκθεση προόδου αυτού, εγκρίνεται ετησίως από το διοικητικό συμβούλιο της θυγατρικής, και η σχετική έκθεση προόδου τίθεται υπόψη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ, που τοποθετείται σχετικώς και αξιολογεί την πρόοδο του προγράμματος. Η σχετική έκθεση αξιολόγησης του ΔΣ της ΑΕΕΑΠ υποβάλλεται από την ΑΕΕΑΠ στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
4. Με την επιφύλαξη του αμέσως επόμενου εδαφίου, η αξία του συνόλου των ακινήτων της ΑΕΕΑΠ, επί των οποίων αυτή δεν έχει πλήρη κυριότητα, πρέπει να είναι κατώτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), κατά το χρόνο κτήσεως, του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ. Σε περίπτωση απόκτησης από την ΑΕΕΑΠ δικαιωμάτων από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων, κατά την έννοια της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3, η αξία του συνόλου αυτών των δικαιωμάτων πρέπει να είναι κατώτερη, κατά το χρόνο κτήσεως, του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΑΑΠ.
5. Η αξία κάθε ακινήτου κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 περιπτώσεις α΄ έως γ, το οποίο περιλαμβάνεται στις επενδύσεις της εταιρίας, πρέπει να είναι κατώτερη, κατά το χρόνο της απόκτησης ή της ολοκλήρωσης των εργασιών, βάσει του σχετικώς καταρτιζομένου προγράμματος, του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της αξίας του συνόλου των επενδύσεών της. Προκειμένου για επενδύσεις σε μετοχές θυγατρικών εταιριών, κατά την έννοια της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3, ο ανωτέρω περιορισμός ισχύει ως προς την αξία του κάθε ακινήτου που αποκτά η θυγατρική. Η επένδυση της ΑΕΕΑΠ σε εταιρία της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 3 πρέπει να είναι κατώτερη σε αξία ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ.
6. Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ο τρόπος και τα μέσα αποτίμησης της αξίας των επενδύσεων σε ακίνητα και ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την αποτίμηση της αξίας των επενδύσεων σε ακίνητα. Με όμοια απόφαση που εκδίδεται κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να διευκρινίζονται θέματα ένταξης ακινήτων στις κατηγορίες του παρόντος άρθρου.
7. Η αποτίμηση της αξίας των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ διενεργείται, στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης, από νόμιμο ελεγκτή, ο οποίος δεσμεύεται από την ειδική τακτική έκθεση που συντάσσεται κάθε φορά για το σκοπό αυτόν, από ανεξάρτητο εκτιμητή. Ο εκτιμητής του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται από τη γενική συνέλευση της ΑΕΕΑΠ, μαζί με τον νόμιμο ελεγκτή της εταιρίας.
8. Η κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 και τις περιπτώσεις α΄ έως γ΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου επένδυση των διαθεσίμων της ΑΕΕΑΠ σε ακίνητα ή σε δικαίωμα επί ακινήτου, καθώς και η επένδυση σε ακίνητα από εταιρίες των περιπτώσεων δ΄ και στ΄ της παραγράφου 3, προϋποθέτει προηγούμενη εκτίμηση της αξίας τους από τον ανεξάρτητο εκτιμητή της προηγούμενης παραγράφου. Ο εκτιμητής διενεργεί εκτίμηση της αξίας του ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών πριν από την απόκτησή τους από την εταιρία. Προκειμένου περί απαιτήσεων εκ προσυμφώνων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3, η αποτίμηση των ακινήτων, στα οποία αφορούν οι απαιτήσεις αυτές, πραγματοποιείται πριν από την οριστική μεταβίβασή τους στην ΑΕΕΑΠ. Κατά την εκτίμηση λαμβάνεται υπόψη κάθε γεγονός, το οποίο μέχρι την ημερομηνία ένταξης της, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, ακίνητης περιουσίας στις επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ μπορεί να επηρεάσει την αξία της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας. Η εκτίμηση αυτή είναι δεσμευτική. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στη μεταβίβαση στοιχείων της ακίνητης περιουσίας, τα οποία έχουν ενταχθεί στις επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ. Το τίμημα που καταβάλλεται ή εισπράττεται από την ΑΕΕΑΠ για την απόκτηση ή την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας ή του δικαιώματος επί ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών επιτρέπεται να είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο, αντιστοίχως, μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) από την αξία τους, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από τον εκτιμητή.
9. Η αποτίμηση της αξίας των κινητών και ακινήτων που αποκτά η ΑΕΕΑΠ για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών της αναγκών, κάθε φορά που απαιτείται τέτοια αποτίμηση, γίνεται με βάση τις σχετικές διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
10. Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση των μετοχών θυγατρικής εταιρίας που κατέχει η ΑΕΕΑΠ ή ακινήτου, στο οποίο αυτή έχει επενδύσει διαθέσιμά της, πριν από την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την απόκτησή τους, εξαιρουμένων των ακινήτων της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
11. Η μη τήρηση όρου του παρόντος άρθρου, σχετικά με την απόκτηση ή τη μεταβίβαση ακινήτου από ΑΕΕΑΠ δεν συνεπάγεται την ακυρότητα των δικαιοπραξιών αυτών.
12. Τα ακίνητα στα οποία επενδύει η ΑΕΕΑΠ, άμεσα ή έμμεσα, μέσω θυγατρικών της, ασφαλίζονται υποχρεωτικά. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των ασφαλιστικών συμβολαίων.
13. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα και λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 23
Εισαγωγή των μετοχών της εταιρίας σε οργανωμένη αγορά
1. Η ΑΕΕΑΠ εισάγει υποχρεωτικά τις μετοχές της σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παραγράφου 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 εντός δύο (2) ετών από τη σύστασή της. Κατά το χρόνο της εισαγωγής, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας πρέπει να έχει επενδυθεί σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) σε ακίνητη περιουσία. Σε περίπτωση μετατροπής εταιρίας σε ΑΕΕΑΠ, η υποχρεωτική εισαγωγή των μετοχών της σε οργανωμένη αγορά, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να πραγματοποιείται μέσα σε διάστημα δύο (2) ετών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας μετατροπής.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, ύστερα από αίτηση της εταιρίας, να παρατείνει την προθεσμία της παραγράφου 1 για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους δεκαοκτώ (18) μήνες από την ημερομηνία λήξης αυτής σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή αν κρίνει ότι οι συνθήκες της αγοράς θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη της εισαγωγής των μετοχών της εταιρίας στην οργανωμένη αγορά. Για ΑΕΕΑΠ που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η προθεσμία της παραγράφου 1 ισχύει από την ενάρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Παράταση που είχε χορηγηθεί κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθεί ισχύουσα για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου.
3. Εάν η εταιρία δεν έχει επιτύχει την εισαγωγή των μετοχών της σε οργανωμένη αγορά εντός των προθεσμιών των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας της και η εταιρία τίθεται υπό εκκαθάριση.
4. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ΑΕΕΑΠ ανακαλούνται τα προβλεπόμενα για αυτήν φορολογικά οφέλη, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες ευνοϊκές για αυτήν φορολογικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται σε άλλους νόμους. ΑΕΕΑΠ που υφίστανται κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου εξαιρούνται της ανακλήσεως που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο για το μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου χρονικό διάστημα.
Άρθρο 24
Θεματοφύλακας – Κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης
1. Οι επενδύσεις της εταιρίας σε κινητές αξίες των περιπτώσεων δ), ε) και στ) της παραγράφου 3 του άρθρου 22 κατατίθενται προς φύλαξη σε πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα.
2. Ο θεματοφύλακας μπορεί να αναθέτει τη φύλαξη κινητών αξιών σε άλλα πρόσωπα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 33 του ν. 3371/2005.
3. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι της εταιρίας και των μετόχων της για κάθε πταίσμα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.
4. Οι κανόνες κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης που ισχύουν για τις εταιρίες, των οποίων κινητές αξίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά, εφαρμόζονται αναλόγως και στις ΑΕΕΑΠ από τη σύστασή τους.
5. ΑΕΕΑΠ που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και των οποίων οι μετοχές δεν έχουν εισαχθεί ακόμη σε οργανωμένη αγορά, υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Άρθρο 25
Εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων
1. Η ΑΕΕΑΠ δημοσιεύει στο τέλος κάθε ημερολογιακού εξαμήνου εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων των διαθεσίμων της, με χωριστή αναφορά στις κατηγορίες επενδύσεων. Η πρώτη κατάσταση επενδύσεων επιτρέπεται να καλύπτει περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου, ώστε η ημερομηνία της να συμπέσει με το πέρας ημερολογιακού εξαμήνου, χωρίς όμως αυτή η περίοδος να μπορεί να υπερβεί το έτος. Η κατάσταση περιλαμβάνει την περιγραφή κάθε ακινήτου, το σκοπό για τον οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί, την εμπορική του αξία, σε σχέση με την αντικειμενική, εφόσον έχει οριστεί αυτή, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνεται χρήσιμο για να επιτρέψει την αξιολόγηση των επενδύσεων της εταιρίας. Ως προς τα δικαιώματα επικαρπίας ή ψιλής κυριότητας ακινήτων, καθώς και δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτου, η εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων περιέχει υποχρεωτικά περιγραφή του δικαιώματος, την πραγματική αξία του, σε σχέση με την πραγματική και την αντικειμενική αξία του ακινήτου στο οποίο αναφέρεται, καθώς και οποιοδήποτε άλλο χρήσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση των συγκεκριμένων επενδύσεων. Η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 έως και 9 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου.
2. Η εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων βασίζεται σε έκθεση ανεξάρτητου εκτιμητή και ελέγχεται από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο. Υποβάλλεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και αναρτάται στην ιστοσελίδα της εταιρίας και της αγοράς στην οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης οι μετοχές της ή μόνο στην ιστοσελίδα της εταιρίας αν δεν έχει διενεργηθεί η εισαγωγή των μετοχών της σε αγορά.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, με απόφασή της, να ορίσει το ειδικότερο περιεχόμενο της εξαμηνιαίας κατάστασης επενδύσεων της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία.
Άρθρο 26
Δάνεια, πιστώσεις και εγγυήσεις
1. Επιτρέπεται η σύναψη δανείων από την ΑΕΕΑΠ και η παροχή πιστώσεων σε αυτή, για ποσά τα οποία, στο σύνολό τους, δεν θα υπερβαίνουν το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του ενεργητικού της. Τα δάνεια συνάπτονται και οι πιστώσεις παρέχονται από πιστωτικό ίδρυμα. Τα δάνεια αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι πιστώσεις μπορούν να δοθούν τόσο για την απόκτηση όσο και για την αξιοποίηση ακινήτων στα οποία επενδύονται ή έχουν επενδυθεί τα διαθέσιμα της εταιρίας ή των εταιριών της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 22. Το σύνολο των δανείων που λαμβάνονται για την αποπεράτωση ακινήτων της εταιρίας ή των εταιριών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσοστό που αναγράφεται στο πρόγραμμα της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 22. Στο ύψος του επιτρεπόμενου δανεισμού συμπεριλαμβάνονται και τα δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων της περίπτωσης α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 22.
2. Για την εξασφάλιση των δανείων και πιστώσεων της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται να συνιστώνται βάρη επί των κινητών ή ακινήτων της εταιρίας.
3. Η ΑΕΕΑΠ μπορεί να συνάπτει δάνεια με πιστωτικό ίδρυμα για την απόκτηση ακινήτων που θα χρησιμοποιήσει για τις λειτουργικές της ανάγκες, εφόσον το ύψος των δανείων, στο σύνολό τους, δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της αξίας του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας μειουμένων κατά το συνολικό ποσό των επενδύσεων της εταιρίας σε ακίνητα. Τα ποσά των δανείων αυτών δεν συνυπολογίζονται στο ποσοστό της παραγράφου 1. Με τους ίδιους όρους και για τον ίδιο σκοπό μπορεί να παρασχεθεί πίστωση στην ΑΕΕΑΠ.
4. Για την εξασφάλιση των δανείων και πιστώσεων της παραγράφου 3 επιτρέπεται να συνιστώνται βάρη επί του ακινήτου που αποκτά η εταιρία, για τους σκοπούς που ορίζονται στην ανωτέρω παράγραφο.
Άρθρο 27
Διανομή κερδών
1. Η ΑΕΕΑΠ υποχρεούται να διανέμει ετησίως στους μετόχους της τουλάχιστον το εβδομήντα τοις εκατό (70%) των ετήσιων καθαρών προς διανομή κερδών της. Τα κέρδη που σχετίζονται με την υπεραξία από την πώληση ακινήτων δεν συμπεριλαμβάνονται στη διανομή. Επιτρέπεται η διανομή χαμηλότερου ποσοστού, έως των ορίων του κ.ν. 2190/1920, ή η μη διανομή μερίσματος από την εταιρία, με απόφαση της γενικής συνέλευσης, εφόσον το καταστατικό της περιέχει σχετική πρόβλεψη είτε προς σχηματισμό έκτακτου αφορολόγητου αποθεματικού από λοιπά έσοδα εκτός από κέρδη κεφαλαίου είτε προς δωρεάν διανομή μετοχών προς τους μετόχους, με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
2. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης δύναται να σχηματιστεί τακτικό αποθεματικό, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
3. Εφόσον η ΑΕΕΑΠ δεν καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις της με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) και εάν κατά την ετήσια αποτίμηση κάθε ακινήτου της, στο τέλος μιας εταιρικής χρήσης, διαπιστωθεί υποτίμηση της αξίας του, σε σχέση με την αξία κτήσης του, η εταιρία υποχρεούται να σχηματίσει πρόβλεψη για τη ζημία που προκύπτει από την υποτίμηση, κατά παρέκκλιση της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 43 του κ.ν. 2190/1920.
4. Εφόσον η ΑΕΕΑΠ δεν καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις της με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) και εάν κατά την ετήσια αποτίμηση κάθε ακινήτου της, στο τέλος μιας εταιρικής χρήσης, διαπιστωθεί ανατίμηση της αξίας του σε σχέση με την αξία κτήσης του, η εταιρία αναγράφει στις οικονομικές της καταστάσεις, ως αξία του ακινήτου, την αξία κτήσης του, ενώ η υπεραξία που διαπιστώνεται από την αποτίμηση αναγράφεται σε ξεχωριστή πρόσθετη κατάσταση υπεραξιών ακινήτων, η οποία συνοδεύει τους ισολογισμούς της χρήσης της εταιρίας.
5. Εφόσον στο τέλος μίας εταιρικής χρήσης προκύψει ζημία από την αποτίμηση των κινητών αξιών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22, για την κάλυψη της ζημίας, επιτρέπεται ο σχηματισμός πρόβλεψης μέχρι και το σύνολο της ζημίας.
Άρθρο 28
Απαγόρευση μεταβίβασης ακινήτων της ΑΕΕΑΠ
σε συγκεκριμένα πρόσωπα
1. Απαγορεύεται η μεταβίβαση ακινήτων, τα οποία η ΑΕΕΑΠ κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω θυγατρικών της, σε μετόχους της ΑΕΕΑΠ που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, μέσω συνδεδεμένων προσώπων κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή μέσω προσώπων που ελέγχονται από αυτά, κατά την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007, ποσοστό τουλάχιστον 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΕΑΠ, σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου, γενικούς διευθυντές ή διευθυντές της, συζύγους και συγγενείς τους μέχρι και τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, καθώς και σε ελεγχόμενα από αυτούς, κατά την ανωτέρω έννοια, νομικά πρόσωπα.
2. Η απαγόρευση της προηγουμένης παραγράφου δεν ισχύει για τη μεταβίβαση ακινήτων στις εταιρίες των περιπτώσεων δ΄ και στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22. Μεταβίβαση ακινήτων σε άλλες συνδεδεμένες με την ΑΕΕΑΠ εταιρίες επιτρέπεται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία παρέχεται εφόσον η μεταβίβαση γίνεται με όρους αγοράς και είναι επωφελής για την ΑΕΕΑΠ. Οι ειδικότεροι όροι εφαρμογής της παρούσας παραγράφου μπορεί να εξειδικεύονται με απόφασή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
3. Μετά την ολοκλήρωση της εισαγωγής προς διαπραγμάτευση των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του παρόντος νόμου, απαγορεύεται περαιτέρω η μεταβίβαση προς την ΑΕΕΑΠ ακινήτων που ανήκουν σε: α) μετόχους της ΑΕΕΑΠ που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, μέσω συνδεδεμένων προσώπων κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή μέσω προσώπων που ελέγχονται από αυτά, κατά την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007, ποσοστό τουλάχιστον 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΕΑΠ, και β) σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου της, γενικούς διευθυντές ή διευθυντές της, συζύγους και συγγενείς τους μέχρι και τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, καθώς και σε ελεγχόμενα από αυτούς, κατά την ανωτέρω έννοια, νομικά πρόσωπα. Η απαγόρευση δεν καταλαμβάνει μεταβιβάσεις ακινήτων που είναι επωφελείς για την ΑΕΕΑΠ και: α) ανακοινώνονται και περιγράφονται με σαφήνεια ως προς το αντικείμενο, την αξία τους και την ταυτότητα των συμβαλλομένων προσώπων, δύο (2) μήνες πριν τη διενέργειά τους σε ειδικά προς τούτο διαμορφωμένο χώρο της ιστοσελίδας της ΑΕΕΑΠ στο διαδίκτυο και β) η αξία τους ετησίως δεν υπερβαίνει το 5% της αξίας του ενεργητικού της ΑΕΕΑΠ.
