1. «Μόνιμη εγκατάσταση» ορίζεται ο καθορισμένος τόπος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του οποίου διεξάγονται εν όλω ή εν μέρει οι δραστηριότητες της επιχείρησης.
2. Ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» περιλαμβάνει κυρίως:
α) τόπο της διοίκησης,
β) υποκατάστημα,
γ) γραφείο,
δ) εργοστάσιο,
ε) εργαστήριο, και
στ) ορυχείο, μεταλλείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατομείο ή οποιοδήποτε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων.
3. Το εργοτάξιο ή ένα έργο κατασκευής ή συναρμολόγησης θεωρείται ότι συνιστά μόνιμη εγκατάσταση, μόνον εφόσον διαρκεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών.
4. Ανεξάρτητα από τις παραπάνω διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει:
α) τη χρήση εγκαταστάσεων αποκλειστικά για το σκοπό της αποθήκευσης, έκθεσης, ή παράδοσης των αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,
β) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση,
γ) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την επεξεργασία από άλλη επιχείρηση,
δ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό την αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων ή τη συλλογή πληροφοριών για την επιχείρηση,
ε) τη διατήρηση ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό τη διεξαγωγή από την επιχείρηση κάθε άλλης δραστηριότητας προπαρασκευαστικού ή βοηθητικού χαρακτήρα,
στ) τη διατήρηση ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό το συνδυασμό εργασιών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως ε’ της, εφόσον η συνολική δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που προκύπτει από τον εν λόγω συνδυασμό έχει προπαρασκευαστικό ή βοηθητικό χαρακτήρα.
5. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, όταν ένα πρόσωπο, εκτός από τον ανεξάρτητο πράκτορα για τον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 6, ενεργεί για λογαριασμό της επιχείρησης και έχει εξουσιοδότηση την οποία ασκεί συνήθως στην ημεδαπή να συνάπτει συμφωνίες στο όνομα της επιχείρησης, τότε η επιχείρηση αυτή θεωρείται ότι έχει τη μόνιμη εγκατάστασή της στην Ελλάδα αναφορικά με τις δραστηριότητες που το πρόσωπο αυτό αναλαμβάνει για λογαριασμό της, εκτός αν οι δραστηριότητες του εν λόγω προσώπου περιορίζονται σε εκείνες που ορίζονται στην παράγραφο 4, οι οποίες έστω και αν ασκούνται μέσω ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν τον τόπο αυτό μόνιμη εγκατάσταση κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
6. Μία επιχείρηση δεν θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα αν η δραστηριότητά της περιορίζεται στη διεξαγωγή εργασιών μέσω μεσίτη, γενικού αντιπροσώπου με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.
7. Το γεγονός ότι μία επιχείρηση που είναι φορολογικός κάτοικος στην Ελλάδα ελέγχει ή ελέγχεται από μία άλλη επιχείρηση που είναι κάτοικος άλλου κράτους ή η οποία διεξάγει εργασίες μέσω μόνιμης εγκατάστασης ή με άλλο τρόπο σε αυτό το άλλο κράτος δεν καθιστά από μόνο του την πρώτη επιχείρηση μόνιμη εγκατάσταση της δεύτερης.
Σήμερα η σύζυγος υποβάλλει δήλωση στη ΔΟΥ που ανήκει ο σύζυγος, παρά το γεγονός ότι μπορεί να δραστηριοποιείται επαγγελματικά σε τελείως διαφορετική περιοχή και νομό από αυτόν που δραστηριοποιείται ή κατοικεί ο σύζυγος. Αυτό έχει σαν συνέπεια για παράδειγμα σε περίπτωση που ο σύζυγος είναι μισθωτός και η ίδια ελεύθερος επαγγελματίας να ταλαιπωρείται με μετακινήσεις στη ΔΟΥ που ανήκει ο σύζυγός της και βρίσκεται πολύ μακρυά από τον τόπο δραστηριότητάς της (π.χ. νησί). Να δοθεί λοιπόν η δυνατότητα επιλογής από το ζευγάρι επιλογής σε ποια από τις 2 ΔΟΥ θα υποβάλει τη δήλωση ώστε να μην υπάρχει πλέον η δέσμευση να υποβάλλεται η δήλωση στη ΔΟΥ που ανήκει ο σύζυγος. Η ανωτέρω πρόταση γίνεται ακόμα περισσότερο αναγκαία, αν κανείς λάβει υπόψη του τις εξελίξεις στα θέματα κινητικότητας και μετατάξεων που μπορεί εν μέσω μίας νυκτός ο σύγυζος (π.χ. αν είναι μισθωτός ή δημόσιος υπάλληλος) να αλλάξει πόλη ή και νομό.
