1. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται στις υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες δραστηριότητες:
α) στις μη οικονομικές υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος·
β) στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως αυτές που αφορούν τράπεζες, πιστώσεις, ασφαλίσεις και αντασφαλίσεις, επαγγελματικές ή προσωπικές συντάξεις, χρεόγραφα, επενδύσεις, ταμεία, πληρωμές, συμβουλές επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α΄)·
γ) στις υπηρεσίες και τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και στις συναφείς εγκαταστάσεις και υπηρεσίες όσον αφορά τα θέματα που ρυθμίζονται με το ν. 3431/2006 (ΦΕΚ 13 Α΄)·
δ) στις υπηρεσίες στον τομέα των μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των λιμενικών υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο του τίτλου V της Συνθήκης ΕΚ, των αστικών συγκοινωνιών, των αγοραίων οχημάτων (ταξί) και των ασθενοφόρων·
ε) στις υπηρεσίες που παρέχονται από γραφεία εύρεσης προσωρινής εργασίας·
στ) στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης (ιατρικές και φαρμακευτικές) που προσφέρονται από επαγγελματίες του τομέα της υγείας σε ασθενείς για την αξιολόγηση, διατήρηση ή αποκατάσταση της υγείας τους, είτε παρέχονται μέσω εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης είτε όχι, και ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται και χρηματοδοτούνται οι εν λόγω υπηρεσίες σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας ή από το αν είναι δημόσιες ή ιδιωτικές, εφόσον ασκούνται αποκλειστικά από νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα·
ζ) στις οπτικοακουστικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των κινηματογραφικών υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον τρόπο παραγωγής, διανομής ή μετάδοσής τους, και στις ραδιοφωνικές εκπομπές·
η) στις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών τυχερών παιγνίων στα οποία ο παίκτης στοιχηματίζει νομισματική αξία, συμπεριλαμβανομένων των λαχειοφόρων αγορών, των τυχερών παιγνίων σε καζίνα και των συναλλαγών που αφορούν στοιχήματα·
θ) στις δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 45 της Συνθήκης ΕΚ·
ι) στις κοινωνικές υπηρεσίες που σχετίζονται με την κοινωνική στέγαση, την παιδική μέριμνα και τη στήριξη των οικογενειών και των ατόμων που έχουν μονίμως ή προσωρινώς ανάγκη, οι οποίες παρέχονται από το κράτος, από παρόχους για λογαριασμό του κράτους ή από φιλανθρωπικές οργανώσεις αναγνωρισμένες από το κράτος·
ια) στις ιδιωτικές υπηρεσίες ασφαλείας και
ιβ) στις υπηρεσίες των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών.
3. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στον τομέα της φορολογίας.
4. Οι δραστηριότητες που δεν εξαιρούνται ρητά υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Συμφωνώ με τον κο Στασή ως προς την απόδοση ΑΦΜ και προσθέτω την έναρξη δραστηριότητας από την αρμόδια της εγκατάστσης ΔΟΥ.
Ευαχαριστώ πολύ
ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
η ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΚΟΡΟΙΔΕΥΟΥΝ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥς ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΚΑΠΟΙΟΙ
ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΙ ΘΑ ΕΚΑΝΑΝ. ΜΗΠΩΣ ΕΔΩ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΡΥΘΜΗΣΗ
ΝΑΙ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΣΕ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ
ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥς ΣΕ ΒΑΡΟς ΑΛΛΩΝ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ
300- 800 ΧΙΛΑΡΙΚΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΜΙΑ ΑΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΜΑΥΡΗ .
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΝ ΠΟΝΑΕΙ ΑΚΙ ΠΟΛΥ ΔΙΟΤΙ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ
ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΠΑΛΙ ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ………..
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ: Ανακοινώνεται ότι για τις πληροφορίες στον ηλεκτρονικό αυτό χώρο ισχύει παραίτηση από ευθύνη και δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
YVES BOT
της 16ης Δεκεμβρίου 2008 1(1)
Υπόθεση C 531/06
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
κατά
Ιταλικής Δημοκρατίας
«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρα 43 ΕΚ και 56 EΚ – Δημόσια υγεία – Εθνική νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας μόνο φαρμακοποιοί δύνανται να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο – Ασφαλής εφοδιασμός του πληθυσμού με φάρμακα – Διανομή φαρμάκων – Δημοτικά φαρμακεία»
1. Με την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία,
– διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν την εκμετάλλευση ιδιωτικών φαρμακείων μόνο στα φυσικά πρόσωπα που έχουν πτυχίο φαρμακευτικής και στις εταιρίες των οποίων οι εταίροι είναι αποκλειστικά φαρμακοποιοί, και
– διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που καθιστούν αδύνατη για τις επιχειρήσεις διανομής φαρμάκων την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στις εταιρίες διαχειρίσεως δημοτικών φαρμακείων,
παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ.
2. Καταρχάς, πρέπει να λεχθεί ότι η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής συνδέεται στενά με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Verwaltungsgericht des Saarlandes (Γερμανία) στο πλαίσιο των εκκρεμών ενώπιον του Δικαστηρίου συνεκδικαζομένων υποθέσεων Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. (C 171/07) και Neumann Seiwert (C 172/07), επί των οποίων αναπτύσσω, επίσης, προτάσεις. Η πρώτη αυτή αιτίαση αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το άρθρο 43 EΚ και/ή το άρθρο 56 EΚ απαγορεύουν εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι μόνο φαρμακοποιοί δύνανται να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο.
3. Για τους ίδιους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο των προτάσεων που αναπτύσσω στις προπαρατεθείσες υποθέσεις Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. και Neumann Seiwert (C-171/07 και C-172/07), προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής δεν είναι βάσιμη. Συγκεκριμένα, θεωρώ ότι τα άρθρα 43 EΚ και 48 EΚ δεν απαγορεύουν εθνική νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας μόνο φαρμακοποιοί δύνανται να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο, στο μέτρο που μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση δικαιολογείται από τον σκοπό της εγγυήσεως του ασφαλούς εφοδιασμού του πληθυσμού με φάρμακα..
4. Προτείνω, επίσης, στο Δικαστήριο να κρίνει τη δεύτερη αιτίαση αβάσιμη.
I – Το νομικό πλαίσιο
Το κοινοτικό δίκαιο
5. Το άρθρο 43, πρώτο εδάφιο, ΕΚ απαγορεύει τους περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους εντός άλλου κράτους μέλους. Σύμφωνα με το άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων.
6. Δυνάμει του άρθρου 48, πρώτο εδάφιο, EΚ, τα θεσπιζόμενα με το άρθρο 43 ΕΚ δικαιώματα αναγνωρίζονται επίσης στις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
7. Σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 43 ΕΚ δεν απαγορεύει τους περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους δημόσιας υγείας.
8. Κατά το άρθρο 47, παράγραφος 3, ΕΚ, η προοδευτική άρση των περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως ως προς τα ιατρικά, παραϊατρικά και φαρμακευτικά επαγγέλματα προϋποθέτει τον συντονισμό των όρων ασκήσεώς τους στα διάφορα κράτη μέλη. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχουν δεχθεί ότι το άμεσο αποτέλεσμα των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, που αναγνωρίσθηκε με τις αποφάσεις Reyners (2) και van Binsbergen (3), αντιστοίχως, από την 1η Ιανουαρίου 1970, ημερομηνία λήξεως της μεταβατικής περιόδου, ισχύει και για τα επαγγέλματα του τομέα της υγείας (4).
9. Εξάλλου, οι ιατρικές, παραϊατρικές και φαρμακευτικές δραστηριότητες έχουν αποτελέσει το αντικείμενο οδηγιών συντονισμού. Όσον αφορά τον τομέα των φαρμακείων πρόκειται, αφενός, για την οδηγία 85/432/EΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1985, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν ορισμένες δραστηριότητες στον τομέα της φαρμακευτικής (5), και, αφετέρου, για την οδηγία 85/433/EΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1985, για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων φαρμακευτικής και για τη λήψη μέτρων προς διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης για ορισμένες δραστηριότητες του φαρμακευτικού τομέα (6).
10. Οι δύο αυτές οδηγίες καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (7). Σύμφωνα με την εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2005/36:
«Η παρούσα οδηγία δεν διασφαλίζει τον συντονισμό όλων των όρων ανάληψης των δραστηριοτήτων του φαρμακευτικού τομέα και την άσκησή τους. Ιδίως, η γεωγραφική κατανομή των φαρμακείων και το μονοπώλιο διανομής φαρμάκων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η παρούσα οδηγία διατηρεί αμετάβλητες τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν στις εταιρείες την άσκηση ορισμένων φαρμακευτικών δραστηριοτήτων ή εξαρτούν την εν λόγω άσκηση από ορισμένες προϋποθέσεις.»
11. Εξάλλου, το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει ότι, στο πλαίσιο του κεφαλαίου 4 της Συνθήκης ΕΚ, που αφορά τα κεφάλαια και τις πληρωμές, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.
12. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί το άρθρο 152, παράγραφος 5, ΕΚ, κατά το οποίο:
«Η δράση της Κοινότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας αναπτύσσεται χωρίς να θίγονται στο παραμικρό οι αρμοδιότητες των κρατών μελών σε ό,τι αφορά την οργάνωση και την παροχή των υγειονομικών υπηρεσιών και της ιατρικής περίθαλψης. […]»
Το εθνικό δίκαιο
13. Στην Ιταλία, με τον νόμο 833, της 23ης Δεκεμβρίου 1978, ιδρύθηκε η Servizio Sanitario Nazionale (εθνική υγειονομική υπηρεσία). Το άρθρο 25, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει ότι οι παροχές υγείας περιλαμβάνουν την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους γενικών ιατρών, ιατρών ειδικοτήτων, νοσηλευτών, νοσοκομείων και φαρμακείων.
14. Στην Ιταλία συνυπάρχουν δύο είδη φαρμακείων, ήτοι, αφενός, τα ιδιωτικά και, αφετέρου, τα δημοτικά φαρμακεία (8).
1. Το καθεστώς των ιδιωτικών φαρμακείων
15. Το άρθρο 4 του νόμου 362, της 8ης Νοεμβρίου 1991, σχετικά με την αναδιοργάνωση του φαρμακευτικού τομέα (στο εξής: νόμος 362/1991), προβλέπει, για την ιδιοκτησία φαρμακείου, διαδικασία διαγωνισμού η οποία οργανώνεται από τις περιφέρειες και τις επαρχίες και στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν υπήκοοι των κρατών μελών οι οποίοι δεν έχουν στερηθεί των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους και οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στον φαρμακευτικό σύλλογο.
16. Κατά το άρθρο 7 του νόμου 362/1991:
«1. Ιδιωτικά φαρμακεία επιτρέπεται να εκμεταλλεύονται μόνο φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και προσωπικές εταιρίες και συνεταιριστικές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης.
2. Οι κατά την παράγραφο 1 εταιρίες πρέπει να έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση φαρμακείου. Οι εταίροι τους είναι φαρμακοποιοί εγγεγραμμένοι στον φαρμακευτικό σύλλογο, οι οποίοι έχουν τα προσόντα που απαιτεί το άρθρο 12 του νόμου 475, της 2ας Απριλίου 1968, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.
3. Η διεύθυνση του φαρμακείου, το οποίο εκμεταλλεύεται η εταιρία, ανατίθεται σε έναν από τους εταίρους, ο οποίος φέρει τη σχετική ευθύνη.
[…]
5. Εκάστη των αναφερομένων στην παράγραφο 1 εταιριών δύναται να εκμεταλλεύεται ένα μόνο φαρμακείο και να λαμβάνει την αντίστοιχη άδεια εφόσον το φαρμακείο ευρίσκεται εντός των ορίων της επαρχίας στην οποία η εταιρία έχει την καταστατική της έδρα.
6. Κάθε φαρμακοποιός δύναται να έχει μερίδιο συμμετοχής σε μία μόνον από τις κατά την παράγραφο 1 εταιρίες.
7. Ιδιωτικά φαρμακεία επιτρέπεται να εκμεταλλεύονται μόνον οι φαρμακοποιοί που είναι εγγεγραμμένοι στον φαρμακευτικό σύλλογο της επαρχίας εντός των ορίων της οποίας ευρίσκεται η έδρα του φαρμακείου.»
17. Κατά το άρθρο 8 του νόμου 362/1991:
1. Η συμμετοχή στο κεφάλαιο των κατά το άρθρο 7 εταιριών […] δεν συμβιβάζεται:
a) με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα στον τομέα της παραγωγής και της διανομής φαρμάκων, καθώς και με τη διάδοση επιστημονικών πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με τα φάρμακα
[…]».
2. Το καθεστώς των δημοτικών φαρμακείων
18. Το άρθρο 12 του νόμου 498, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 116 του νομοθετικού διατάγματος 267, της 18ης Αυγούστου 2000, προβλέπει τη δυνατότητα των δήμων να συνιστούν, για τη διαχείριση των δημοτικών φαρμακείων, ανώνυμες εταιρίες των οποίων οι εταίροι δεν είναι, κατ’ ανάγκη, φαρμακοποιοί. Επομένως, όσον αφορά τα δημοτικά φαρμακεία, επιτρέπεται η διάσπαση μεταξύ της ιδιοκτησίας του φαρμακείου, που εξακολουθεί να ανήκει στον οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως, και της διαχειρίσεως, που ανατίθεται σε εταιρία της οποίας το κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία σε ιδιώτες και στην οποία δεν μετέχουν αποκλειστικώς φαρμακοποιοί.
19. Με απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, το Corte costituzionale (Ιταλία) επεξέτεινε στις εταιρίες διαχειρίσεως δημοτικών φαρμακείων την προβλεπόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου 362/1991 απαγόρευση της εκ παραλλήλου ασκήσεως της δραστηριότητας διανομής, η οποία μέχρι τότε ίσχυε μόνο για τις εταιρίες εκμεταλλεύσεως ιδιωτικών φαρμακείων.
20. Η εκ παραλλήλου άσκηση των δραστηριοτήτων της χονδρικής διανομής φαρμάκων και της λιανικής πωλήσεως φαρμάκων στο κοινό μέσω φαρμακείων απαγορεύθηκε, επίσης, από το άρθρο 100, παράγραφος 2, του διατάγματος 219, της 24ης Απριλίου 2006.
21. Εξάλλου, το ιταλικό δίκαιο επιβάλλει, τόσο ως προς τα ιδιωτικά όσο και ως προς τα δημόσια φαρμακεία, η πώληση των φαρμάκων να ανατίθεται αποκλειστικά σε φαρμακοποιούς. Στο πλαίσιο αυτό το άρθρο 122 του Ενιαίου Κειμένου Υγειονομικής Νομοθεσίας ορίζει ότι:
«Η πώληση στο κοινό φαρμακευτικών ουσιών οι οποίες λαμβάνονται βάσει ορισμένης ποσολογίας ή υπό μορφή φαρμάκων γίνεται μόνον από φαρμακοποιούς, εντός φαρμακείου και υπό την ευθύνη του έχοντος την εκμετάλλευση του φαρμακείου.»
3. Το νομοθετικό διάταγμα 223, της 4ης Ιουλίου 2006
22. Η ιταλική νομοθεσία τροποποιήθηκε πολλαπλώς με το νομοθετικό διάταγμα 223, της 4ης Ιουλίου 2006, περί επειγουσών διατάξεων για την οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη, τη συγκράτηση και τον εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών και παρεμβάσεων στον τομέα των φορολογικών εσόδων και της καταστολής της φοροδιαφυγής (στο εξής: διάταγμα Bersani).
23. Ειδικότερα, το άρθρο 5 του διατάγματος Bersani κατάργησε διάφορες από τις προπαρατεθείσες διατάξεις. Πρόκειται για τα άρθρα 7, παράγραφοι 5 έως 7, του νόμου 362/1991 και 100, παράγραφος 2, του διατάγματος 219, της 24ης Απριλίου 2006. Τροποποίησε, επίσης, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του νόμου 362/1991, απαλείφοντας από την εν λόγω διάταξη τον όρο «διανομή».
II – Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία
24. Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η προπαρατεθείσα νομοθεσία δεν συνάδει με τα άρθρα 43 EΚ και 56 EΚ, απηύθυνε, στις 21 Μαρτίου 2005, έγγραφο οχλήσεως στην Ιταλική Δημοκρατία. Θεωρώντας μη πειστικές τις εξηγήσεις του οικείου κράτους μέλους, η Επιτροπή απέστειλε στο εν λόγω κράτος μέλος την από 19 Δεκεμβρίου 2005 αιτιολογημένη γνώμη, στην οποία οι ιταλικές αρχές απάντησαν στις 17 Φεβρουαρίου 2006. Στις 6 Ιουλίου 2006, οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν στην Επιτροπή το κείμενο του διατάγματος Bersani, υπογραμμίζοντας ότι ορισμένες διατάξεις του νομοθετικού αυτού διατάγματος, ειδικότερα δε το άρθρο 5 αυτού, σκοπούσαν την περάτωση της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας.
25. Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε το διάταγμα Bersani στην επίμαχη νομοθεσία δεν ήταν ικανές να μεταβάλουν την άποψή της όσον αφορά την έλλειψη συμβατότητας του ιταλικού δικαίου προς το κοινοτικό δίκαιο, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 226 EΚ.
III – Η προσφυγή
26. Με την προσφυγή της η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία διατηρώντας σε ισχύ,
– νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν την εκμετάλλευση ιδιωτικών φαρμακείων μόνο στα φυσικά πρόσωπα που έχουν πτυχίο φαρμακευτικής και στις εταιρίες των οποίων οι εταίροι είναι αποκλειστικά φαρμακοποιοί, και
– νομοθετικές διατάξεις που καθιστούν αδύνατη για τις επιχειρήσεις διανομής φαρμάκων την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στις εταιρίες διαχειρίσεως δημοτικών φαρμακείων,
παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ.
– να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
27. Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:
– να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη•
– επικουρικώς, να κηρύξει την προσφυγή αβάσιμη, με τις συνακόλουθες συνέπειες.
28. Η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Λεττονίας και η Δημοκρατία της Αυστρίας παρενέβησαν υπέρ της Ιταλικής Δημοκρατίας.
IV – Τα επιχειρήματα των διαδίκων
Επί του παραδεκτού της προσφυγής
29. Καταρχάς, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, στο μέτρο που είναι γνωστό ότι τα περισσότερα κράτη μέλη επιφυλάσσουν αποκλειστικά στους φαρμακοποιούς ή σε εταιρίες που ελέγχονται από φαρμακοποιούς τη δυνατότητα να διατηρούν φαρμακεία, θα έπρεπε η στάση της Επιτροπής έναντι των νομοθεσιών αυτών να καθορίζεται κατά τρόπο ενιαίο, ώστε να αποφεύγονται οι διαφοροποιήσεις αναλόγως της χώρας ή της νομοθεσίας.
30. Εν συνεχεία, η Ιταλική Δημοκρατία παρατηρεί ότι η Επιτροπή επικαλείται, καταρχάς, παράβαση των άρθρων 43 EΚ και 56 EΚ, αλλά δεν λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες περί εφαρμογής της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Οι οδηγίες αυτές περιέχουν ρητές διατάξεις που επιβεβαιώνουν ότι οι όροι ανάληψης δραστηριοτήτων του εν λόγω τομέα δεν έχουν ακόμη εναρμονισθεί και προβλέπουν ότι ο τομέας αυτός υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Υπό τις περιστάσεις αυτές, στην Επιτροπή απόκειται να προσδιορίσει ειδικά και συγκεκριμένα τη φερόμενη παράβαση, δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας τις σχετικές με την άσκηση του επαγγέλματος των φαρμακοποιών ρυθμίσεις, εφάρμοσε ορθά τις εν λόγω οδηγίες και την επιφύλαξη υπέρ της εθνικής αρμοδιότητας που αυτές περιέχουν.
31. Τέλος, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, παρά την επελθούσα με το διάταγμα Bersani τροποποίηση, η οποία κατάργησε την απαγόρευση που ίσχυε για τις επιχειρήσεις διανομής όσον αφορά τη συμμετοχή στις εταιρίες διαχειρίσεως φαρμακείων, η Επιτροπή επιμένει να θεωρεί ότι εξακολουθεί να είναι δυνατή η επιβολή της απαγορεύσεως αυτής εκ μέρους των ιταλικών δικαστηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, η προσαπτόμενη παράβαση δεν είναι συγκεκριμένη και ενεστώσα, αλλά απορρέει από μελλοντικές και υποθετικές αποφάσεις των εν λόγω δικαστηρίων.
Επί της πρώτης αιτιάσεως
32. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, απαγορεύοντας στα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτυχίο φαρμακευτικής και στις εταιρίες των οποίων όλα τα μέλη δεν είναι φαρμακοποιοί να εκμεταλλεύονται φαρμακεία, παρέβη τις διατάξεις των άρθρων 43 ΕΚ και 56 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η απαγόρευση αυτή όχι μόνον εμποδίζει, αλλά καθιστά εντελώς αδύνατη την εκ μέρους αυτών των κατηγοριών προσώπων άσκηση δύο θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη και, συγκεκριμένα, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.
33. Ασφαλώς, ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Πάντως, οι διατάξεις της ιταλικής νομοθεσίας που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας δεν είναι ούτε κατάλληλες ούτε αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
34. Πρώτον, η απαγόρευση εκμεταλλεύσεως φαρμακείου, η οποία επιβάλλεται στα φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτυχίο φαρμακευτικής και στις εταιρίες των οποίων οι εταίροι δεν είναι αποκλειστικά φαρμακοποιοί, δεν είναι κατάλληλη προς επίτευξη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας. Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των πτυχών που αφορούν την εκμετάλλευση, τη διαχείριση ή τη διοίκηση των φαρμακείων και των πτυχών που αφορούν τις σχέσεις με τρίτους. Η υποχρέωση κατοχής της επαγγελματικής ιδιότητας του φαρμακοποιού δικαιολογείται μόνο σε σχέση με τις δεύτερες και όχι σε σχέση με τις πρώτες, διότι η απαίτηση περί προστασίας της δημόσιας υγείας αφορά μόνον την εξωτερική πτυχή της φαρμακευτικής δραστηριότητας, ήτοι αυτή που αφορά τις σχέσεις με τρίτους και, συγκεκριμένα, με τους προμηθευτές και τους πελάτες. Επιπλέον, η Επιτροπή φρονεί ότι ο διαχωρισμός μεταξύ του καθαρά επιχειρηματικού ρόλου του ιδιοκτήτη του φαρμακείου και της αποστολής του επαγγελματία φαρμακοποιού όχι μόνο δεν θίγει τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας, αλλά δύναται, στην πραγματικότητα, να συμβάλλει στην επίτευξή του, καθόσον επιτρέπει στον φαρμακοποιό να συγκεντρώσει την προσοχή του στα καθήκοντα και στις δραστηριότητες που συνδέονται στενότερα με τη φαρμακευτική δραστηριότητα, η οποία τίθεται στην άμεση υπηρεσία των χρηστών.
35. Επιπροσθέτως, η απαγόρευση που προβλέπει η ιταλική νομοθεσία στηρίζεται στο μη αποδειχθέν τεκμήριο ότι ο έχων την εκμετάλλευση φαρμακείου φαρμακοποιός ασκεί το επάγγελμα με μεγαλύτερη υπευθυνότητα σε σύγκριση με τον μισθωτό φαρμακοποιό και είναι λιγότερο επιρρεπής στην εξυπηρέτηση του προσωπικού του συμφέροντος σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο μισθωτός φαρμακοποιός, καθόσον δεν επιδιώκει την ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων οικονομικής φύσεως, αλλά αναλαμβάνει συγκεκριμένα επαγγελματικά καθήκοντα, είναι περισσότερο πρόθυμος σε σύγκριση με τον ιδιοκτήτη του φαρμακείου (ανεξαρτήτως του αν αυτός έχει ή όχι την ιδιότητα του φαρμακοποιού) να εκπληρώσει τα καθήκοντά του σύμφωνα με τον νόμο και με τους κανόνες δεοντολογίας. Η Επιτροπή αναφέρει, εξάλλου, ότι το περιθώριο αυτονομίας που απολαμβάνει ο φαρμακοποιός κατά τη χορήγηση των φαρμάκων στον ασθενή είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Συγκεκριμένα, ο φαρμακοποιός υποχρεούται να χορηγήσει το φάρμακο που συνταγογραφήθηκε, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να το υποκαταστήσει με κάποιο άλλο παρά μόνο σε περιπτώσεις αυστηρώς καθοριζόμενες στον νόμο.
36. Δεύτερον, οι επίμαχες διατάξεις του ιταλικού δικαίου υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της υγείας μέτρο, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα λιγότερο περιοριστικά για την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Ειδικότερα, η υποχρεωτική παρουσία φαρμακοποιού στο φαρμακείο θα εγγυώνταν επαρκώς στους πελάτες την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών. Επιπλέον, ένα σύστημα κατάλληλων ελέγχων και αποτελεσματικών κυρώσεων θα μπορούσε να εφαρμοσθεί όσον αφορά τους έχοντες την εκμετάλλευση φαρμακείων. Ένα τέτοιο σύστημα θα καθιστούσε δυνατό τον έλεγχο και την εγγύηση της ορθής λειτουργίας των φαρμακείων προς τον σκοπό προστασίας της υγείας των ασθενών. Επίσης, στη σύμβαση εργασίας μεταξύ του ιδιοκτήτη και του υπεύθυνου για την εκμετάλλευση του φαρμακείου φαρμακοποιού θα μπορούσε να περιληφθεί ρήτρα εις ολόκληρον ευθύνης τους. Η ύπαρξη αλληλέγγυας ευθύνης θα διασφάλιζε ότι και οι δύο εργάζονται για την επίτευξη των σκοπών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που συναρτώνται με την εκμετάλλευση του φαρμακείου.
37. Η Επιτροπή επισημαίνει, επίσης, ότι η δυνατότητα που αναγνωρίζεται από το ιταλικό δίκαιο στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, οι οποίες δεν ελέγχονται κατά πλειοψηφία από το Δημόσιο, να εκμεταλλεύονται δημοτικά φαρμακεία αποτελεί ένδειξη του ότι ο Ιταλός νομοθέτης δεν έκρινε απαραίτητο, για τη διασφάλιση της ποιότητας των φαρμακευτικών υπηρεσιών και της επαρκούς προστασίας της δημόσιας υγείας, οι έχοντες την εκμετάλλευση των φαρμακείων να έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού, υπό τον όρο, πάντως, ότι στο φαρμακείο είναι παρών φαρμακοποιός ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις σχετικές με τα φάρμακα δραστηριότητες. Οι ίδιες σκέψεις ισχύουν για τις διατάξεις που προβλέπουν τη δυνατότητα των κληρονόμων ιδιωτικού φαρμακείου να εκμεταλλεύονται αυτό για ορισμένο διάστημα, χωρίς να διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα.
38. Εξάλλου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο φαρμακοποιός υπέχει παρόμοιες υποχρεώσεις δεοντολογίας είτε ασκεί τα καθήκοντά του υπό την ιδιότητα του ιδιοκτήτη είτε του μισθωτού.
39. Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι το σκεπτικό που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Ελλάδας (9), σχετικά με τα καταστήματα οπτικών, μπορεί να μεταφερθεί στην εμπορική δραστηριότητα της λιανικής πωλήσεως φαρμάκων.
40. Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Λεττονίας, και τη Δημοκρατία της Αυστρίας, αντιτάσσει στα επιχειρήματα αυτά ότι η επίμαχη νομοθεσία, καθόσον επιφυλάσσει μόνο στα φυσικά πρόσωπα που έχουν πτυχίο φαρμακευτικής και στις εταιρίες των οποίων τα μέλη είναι αποκλειστικά φαρμακοποιοί το δικαίωμα να διατηρούν φαρμακεία, δεν αντιβαίνει στα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η νομοθεσία αυτή εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας και οι περιορισμοί που απορρέουν από αυτή δύνανται να δικαιολογηθούν από τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας, εφόσον είναι κατάλληλοι προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ανάλογοι.
41. Η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι τόσο το πρωτογενές όσο και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο δεν θίγουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά τον προσδιορισμό του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των φαρμακείων που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Ελλείψει εναρμονίσεως σε κοινοτικό επίπεδο, απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τον βαθμό προστασίας της υγείας ο οποίος πρέπει να διασφαλίζεται κατά τη διάθεση φαρμάκων από τα φαρμακεία.
42. Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η σχέση μεταξύ της ιδιοκτησίας/εκμεταλλεύσεως των ιδιωτικών φαρμακείων και της εγγραφής στον φαρμακευτικό σύλλογο των ιδιοκτητών και εχόντων την εκμετάλλευση αυτών αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για τη διασφάλιση της ποιότητας των φαρμακευτικών υπηρεσιών στην Ιταλία.
43. Ο ενδεχομένως επιβλαβής χαρακτήρας των φαρμάκων επιβάλλει την ελεγχόμενη και ορθολογική χρήση τους. Στα φαρμακεία λαμβάνει χώρα μια αντικειμενική σύγκρουση μεταξύ του ιδιωτικού συμφέροντος –το οποίο συνίσταται στη διασφάλιση της οικονομικής αποδοτικότητας του φαρμακείου– και των σκοπών γενικού συμφέροντος. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι ο κανονικός και ασφαλής εφοδιασμός του πληθυσμού με φάρμακα προέχει έναντι των οικονομικών σκοπών, πρέπει τα φαρμακεία να ανήκουν πραγματικά σε πρόσωπα τα οποία διαθέτουν την απαιτούμενη επαγγελματική ικανότητα και ειδίκευση. Μόνο στην περίπτωση που οι ιδιοκτήτες των φαρμακείων, οι οποίοι πράγματι επηρεάζουν τη διαχείριση τους, διαθέτουν γνώσεις και την απαιτούμενη ειδική πείρα, είναι δυνατό στο πλαίσιο της διαχειρίσεως του φαρμακείου να προσδίδεται συστηματικά μεγαλύτερη σημασία στην προστασία της δημόσιας υγείας έναντι των οικονομικών σκοπών. Στην περίπτωση που πρόσωπα τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού εκμεταλλεύονται φαρμακεία, υπάρχει ο κίνδυνος η στάση τους να καθορίζεται από κριτήρια μη πρόσφορα από φαρμακευτικής απόψεως.
44. Επιπλέον, με το να επιφυλάσσεται η εκμετάλλευση των φαρμακείων μόνο στους φαρμακοποιούς αποκλείεται το ενδεχόμενο οι παρασκευαστές ή χονδρέμποροι φαρμάκων να καταστούν ιδιοκτήτες φαρμακείων. Οι εν λόγω επιχειρήσεις ενδέχεται να προωθούν, κατά προτίμηση, τη διάθεση των προϊόντων τα οποία παρασκευάζουν ή διανέμουν, σε βάρος των πραγματικών θεραπευτικών αναγκών και της ελεύθερης επιλογής των ασθενών. Εξάλλου, η λογική της εμπορίας σε μεγάλη κλίμακα κατευθύνεται προς τη μείωση των δαπανών διανομής και αποθηκεύσεως και, επομένως, προς τη συγκέντρωση των σημείων πωλήσεως στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές. Η λειτουργία νέων φαρμακείων χωρίς περιορισμούς δύναται, επιπροσθέτως, να επιφέρει αύξηση των φαρμακευτικών δαπανών.
45. Οι κίνδυνοι αυτοί προκύπτουν από διάφορες μελέτες που αφορούν τις χώρες ή τις περιφέρειες που κατέστησαν πλήρως ελεύθερη την πρόσβαση στις δραστηριότητες του φαρμακευτικού τομέα –όπως η Δημοκρατία της Εσθονίας, το Βασίλειο της Νορβηγίας ή η Navarre – μελέτες οι οποίες δείχνουν σημαντική υποχώρηση της ποιότητας των φαρμακευτικών υπηρεσιών.
46. Η αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής γενικού συμφέροντος των φαρμακείων δεν είναι δυνατόν να διασφαλισθεί με λιγότερο δεσμευτικά μέτρα. Ασφαλώς, ένα κράτος μέλος δύναται να προβλέψει ότι η παρασκευή και η πώληση των φαρμάκων ανατίθεται αποκλειστικά σε μισθωτούς φαρμακοποιούς. Εντούτοις, οι μισθωτοί αυτοί φαρμακοποιοί δεν είναι σε θέση να ασκούν το επάγγελμά τους με πλήρη ανεξαρτησία, δεδομένου ότι υπόκεινται στις εντολές του μη φαρμακοποιού εργοδότη.
47. Εξάλλου, η φύση της υγείας ως πρωταρχικής σημασίας αγαθού αποκλείει το ενδεχόμενο πλήρους επανορθώσεως της βλάβης διά της καταβολής ισοδύναμης αποζημιώσεως. Κατά συνέπεια, εγγυήσεις ως εκ της ασφαλίσεως της επαγγελματικής ευθύνης ή διαφόρων μορφών αποζημιώσεως που απορρέουν από την ευθύνη λόγω πταίσματος τρίτου δεν διασφαλίζουν κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας. Επιπλέον, η επιλογή να συμπίπτουν στο πρόσωπο του επιχειρηματία, ο οποίος έχει την ιδιότητα του φαρμακοποιού, η ιδιοκτησία του φαρμακείου και η ευθύνη της εκμεταλλεύσεως, εξασφαλίζει ότι στις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η αστική και η ποινική νομοθεσία προστίθενται οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κώδικα δεοντολογίας και των οποίων η τήρηση υπόκειται στον έλεγχο του φαρμακευτικού συλλόγου.
48. Τέλος, όσον αφορά το διαφορετικό καθεστώς των ιδιωτικών και των δημοτικών φαρμακείων, η Ιταλική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι ως προς τα ιδιωτικά φαρμακεία ήταν απαραίτητη η πρόβλεψη μιας πρόσθετης εγγυήσεως όσον αφορά την τήρηση των υγειονομικών όρων, εγγυήσεως που διαφοροποιεί τον τρόπο διαχειρίσεως αυτών από τον τρόπο διαχειρίσεως των δημοτικών φαρμακείων, τα οποία ως εκ της φύσης τους υπόκεινται στην εποπτεία και τον έλεγχο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία αναφέρει ότι στον τύπο της μικτής εταιρίας η οποία έχει ως αντικείμενο την παροχή τοπικών δημόσιων υπηρεσιών, ακόμη και αν το κεφάλαιο ανήκει κατά πλειοψηφία σε ιδιώτες, ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως διατηρεί την εξουσία χάραξης των κατευθύνσεων, ελέγχου και εποπτείας, υπό την ιδιότητα του συνδιαχειριστή και εταίρου της εταιρίας. Ομοίως, το γεγονός ότι, σε περίπτωση που η εκμετάλλευση του φαρμακείου ανατίθεται σε κάποιον τρίτο, ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως παραμένει ιδιοκτήτης του φαρμακείου εγγυάται την επιδίωξη του κοινού συμφέροντος.
Επί της δεύτερης αιτιάσεως
49. Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετικές διατάξεις που καθιστούν αδύνατη για τις επιχειρήσεις διανομής φαρμάκων την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στις εταιρίες διαχειρίσεως δημοτικών φαρμακείων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 ΕΚ.
50. Κατά την Επιτροπή, ένας τέτοιος περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και στην ελευθερία εγκαταστάσεως δεν δικαιολογείται από τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ύπαρξη απόλυτου ασυμβιβάστου μεταξύ των δραστηριοτήτων της διανομής και της λιανικής πωλήσεως φαρμάκων στερείται συνοχής, διότι επιτρέπει σημαντικές παρεκκλίσεις.
51. Ειδικότερα, ένα πρόσωπο δύναται να εκμεταλλεύεται φαρμακείο και, συγχρόνως, να είναι μέτοχος εταιρίας διανομής, αρκεί να μην κατέχει στην εταιρία αυτή θέση διοικήσεως και ελέγχου. Ένα τέτοιο πρόσωπο θα είχε, ενδεχομένως, συμφέρον να προωθήσει τη διάθεση στην αγορά προϊόντων διανεμομένων από την εταιρία της οποίας είναι μέτοχος. Επιπροσθέτως, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες ο φαρμακοποιός που είναι μέτοχος εταιρίας διανομής θα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει επί της εταιρίας αποτελεσματικό έλεγχο, άμεσο ή έμμεσο. Επομένως, το καθεστώς του ασυμβιβάστου είναι ιδιαίτερα ελαστικό για τα φυσικά πρόσωπα και για τις εταιρίες εκμεταλλεύσεως ιδιωτικών φαρμακείων.
52. Αντιθέτως, το καθεστώς αυτό είναι ιδιαίτερα περιοριστικό για τις πολυεθνικές εταιρίες που επιθυμούν να αποκτήσουν μερίδια συμμετοχής στα δημοτικά φαρμακεία. Η Επιτροπή θεωρεί, ωστόσο, ότι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων είναι μικρότερος ή, εν πάση περιπτώσει, λιγότερος σοβαρός, διότι ο δήμος παραμένει ιδιοκτήτης του δημοτικού φαρμακείου και ασκεί, βάσει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών που συνάπτεται με την εταιρία ιδιωτικής διαχειρίσεως, άμεσο και ειδικό έλεγχο επί του φαρμακείου.
53. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, οι αναπτυχθείσες στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως αρχές ισχύουν και για τα δημοτικά φαρμακεία. Εξάλλου, το διάταγμα Bersani κατάργησε την απαγόρευση που ίσχυε για τις επιχειρήσεις διανομής φαρμάκων όσον αφορά την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στα δημοτικά φαρμακεία.
V – Εκτίμηση
Επί του παραδεκτού της προσφυγής
54. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως με την οποία αμφισβητείται η συμβατότητα εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο, ενδεχόμενες τροποποιήσεις της εθνικής νομοθεσίας δεν επηρεάζουν την κρίση επί του αντικειμένου της προσφυγής, εφόσον δεν τέθηκαν σε εφαρμογή πριν από τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας (10).
55. Κατά συνέπεια, η απόφαση για την ενδεχόμενη ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως πρέπει να εκδοθεί βάσει της νομοθεσίας που ίσχυε στις 19 Φεβρουαρίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η προθεσμία των δύο μηνών που τάχθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία με την αιτιολογημένη γνώμη της 19ης Δεκεμβρίου 2005. Επισημαίνεται ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, το διάταγμα Bersani δεν είχε ακόμη εκδοθεί.
56. Επομένως, οι αναλύσεις της Επιτροπής και της Ιταλικής Δημοκρατίας όσον αφορά τις συνέπειες του εν λόγω διατάγματος στην παρούσα διαδικασία δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν, παρά την έκδοση του διατάγματος Bersani, η απαγόρευση που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις διανομής φαρμάκων όσον αφορά την απόκτηση μεριδίων συμμετοχής στις εταιρίες διαχειρίσεως δημοτικών φαρμακείων εξακολουθεί να ισχύει στην ιταλική έννομη τάξη, ανεξαρτήτως του αν αυτό συμβαίνει λόγω της επιβιώσεως ορισμένων νομοθετικών διατάξεων ή λόγω της νομολογίας που διατηρεί την απαγόρευση αυτή.
57. Στο πλαίσιο αυτό, η Ιταλική Δημοκρατία δεν δύναται να υποστηρίξει ότι η προσαπτόμενη παράβαση δεν είναι συγκεκριμένη και ενεστώσα, λόγω του ότι απορρέει από μελλοντικές και υποθετικές αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων.
58. Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει το εν λόγω κράτος μέλος προς στήριξη του απαραδέκτου της υπό κρίση προσφυγής πρέπει ομοίως να απορριφθούν. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η Επιτροπή επέλεξε να ασκήσει προσφυγή κατά ορισμένου κράτους μέλους και όχι κατά των λοιπών κρατών μελών στα οποία ισχύει παρόμοια νομοθετική ρύθμιση είναι αδιάφορο από την άποψη του παραδεκτού της προσφυγής λόγω παραβάσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή ανέφερε επακριβώς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ήτοι τα άρθρα 43 ΕΚ και 56 EΚ, βάσει των οποίων ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει την εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας παράβαση.
Επί της πρώτης αιτιάσεως
59. Με την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή αμφισβητεί, υπό το πρίσμα των άρθρων 43 ΕΚ και 56 ΕΚ, μία από τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου ένα πρόσωπο να μπορεί να διατηρεί και να εκμεταλλεύεται ιδιωτικό φαρμακείο στην Ιταλία, ήτοι το να έχει πτυχίο φαρμακευτικής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή φρονεί ότι όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς και μόνο του φαρμακείου δεν είναι δυνατόν να απαιτείται η κατοχή πτυχίου φαρμακευτικής. Αντιθέτως, η Επιτροπή φρονεί ότι η προϋπόθεση αυτή είναι αναγκαία και πρέπει να πληρούται για την άσκηση των καθηκόντων του υπεύθυνου διευθυντή του φαρμακείου και, γενικότερα, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις σχέσεις με τους πελάτες του φαρμακείου.
60. Στο μέτρο που η Επιτροπή προσάπτει στην Ιταλική Δημοκρατία ότι παρέβη ταυτόχρονα τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 43 ΕΚ και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 56 ΕΚ, πρέπει, καταρχάς, να διευκρινισθεί αν η επίμαχη εθνική νομοθετική ρύθμιση πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ή υπό το πρίσμα αποκλειστικά μιας από τις ελευθερίες αυτές.
61. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά το Δικαστήριο, για να διαπιστωθεί σε ποια κοινοτική ελευθερία εμπίπτει μια εθνική νομοθεσία, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο της εν λόγω νομοθεσίας (11).
62. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αντικείμενο των επίμαχων, στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, διατάξεων της ιταλικής νομοθεσίας συνίσταται, κυρίως, στην επιβολή μιας προϋποθέσεως για την άσκηση μιας ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας, εν προκειμένω, της φαρμακευτικής δραστηριότητας υπό την ιδιότητα του ιδιοκτήτη φαρμακείου. Κατά τις διατάξεις αυτές, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και εκμεταλλεύσεως φαρμακείου αναγνωρίζεται μόνο στα φυσικά πρόσωπα που έχουν πτυχίο φαρμακευτικής, καθώς και στις προσωπικές εταιρίες και στις συνεταιριστικές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης των οποίων τα μέλη είναι αποκλειστικά φαρμακοποιοί. Ρυθμίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η ίδρυση ιδιωτικών φαρμακείων στην Ιταλία και, κατ’ ακολουθία, τις προϋποθέσεις εγκαταστάσεως των φυσικών και νομικών προσώπων στον τομέα των φαρμακείων, η ιταλική νομοθεσία επηρεάζει, κατά τη γνώμη μου, καθοριστικά την ελευθερία εγκαταστάσεως. Επομένως, εμπίπτει, κατά προτεραιότητα, στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών με την ελευθερία εγκαταστάσεως διατάξεων της Συνθήκης.
63. Συνεπώς, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι το συγκεκριμένο εθνικό μέτρο περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, οι περιορισμοί αυτοί αποτελούν αναπόφευκτη συνέπεια ενδεχομένου εμποδίου στην άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκαταστάσεως και δεν δικαιολογούν αυτοτελή εξέταση της εν λόγω νομοθεσίας υπό το πρίσμα του άρθρου 56 ΕΚ (12).
64. Κατά συνέπεια, θα εξετάσω την πρώτη αιτίαση υπό το πρίσμα αποκλειστικά της ελευθερίας εγκαταστάσεως και, ειδικότερα, υπό το πρίσμα των άρθρων 43 ΕΚ και 48 ΕΚ (13).
65. Πριν εξετάσω κατά πόσον ο κανόνας βάσει του οποίου μόνον πρόσωπα τα οποία διαθέτουν άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του φαρμακοποιού δύνανται να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο συνάδει ή όχι με τα άρθρα 43 ΕΚ και 48 ΕΚ, θα διατυπώσω ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη φύση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και της Κοινότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας.
1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη φύση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και της Κοινότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας
66. Το άρθρο 152 ΕΚ δεν παρέχει στην Κοινότητα την αρμοδιότητα να ρυθμίζει πλήρως τον τομέα της δημόσιας υγείας. Κατά συνέπεια, εξακολουθεί να υφίσταται συναρμοδιότητα της Κοινότητας και των κρατών μελών.
67. Οι λεπτομέρειες αυτής της κατανομής αρμοδιοτήτων, οι οποίες συνάγονται από το γράμμα του άρθρου 152 ΕΚ, αποκαλύπτουν την ύπαρξη συντρέχουσας αρμοδιότητας με κυρίαρχη την εθνική συνιστώσα (14).
68. Η διατήρηση εθνικής αρμοδιότητας στον τομέα της δημόσιας υγείας προβλέπεται ρητά από το άρθρο 152, παράγραφος 5, ΕΚ, το οποίο, υπεν
Το κρητηριο των πληθισμιακων και αποστασιακων που εμποδιζουουν
τους νεους φαρμακοποιους να ανοιξοθν ενα φαραμκειο μηπως
πρεπει να το ερμηνευει ο νομος καθαρα διοτι πισω απο την θολη
εικονα καποιοι θα θησαυρισουν και καοποι θα περιμενου ακομα
αλλα 6-10 χρονια να φτιαξουν την ζωη τους
Το δημοσιο συμφερον κινδυνευει απο τους νεους φαρμακοποιους
και οχι απο τους παλιους οπως ισχυει με τον νομο του Αβραμοπουλου
ποιος το κρινει ;;;;;;;;
Μηπως ειναι η ωρα του προθυπουργου να βαλει κατι λαμογια στην θεση τους , διοτι το κακο παρα εγινε και τις αδειες τις πωλουν
απο 300-800 χιλιαδες ευρω μερικοι και αυτα μαυρα.
Το ΣΤΕ βασει ποιου νομου θα αποφασισει την 15-6-2010 οταν εχει
να εκδοσει αποφασει για τα πληθισμιακα σε διδικασμενη υποθεση
του 2005-2006 που αγνοησε η προηγουμενη κυβερνηση.
Το ευρωπαικο δικαστηριο αποφασισε οτι φαρμακεια θα εχουν μονο φαρμακοποιοι και οχι ιδιωτες , το πληθισμιακο και αποστασιακο ποιος
το επιβαλει και γιατι γινεται διακριση κατα παραβαση του συνταγματος
και της ελευθερης -νομιμης δραστηριποιησης των πολιτων
Δηλαδή που ακριβώς εφαρμόζεται αυτός ό νόμος;
Πχ, όπως το βλέπω, μια εταιρεία συμβούλων της ΕΕ δεν περιλαμβάνεται, αφού προσφέρει μη-οικονομικές υπηρεσίες, καθώς και το ίδιο ισχύει για ένα γραφείο διεκπαιράιωσης υποθέσεων.
Τα πιο «ζορικα»κλειστά επαγγέλματα από ότι φαίνεται είναι:
-Τράπεζες
-Σύμβουλοι εργασίας
-Ιατρικές υπηρεσίες
-Κινηματογραφικές (γιατί;!;!;!)
-Φιλανθρωπικές οργανώσεις (είναι κλειστό επάγγελμα ;!;!!)
-Υπηρεσίες ασφαλείας (γιατι;)
-Συμβολαιογράφοι (αυτό κι αν έπρεπε να ανοίξει!)
Πως δηλαδή θα ανοίξουμε τα κλειστά επαγγέλματα όταν βάζουμε τρικλοποδιές από την αρχή; Νομίζω ότι η κυβέρνηση κάνει δύο βήματα μπρος και ένα πίσω. Δεν υπάρχει καιρός για πολυτέλειες.
Στο παρόν άρθρο αναφέρεται ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στον τομέα της φορολογίας. Παρόλο που αυτή η πρόταση προέρχεται από την οδηγία εντούτοις, πρέπει να υπάρχει μία εξαίρεση προκειμένου να μην καταστεί ανεφάρμοστος ο νόμος.
Ειδικότερα στις περισσότερες διαδικασίες που αφορούν την παροχή υπηρεσιών προαπαιτείται η απόδοση ΑΦΜ. Αν με την συγκεκριμένη φράση ερμηνευθεί ότι η απόδοση του ΑΦΜ εξαιρείται τότε πρακτικά θα οδηγηθούμε στο ότι τα ΕΚΕ θα μπορούν να χειριστούν μία υπόθεση παρόχου υπηρεσιών μόνο αφού αυτός έχει ΑΦΜ. Για την απόκτηση όμως του ΑΦΜ δεν θα μπορεί να απευθυνθεί στα ΕΚΕ και δεν θα μπορεί να το κάνει με ηλεκτρονικά μέσα.
Αυτό στη πράξη σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να ακολουθήσει τις υπάρχουσες διαδικασίες για την απόδοση του ΑΦΜ και στη συνέχεια να ακολουθήσει τις ηλεκτρονικές διαδικασίες με βάση τις διατάξεις του παρόντος.
Συνεπώς θα πρέπει ρητά να αναφερθεί ότι η απόδοση ΑΦΜ δεν εξαιρείται από τις διατάξεις του παρόντος.
Επιπλέον στις περισσότερες χώρες της ΕΕ η απόδοση ΑΦΜ εφόσον απαιτείται γίνεται μέσα από τα ΕΚΕ
Ευχαριστώ πολύ
Πολύ ωραία.
Προς τι όλος ο ντόρος, λοιπόν? Πάλι την γλιτώνουν τα συντεχνιακά συμφέροντα και τα καρτέλ.
Ο νόμος ΔΕΝ εφαρμόζεται: …β) στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, … συμβουλές επενδύσεων,…
δ) στις υπηρεσίες στον τομέα των μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των λιμενικών υπηρεσιών … των αγοραίων οχημάτων (ταξί)…
ιβ) στις υπηρεσίες των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών…
Ας αφήσουμε όλες τις υπόλοιπες εξαιρέσεις…. (με τα καρτέλ των τυχερών παιγνίων κλπ). Πάλι δεν ακουμπαμε την κάστα των εισοδηματιών-εχόντων άδεια Δ.Χ. ή ταξί, που έχουν να πιάσουν τιμόνι εδώ και 10-20 χρόνια, αλλά βγάζουν ένα σημαντικό μισθό, χάρη σε μία άδεια που έχουν πάρει με ΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ και τη νοικιάζουν.
Μήπως κάποιοι στο υπουργείο μεταφορών (το πιο διευθαρμένο μετά τις πολεοδομίες), μπορούν να μας πουν πως κάποιος γίνεται χειριστής Μ.Ε.? Μήπως με την παρούσα νομοθεσία η άδεια χειριστή Μ.Ε. είναι κληρονομική?
Οι συμβολαιογράφοι γιατί να εξαιρεθούν? Υπηρεσία δεν είναι και η σύναψη και κατάθεση συμβολαίου στο υποθηκοφυλάκειο?
Δηλαδή η συμβουλή περί χρηματοοικονομικών δεν είναι υπηρεσία? Τι έχει που τη διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες?
ΠΑΛΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΤΕ ΤΙΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΡΤΕΛ ΠΟΥ ΚΟΣΤΙΖΟΥΝ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΔΙΣ.