1. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και συμπληρωματικά του ν. 3156/2003 (Α’ 157) άρθρα 1 έως και 9,12 και 14.
2. Τα καθήκοντα εκπροσώπου των ομολογιούχων ασκεί θεματοφύλακας (trustee) που δύναται να είναι πιστωτικό ίδρυμα ή συνδεδεμένη εταιρεία πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παράγραφος 5 του κ.ν. 2190/1920 ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι των ομολογιούχων για δόλο και βαρεία αμέλεια.
3. Το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών δύναται να συνίσταται σε απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως και συμπληρωματικά σε απαιτήσεις από παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα (όπως ενδεικτικά απαιτήσεις από συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων), σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα και σε κινητές αξίες, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ο λόγος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα προς την αξία των καλυμμένων ομολογιών κατά την έκδοση, ο τρόπος αποτίμησης των περιουσιακών αυτών στοιχείων, καθώς και ο έλεγχος για τη διασφάλιση της επάρκειας του καλύμματος καθ` όλη τη διάρκεια της έκδοσης. Ο λόγος της αξίας των περιουσιακών στοιχείων προς την αξία των ομολογιών δύναται να ορίζεται διαφορετικός ανάλογα με το είδος των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα, ιδίως ανάλογα με το είδος των δανείων ή πιστώσεων οι απαιτήσεις από τα οποία συγκαταλέγονται στο κάλυμμα.
4. Επί του καλύμματος συνιστάται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών (όπως ενδεικτικά απαιτήσεων από χρηματοοικονομικά παράγωγα συνδεόμενα με την έκδοση των ομολογιών, απαιτήσεων του θεματοφύλακα για συμφωνηθείσες αμοιβές και δαπάνες του, απαιτήσεων τυχόν εγγυητών, απαιτήσεων τυχόν διαχειριστή των δανείων) και οι οποίοι αναφέρονται ως εξασφαλιζόμενοι δανειστές στο πρόγραμμα των ομολογιών. Σε περίπτωση που ορισμένα από τα περιουσιακά στοιχεία που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών διέπονται από ξένο δίκαιο, θα συστήνεται εμπράγματη εξασφάλιση επ` αυτών υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών εξασφαλιζόμενων δανειστών σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου δικαίου.
Με το πρόγραμμα δύναται να ορίζεται η εξασφάλιση από το ίδιο νόμιμο ενέχυρο ομολογιούχων ή και άλλων δανειστών οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με ομολογίες διαφορετικής έκδοσης ή σειράς, καθώς και κάθε σχετικό ζήτημα όπως ενδεικτικώς η μεταξύ τους σχέση, ο τρόπος και η προτεραιότητα ικανοποίησης και ο τρόπος οργάνωσης τους σε ομάδα και εκπροσώπησης τους κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 του ν. 3156/2003, εφόσον δεν επιλεγεί σχετικώς η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου. Ο διορισμός περισσότερων θεματοφυλάκων κοινών ή ανά σειρά ή έκδοση δεν αποκλείεται.
5. Οι απαιτήσεις που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα των ομολογιών αναφέρονται ονομαστικά σε έγγραφο που υπογράφεται από τον εκδότη και τον θεματοφύλακα και καταχωρείται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη σημεία του, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000. Με τον ίδιο τρόπο δύνανται να αντικαθίστανται απαιτήσεις που συνιστούν μέρος του καλύμματος με άλλες ή να προστίθενται απαιτήσεις στο κάλυμμα.
6. Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΑ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου.
Σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη, οι ομολογιούχοι και λοιποί δανειστές που εξασφαλίζονται με το νόμιμο ενέχυρο ικανοποιούνται ως προς το μη εξοφλούμενο από το κάλυμμα μέρος των απαιτήσεών τους, όπως και οι ανέγγυοι πιστωτές από τη λοιπή περιουσία του εκδότη
7. Από την καταχώριση του εγγράφου της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου το κύρος της έκδοσης του ομολογιακού δανείου, της σύστασης του νομίμου ενεχύρου και της τυχόν διεπόμενης από ξένο δίκαιο εμπράγματης ασφάλειας, των πληρωμών προς τους ομολογιούχους και τους λοιπούς δανειστές που εξασφαλίζονται με το νόμιμο ενέχυρο, καθώς και της σύναψης κάθε σχετικής με την έκδοση των καλυμμένων ομολογιών σύμβασης δεν θίγεται από την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζονται στο ν. 3458/2006, σε σχέση με τον εκδότη.
8. Απαγορεύεται η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων που συγκαταλέγονται στο κάλυμμα. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στους όρους του ομολογιακού δανείου, οποιαδήποτε διάθεσή τους από τον εκδότη χωρίς την έγγραφη συναίνεση του θεματοφύλακα είναι άκυρη.
9. Με το πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου μπορεί να ορίζεται ότι είτε εξ αρχής είτε αν επέλθουν ορισμένα γεγονότα, όπως ενδεικτικά έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας σε σχέση με τον εκδότη, ο θεματοφύλακας θα δύναται να αναθέτει ή να αναλαμβάνει την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών κατ` ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 14 έως και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003.
Ο θεματοφύλακας θα δύναται επίσης, κατά τους όρους του προγράμματος και τους όρους της σχέσης που τον συνδέει με τους ομολογιούχους, να πωλεί και μεταβιβάζει τα περιουσιακά στοιχεία του καλύμματος είτε κατ` ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων είτε κατά τις γενικές διατάξεις και να χρησιμοποιεί το καθαρό προϊόν της πώλησης σε εξόφληση των εξασφαλισμένων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων, κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 1239 και 1254 του Αστικού Κώδικα και κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου και κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 δεν απαιτείται ο μεταβιβάζων να έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ορίσει διαχειριστή, ανεξάρτητα από τις εξουσίες που τυχόν αναθέτει σε επίτροπο ή εκκαθαριστή με βάση τα ανωτέρω άρθρα 137 και 145 του παρόντος, αν δεν το πράξει ο θεματοφύλακας. Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεων που συγκαταλέγονται στο νόμιμο ενέχυρο και τη ρευστοποίηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε αυτό διατίθενται για την εξόφληση των ομολογιών και των λοιπών εξασφαλιζόμενων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του ομολογιακού δανείου.
Οι διατάξεις των παραγράφων 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 εφαρμόζονται αναλόγως για την πώληση, τη μεταβίβαση, την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα.
10. Με καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλο κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα εγγυάται ευθυνόμενο ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών.
Επιπλέον, προκειμένου να εξομοιωθούν οι εκδιδόμενες από το νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού ομολογίες με καλυμμένες ομολογίες πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος που προβλέπεται να εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε σχέση με την αξία των ομολογιών και την αξία και το είδος των περιουσιακών στοιχείων του νομικού προσώπου ειδικού σκοπού.
Οι λοιπές παράγραφοι του παρόντος άρθρου ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
11. Οι καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εισάγονται σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παραγράφου 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 και της παραγράφου 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ, καθώς και να διατίθενται με δημόσια προσφορά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
12. Σε περίπτωση έκδοσης σύμφωνα με ξένο δίκαιο ομολογιών, οι οποίες χαρακτηρίζονται κατά το οικείο δίκαιο ως καλυμμένες, από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ο εκδότης δύναται να συνιστά νόμιμο ενέχυρο επί απαιτήσεων που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο υπέρ των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών κατ` ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 5, 6 και 8 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 14 του ν. 3156/2003.
13. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν καλυμμένες ομολογίες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, του άρθρου 14 του ν. 3156/2003 και με ανάλογη εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Οι καλυμμένες ομολογίες της παρούσας παραγράφου εξασφαλίζονται με εγγύηση που παρέχεται από νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, το οποίο ευθύνεται ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών.
Ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών έχει ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση απαιτήσεων και κινητών αξιών που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και την παροχή της εγγύησης προς εξασφάλιση των πάσης φύσεως απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος των καλυμμένων ομολογιών.
Η απόκτηση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών, η οποία γίνεται λόγω πωλήσεως, η εν γένει διαχείριση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών και η είσπραξη των απαιτήσεων του νομικού προσώπου ειδικού σκοπού διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 2 εδάφια α` και β` και 6 έως 17 και 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά.
Αν το νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού του προηγούμενου εδαφίου εδρεύει στην Ελλάδα πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία διεπόμενη από τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003.
Οι πάσης φύσεως απαιτήσεις, που απορρέουν από την εγγύηση των καλυμμένων ομολογιών, εξασφαλίζονται με νόμιμο ενέχυρο, το οποίο συνιστάται επί του συνόλου των απαιτήσεων που αποκτά ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών. Οι απαιτήσεις επί των οποίων υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο αποτελούν το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών. Η σύσταση και η λειτουργία του νομίμου ενεχύρου διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 18 και 19 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003.
Στο κάλυμμα δύνανται να περιλαμβάνονται επίσης και περιουσιακά στοιχεία διεπόμενα από ξένο δίκαιο κατά τους όρους του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του παρόντος.
14. Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος δύνανται να εξομοιούνται με καλυμμένες ομολογίες και άλλες κατηγορίες ομολογιών, εφόσον διασφαλίζεται η εποπτεία των εκδοτών τους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων. Με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να ορίζονται επίσης τα καθήκοντα του θεματοφύλακα, τα καλύμματα των ομολογιών του παρόντος άρθρου και οι λοιπές εξασφαλίσεις κατά παρέκκλιση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού.