1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής εφόσον διαπιστώσει ότι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα, δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος νόμου απαιτεί την εκ μέρους του συμμόρφωση προς αυτές.
2. Εάν το εμπλεκόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης.
3. Εάν, το πιστωτικό ίδρυμα, παρά τη λήψη των μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή λόγω ακαταλληλότητας των μέτρων αυτών ή διότι δεν ελήφθησαν καθόλου τέτοια μέτρα, εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οι οποίες ισχύουν στην Ελλάδα, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται, αφού ενημερώσει προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, να λαμβάνει τα κατάλληλα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα και, εφόσον κρίνει τούτο απαραίτητο, δύναται να απαγορεύει στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να διενεργεί νέες πράξεις στην Ελλάδα. Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την επιβολή κυρώσεων κοινοποιείται και στο υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα.
4. Στην περίπτωση κατά την οποία η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ότι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα την Ελλάδα που δραστηριοποιείται στο έδαφός του δεν τηρεί τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί τη φύση των εν λόγω μέτρων στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.