1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας περί λειτουργίας της οικείας κατηγορίας χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, οι διατάξεις του άρθρου 19, των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 27, του άρθρου 54, της παραγράφου 3 του άρθρου 55, των παραγράφων 3, 4, 6 και 8 του άρθρου 66, της παραγράφου 5 του άρθρου 90, του άρθρου 94, του άρθρου 96, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 137, των άρθρων 56 έως 60 και 145 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και επί χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε ατομική βάση στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
2. Επιπλέον η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, σε περίπτωση παράβασης από τα χρηματοδοτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, να επιβάλει την αναστολή της άδειας λειτουργίας τους ή την ανάκληση αυτής, η οποία επιφέρει τη θέση τους σε εκκαθάριση.
3. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και οι όροι αναστολής ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας χρηματοδοτικού ιδρύματος του παρόντος άρθρου.
4. Οι εταιρίες παροχής πιστώσεων επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας ή Ευρωπαϊκής Εταιρίας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 με πραγματική και καταστατική έδρα στην Ελλάδα. Οι εταιρίες παροχής πιστώσεων έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή πιστώσεων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη καταναλωτικών και προσωπικών αναγκών, με βάση τα ισχύοντα αντιστοίχως για τις παρεχόμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα πιστώσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω εταιρείες μπορούν να ασκούν συμπληρωματικές ή παρεμφερείς δραστηριότητες παράλληλα με την ως άνω κύρια δραστηριότητα της παροχής πιστώσεων.
5. Για τη σύσταση και λειτουργία στην Ελλάδα εταιρειών παροχής πιστώσεων απαιτείται ειδική άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στο οικείο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Το ίδιο ισχύει και για τη μετατροπή υφιστάμενης ανώνυμης εταιρείας σε εταιρεία παροχής πιστώσεων. Για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας, η Τράπεζα της Ελλάδος ζητεί και αξιολογεί τα αντίστοιχα στοιχεία και πληροφορίες που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο για την παροχή άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εξειδικεύει περαιτέρω τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της πιο πάνω άδειας και να καθορίζει το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο που απαιτείται να καταβληθεί για τη σύσταση και τη λειτουργία των εταιριών παροχής πιστώσεων, καθώς επίσης το ύψος των ιδίων κεφαλαίων. Το συγκεκριμένο ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να είναι ολόκληρο καταβεβλημένο σε μετρητά.
6. Οι μετοχές των εταιριών παροχής πιστώσεων είναι ονομαστικές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί εποπτεία και έλεγχο στις επιχειρήσεις του παρόντος άρθρου και ρυθμίζει με πράξεις της τα σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τα συστήματα Εσωτερικού Ελέγχου. Επίσης αξιολογεί τους εταίρους, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τους επικεφαλής των λειτουργιών των εν λόγω εταιριών κατ’ αναλογία προς τα ισχύοντα για τα πιστωτικά ιδρύματα και περαιτέρω μπορεί να ζητεί οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία και πληροφορίες. Για την έννοια και το περιεχόμενο της εποπτείας, περιλαμβανομένης της δυνατότητας της Τράπεζας της Ελλάδος να θέτει γενικούς ή ειδικούς ανά επιχείρηση κανόνες, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του παρόντος νόμου, που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλεί άδεια λειτουργίας που έχει χορηγήσει σε εταιρεία παροχής πιστώσεων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 του παρόντος νόμου.
8. Με πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.