1. Είναι δυνατή η καθιέρωση αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ή για ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτού, ώστε να αποτρέπονται και να μετριάζονται οι μακροπρόθεσμοι μη κυκλικώς συστημικοί ή μακροπροληπτικοί κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η εντεταλμένη αρχή είναι αρμόδια για τον καθορισμό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου και τον προσδιορισμό ιδρυμάτων στα οποία εφαρμόζεται.
3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να απαιτηθεί από τα ιδρύματα να τηρούν, εκτός από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ύψους τουλάχιστον 1% με βάση τα ανοίγματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, σε ατομική, υποενοποιημένη ή ενοποιημένη βάση, κατά τα προβλεπόμενα στο πρώτο Μέρος του Τίτλου II του εν λόγω Κανονισμού. Η εντεταλμένη αρχή δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα να διατηρούν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση.
4. Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου για να εκπληρώσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις απορρέουν από το άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 94, 96, 122 και 123 του παρόντος νόμου. Όταν ένας όμιλος που έχει προσδιορισθεί ως συστημικά σημαντικό ίδρυμα υποκείμενο σε απόθεμα ασφαλείας G-SII ή σε απόθεμα ασφαλείας Ο-SII σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 124 του παρόντος νόμου, υπόκειται επίσης σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το υψηλότερο από τα αποθέματα ασφαλείας. Όταν ένα ίδρυμα, σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, υπόκειται σε απόθεμα ασφαλείας Ο-SII σύμφωνα με το άρθρο 124 του παρόντος νόμου και σε απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το υψηλότερο από τα δύο αποθέματα.
5. Τηρουμένης της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, όταν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση του εγχώριου μακροπροληπτικού κινδύνου, αλλά δεν εφαρμόζεται στα ανοίγματα εκτός της Ελλάδος, το συγκεκριμένο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου είναι επιπρόσθετο στο απόθεμα ασφαλείας O-SII ή G-SII που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 124 του παρόντος νόμου.
6. Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G-SII ή O-SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνολική απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του υψηλότερου μεταξύ του αποθέματος ασφαλείας O-SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.
7. Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 5 του παρόντος άρθρου και ένα ίδρυμα συμμετέχει σε όμιλο ή υποόμιλο στον οποίο περιλαμβάνεται G-SII ή O-SII, το εν λόγω ίδρυμα υπόκειται, σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση, σε συνολική απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που δεν υπολείπεται του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας και του αθροίσματος του αποθέματος ασφαλείας O-SII και του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που εφαρμόζεται στο ίδρυμα αυτό σε ατομική και σε υποενοποιημένη βάση.
8. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου μπορεί να εφαρμόζεται σε ανοίγματα στην Ελλάδα, σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες και σε ανοίγματα σε άλλα κράτη μέλη που υπόκεινται στην παράγραφο 17 του παρόντος άρθρου και τηρουμένης της διαδικασίας της παραγράφου 15 του άρθρου 133 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
9. Το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου εφαρμόζεται σε όλα τα ιδρύματα ή σε ένα ή περισσότερα υποσύνολα αυτών των ιδρυμάτων, για την εποπτεία των οποίων είναι αρμόδια η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και ορίζεται και αναπροσαρμόζεται σε πολλαπλάσια του 0,5%. Είναι δυνατόν να εισαχθούν διαφορετικές απαιτήσεις για διαφορετικά υποσύνολα του χρηματοπιστωτικού τομέα.
10. Η η εντεταλμένη αρχή, όταν απαιτεί την τήρηση αποθέματος ασφαλείας κινδύνου συστημικού κινδύνου, λαμβάνει υπόψη τα παρακάτω:
α) το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου δεν πρέπει να προκαλεί δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης συνολικά, εμποδίζοντας τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,
β) το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου επανεξετάζεται τουλάχιστον ανά διετία.
11. Η η εντεταλμένη αρχή, πριν καθορίσει ή επανακαθορίσει ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου έως και 3%, ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ένα (1) μήνα πριν από τη δημοσίευση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 του παρόντος άρθρου. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και τις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά:
α) ο συστημικός ή μακροπροληπτικός κίνδυνος στην Ελλάδα,
β) οι λόγοι για τους οποίους η διάσταση του συστημικού ή του μακροπροληπτικού κινδύνου απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
γ) οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ως ενδεδειγμένο και αναλογικό για την μείωση του κινδύνου,
δ) εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντίκτυπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει,
ε) οι λόγοι για τους οποίους κανένα από τα ισχύοντα μέτρα που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των άρθρων 458 και 459 του εν λόγω Κανονισμού, μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα, δεν θα επαρκέσει για την αντιμετώπιση του εντοπισθέντος μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων εν σχέσει με τον επιδιωκόμενο στόχο,
στ) το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που σκοπεύει να επιβάλλει με απόφασή της.
12. Πριν από τον καθορισμό ή επανακαθορισμό ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 3%, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και τις αρμόδιες και εντεταλμένες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Εάν το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε ανοίγματα σε τρίτες χώρες, η εντεταλμένη αρχή ειδοποιεί και τις εποπτικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Στην ειδοποίηση αυτή περιγράφονται αναλυτικά:
α) ο συστημικός ή μακροπροληπτικός κίνδυνος στην Ελλάδα,
β) οι λόγοι για τους οποίους η διάσταση του συστημικού ή του μακροπροληπτικού κινδύνου απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο, με αιτιολόγηση του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
γ) οι λόγοι για τους οποίους το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου θεωρείται ως ενδεδειγμένο και αναλογικό για την μείωση του κινδύνου,
δ) εκτίμηση του πιθανού θετικού ή αρνητικού αντίκτυπου του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου στην εσωτερική αγορά βάσει των πληροφοριών που διαθέτει,
ε) οι λόγοι για τους οποίους κανένα από τα μέτρα που θεσπίζονται με τον παρόντα νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εξαιρουμένων των άρθρων 458 και 459 του εν λόγω Κανονισμού, μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα, δεν θα επαρκέσει για την αντιμετώπιση του εντοπισθέντος μακροπροληπτικού ή συστημικού κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων εν σχέσει με τον επιδιωκόμενο στόχο,
στ) το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που σκοπεύει να επιβάλλει με απόφασή της.
13. Η εντεταλμένη αρχή δύναται από την 1η Ιανουαρίου 2015 να καθορίζει ή να επανακαθορίζει ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου που ισχύει για ανοίγματα στην Ελλάδα και σε τρίτες χώρες μέχρι ποσοστού 5% συνολικά και να ακολουθεί τις διαδικασίες της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου. Κατά τον καθορισμό ή επανακαθορισμό του ποσοστού του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου άνω του 5%, τηρούνται οι διαδικασίες της παραγράφου 12 του παρόντος άρθρου.
14. Όταν το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου ορίζεται μεταξύ 3% και 5% σύμφωνα με την παράγραφο 13 του παρόντος άρθρου, η εντεταλμένη αρχή κοινοποιεί τούτο προηγουμένως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αναμένει τη γνώμη της. Όταν η γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αρνητική, η εντεταλμένη αρχή συμμορφώνεται με τη γνώμη αυτή ή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν το πράττει. Όταν η απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου αφορά ένα υποσύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνει θυγατρική μητρικής εταιρείας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η εντεταλμένη αρχή κοινοποιεί την απόφαση αυτή στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΕΣΣΚ. Εντός μηνός από την κοινοποίηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΕΣΣΚ εκδίδουν σχετική σύσταση. Όταν οι αρχές διαφωνούν και στην περίπτωση αρνητικής σύστασης τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του ΕΣΣΚ, η εντεταλμένη αρχή δύναται να παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η απόφαση καθορισμού του αποθέματος για τα εν λόγω ανοίγματα αναστέλλεται έως ότου αποφασίσει σχετικά η ΕΑΤ.
15. Η εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει τον καθορισμό αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου με δημοσίευση στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) το ποσοστό του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
β) τα ιδρύματα στα οποία εφαρμόζεται το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
γ) αιτιολόγηση της καθιέρωσης του αποθέματος ασφαλείας συστημικού κινδύνου,
δ) την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να τηρούν το απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου και
ε) τις χώρες στις οποίες υφίστανται τα ανοίγματα που προσμετρώνται στο απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου των ιδρυμάτων.
Εάν η δημοσίευση που αναφέρεται στην περίπτωση γ) θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι πληροφορίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση.
16. Αν κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται σε αυτό οι περιορισμοί της διανομής κερδών που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 131 του παρόντος νόμου. Εφόσον η εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών της διανομής κερδών οδηγεί σε ανεπαρκή βελτίωση του κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος βάσει του οικείου συστημικού κινδύνου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να λαμβάνει πρόσθετα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 56 του παρόντος νόμου.
17. Μετά την ειδοποίηση της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου, το απόθεμα ασφαλείας εφαρμόζεται σε όλα τα ανοίγματα. Εφόσον η εντεταλμένη αρχή αποφασίσει να καθορίσει το απόθεμα έως 3% βάσει των ανοιγμάτων σε άλλα κράτη μέλη, το απόθεμα καθορίζεται στο ίδιο ποσοστό σε όλα τα σχετικά ανοίγματα εντός της Ένωσης.