1. Τηρουμένων των διατάξεων του Καταστατικού της και των κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεών της, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει με απόφασή της τις διοικητικές κυρώσεις και μέτρα της παραγράφου 2 στις εξής περιπτώσεις:
α) αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό χωρίς ο αποδέκτης να είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 9 του παρόντος νόμου,
β) έναρξη ή άσκηση δραστηριότητας χωρίς την απαιτούμενη κατά περίπτωση άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ) απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του αποκτώντος ή αυξάνοντος τη συμμετοχή, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αυτός επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά το χρονικό διάστημα αξιολόγησης, ή παρά την αντίθετη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά παράβαση της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου,
δ) παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα ή μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των κατεχόμενων μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο άρθρο 26 του παρόντος νόμου ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς έγγραφη γνωστοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος.
ε) μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στις περιπτώσεις β) και γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου.
2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μεταξύ άλλων, τα εξής:
α) δημόσια ανακοίνωση στην οποία περιγράφονται το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, το ίδρυμα, η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών καθώς και η φύση της παράβασης,
β) εντολή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,
γ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα ύψους έως το 10% του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, συμπεριλαμβανομένου του ακαθάριστου εισοδήματος που συνίσταται σε τόκους εισπρακτέους και εξομοιούμενα έσοδα, έσοδα από μετοχές και άλλους τίτλους μεταβλητής ή σταθερής απόδοσης και προμήθειες ή αμοιβές εισπρακτέες σύμφωνα με το άρθρο 316 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση,
δ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ,
ε) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο,
στ) αναστολή του δικαιώματος ψήφου των μετόχων που ευθύνονται για τις παραβάσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
Σε περίπτωση που η προβλεπόμενη στην περίπτωση γ) της παρούσας παραγράφου επιχείρηση είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, το σχετικό ακαθάριστο εισόδημα είναι το ακαθάριστο εισόδημα που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση.
3. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 27 στις υποδείξεις της Τράπεζας της Ελλάδος για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί, διαζευκτικά ή σωρευτικά:
α) να επιβάλλει με απόφασή της την απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, από το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στο πιστωτικό ίδρυμα,
β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου, που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά ή τα νομικά πρόσωπα που αυτά ελέγχουν,
γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή του πιστωτικού ιδρύματος με τα πρόσωπα αυτά ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από αυτά.
Σε περίπτωση παράβασης της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος περί αναστολής των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με την περίπτωση β) της παρούσας παραγράφου, η άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων ψήφου δεν έχει αποτελέσματα και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στους παραβάτες σωρευτικά ή διαζευκτικά:
i) πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ύψους μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών τους που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα και
ii) την κύρωση της περίπτωσης α) της παρούσας παραγράφου, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.
Σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης της περίπτωσης γ) της παρούσας παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος, πέραν των κυρώσεων που μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της στο πιστωτικό ίδρυμα, κατά την ισχύουσα νομοθεσία, μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της και στα κατά παράβαση των αποφάσεων της, συναλλασσόμενα με το πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα, πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ύψους μέχρι της αξίας της συναλλαγής ή εφόσον αυτή δεν είναι ευχερώς υπολογίσιμη, ποσού μέχρι 300.000 ευρώ.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει την κύρωση της περίπτωσης α) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 10 και στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου, εφόσον δεν διαθέτουν πλέον την απαραίτητη αξιοπιστία και δεν διασφαλίζουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος.