1. Η Τράπεζα της Ελλάδος εφόσον διαπιστώσει με βάση πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δυνάμει του άρθρου 51 του παρόντος νόμου ότι για πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος μέλος που διαθέτει υποκατάστημα στην Ελλάδα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός της, συντρέχει μία εκ των ακόλουθων περιστάσεων σε σχέση με τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης:
α) το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
β) υπάρχει σοβαρός κίνδυνος το πιστωτικό ίδρυμα να μην συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
2. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης λαμβάνουν αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ενεχόμενο πιστωτικό ίδρυμα θα λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση της μη συμμόρφωσής του ή την αποτροπή του κινδύνου μη συμμόρφωσης. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης γνωστοποιούν τα εν λόγω μέτρα χωρίς καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως στις περιπτώσεις που η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί υπό την ιδιότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης πιστωτικού ιδρύματος με υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος ή πιστωτικού ιδρύματος που παρέχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος.
4. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δεν εκπληρώνουν ή δεν θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Εάν ενεργήσει η ΕΑΤ σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, λαμβάνει οιαδήποτε απόφαση δυνάμει την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Η ΕΑΤ μπορεί επίσης να συνδράμει τις αρμόδιες αρχές στην επίτευξη συμφωνίας με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού.