1. Το παρόν άρθρο αφορά σε μεταβιβάσεις κλάδων δραστηριότητας που ορίζονται στην παράγραφο 2, εφόσον αυτό ζητηθεί από εισφέρουσες ή λήπτριες εταιρείες και πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
2. Ως «εισφορά ενεργητικού» θεωρείται κάθε πράξη με την οποία η εταιρεία (εφεξής η «εισφέρουσα εταιρεία»), χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει έναν ή περισσότερους κλάδους δραστηριότητας σε άλλη υφιστάμενη εταιρεία (εφεξής η «λήπτρια εταιρεία»), έναντι της έκδοσης ή μεταβίβασης τίτλων του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας εταιρείας. Ως «κλάδος δραστηριότητας» θεωρείται το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού ενός τμήματος μιας επιχείρησης, τα οποία συνιστούν από οργανωτική άποψη αυτόνομη εκμετάλλευση, δηλαδή ένα σύνολο ικανό να λειτουργήσει αυτοδύναμα. Ως εισφορά ενεργητικού νοείται και η μετατροπή υποκαταστήματος σε θυγατρική εταιρεία.
3. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η εισφορά ενεργητικού δεν συνεπάγεται, κατά τον χρόνο της εισφοράς ενεργητικού, καμία φορολογία των υπεραξιών οι οποίες υπολογίζονται βάσει της διαφοράς μεταξύ της πραγματικής αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και της φορολογητέας αξίας τους. Ως «φορολογητέα αξία» νοείται η αξία βάσει της οποίας θα είχε υπολογισθεί κάθε κέρδος ή ζημία προκειμένου να φορολογηθεί η υπεραξία της εισφέρουσας εταιρείας, εάν αυτά τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού πωλούνταν κατά την εισφορά ενεργητικού αλλά ανεξάρτητα από αυτή.
4. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η λήπτρια εταιρεία πραγματοποιεί τις αποσβέσεις των στοιχείων του ενεργητικού σύμφωνα με τους κανόνες που θα ίσχυαν για την εισφέρουσα εταιρεία, εάν δεν είχε γίνει η εισφορά ενεργητικού.
5. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η λήπτρια εταιρεία μπορεί να αναλάβει αποθεματικά και προβλέψεις που σχημάτισε η εισφέρουσα εταιρεία και τα οποία σχετίζονται με τον κλάδο ή τους κλάδους δραστηριότητας που μεταβιβάζονται και τα οποία απολάμβαναν φορολογικές απαλλαγές υπό τις προϋποθέσεις που θα ίσχυαν για την εισφέρουσα εταιρεία, εάν δεν είχε γίνει η μεταβίβαση.Η λήπτρια εταιρεία αναλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εισφέρουσας εταιρείας ως προς τα εν λόγω αποθεματικά και προβλέψεις.
6. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου , η λήπτρια εταιρεία μπορεί να μεταφέρει τις ζημίες της εισφέρουσας εταιρείας που σχετίζονται με τον κλάδο ή τους κλάδους δραστηριότητας που μεταβιβάζονται με τις ίδιες προϋποθέσεις που θα ίσχυαν για λήπτρια εταιρεία εάν δεν είχε γίνει η μεταβίβαση.
7. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η εισφέρουσα εταιρεία αποτιμά τα χρεόγραφα που λαμβάνει από τη λήπτρια εταιρεία στην αγοραία τους αξία κατά το χρόνο της μεταβίβασης.
8. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνον εφόσον οι εισφέρουσες και οι λήπτριες εταιρείες έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
9. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται: :
α) στην εισφορά ενεργητικού, εφόσον η εισφέρουσα και η λήπτρια εταιρεία είναι και οι δύο φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδος,
β) στην εισφορά ενεργητικού, εφόσον η εισφέρουσα εταιρεία είναι φορολογικός κάτοικος άλλου κράτους μέλους της ΕΕ και η λήπτρια εταιρεία είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος, και με την προϋπόθεση ότι μετά τη μεταβίβαση τα στοιχεία του ενεργητικού, οι υποχρεώσεις, τα αποθεματικά, οι προβλέψεις και οι ζημίες που μεταβιβάζονται δεν αποδίδονται σε μόνιμη εγκατάσταση εκτός Ελλάδας της λήπτριας εταιρείας,
γ) στην εισφορά ενεργητικού, εφόσον η λήπτρια εταιρεία είναι κάτοικος άλλου Κράτους Μέλους της ΕΕ και η εισφέρουσα εταιρεία είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος ή άλλου κράτους μέλους της ΕΕ με μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, και με την προϋπόθεση ότι μετά τη μεταβίβαση, τα στοιχεία του ενεργητικού, οι υποχρεώσεις, τα αποθεματικά, οι προβλέψεις και οι ζημίες που μεταβιβάζονται αποδίδονται σε μόνιμη εγκατάσταση που τηρεί στην Ελλάδα η λήπτρια εταιρεία.
10. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε μεταβίβαση κλάδου ή κλάδων δραστηριότητας που συνιστούν μία ή περισσότερες μόνιμες εγκαταστάσεις που ευρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., εφόσον η εισφέρουσα εταιρεία είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος και η λήπτρια εταιρεία είναι κάτοικος άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε. , Στην περίπτωση αυτή , δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4, 5 και 6, αλλά η εισφέρουσα εταιρεία δικαιούται πίστωσης έναντι του ποσού του φόρου που προκύπτει συνεπεία της μεταβίβασης σχετικά με κάθε φόρο που θα επιβάλλονταν σε αυτό το κράτος μέλος για τη μεταβίβαση, εάν δεν ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις της Οδηγίας 2009/133/ΕΚ, όπως ισχύει.
11. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου εμπίπτουν τα νομικά πρόσωπα που :
α) περιλαμβάνονται στους τύπους που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι Μέρος Α της Οδηγίας 2009/133/ΕΚ, όπως ισχύει,
β) είναι φορολογικοί κάτοικοι κράτους μέλους της ΕΕ σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού και δεν θεωρείται φορολογικός κάτοικος τρίτου κράτους εκτός ΕΕ κατ’ εφαρμογή όρων σύμβασης αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει συναφθεί με αυτό το τρίτο κράτος,
γ) υπόκεινται, χωρίς τη δυνατότητα επιλογής ή απαλλαγής, σε έναν από τους φόρους που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι Μέρος Β της Οδηγίας 2009/133/ΕΚ ή σε οποιοδήποτε άλλο φόρο ενδεχομένως στο μέλλον αντικαταστήσει έναν από τους φόρους αυτούς.
12. Η Φορολογική Διοίκηση επιτρέπει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου υπό την προϋπόθεση ότι αυτή δεν γίνεται με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να ζητήσει από την εισφέρουσα εταιρεία να διακρατήσει τα χρεόγραφα που λαμβάνει από τη λήπτρια εταιρεία για ελάχιστη περίοδο μέχρι τρία (3) ετών μετά τη μεταβίβαση. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις δεν επιβάλλονται εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν εύλογα να αποδείξουν ότι η μεταβίβαση δεν έχει ως σκοπό τη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή.
Μνημονεύεται ότι η πρόβλεψη της αποτίμησης των χρεογράφων στην πραγματική τους αξία από την εισφέρουσα εταιρία, η οποία στόχευε στην αντιμετώπιση του φαινομένου της οικονομικής διπλής φορολογίας (COM(2003) 613 τελικό), δεν συμπεριλήφθηκε στο τελικό κείμενο της τροποποιητικής υπ’ αριθμ. 2005/19/ΕΚ Οδηγίας του Συμβουλίου. Οι διάφορες επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τροποποίησης και αφορούσαν τον κίνδυνο φοροαποφυγής, συνέβαλαν στην απόρριψη της ως άνω τροποποίησης. Συγκεκριμένα, τονίστηκε η περίπτωση όπου πραγματοποιείται εισφορά ενός κλάδου κάνοντας χρήση των φορολογικών πλεονεκτημάτων που παρέχονται από την Οδηγία, και εν συνεχεία μεταβιβάζεται η συμμετοχή που αποκτήθηκε σε αντάλλαγμα του εισφερθέντος ενεργητικού, εισπράττοντας την υπεραξία υπό καθεστώς φορολογικής απαλλαγής, εξ αυτού δε του λόγου τροποποιήθηκε η αρχικώς υποβληθείσα πρόταση και προβλέφθηκε ένας ελάχιστος χρόνος κατοχής των ως άνω συμμετοχών(Note from the Council of the European Union to the Working Party on Tax Questions – Direct Taxation of 6 August 2004, 11873/04, 2003/0239, σελ. 12), δίχως, ωστόσο, να συμπεριληφθεί στο τελικό κείμενο, δεδομένου ότι βάσει της πάγιας κοινοτικής νομολογίας, δεν επιτρέπεται μια τέτοιου είδους πρόβλεψη γενικού χαρακτήρα. Οι διάτάξεις, συνεπώς, της παραγράφου 12 εδ. β’ του ως άνω άρθρου, ακόμα και σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου φοροαποφυγής του τελευταίου εδαφίου, εμπίπτει στην κατηγορία διατάξεων γενικού χαρακτήρα βάσιζόμενων σε γενικά και προκαθορισμένα κριτήρια (ie μεταβίβαση χρεογράφων εντός 3ετίας από τη μεταβίβαση). Εξάλλου, υφίσταται σχετική πρόβλεψη περί μη εφαρμογής των φορολογικών ευεργετημάτων στο παρόν ν/σχ στο άρθρο 56.