1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών όπου εδρεύουν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 50 του παρόντος νόμου οι οποίες υπόκεινται στην εποπτεία τους και διατηρούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα με έδρα στην Ελλάδα διατηρούν υποκαταστήματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει με τις εν λόγω αρμόδιες αρχές όλες τις πληροφορίες αναφορικά με τη διοίκηση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των επιχειρήσεων οι οποίες δύνανται να διευκολύνουν την ασκούμενη εποπτεία, την εξέταση ως προς την εκπλήρωση των όρων υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας αυτών, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την εποπτεία τους ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τη συγκέντρωση κινδύνων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν αυτές, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και το σύστημα εσωτερικού ελέγχου.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιεί αμελλητί στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή διαπίστωση που αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με το έκτο Mέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τα άρθρα 104 έως 120 του παρόντος νόμου, των δραστηριοτήτων που ασκούνται από το ίδρυμα μέσω των υποκαταστημάτων του, στον βαθμό που οι πληροφορίες και οι διαπιστώσεις αυτές είναι σχετικές με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών υποδοχής σε περίπτωση που εκδηλώνεται ή πιθανολογείται ευλόγως να προκύψει σοβαρή πίεση ρευστότητας. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά το σχέδιο ανάκαμψης και την εφαρμογή του καθώς και σχετικά με τα προληπτικά εποπτικά μέτρα που ενδεχομένως λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης κοινοποιεί και εξηγεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον ζητηθεί, την προσέγγιση βάσει της οποίας ελήφθησαν υπόψη οι κοινοποιηθείσες πληροφορίες και διαπιστώσεις. Αν η Τράπεζα Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης διαφωνεί με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους υποδοχής, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δικαιούται να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης τις πληροφορίες των ανωτέρω παραγράφων. Αν μετά την διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών και των διαπιστώσεων συνεχίζει να θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, δύναται, αφού πρώτα ενημερώσει αυτές και την ΕΑΤ, να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις, να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των λοιπών συναλλασσομένων, και να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ περιπτώσεις στις οποίες αίτημα αυτής για συνεργασία και ιδίως αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.