1. Τα πιστωτικά ιδρύματα εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση αποκτήσεων ή εκχωρήσεων συμμετοχών στο κεφάλαιό τους, οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 και στο άρθρο 26 του παρόντος νόμου, ενημερώνουν σχετικά την Τράπεζα της Ελλάδος.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών αφότου λάβουν γνώση, γνωστοποιούν, επίσης, στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιαδήποτε αλλαγή στην ταυτότητα ή στα στοιχεία των προσώπων της περίπτωσης α) της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου και λήφθηκαν υπόψη κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή τη διαδικασία έγκρισης μετέπειτα αλλαγών των στοιχείων αυτών.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ετησίως, μέχρι την 15η Ιουλίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν συμμετοχή άνω του 1%, καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.
4. Σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 23 του παρόντος νόμου είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή η κατάσταση, όπως προσωρινά μέτρα, κυρώσεις, τηρουμένων των άρθρων 57 έως 64 του παρόντος νόμου, κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των διευθυντικών στελεχών ή επιβάλλει την παύση των αποτελεσμάτων εκ της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.
5. Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 23 και υπό την επιφύλαξη των άρθρων 57 έως 64 του παρόντος νόμου.
6. Σε περίπτωση που αποκτηθεί συμμετοχή παρά την αντίθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ανεξάρτητα από τυχόν άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την εν λόγω συμμετοχή.
7. Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος περί της αλλαγής της ταυτότητας των φυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, κατόχους συμμετοχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου ή εφόσον δεν υπάρξει συμμόρφωση προς την τυχόν απαίτηση της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή των προβλεπομένων στις περιπτώσεις β) και γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου, παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος και η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει με απόφασή της τις κυρώσεις που προβλέπονται στην περίπτωση ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του παρόντος νόμου.
8. Για τους σκοπούς της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητά από τα πιστωτικά ιδρύματα τη γνωστοποίηση των στοιχείων της ταυτότητας και το ύψος του ποσοστού συμμετοχής των μεγαλύτερων μετόχων τους που αθροιστικά συγκεντρώνουν στην κατοχή τους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου του πιστωτικού ιδρύματος.
9. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ρυθμίζει ειδικά θέματα και λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.