Άρθρο 10
(άρθρο 2, παρ. 2 της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ)
Το άρθρο 3 του ν. 3455/2006 τροποποιείται ως εξής:
1. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Προκειμένου να προσδιοριστεί εάν οι δραστηριότητες ενός ομίλου ασκούνται κυρίως στο χρηματοοικονομικό τομέα, κατά την έννοια της υποπερίπτωσης i) της περίπτωσης β) της παραγράφου 14 του άρθρου 2, ο λόγος του συνόλου του ισολογισμού των ρυθμιζόμενων και μη ρυθμιζόμενων επιχειρήσεων του χρηματοοικονομικού τομέα του ομίλου προς το σύνολο του ισολογισμού ολόκληρου του ομίλου πρέπει να υπερβαίνει το 40%.
2. Προκειμένου να προσδιοριστεί εάν οι δραστηριότητες ενός ομίλου στους επί μέρους χρηματοοικονομικούς τομείς είναι ουσιώδεις κατά την έννοια της υποπερίπτωσης iii) της περίπτωσης α) ή της υποπερίπτωσης iii) της περίπτωσης β) της παραγράφου 14 του άρθρου 2, πρέπει για κάθε επί μέρους χρηματοοικονομικό τομέα ο μέσος όρος μεταξύ¨
(α) του λόγου του συνόλου του ισολογισμού του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού τομέα προς το σύνολο του ισολογισμού όλων των επιχειρήσεων του ομίλου που ανήκουν στο χρηματοοικονομικό τομέα και
(β) του λόγου των απαιτήσεων φερεγγυότητας του ίδιου χρηματοοικονομικού τομέα προς το σύνολο των απαιτήσεων φερεγγυότητας όλων των επιχειρήσεων του ομίλου που ανήκουν σο χρηματοοικονομικό τομέα
να υπερβαίνει το 10%.
Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως λιγότερο σημαντικός χρηματοοικονομικός τομέας σε έναν Ο.Ε.Χ.Δ. νοείται ο τομέας με το μικρότερο μέσο όρο, όπως αυτός υπολογίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, και ως σημαντικότερος χρηματοοικονομικός τομέας νοείται εκείνος με τον υψηλότερο μέσο όρο. Για τον υπολογισμό του μέσου όρου και τη μέτρηση του λιγότερο σημαντικού και του σημαντικότερου χρηματοοικονομικού τομέα, ο τραπεζικός τομέας και ο τομέας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών λαμβάνονται υπόψη από κοινού.
Οι εταιρείες διαχείρισης προστίθενται στον τομέα, στον οποίο ανήκουν εντός του ομίλου. Εάν δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τομέα εντός του ομίλου, προστίθενται στο σημαντικότερο χρηματοοικονομικό τομέα.
Οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων προστίθενται στον τομέα, στον οποίο ανήκουν εντός του ομίλου. Εάν δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τομέα εντός του ομίλου, προστίθενται στο λιγότερο σημαντικό χρηματοοικονομικό τομέα.
3. Οι διατομεακές δραστηριότητες θεωρούνται επίσης ουσιώδεις, κατά την έννοια της υποπερίπτωσης iii) της περίπτωσης α) ή της υποπερίπτωσης iii) της περίπτωσης β) της παραγράφου 14 του άρθρου 2, εάν το σύνολο του ισολογισμού του λιγότερο σημαντικού χρηματοοικονομικού τομέα του ομίλου υπερβαίνει το ποσό των έξι δισεκατομμυρίων (6.000.000.000) ευρώ.
Εάν ο όμιλος δεν καλύπτει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, αλλά πληροί το όριο που τίθεται στο παραπάνω εδάφιο, οι Σχετικές Αρμόδιες Αρχές δύνανται, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να μην θεωρήσουν τον όμιλο ως Ο.Ε.Χ.Δ. ή να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 ή 10, εφόσον έχουν τη γνώμη ότι η υπαγωγή του ομίλου στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού ή η εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν είναι αναγκαία ή ότι δεν εξυπηρετεί τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας ή ότι οδηγεί σε αποτέλεσμα διαφορετικό από το επιδιωκόμενο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου.
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες Αρμόδιες Αρχές και δημοσιοποιούνται, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις Αρμόδιες Αρχές.»
2. Προστίθεται νέα παράγραφος 3α ως εξής:
«3α. Εάν ο όμιλος καλύπτει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, αλλά ο λιγότερο σημαντικός τομέας δεν υπερβαίνει τα 6 δισεκατομμύρια (6.000.000.000) ευρώ, οι Σχετικές Αρμόδιες Αρχές δύνανται να αποφασίσουν, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να μη θεωρήσουν τον όμιλο ως Ο.Ε.Χ.Δ.. Δύνανται, επίσης, να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 9 ή 10, εάν κρίνουν ότι η υπαγωγή του ομίλου στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου ή η εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν είναι αναγκαία ή ότι δεν εξυπηρετεί τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας ή ότι οδηγεί σε αποτέλεσμα διαφορετικό από το επιδιωκόμενο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου.
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες Αρμόδιες Αρχές και δημοσιοποιούνται, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις Αρμόδιες Αρχές.»
3. Η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:
«(i) Το εισαγωγικό εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Για την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2, 3 και 3α, οι Σχετικές Αρμόδιες Αρχές δύνανται κατόπιν κοινής συμφωνίας:».
(ii) Η περίπτωση α αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Να μην λαμβάνουν υπόψη συγκεκριμένη επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των δεικτών στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 6, εκτός εάν η επιχείρηση μεταφέρθηκε από ένα κράτος μέλος προς τρίτη χώρα και είναι προφανές ότι η μεταφορά αυτή πραγματοποιήθηκε με σκοπό την αποφυγή της νομικών και κανονιστικών ρυθμίσεων».
(iii) Προστίθεται νέα περίπτωση γ ως εξής:
«γ. Να αποκλείουν μία ή περισσότερες συμμετοχές στο λιγότερο σημαντικό τομέα, εάν οι συμμετοχές αυτές είναι καθοριστικές για τον προσδιορισμό ενός Ο.Ε.Χ.Δ. και συλλογικά είναι αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.».
4. Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, οι Σχετικές Αρμόδιες Αρχές δύνανται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν κοινής συμφωνίας, να αντικαθιστούν το κριτήριο που βασίζεται στο σύνολο του ισολογισμού με μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες παραμέτρους ή να προσθέτουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες παραμέτρους, εάν εκτιμούν ότι αυτές έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της – σύμφωνα με τον παρόντα νόμο – συμπληρωματικής εποπτείας:
α) διάρθρωση εσόδων
β) δραστηριότητες εκτός ισολογισμού
γ) σύνολο των υπό διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.».
5. Η παράγραφος 8 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Οι απαιτήσεις φερεγγυότητας που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο 2 υπολογίζονται σύμφωνα με τους τομεακούς κανόνες.».
6. Προστίθενται νέες παράγραφοι 9 και 10 ως εξής:
«9. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές) μέσω της Μεικτής Επιτροπής εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών, όσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων 2, 3, 3α, 4 και 5 του άρθρου 3 της οδηγίας 2011/89/ΕΕ.
10. Οι Αρμόδιες Αρχές επανεξετάζουν σε ετήσια βάση τις παρεκκλίσεις από την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας και αναθεωρούν τους ποσοτικούς δείκτες που ορίζονται στο παρόν άρθρο και τις αξιολογήσεις με βάση τον κίνδυνο που εφαρμόζονται στους χρηματοοικονομικούς ομίλους.».