1. Προτού ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 45 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, ενόσω εκκρεμεί η λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή μέτρων εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 3 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για προστασία από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που πιθανώς θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος μέλος υποδοχής.
2. Τα προληπτικά μέτρα της παραγράφου 1 είναι αναλογικά προς το σκοπό προστασίας από ενδεχόμενη χρηματοοικονομική αστάθεια που πιθανώς θα απειλούσε σοβαρά τα συλλογικά συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος μέλος υποδοχής. Σε αυτά τα προληπτικά μέτρα μπορεί να περιλαμβάνεται η αναστολή πληρωμών. Τα εν λόγω μέτρα δεν πρέπει να οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα έναντι των πιστωτών του σε άλλα κράτη μέλη.
3. Τα ληφθέντα δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου προληπτικά μέτρα παύουν να ισχύουν μόλις οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λάβουν μέτρα εξυγίανσης δυνάμει του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος αίρει τα προληπτικά μέτρα μόλις κρίνει ότι έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου βάσει του άρθρου 45, εκτός εάν παύσουν να ισχύουν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.
5. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών ενημερώνονται αμελλητί για τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
6. Αν η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης έχει αντιρρήσεις ως προς τα μέτρα που ελήφθησαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Αν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οιαδήποτε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού.