1. Οι εκτελεστές διαθηκών ή άλλα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί με διαθήκη η επιλογή του κοινωφελούς σκοπού ή έργου ή του τρόπου εκτέλεσης αυτού ή του κοινωφελούς ιδρύματος ή άλλου νομικού προσώπου στο οποίο θα διατεθεί η κοινωφελής περιουσία, οφείλουν να υποβάλουν δήλωση περί της επιλογής τους στην αρμόδια αρχή ή τον πρόξενο της κατοικίας ή διαμονής τους. Εφόσον διαπιστώνεται αδυναμία επιλογής ή υποβολής δήλωσης ή όταν η επιλογή έχει ανατεθεί στο Δημόσιο, η απόφαση επιλογής εκδίδεται από την αρμόδια αρχή μετά από γνώμη του Συμβουλίου.
2. Αν η υποβολή δήλωσης επιλογής κατά την παράγραφο 1 καθυστερεί, η αρμόδια αρχή απευθύνει έγγραφη πρόσκληση προς τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα επιλογής να υποβάλουν σχετική δήλωση μέσα σε εύλογη προθεσμία. Αν η ορισθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η επιλογή του σκοπού ή του έργου ενεργείται με απόφαση της αρμόδιας αρχής, μετά από γνώμη του Συμβουλίου.
3. Με τον ίδιο τρόπο και την ίδια διαδικασία γίνεται η επιλογή του κοινωφελούς σκοπού ή έργου ή του τρόπου εκτέλεσής τους, αν η επιλογή από εκείνους που έχουν το δικαίωµα αυτό δεν αφορά κοινωφελή σκοπό ή έργο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κώδικα, ή αν δεν είναι σύµφωνη µε τις διατάξεις της συστατικής πράξης και αυτοί εµµένουν ή δεν συµµορφώνονται προς την πρόσκληση της αρµόδιας αρχής για επιλογή άλλου κοινωφελούς ιδρύµατος ή νέου σκοπού ή έργου ή τρόπου εκτέλεσής τους ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία που έχει ταχθεί από αυτήν. Σε περίπτωση διαφωνίας, αρµόδιο καθίσταται το κατά το άρθρο 10 του Κώδικα δικαστήριο.