Παρατήρηση: Στο βαθμό που το παραπάνω σχόλιο πρέπει να ενταχθεί σε άλλο άρθρο, παρακαλώ προωθήστε το κατάλληλα.
Σας ευχαριστώ γιά την παρατήρηση. Η διαφοροποίηση αφορά και πάλι κυρίως τις υπηρεσίες. Το ζήτημα έχει απασχολήσει ήδη τα ελληνικά δικαστήρια – δείτε πχ την απόφαση ΣΕ 4040/2012 (7μ). Επίσης ζητήματα διαφοροποίησης της έννοιας της μόνιμης εγκατάστασης θα ήταν δυνατόν να τεθούν και όταν μιά επιχείρηση διατηρεί αποθέματα στην Ελλάδα με σκοπό την διενέργεια πράξεων παραδόσεως αγαθών στην Ελλάδα: ενώ δηλαδή τα εμπορεύματα βρίσκονται μέσα στην χώρα όπου πραγματοποιείται η παράδοση του αγαθού, η σύμβαση πωλήσεως εμφανίζεται ότι έχει συναφθεί στον τόπο της φορολογικής εγκατάστασης της πωλήτριας – αλλά αυτά τα ζητήματα, τα οποία είναι ακόμη πιό ακανθώδη, ειδικά στο ηλεκτρονικό εμπόριο, είναι νομίζω ακόμη ανοικτά στην νομολογία.
Δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητη μια διεύρηνση της εν λόγω έννοιας, αλλά απ’ την άλλη δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε με τον όρι διευρημένη ερμηνεία απ’ το ΔΕΕ, και πιο το σκεπτικό του ΔΕΕ όσον αφορά την ερμηνεία του όρου μόνιμη εγκατάσταση, ώστε να μπορώ να κρίνω αν συμφωνώ ή όχι μαζί σας Ι.Σ. Όμως τα σχόλιά σας ήτο πολύ ενδιαφέροντα κάτι που με ευχαρήστησε.
Συναφώς προς την προηγούμενη παρατήρηση: Επισημαίνεται ότι τα κριτήρια της πρότυπης σύμβασης του ΟΟΣΑ διαφέρουν από αυτά της πρότυπης σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, η οποία είναι φιλικότερη προς το κράτος πρόκυψης του εισοδήματος (εν προκειμένω την Ελλάδα). Η διαφορά είναι ιδιαίτερα έντονη προκειμένου περί παροχής υπηρεσιών. Ενδείκνυται να εξετασθεί αν θα ήταν σκόπιμο, αντί των κριτηρίων του ΟΟΣΑ να επιλεγούν τα κριτήρια των ΗΕ, σε συνδυασμό με αυτά της νομολογίας του ΔΕΕ, για τον ΦΠΑ.
Επισημαίνεται ότι το άρθρο 6 αποτυπώνει μεν τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του άρθρου 5 της πρότυπης σύμβασης του ΟΟΣΑ για την αποφυγή της διπλής φορολογίας (έκδοση 2010), όμως η έννοια της μόνιμης εγκατάστασης έχει ερμηνευθεί εν μέρει διαφορετικά (ευρύτερα) από το ΔΕΕ, γιά τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων περί ΦΠΑ. Ενδείκνυται επομένως να εξετασθεί αν, γιά λόγους εναρμόνισης των δύο φορολογιών (τουλάχιστον καθ’ όσον αφορά επιχειρήσεις που δεν μπορούν να επικαλθεσθούν πλεονεκτήματα από διμερείς συμβάσεις για την αποφυγή της διπλής φορολογίας), θα έπρεπε να γίνουν αντίστοιχες τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις του άρθρου 6.