1. Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 52 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα και με το άρθρο 54 του παρόντος νόμου και με τα άρθρα 63 και 67 του ν. 3606/2007 ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και τις αρχές που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις αα), ββ) και δδ) της περίπτωσης α) και στην υποπερίπτωση αα) της περίπτωσης δ) της παραγράφου 6 του άρθρου 54 του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων αρχών των εμπλεκόμενων κρατών μελών, διαβιβάζοντας όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αντιληφθεί επίσης κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 105 του παρόντος νόμου. Στο μέτρο του δυνατού, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χρησιμοποιούν υπάρχοντες διαύλους επικοινωνίας.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.