1. Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 13, 14 και 15 του παρόντος νόμου η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, εάν:
α) κρίνει ότι τα πρόσωπα, που αναφέρονται στα άρθρα αυτά, δεν είναι αξιόπιστα ή εν γένει κατάλληλα να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος,
β) κρίνει ειδικότερα ότι τα υπεύθυνα πρόσωπα για τον καθορισμό του προσανατολισμού της δραστηριότητας, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το Διοικητικό Συμβούλιο, ως σύνολο, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους κατάρτιση και εμπειρία, όπως η εμπειρία αυτή προκύπτει από προϋπηρεσία τους σε θέσεις ανάλογης ευθύνης, κατά προτίμηση σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα,
γ) διατηρεί αμφιβολίες για τη νομιμότητα προέλευσης, την αληθή κυριότητα ή για την επάρκεια των οικονομικών πόρων των μετόχων του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, και, σε περίπτωση νομικών προσώπων, των φυσικών προσώπων που τα ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα,
δ) κρίνει ότι η διάρθρωση του ομίλου των επιχειρήσεων που συνδέονται με το πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, δεν είναι ικανοποιητικά διαφανής, ώστε να διασφαλίζει την απρόσκοπτη άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων,
ε) δεν πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αδειοδότησης σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
2. Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφασή της και τους λόγους απόρριψης του αιτήματός του εντός εξαμήνου από την παραλαβή της αίτησης ή, εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από τη λήψη όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης χορήγησης άδειας εντός δώδεκα (12) μηνών από την παραλαβή της αίτησης.