1. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου οφείλουν να είναι ανεπίληπτα και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ανά αντικείμενο προς το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ως συνόλου αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα γνώσεων και εμπειριών ανά αντικείμενο των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Ειδικότερα, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8 του παρόντος άρθρου.
2. Όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
3. Ο αριθμός των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος συναρτάται με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Εξαιρουμένων των εκπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ιδρύματος το οποίο είναι σημαντικό από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, εύρους και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του δεν επιτρέπεται να κατέχουν, από την 1η Ιουλίου 2014, περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων σε Διοικητικά Συμβούλια ταυτόχρονα:
α) μία θέση εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου,
β) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου.
4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως κατοχή μίας θέσης Διοικητικού Συμβουλίου:
α) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου,
β) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου στο πλαίσιο:
αα) ιδρυμάτων που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον πληρούνται οι εκεί διαλαμβανόμενες προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 7 του εν λόγω άρθρου, ή
ββ) επιχειρήσεων (περιλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή.
5. Οι θέσεις μέλους σε όργανα διοίκησης οντοτήτων που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιτρέπει σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να διατηρούν μια πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν σχετικά την ΕΑΤ, σε τακτική βάση.
7. Το Διοικητικό Συμβούλιο κατέχει ως σύνολο επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ανά αντικείμενο ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί.
8. Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και τη δέουσα ανεξαρτησία ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί και να επιχειρηματολογεί αναλόγως σχετικά με τις αποφάσεις των ανώτερων διοικητικών στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων από τη διοίκηση.
9. Τα ιδρύματα αφιερώνουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους προκειμένου να διευκολύνουν την ανάληψη και άσκηση των καθηκόντων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
10. Τα ιδρύματα και οι αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την εκλογή μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο εφαρμόζοντας προς το σκοπό αυτό πολιτική που προωθεί το κατάλληλο επίπεδο διαφοροποίησης στο Διοικητικό Συμβούλιο.
11. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συλλέγουν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 435 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις χρησιμοποιούν για τη συγκριτική αξιολόγηση των πολιτικών διαφοροποίησης στα Διοικητικά Συμβούλια και τις διαβιβάζουν στην ΕΑΤ.