1. Μετά το διορισμό επιτρόπου σε πιστωτικό ίδρυμα, όταν αυτό παρουσιάζει σημαντικά μειωμένη ρευστότητα με πιθανολογούμενη ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων, για λόγους προστασίας των καταθετών και άλλων πιστωτών του, δύναται να δοθεί με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ορισμένων ή του συνόλου των υποχρεώσεών του για χρονικό διάστημα μέχρι είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, που μπορεί να παραταθεί άπαξ, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, για δέκα (10) εργάσιμες ημέρες.
2. Η παράταση του χρόνου εκπλήρωσης υποχρεώσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος που πηγάζουν από συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που συνάπτονται σε κεφαλαιαγορές ή / και αγορές χρήματος, καθώς και στη διατραπεζική αγορά, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων έναντι συμμετεχόντων σε οποιοδήποτε σύστημα, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 2789/2000 (Α’ 21).
3. Κατά τη διάρκεια των ως άνω παρατάσεων αναστέλλονται οι προθεσμίες και η άσκηση των διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του πιστωτικού ιδρύματος. Το ίδιο ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και υπαγωγής του πιστωτικού ιδρύματος σε ειδική εκκαθάριση.
4. Η παράταση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που είναι ή καθίστανται ληξιπρόθεσμες τερματίζεται αυτοδικαίως με τη λήξη της αναφερόμενης στην απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος προθεσμίας, μπορεί δε να αρθεί, με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, και πριν από την πάροδο του χρόνου που ορίζεται στην προγενέστερη απόφαση.
5. Η παράταση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που είναι ή καθίστανται ληξιπρόθεσμες δεν ενεργοποιεί τη διαδικασία αποζημιώσεων καταθετών και επενδυτών – πελατών του ν. 3746/2009 και του ν. 2533/1997.