1. α) Η Τράπεζα Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να υποβάλει αίτημα προς την αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105 του παρόντος νόμου, ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, ώστε να θεωρηθεί σημαντικό το εγκατεστημένο στην Ελλάδα υποκατάστημα ιδρύματος. Από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
β) Σε αυτό το αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, αναφορικά ιδίως με τις εξής παραμέτρους:
αα) αν το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ως προς τις καταθέσεις στην Ελλάδα υπερβαίνει το 2%,
ββ) τις πιθανές επιπτώσεις από την αναστολή ή την παύση των εργασιών του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στην Ελλάδα,
γγ) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος στο ελληνικό τραπεζικό ή χρηματοπιστωτικό σύστημα με βάση τον αριθμό των πελατών του.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης καθώς και με την αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 105 του παρόντος νόμου, προκειμένου να αποφασίσουν από κοινού ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.
δ) Αν εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή που προβλέπεται στην περίπτωση β) της παρούσας παραγράφου δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνει μονομερώς τη σχετική απόφαση εντός νέου χρονικού διαστήματος δύο (2) μηνών από τη λήξη της προηγούμενης δίμηνης προθεσμίας. Κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης λαμβάνονται υπόψη η άποψη και οι τυχόν επιφυλάξεις της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης.
ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ) και δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου διατυπώνονται εγγράφως με πλήρη αιτιολόγηση και διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Οι αποφάσεις αυτές και αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κρατών μελών.
στ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών όπως καθορίζονται από τον παρόντα νόμο και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργεί υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής για την ενοποιημένη εποπτεία ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος.
3. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα ιδρύματος τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ) και δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 110 του παρόντος νόμου και εκτελεί τα καθήκοντα που αναφέρονται στην περίπτωση γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 105 του παρόντος νόμου σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 107, ειδοποιεί αμελλητί το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα) και δδ) της περίπτωσης α) και στην υποπερίπτωση αα) της περίπτωσης δ) της παραγράφου 6 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκομένων κρατών μελών.
4. α) Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν εφαρμόζεται το άρθρο 109 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενεργώντας ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία ιδρύματος με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη λήψη κοινής απόφασης για τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού που προβλέπεται στις περιπτώσεις β), γ), δ) ε) και στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και την ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 54 του παρόντος νόμου. Οι διατυπώσεις για τη σύσταση και τη λειτουργία του σώματος εποπτών καταρτίζονται εγγράφως από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μετά από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνεται απόφαση σχετικά με τις αρμόδιες αρχές οι οποίες συμμετέχουν στις συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος εποπτών.
β) Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνει υπόψη τη σημασία την οποία έχει για τις λοιπές εμπλεκόμενες αρχές η επιδιωκόμενη εποπτική δράση που αποτελεί αντικείμενο προγραμματισμού ή συντονισμού. Ιδιαιτέρως, λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 160, καθώς και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις β), γ), δ) ε) και στ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει εκ των προτέρων με πληρότητα όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων και τα προς εξέταση ζητήματα. Ενημερώνει, επίσης, εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών αναφορικά με τις δράσεις ή τα μέτρα που αποφασίζονται στο πλαίσιο των εν λόγω συνεδριάσεων.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μετέχει στις εργασίες των σωμάτων της προηγούμενης παραγράφου 4.