Άρθρο 30
Εποπτεία – Κυρώσεις
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία και τον έλεγχο της εφαρμογής του παρόντος νόμου και των κανονιστικών αποφάσεων λειτουργίας των ΑΕΕΑΠ που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του.
2. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της παραγράφου 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διενεργεί ελέγχους και να αναθέτει σε νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία τη διενέργεια εκτάκτων ελέγχων.
3. Οι ΑΕΕΑΠ και οι θυγατρικές τους υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των εντεταλμένων οργάνων της τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια του ελέγχου. Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά περίπτωση μπορούν:
α) να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφό του και
β) να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλούν και να λαμβάνουν μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 9 έως 13 του άρθρου 22 του ν. 3340/2005.
4. Αν παραβιαστούν οι διατάξεις του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει σε ΑΕΕΑΠ επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από χίλια (1.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Για την επιλογή της κύρωσης και κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ενδεικτικώς υπόψη το μέγεθος και η σημασία της παράβασης, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε σε επενδυτές και της τυχόν αποκατάστασής της, η λήψη μέτρων από την εταιρία για την συμμόρφωσή της στο μέλλον, ο βαθμός υπαιτιότητας της εταιρίας, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της γενικής και ειδικής πρόληψης και η τυχόν καθ’ υποτροπήν τέλεση παραβάσεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότησή του.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σε μετόχους και σε διευθυντικά στελέχη της ΑΕΕΑΠ και των θυγατρικών των περιπτώσεων δ’ και ε’ της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου, που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ΄εξουσιοδότησή του, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6, το πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται μέχρι του ποσού των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ. Για την επιλογή της κύρωσης και κατά την επιμέτρηση του προστίμου εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) ευρώ σε πρόσωπα τα οποία, εν γνώσει τους, προβαίνουν σε ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς το κοινό σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία ΑΕΕΑΠ και των θυγατρικών τους, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων και αποδόσεών της, με σκοπό να προσελκύσουν σε αυτήν επενδυτές.
7. Όποιος εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς το κοινό σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία ΑΕΕΑΠ και των θυγατρικών τους, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων και αποδόσεών της, με σκοπό να προσελκύσει σε αυτήν επενδυτές παραπλανώντας τους, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
8. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε δηλώσεις ή ανακοινώσεις που λαμβάνουν χώρα μέχρι την εισαγωγή των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά.
9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο μέχρι τριακόσιες χιλιάδες ( 300.000) ευρώ σε όποιον δεν συνεργάζεται σε έλεγχο – έρευνα που διενεργείται στην ΑΕΕΑΠ.
10. Επιτρέπεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να δημοσιοποιεί οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλει σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότησή του, εκτός εάν η δημοσιοποίηση ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, να είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των επενδυτών ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.
11. Οι διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του ν. 3371/2005 εφαρμόζονται και στις ΑΕΕΑΠ.
12. Οι κανονιστικές αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 21, της παραγράφου 11 του άρθρου 22 και της παραγράφου 3 του άρθρου 25, εξακολουθούν να ισχύουν έως την αντικατάστασή τους από νέες.
Άρθρο 31
Φορολογικές διατάξεις
1. Οι εκδιδόμενες από AEEΑΠ μετοχές, καθώς και η μεταβίβαση ακινήτων προς αυτή με επαχθή αιτία απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους, τέλους χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιώματος ή οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και γενικά τρίτων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά τη σύσταση της εταιρίας ή την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Η απαλλαγή δεν καταλαμβάνει το φόρο εισοδήματος για την υπεραξία που προκύπτει κατά την εισφορά ακινήτων. Οι μεταβιβάσεις ακινήτων από την εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία υπόκεινται σε φόρο μεταβίβασης ακινήτων με τον ισχύοντα συντελεστή.
2. Οι εταιρίες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος για τα εισοδήματα από κινητές αξίες γενικά του εσωτερικού ή του εξωτερικού, που αποκτούν μη υποκείμενα σε παρακράτηση φόρου. Ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργείται παρακράτηση φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 54 του ν. 2238/1994 (Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος) και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία για τα εισοδήματα αυτά.
3. Οι ΑΕΕΑΠ καταβάλλουν φόρο, ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δύο τοις χιλίοις (2‰) ετησίως και υπολογίζεται επί του μέσου όρου των επενδύσεων τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές, όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 25. Κατά τον υπολογισμό του παραπάνω φόρου δε λαμβάνονται υπόψη τα ακίνητα που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα θυγατρικές των ΑΕΕΑΠ, εφόσον αυτά αναγράφονται διακεκριμένα στις καταστάσεις επενδύσεων των ΑΕΕΑΠ και υπό τον πρόσθετο όρο ότι για τα ακίνητα αυτά έχουν καταβάλει τον αναλογούντα φόρο οι θυγατρικές τους. Από το συνολικό ποσό του φόρου που υπολογίζεται κατά τον ανωτέρω τρόπο εκπίπτει ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε από ΑΕΕΑΠ στην αλλοδαπή λόγω συμμετοχής της σε εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία ή/και ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε από ΑΕΕΑΠ στην αλλοδαπή λόγω εισοδήματος το οποίο έχουν αποφέρει τα ακίνητα που αποτελούν μέρος των επενδύσεών της στην αλλοδαπή, μέχρι όμως το ύψος του φόρου που οφείλεται για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα. Για την απόδειξη του ύψους του φόρου που καταβλήθηκε εκτός Ελλάδας εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης γ’ του άρθρου 109 του ν. 2238/1994.
Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα που ακολουθεί το χρονικό διάστημα που αφορούν οι εξαμηνιαίοι πίνακες επενδύσεων. Σε περίπτωση παρακράτησης φόρου επί κτηθέντων μερισμάτων, καθώς και του φόρου επί της υπεραξίας κατά την πώληση εισηγμένων μετοχών κάθε διαχειριστικής χρήσης, ο φόρος αυτός συμψηφίζεται με το φόρο που προκύπτει από τη δήλωση που υποβάλλεται από την ΑΕΕΑΠ εντός του μηνός Ιουλίου. Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο μεταφέρεται για συμψηφισμό με επόμενες δηλώσεις. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας, των μετόχων της, των μετόχων των μετόχων της και ούτω καθεξής ανεξαρτήτως του αριθμού των διανομών. Οι διατάξεις των άρθρων 113 και 116 του Κ. Φ. Ε. εφαρμόζονται αναλόγως, όπως ισχύουν κάθε φορά, και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις αυτής της παραγράφου. Για τα διανεμόμενα κέρδη στους μετόχους της ΑΕΕΑΠ καθώς και στους μετόχους των μετόχων της εταιρίας αυτής, και ούτω καθεξής, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε.
4. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της περίπτωσης ε΄ του άρθρου 1 και του άρθρου 4 του ν. 2166/1993 (Α΄ 137), οι διατάξεις του ν.2166/1993 εφαρμόζονται και επί εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία είτε έχει ήδη συσταθεί είτε βρίσκεται στο στάδιο της σύστασης, η οποία: α) συνιστάται είτε με συγχώνευση δύο ή περισσότερων εταιριών, οι οποίες διαθέτουν ακίνητη περιουσία είτε από διάσπαση ή απόσχιση κλάδου εταιρίας, που διαθέτει ακίνητη περιουσία ή β) αποκτά ακίνητη περιουσία, είτε λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση άλλης εταιρίας που διαθέτει ακίνητη περιουσία είτε λόγω διάσπασης ή απόσχισης κλάδου εταιρίας που διαθέτει ακίνητη περιουσία ή με εισφορά μεμονωμένου ακινήτου ή ομάδας ακινήτων.
5. Οι εταιρίες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία διενεργούν τακτικές αποσβέσεις επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία δε λογίζουν αποσβέσεις επί της ακίνητης περιουσίας της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου.
6. Η μεταβίβαση μετοχών των εταιριών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, απαλλάσσεται από το φόρο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν. 2238/1994.
7. Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων 1 έως 5 εφαρμόζονται και στις εταιρίες της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου, καθόσο χρόνο ΑΕΕΑΠ διατηρεί σε αυτές συμμετοχή κατά τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο.»