Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα:
α) παραιτείται ρητώς από αυτήν, έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών ή δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών από τη λήψη της αδείας λειτουργίας του,
β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) δεν πληροί το σύνολο των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο τρίτο, τέταρτο ή έκτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή επιβάλλονται δυνάμει της περίπτωσης α) της παραγράφου 1 του άρθρου 96 ή του άρθρου 98 του παρόντος νόμου ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,
ε) υπάγεται σε μια από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία,
στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 59 του παρόντος νόμου,
ζ) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του,
η) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
θ) παραβαίνει διατάξεις νόμων σχετικών με την εποπτεία ή την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, σε βαθμό που είναι δυνατόν να τίθενται σε διακινδύνευση η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή εν γένει η επίτευξη των στόχων της ασκούμενης από την Τράπεζα της Ελλάδος εποπτείας, ή
ι) δημιουργούνται καταστάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου ή η διάρθρωση του ομίλου του πιστωτικού ιδρύματος έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων.