1. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση όλων των σημαντικών παραγόντων και επιπτώσεων των κινδύνων της αγοράς.
2. Όταν η αρνητική θέση καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θετική θέση, τα ιδρύματα λαμβάνουν επίσης μέτρα κατά του κινδύνου περιορισμένης ρευστότητας.
3. Το εσωτερικό κεφάλαιο είναι επαρκές για σημαντικούς κινδύνους της αγοράς που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.
4. Τα ιδρύματα που, κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, σύμφωνα με το τρίτο Μέρος Τίτλος IV Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, έχουν συμψηφίσει τις θέσεις που έχουν σε μία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν έναν δείκτη μετοχών με αντίθετη θέση ή θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών ή σε άλλο προϊόν συνδεδεμένο με δείκτη μετοχών, έχουν επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο βάσης για τη ζημία που προκύπτει από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή του άλλου προϊόντος τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν. Τα ιδρύματα έχουν επίσης επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο όταν κατέχουν αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επί δείκτη μετοχών των οποίων η ληκτότητα, η σύνθεση ή και τα δύο δεν είναι πανομοιότυπα.
5. Τα ιδρύματα, σε περίπτωση που κάνουν χρήση του άρθρου 345 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διατηρούν επαρκές εσωτερικό κεφάλαιο για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται μεταξύ του χρόνου της αρχικής δέσμευσης και της επόμενης εργάσιμης ημέρας.