Εδαφική έκταση που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως ή εκτός οικισμού που προϋφίσταται του έτους 1923 ή εκτός οικισµού κάτω των δύο χιλιάδων (2.000) κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού τουλάχιστον πενήντα (50) στρεμμάτων για έκταση εκτός της Περιφέρειας Αττικής και τουλάχιστον είκοσι (20) στρεμμάτων για έκταση εντός της Περιφέρειας Αττικής, αναγνωρίζεται διοικητικά από το Ελληνικό Δημόσιο, ως ιδιωτική, εφόσον :
α) Ο αιτούμενος ή οι αιτούμενοι την αναγνώριση διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας που έχουν μεταγραφεί νόμιμα και ανάγονται ως προς τη σύνταξη και τη μεταγραφή τους πριν την έναρξη ισχύος του από 22-4-1926 Ν.Δ. (Α΄ 155).
β) Έχει ασκηθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, αναγνωριστική ή καταψηφιστική αγωγή, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, από τον δικαιοδόχο ή τους δικαιοδόχους του φερόµενου ή των φερόμενων στους παραπάνω αρχικούς τίτλους ως ιδιοκτήτη ή ιδιοκτητών της εδαφικής έκτασης και δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση επ’αυτής.
γ) Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εδαφικής έκτασης δεν έχει επιλυθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο έναντι του Ελληνικού Δημοσίου.
Καλό θα ήταν το άρθρο 1 του σχεδίου του παρόντος νόμου να διευκρινίσει εάν θα πρέπει να συντρέχουν συσσωρευτικά οι προϋποθέσεις των εδαφίων α,β,γ, ή μπορεί να συντρέχουν οι προϋποθέσεις α και β ή α και γ.
Πολλοί, έχοντες δικαστική διαφορά με το Ελληνικό Δημόσιο, και μάλιστα στις λεγόμενες Νέες Χώρες, έχουν τίτλους ιδιοκτησίας, οι οποίοι ανάγονται πριν την απελευθέρωση. Οι τίτλοι αυτοί επί τουρκοκρατίας ήταν εγγεγραμμένοι στο Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο (Δεφτέρ-Χακανί), το οποίο αντιστοιχεί προς τα σημερινά επίσημα Γραφεία μεταγραφών και υποθηκών και αναγνωρίστηκαν από το Ελλ. Δημόσιο με τις ρυθμίσεις του Ν. 147/5-1/30-1-1914 . Με τον νόμο αυτόν εφαρμόσθηκε και στις ς Νέες Χώρες το δικαιικό πλαίσιο της ρητής αναγνώρισης της οθωμανικής γαιοκτητικής νομοθεσίας. Ο ίδιος νόμος, αν και εισάγει στις Νέες Χώρες γενικα σην ελληνική αστική νομοθεσία, διατηρεί όμως τις περί οθωμανικών γαιών ρυθμίσεις του οθωμανικού δικαίου .
Μετά την απελευθέρωση και επειδή πλέον δεν υπήρχε στην Ελλάδα Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο, αφού το κεντρικό Κτηματολόγιο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, το Ελληνικό . Κράτος με τον νόμο 148/1914 δημιούργησε τα Μεταφραστικά Γραφεία στις έδρες των κατά τόπους Πρωτοδικείων, τα οποία αντικατέστησαν το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο και στους κώδικες των κτηματολογικών αρχείων τους καταχωρούνταν μεταφρασμένοι οι οθωμανικοί τίτλοι ιδιοκτησίας των ιδιωτών.
Τα κατά τόπους Μεταφραστικά Γραφεία είχαν αρμοδιότητες ανάλογες με αυτές του Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου για την έκδοση πιστοποιητικών προσδιορισμού του καθεστώτος (κατηγορίας γαιών) των ακινήτων .
Από την περίοδο της συστάσεως των Μεταφραστικών Γραφείων και μέχρι τον πόλεμο του 1940 περίπου, σημαντικός αριθμός δικαιούχων μετέγραψαν στους Κώδικες των Κτηματολογικών Αρχείων των Μεταφραστικών Γραφείων των κατά τόπους Πρωτοδικείων, τους (οθωμανικούς) τίτλους ιδιοκτησίας τους, συχνά με πρόσκληση των ίδιων των Γραφείων, για τη σύσταση του δικαιώματος εξουσιάσεως τους(τεσαρουφ) επί των ακινήτων. Οι εγγραφές αυτές ισοδυναμούν πλήρως με τις εγγραφές στα κατά τόπους Βιβλία Μεταγραφών ή Υποθηκοφυλακεία.
Η προϋπόθεση όχι μόνο της συντάξεως, αλλά και της μεταγραφής των τίτλων, προ της ισχύος του από 22-4-1926 Ν.Δ. (Α΄ 155), αποτελεί υπερβολική δέσμευση, όταν αφενός μεν κατά νόμον ο μεταγραφόμενος τίτλος (εάν δεν έχει προηγηθεί αλλος τίτλος στην μεταγραφή γιά το ίδιο ακίνητο) ισχύει από της συντάξεώς του, αφετέρου δε, εν όψει της γενικότερης κατάστασης που επικρατούσε στην αρχή του 20ού αιώνα στην Ελλάδα (κυρίως στις Νέες Χώρες), δεν ήταν δυνατόν οι δικαιούχοι να προσέτρεχαν στα Υποθηκοφυλακεία για την μεταγραφή των τίτλων τους, οι οποίοι όμως αναγνωρίζονται κανονικά από τα δικαστήρια στις δίκες με το Ελλ. Δημόσιο. Κατά συνέπεια η παραπάνω δέσμευση ως προς την μεταγραφή θα περιόριζε σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του Νόμου, με αποτέλεσμα την ουσιαστική ακύρωση του σκοπού της υπάρξεώς του.
Κατόπιν των παραπάνω προτείνεται όπως το εδάφιο α τροποποιηθεί ως εξής :
α) Ο αιτούμενος ή οι αιτούμενοι την αναγνώριση διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας που έχουν μεταγραφεί νόμιμα στα εκάστοτε ισχύοντα Κτηματολόγια στην Ελλάδα, στα Υποθηκοφυλακεία ή και στους κώδικες των συσταθέντων με βάση τον Ν.148/1914 (ΦΕΚ 25Α/1.2.1914) κτηματολογικών αρχείων των Μεταφραστικών Γραφείων των κατά τόπους Πρωτοδικείων και ανάγονται ως προς τη σύνταξή τους πριν την έναρξη ισχύος του από 22-4-1926 Ν.Δ. (Α΄ 155), ως προς δε την μεταγραφή τους πριν το 1940.
Νίκος Ζαχαριάς
Αγρονόμος τοπογράφος Μηχανικός ΕΜΠ
Ειδικός πραγματογνώμων Μηχανικός
Σύμφωνα και με όσα αναφέρουν και άλλοι «παθόντες» από την Ρόδο όπου συνέβησαν όλα αυτά τα απίστευτα.. σε εμάς τους καλόπιστους αγοραστές με βάσει τα δεδομένα των κτηματικών εγγραφών αναφέρω και εγώ τα εξής:
• Το 1996 αφού ελέγξαμε μέσω των δικηγόρων μας τις εγγραφές στα Κτηματολογικά βιβλία και διαπιστώσαμε ότι τα ακίνητα ήσαν εγγεγραμμένα στα ονόματα των πωλητών μετά από απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή, όπως γίνεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, στην συνέχεια προβήκαμε σταδιακά στην αγορά διαφόρων γειτονικών ακινήτων εκτός σχεδίου με σκοπό την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας 5 αστέρων, εξασφαλίζοντας προς τούτο όλες τις εγκρίσεις, καθορισμού αιγιαλού, δασαρχείου, ΥΠΕΚΑ, περιβαλλοντικές μελέτες, ΕΟΤ, και τέλος νόμιμη οικοδομική άδεια με βάση την οποία ανεγείραμε την μονάδα μας 600κλινών. Η μονάδα λειτουργεί από το 2009 και το 2012 το Ελληνικό Δημόσιο ανακάλυψε ότι μέρος των ακινήτων αυτών, ευτυχώς όχι των παραλιακών, κακώς μεταγράφηκε στους πωλητές μας για διάφορους λόγους που επικαλείται. Σύμφωνα με το άρθρο 41 του ισχύοντος Κτηματικού Κανονισμού «αι δικαστικαί αγωγαί δεν δύνανται να βλάψωσι τους τρίτους, οίτινες απέκτησαν την κυριότητα του ακινήτου ή δικαιώματα επί τούτου, εξ επαχθούς αιτίας και καλή τη πίστει, επί τη βάσει των δεδομένων της κτηματικής εγγραφής, ήτις προϋπήρχε της εγέρσεως και καταχωρήσεως της αγωγής». Το άρθρο 41 του Κτηματικού Κανονισμού υλοποιεί την αρχή της δημόσιας πίστης των κτηματικών βιβλίων και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του θεσμού. Με την παραπάνω αρχή εννοώ τον νομικό κανόνα της προστασίας της καλόπιστης κτήσης εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου καταχωρισμένου στα κτηματικά βιβλία που στηρίχθηκε στην υπάρχουσα αδικαιολόγητη κατά το ουσιαστικό δίκαιο κτηματική καταχώρηση. Υπέρ και κατά παντός, οι κτηματικές καταχωρήσεις αποτελούν την βάση μαχητού νόμιμου τεκμηρίου του εμπραγμάτου δικαιώματος, ειδικά όμως υπέρ του καλόπιστου τρίτου ο οποίος στήριξε τη κτήση εμπραγμάτου δικαιώματος επ αυτών, θεωρούνται κατά πλάσμα δικαίου ως αληθείς. Λογίζονται δηλ. ότι συντρέχουν υπέρ αυτού οι θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις της κτήσης όπως προκύπτουν από το κτηματικό βιβλίο. Δημόσιας πίστης απολαμβάνουν τόσον οι αρχικές θεμελιώδεις όσο και οι επακόλουθες αυτών καταχωρήσεις μεταβολών του εμπραγμάτου δικαιώματος (Ολ. Α.Π. 569/1975 ΝοΒ 23 σελίς 1081). Η ανωτέρω απόφαση του Α.Π. υιοθετώντας τις απόψεις επί του θέματος, του Καθηγητή Ι. Σόντη στο άρθρο του «Η προστασία του τρίτου κατά το ισχύον εν Δωδεκανήσω σύστημα του Κτηματικού βιβλίου» (εν ΝοΒ 18 σελίς 262), αποφάνθηκε ότι τόσο οι αρχικές ή θεμελιώδεις καταχωρήσεις όσο και οι μεταγενέστερες αυτών εγγραφές ή σημειώσεις παρέχουν δημόσια πίστη, ώστε βάσει αυτών να συναλλάσσεται με ασφάλεια ο τρίτος οσάκις είναι καλόπιστος σε περίπτωση κτήσης εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου με επαχθή τίτλο. Από τότε έχουν εκδοθεί δεκάδες αντίστοιχες αποφάσεις δικαστηρίων στο ίδιο πνεύμα μερικές εκ των οποίων είναι: 112/1988 Εφετ. Δωδ/σου, 561/1984 Πολυμ. Πρωτ. Ρόδου, 2/1987 Πολ. Πρωτ. Ρόδου, 113/1988 Εφετ. Δωδ/σου, 1004/1982 τμήμα Γ, Νομολ. Αρείου Πάγου, 103/2000 Εφετ. Δωδ/σου, 249/1982 Εφετ. Δωδ/σου, 1004/1982 Τμ. Γ΄ Αρείου Πάγου, 1007/1982 Τμ. Γ΄ Αρείου Πάγου, 56/2004 Εφ. Δωδ/σου, 55/2004 Εφ. Δωδ/σου.
• Πρέπει λοιπόν να υπάρξει χωριστή διάταξη η οποία δεν υπάγεται στους περιορισμούς επιφάνειας που έχουν τα δύο νομοσχέδια (κάτω των είκοσι στρεμμάτων το ένα, είτε άνω των 50 στεμμάτων το άλλο) και η οποία περίπου πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής:
Εισηγητικό:
Η παρακάτω τροπολογία αναφέρεται στα ακίνητα εκείνα για τα οποία οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες τους, τα απέκτησαν καλή τη πίστει όπως προκύπτει από τα δεδομένα των προ της μεταβίβασης σε αυτούς επίσημων κτηματικών εγγραφών, και οι οποίοι στην συνέχεια ανέγειραν επ αυτών κτίσματα με νόμιμη οικοδομική άδεια αξιοποιώντας τον συντελεστή δόμησης των ακινήτων αυτών, των διεκδικούμενων εκ των υστέρων από το Δημόσιο (δηλαδή μετά την καλή τη πίστη μεταβίβαση σε αυτούς των ακινήτων), είτε δεσμεύοντας τις εκτάσεις αυτές για εγκατάσταση Α.Π.Ε. είτε άλλες επαγγελματικές χρήσεις.
Προτεινόμενη διάταξη:
«Οποιοσδήποτε κατέχει προ δεκαετίας από την δημοσίευση του παρόντος, εξ επαχθούς αιτίας και καλή τη πίστει βάσει των δεδομένων των κτηματικών εγγραφών, Δημόσιο ακίνητο που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου είτε ακίνητο διεκδικούμενο από το Δημόσιο, καταγεγραμμένο ή μη, με κτίσματα επ αυτού για τα οποία έχει εκδοθεί νόμιμη οικοδομική άδεια στην οποία χρησιμοποιήθηκε το σύνολο του συντελεστή δόμησης των κατεχομένων ακινήτων, είτε δεσμεύοντας τις εκτάσεις αυτές για εγκατάσταση Α.Π.Ε. είτε άλλες επαγγελματικές χρήσεις, και χρησιμοποιούμενο για γεωργικούς, επαγγελματικούς, βιομηχανικούς, βιοτεχνικούς, τουριστικούς ή άλλους σκοπούς, δικαιούται να ζητήσει από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών την απ΄ ευθείας εξαγορά αυτών, τηρουμένων κατά τα λοιπά των προβλεπομένων στα λοιπά άρθρα του παρόντος. Η προς εξαγορά επιφάνεια στις περιπτώσεις αυτές για τις εκτός σχεδίου περιοχές δεν υπόκειται στους περιορισμούς μεγέθους του παρόντος»
Με τα νομοσχέδια που έχουν κατατεθεί από την Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας λύνονται κατά την γνώμη μου με ικανοποιητικό τρόπο, χρόνια ζητήματα είτε καταλήψεων είτε διεκδικήσεων ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς να απεμπολούνται τα συμφέροντα του Δημοσίου. Πράγματι η βάση των προτεινόμενων τακτοποιήσεων είναι οι ισχύουσες σήμερα αντικειμενικές τιμές, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις είναι πλέον ανώτερες των εμπορικών (της αγοράς).
Ενώ όμως αυτά τα θετικά προβλέπονται στα υπό ψήφιση νομοσχέδια, δεν γίνεται καμιά πρόβλεψη για τις εκατοντάδες περιπτώσεις που προέκυψαν στην Δωδεκάνησο όπου υφίσταται το Κτηματολόγιο και ο Κτηματολογικός Κανονισμός από την εποχή της Ιταλοκρατίας και έγινε νόμος του Ελληνικού κράτους ( Ν. 510/1947). Και ενώ το νομοσχέδιο του αιγιαλού λαμβάνει υπόψη το Κτηματολόγιο της Δωδεκανήσου, καμιά πρόβλεψη δεν γίνεται για τα ακίνητα τα οποία μεταγράφηκαν σε ονόματα τρίτων λόγω εξαγοράς από το Δημόσιο στα επίσημα κτηματολογικά βιβλία προ δεκαετίας και πλέον, και εκ των υστέρων αγοράσθηκαν από τρίτους και τέταρτους ιδιοκτήτες, ανεγέρθηκαν σπίτια, είτε επιχειρήσεις ή ακόμα και ξενοδοχεία με όλες τις νόμιμες διαδικασίες και άδειες από όλες τις υπηρεσίες και μετά από τις μεταβιβάσεις, ανεγέρσεις και δανειοδοτήσεις ήλθε πρόσφατα (προ 2-3 ετών περίπου) το Δημόσιο και διεκδικεί δικαστικά με αγωγές τα ακίνητα αυτά, διότι οι Υπηρεσίες του έκαναν «λάθος» , και μετέγραψαν στους πρώτους εξαγοράσαντες μεγαλύτερες εκτάσεις από αυτές που είχαν εγκρίνει αρχικά. Αυτό όμως έγινε με ευθύνη και υπαιτιότητα του κράτους δεν έγινε από εμάς. Είναι εντελώς άδικο το Δημόσιο για δικές του παραλήψεις ή λάθη να επιρρίπτει τις ευθύνες στους καλόπιστους πολίτες. Αυτό βέβαια ευτυχώς προβλέπεται από τους νόμους του Κτηματολογίου, αλλά γιατί να περιέλθουμε εμείς σε αυτή την περιπέτεια, να εγγράφονται αγωγές στην μερίδα μας από το Δημόσιο, να μην μπορούμε να μεταβιβάσουμε στα παιδιά μας, οι τράπεζες να ζητάνε νέες υποθήκες και οι δικαστικές υποθέσεις αυτές να τραβήξουν χρόνια ακόμα και αν «χάσει» πρωτόδικα το Δημόσιο σύμφωνα με την νομολογία που υπάρχει. Εμείς όπως σωστά αναφέρουν και άλλοι στην διαβούλευση δεν είμαστε καταπατητές. Είμαστε καλόπιστοι νοικοκυραίοι.
Προτείνω να γίνει ειδική πρόβλεψη στο νομοσχέδιο (όπως γίνεται στο νόμο για τον αιγιαλό) για τις περιπτώσεις αυτές να λήγουν οι διεκδικητικές υποθέσεις αυτές από το Δημόσιο: «εάν τα ακίνητα που διεκδικούνται από το Δημόσιο κατέχονται απρόσκοπτα επί δεκαετία και πλέον -μετά από την μεταγραφή τους στο Κτηματολόγιο-, να είναι δυνατή η εξαγορά με το 50% της αντικειμενικής αξίας, χωρίς την αξία των κτισμάτων που ανεγέρθησαν από τους φερόμενους στο κτηματολόγιο ως ιδιοκτήτες».
Κατά την γνώμη μου πρέπει να αφορά κάθε ακίνητο ,κατά πλήρες ή κατ΄ επικαρπία , κατά ψιλή κυριότητα και κατά ποσοστό επί της 100 , που κατέχεται συνεχώς και αδιάληπτα, είτε δυνάμει τίτλων , ειτε χωρίς , είτε διακεκομμένα, ανεξάρτητα από εμβαδόν.
το εμβαδόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την διανομή , δηλαδή για εκτάσεις πάνω από 8 στρέμματα , μπορεί να δέχεται το δημόσιο την έκταση , ώστε να μπορεί να αξιοποιηθεί με την πώλησή του.
Οι περιπτώσεις με το εμβαδόν που προτείνεται είναι ελάχιστες , ενώ ο μεγάλος όγκος είναι οι μικρότερες εκτάσεις.
Λειτουργούμε μικρή εμπορική επιχείρηση η οποία, όπως πολλές άλλες, έχει ήδη υποστεί τις δυσμενείς συνέπειες της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Πριν μερικά χρόνια αγοράσαμε με συμβόλαιο αγοραπωλησίας οικόπεδο καταβάλλοντας ένα καθόλου ευκαταφρόνητο τίμημα και πληρώνοντας τους αναλογούντες φόρους. Πριν την αγορά φροντίσαμε, μέσω του δικηγόρου μας, να γίνει ενδελεχής κτηματολογικός έλεγχος και διαπιστώθηκε από τις εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία ότι δεν υπήρχε κανένα απολύτως πρόβλημα. Έτσι βασιζόμενοι στην ακρίβεια των εγγραφών οι οποίες υποτίθεται είχαν ελεγχθεί ως προς τον τύπο και την ουσία τους από τον προϊστάμενο του κτηματολογίου, δηλ τον κτηματολογικό δικαστή και στο ότι τα κτηματολογικά βιβλία παράγουν δημόσια πίστη, προβήκαμε καλόπιστα στην εν λόγω αγορά βασίζοντας σε αυτήν τον σχεδιασμό της περαιτέρω ανάπτυξης της επιχείρησής μας . Αρκετά χρόνια μετά την αγορά διαπιστώθηκε από το Δημόσιο ότι η πράξη απόδοσης του Νομάρχη Δωδεκανήσου με την οποία είχε αποδοθεί το ακίνητο στους πρώτους ιδιώτες ιδιοκτήτες καίτοι η εγγραφή της διατάχθηκε μετά από έλεγχο του κτηματολογικού δικαστή, ήταν πλαστή. Έκτοτε διαβαίνουμε έναν Γολγοθά αφού ενώ έχουμε κάνει oλες τις ενέργειες και τα έξοδα για την κατασκευή κτιριακών εγκαταστάσεων και ενώ συνεχίζουμε από τότε να πληρώνουμε τραπεζικούς τόκους για την αγορά αυτού του οικοπέδου δεν μπορούμε να το αξιοποιησουμε,έτσι έρχεται το Δημόσιο, παρόλο που η όποια απάτη εδράζει στην ολιγωρία ή στην αμέλεια του και παρόλο που η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου εμπλέκει υπαλλήλους/λειτουργούς του, και διεκδικεί με αγωγές την κυριότητα του οικοπέδου για την αγορά και την εκμετάλλευση του οποίου δαπανήσαμε καλόπιστα τις οικονομίες μια ζωής και βασίσαμε το μέλλον των παιδιών μας και της επιχείρησης μας.
Περιπτώσεις σαν την δική μας υπάρχουν δυστυχώς πολλές στη Ρόδο και απειλούν με οικονομική καταστροφή μεγάλο αριθμό οικογενειών και επιχειρήσεων.
Προτείνουμε να προβλεφθεί ειδική μέριμνα για αυτές τις περιπτώσεις της Ρόδου και να δοθεί η δυνατότητα έστω και αν χρειαστεί να ξαναπληρώσουμε ένα νέο, αλλά συμβολικό αυτή τη φορά τίμημα που σε καμία περίπτωση δεν θα υπερβαίνει το 20% της αντικειμενικής αξίας, να τερματιστεί οριστικά αυτή η περιπέτεια στην οποία με ευθύνη του Δημοσίου έχουμε εμπλακεί.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ
ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ ΤΟΥ ΓΑΛΗΣΣΑ ΣΥΡΟΥ, στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο.
Έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο για την δυνατότητα μεταβίβασης εκτάσεων του δημοσίου σε κατέχοντες ακίνητα αυτού.
Στην παραλιακή ζώνη του Γαλησσά Σύρου, υπάρχουν ιδιοκτησίες ιδιωτών, οι οποίες κατέχονται με νόμιμους τίτλους, που ανάγονται μέχρι του 1880 τουλάχιστον. Με την υπ’αριθμόν 1984/17.12.1993 απόφαση Νομάρχη Κυκλάδων (ΦΕΚ 788Δ’/3.8.1994), χαράχθηκε η γραμμή του αιγιαλού και της παραλίας στον Γαλησσά και συμπεριλήφθηκε ένα ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ ΤΜΗΜΑ ΕΚΤΑΣΕΩΣ 27 ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ ΣΤΡΕΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΖΩΝΗ ΠΑΛΑΙΟΥ ΑΙΓΙΑΛΟΥ, η οποία σημειωτέον έχει πολύ μεγάλο και ασυνήθιστο πλάτος και ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΣΑΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΤΗΜΑ ΑΝΗΚΟΝ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ.
ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ ότι η άνω χαραχθείσα ζώνη του παλαιού αιγιαλού καταλαμβάνει πολλές ιδιοκτησίες, που όπως προαναφέρθηκε, οι κάτοχοι τους διαθέτουν παλαιότατους τίτλους και εκτός αυτού τις κατέχουν συνεχώς και αδιαλείπτως ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, χωρίς ποτέ να έχουν αποξενωθεί από αυτές, από τότε που τις απέκτησαν.
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ, πάνω στις ιδιοκτησίες αυτές υπάρχουν και λειτουργούν επιχειρήσεις, για την δημιουργία των οποίων έχουν εκδοθεί οικοδομικές άδειες, έχουν πληρωθεί φόροι, έχουν εκδοθεί άδειες λειτουργίας, οι οποίες είναι σε ισχύ μέχρι και σήμερα.
Για την δημιουργία και την ύπαρξη των επιχειρήσεων αυτών έχουν επενδυθεί κόποι και αγώνες ολόκληρων γενεών, δεδομένου ότι οι τωρινοί ιδιοκτήτες έχουν διαδεχθεί τους δικαιοπαρόχους τους, οι οποίοι με τα ίδια προσόντα τις κατέχουν και τις νέμονται συνεχώς για σειρά ετών.
Η λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών έχει ενισχύσει την τόσον την οικονομική ζωή της Σύρου, γιατί σ’αυτές δουλεύουν πολλοί εργαζόμενοι, όσον και της χώρας γενικότερα, γιατί οι ιδιοκτήτες τους φορολογούνται, αποδίδουν ΦΠΑ και γενικά συνεισφέρουν στην ελληνική οικονομία με τον μέγιστο δυνατό τρόπο.
Με την αριθμόν 234/2013 (ΦΕΚ 1020 Β/25.4.2013) απόφαση της Διϋπουργικής Επιτροπής Αναδιαθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, μεταβιβάστηκε από το ελληνικό δημόσιο προς το Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ., η άνω έκταση των 27.992 τμ. στον Γαλησσά, χωρίς να ληφθεί καμία πρόνοια και πρόβλεψη για τις άνω ιδιοκτησίες και τις επιχειρήσεις που λειτουργούν επ’αυτών.
Με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο και τις προϋποθέσεις που ορίζονται σ’αυτό, παρέχεται η δυνατότητα στους ιδιοκτήτες που κατέχουν τίτλους και αποδεδειγμένα κατέχουν τις ιδιοκτησίες τους μέχρι και σήμερα, να προβούν σε αγορά τους από το ελληνικό δημόσιο ή άλλως πώς να ελλείψει η αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος.
Όμως η μεταβίβαση της άνω εκτάσεως των 27 στρεμμάτων στο Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ., ΜΑΣ ΣΤΕΡΕΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ, αφού δεν καλυπτόμαστε από τις διατάξεις του άνω νομοσχεδίου, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΜΙΛΕΊ ΓΙΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΉΚΟΥΝ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΔΗΜΌΣΙΟ.
ΣΗΜΕΙΩΝΟΜΕ ΑΚΟΜΗ, ότι εμείς ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΤΑΠΑΤΗΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΣ, αλλά ΕΙΜΑΣΤΕ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ, που αγοράσαμε τις ιδιοκτησίες μας ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΧΑΡΑΞΗ ΤΟΥ ΑΙΓΙΑΛΟΥ, επενεδύσαμε πάνω σ’αυτές τους κόπους ολόκληρων ζωών και ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ, ΒΡΕΘΗΚΑΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΝΑ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΕΣ μας δημόσιο κτήμα, το οποίο μάλιστα μεταβιβάστηκε στο Τ.Α.Ι.Π.Ε.Δ., ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΕΣ μας ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΑΣ.
ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ,
Θα πρέπει να ληφθεί ειδική νομοθετική ρύθμιση, ΩΣΤΕ ΟΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΩ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ, να επεκταθούν και στην περίπτωση μας, δηλαδή σε ακίνητα που έχει μεταβιβάσει το ελληνικό δημόσιο, ΧΩΡΙΣ ΟΜΩΣ, ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕ, ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΥΠΟΨΗ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΙΔΙΩΤΩΝ ΠΑΝΩ Σ’ΑΥΤΑ, ώστε να δοθεί η δυνατότητα και σε εμάς να προασπίσομε με κάθε τρόπο τα δικαιώματα μας και να τύχομε των ευεργετημάτων της χρηστής διοίκησης και όχι να αντιμετωπίζομε το σκληρότερο πρόσωπο αυτής, ΔΗΛΑΔΗ ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΩΝ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΩΝ ΜΑΣ, εν αγνοία μας, χωρίς την θέληση μας και παρά τα νόμιμα δικαιώματα μας.
Στη Ρόδο λειτουργεί από το έτος 1927 Κτηματολόγιο, και όχι υποθηκοφυλακείο, στο οποίο εμφαίνονται σαφώς και αδιαμφισβήτητα: το ιδιοκτησιακό καθεστώς κάθε ακινήτου, το σύνολο των μεταβολών καθώς και το σύνολο τυχών διεκδικήσεων, με αδιάκοπη σειρά. Το Κτηματολόγιο Ρόδου διέπεται, ως γνωστόν, από τον Κτηματολογικό κανονισμό ο οποίος ως ειδικό δίκαιο κατισχύει των διατάξεων του Αστικού Κώδικα.
Πριν πολλά χρόνια προβήκαμε στην αγορά οικοπέδου δυνάμει σχετικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του κτηματολογίου Ρόδου, καταβάλλοντας συνολικό τίμημα 200.000.000 δρχ. και πληρώνοντας φυσικά τους αναλογούντες φόρους. Το ακίνητο αυτό περιήλθε αρχικά στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως διαδόχου του Ιταλικού Δημοσίου, σύμφωνα με την από 10-2-1947 συνθήκη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων αφενός και της Ιταλίας αφετέρου. Μισό περίπου αιώνα αργότερα αποδόθηκε στους πωλητές μας δυνάμει σχετικής απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.719/77, η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα αντίστοιχα κτηματολογικά βιβλία και μετέπειτα όπως προαναφέραμε αγοράστηκε από εμάς. Στην συνέχεια ακολουθούν πλήθος εγγραφών: εγγραφές αγοραπωλησίας τμημάτων του, προσημειώσεως υποθήκης, μισθώσεις, κλπ και εκδίδονται σειρά πιστοποιητικών ιδιοκτησίας. Πολλά χρόνια μετά, και ενώ στα ακίνητα έχουν δαπανηθεί μεγάλα κεφάλαια για επενδύσεις, το δημόσιο διαπιστώνει ότι η απόφαση του νομάρχη, της οποία όμως την μεταγραφή στα κτηματολογικά βιβλία είχε διατάξει ο προϊστάμενος τούτου δικαστής, ήταν πλαστή.
Δέον να υπογραμμιστεί ότι, όταν εμείς προβήκαμε στην αγορά του ακινήτου δεν ελέγξαμε απλά μόνο αν ήταν καταχωρημένη στα κτηματολογικά βιβλία η περί απόδοσης απόφαση του Νομάρχη Δωδ/σου, αλλά επιπλέον ελέγξαμε και το απογραφικό βιβλιάριο του ως άνω ακινήτου και διαπιστώσαμε ότι η περί απόδοσης απόφαση ήταν νομότυπη αφού ανταποκρινόταν στο περιεχόμενο του απογραφικού βιβλιαρίου καθώς ως εικαζόμενος τιτλούχος φαινόταν άτομο του οποίου οι πωλητές τύγχαναν νόμιμοι κληρονόμοι. Όταν λοιπόν οι υπάλληλοι του Κτηματολογίου, ο Διευθυντής και ο Προϊστάμενος τούτου, δηλαδή ο Κτηματολογικός Δικαστής, παραπλανήθηκαν και μετέγραψαν στα κτηματικά βιβλία την περί αποδόσεως απόφαση, πως θα μπορούσαμε εμείς ως αγοραστές να διαπιστώσουμε την γνησιότητα ή μη της ήδη μεταγεγραμμένης απόφασης κατά την κατάρτιση του συμβολαίου αγοραπωλησίας; Προδήλως λοιπόν τελούσαμε σε καλή πίστη και αποκτήσαμε το ακίνητο στηριχθέντες στο τεκμήριο ακρίβειας των εγγραφών και στην δημόσια πίστη την οποίαν, κατά τον κτηματολογικό κανονισμό, παρέχουν τα κτηματικά βιβλία στον καλόπιστο τρίτο αγοραστή τον οποίο και προστατεύουν.
Συνεπώς, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο ουδόλως μας προστάτευσε μέσω των εκπροσώπων του (υπάλληλοι, διευθυντής κτηματολογίου και κτηματολογικός δικαστής), δεδομένου ότι ελέγχοντας τον τύπο και την ουσία της απόφασης απόδοσης προέβησαν στην μεταγραφή αυτής, ενώ η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου αθωώνει τους δικαιοπαρόχους μας και εμπλέκει λειτουργούς του δημοσίου στην απάτη, τολμά, με τις μετέπειτα αγωγές του, να διεκδικεί την περιουσία στην οποία επενδύσαμε καλόπιστα τις οικονομίες και τον ιδρώτα μιας ζωής. Από τότε έχουμε εμπλακεί σε ένα ατέρμονο δικαστικό αγώνα, απροσδιόριστης διάρκειας και αβέβαιου αποτελέσματος, συνέπεια του οποίου είναι η ψυχική και οικονομική συντριβή της οικογένειάς και των επιχειρήσεών μας, καθώς, και μόνο η εκκρεμοδικία αποδεικνύεται αρκετή, αφενός να παγώσει κάθε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα δεδομένου ότι δεν μπορούν να γίνουν νέες εγγραφές ή εκδόσεις πιστοποιητικών ιδιοκτησίας, αφετέρου να κάνει τις τράπεζες αρνητικές σε νέες συνεργασίες και αφόρητα πιεστικές είτε για την παροχή πρόσθετων εμπράγματων εξασφαλίσεων είτε για την διακοπή των υφιστάμενων δανειακών σχέσεων. Φανταστείτε λοιπόν τι θα σήμαινε για εμάς η, έστω και ελάχιστα πιθανή, περίπτωση ενός ατυχούς δικαστικού αποτελέσματος.
Επειδή θύματα αυτής της αμέλειας, της ολιγωρίας και της μετέπειτα επιθετικότητας, μέσω των διεκδικητικών αγωγών, του Δημοσίου τυγχάνει μεγάλος αριθμός καθόλα ευυπόληπτων ιδιωτών και επιχειρηματιών στη Ρόδο, επειδή στην ίδια κατηγορία με το δικό μας ακίνητο βρίσκονται πλήθος ακινήτων στο νησί στα οποία έχουν αναπτυχθεί μεγάλες ξενοδοχειακές επενδύσεις, επενδύσεις ΑΠΕ, επενδύσεις στην μεταποίηση, εμπορικές επιχειρήσεις αλλά και κατοικίες απλών νοικοκυραίων, σας προτείνουμε με το παρόν νομοσχέδιο να προβλεφθεί ειδική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης περίπτωσης στη Ρόδο που θα παρέχει την δυνατότητα, έναντι ενός συμβολικού τιμήματος που θα καταβληθεί στα πλαίσια ευνοϊκού για τους παθόντες διακανονισμού, να αγοραστούν και να πληρωθούν για δεύτερη φορά τα ίδια ακίνητα και να λυτρωθούν με αυτό τον τρόπο από το μαρτύριο οι εμπλεκόμενοι/ες πολίτες/επιχειρήσεις οι οποίοι/ες δρώντας νόμιμα, καλόπιστα και ανυποψίαστα βρέθηκαν μπλεγμένοι σε μια απίστευτη περιπέτεια.
Στο Άρθρο 1 αυτού του Σχεδίου νόμου, θα πρέπει να αναγνωρισθούν από το Ελληνικό Δημόσιο ως ιδιωτικές, όχι μόνον εκτάσεις τουλάχιστον 50 στρεμμάτων (για εκτάσεις εντός περιφέρειας Αττικής) ή τουλάχιστον 20 στρεμμάτων (για εκτάσεις εκτός περιφέρειας Αττικής), αλλά και οσηδήποτε έκταση πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού. Άλλως, πρόκειται για καταφανώς Φωτογραφική διάταξη, η οποία είναι προδήλως παράνομη, ως αντισυνταγματική, αλλά και αυθαίρετη.
Είμαι επιχειρηματίας και κύριος ακινήτων κειμένων στη Νήσο Ρόδου Δωδεκανήσου. Το έτος 1999 αγόρασα από τη δικαιοπάροχό μου μια μεγάλη έκταση στη Ρόδο.
Με δεδομένο ότι στη Ρόδο βρίσκεται εν ισχύ ήδη από Ιταλοκρατίας, και ακόμα και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, ο Κτηματολογικός Κανονισμός, η εκάστοτε Κτηματολογική Εγγραφή στα οικεία βιβλία προσφέρει δημόσια πίστη απέναντι σε κάθε τρίτο που συναλλάσσεται καλόπιστα με τον δικαιοπάροχό του.
Με βάση την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου μέσω του Δικηγόρου μου, διαπιστώθηκε ότι ο δικαιοπάροχός μας ήταν κύριος των ακινήτων που θα αγόραζα. Επιπλέον δε, εξακριβώθηκε, από τα απογραφικά δελτία του Κτηματολογίου Ρόδου, ότι ο κληρονομούμενος του δικαιοπαρόχου μας αναγράφεται ως εικαζόμενος τιτλούχος πριν το ακίνητο περιέλθει στο Ιταλικό δημόσιο. Μετά απ’ όλα αυτά, αφού ουδείς πλέον θα μπορούσε να υποψιαστεί ή να μαντέψει ότι κάποιο ελάττωμα έχουν οι κτηματολογικές εγγραφές, προέβην στην αγορά. Με δεδομένο ότι ο τρίτος απλά βλέπει τις εγγραφές στο βιβλίο και ελέγχει την τυχόν ύπαρξη διεκδικήσεως, ενώ σε καμία περίπτωση δεν προχωρά σε έρευνα των στοιχείων με βάση την οποία έγινε η εγγραφή, μόνο η τυχόν παράλειψη έρευνας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αγοραστή συνιστά βαριά αμέλεια.
Κατά την έρευνα λοιπόν καταβλήθηκε όλη η απαιτούμενη από τις συναλλαγές επιμέλεια για την εξακρίβωση της νομικής και πραγματικής κατάστασης του ακινήτου.
Επί των ακινήτων αυτών ενεγράφησαν εμπράγματα βάρη (προσημειώσεις σε Τράπεζες), βασίστηκαν επενδύσεις και εν τέλει δαπανήθηκαν σοβαρά ποσά βασιζόμενος σε έναν προγραμματισμό ζωής και ευρισκόμενος σε καλή πίστη ως προς τη νομιμότητα των συναλλαγών μου.
Στις ίδιες ενέργειες προέβησαν και πρόσωπα του στενού οικογενειακού μου περιβάλλοντος.
Εκ των υστέρων και μετά από πολλά χρόνια και εφόσον είχαν γίνει οι επενδύσεις, το Ελληνικό Δημόσιο επικαλείται ότι ο τίτλος κτήσεως του δικαιοπαρόχου μου καίτοι ενεγράφη στα κτηματολογικά βιβλία είναι πλαστός, οπότε, αλυσιδωτά, ο δικός μου τίτλος κτήσεως(συμβόλαιο αγοράς) δεν είναι νόμιμος, και ότι δεν κατέστην ποτέ κύριος της έκτασης που αγόρασα και η οποία νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου. Ως εκ τούτου βρίσκομαι σήμερα ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, εμπλεκόμενος σε έναν μακροχρόνιο και αμφίβολο δικαστικό αγώνα, επωμιζόμενος όλες τις αστοχίες και τα κενά τόσο της Ελληνικής Διοίκησης όσο και της Νομοθετικής Εξουσίας.
Κατά τη γνώμη μου πρέπει να υπάρξει σαφής νομοθετικός διαχωρισμός για όσους καλόπιστα απέκτησαν δικαιώματα κυριότητας επί εκτάσεων που δεν γνώριζαν, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν και ούτε καν να υποψιαστούν ότι ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο.
Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα εξαγοράς του συνόλου των εκτάσεων (χωρίς ελάχιστο ή ανώτατο όριο στο εμβαδόν) με την καταβολή ενός ελάχιστου συμβολικού ποσοστού (ήτοι μέχρι 20%) επί της συνολικής αντικειμενικής αξίας της εκτάσεως της οποία ζητείται η τακτοποίηση.
Η καταβολή θα πρέπει να γίνεται όχι με εφάπαξ καταβολή (διότι κάτι τέτοιο θα μας εξόντωνε οικονομικά) αλλά με τριμηνιαίες δόσεις και σε βάθος πενταετίας.
Αθανάσιος Καμπούρης
Αρχικά πρέπει να τονισθεί ότι η αναγνώριση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων πρέπει να γίνει ανεξάρτητα από το μέγεθος της έκτασης.
Στη νησιωτική Ελλάδα, όπου το ενιαίο των εκτάσεων μπορεί να έχει κατατμηθεί, για λόγους πολεοδομικούς, σε μικρότερες ιδιοκτησίες (Κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου ονομάζονται μερίδες), συχνά των 4.000 τμ, τίθεται θέμα υπαγωγής αυτών στις ευεργετικές διατάξεις του νομοθετήματος.
Επιπλέον, βρισκόμαστε συχνά μπροστά στο παράδοξο ο αιτών να εμφαίνεται ως κύριος συνολικής έκτασης π.χ. μεγαλύτερης των 20.000 τ.μ. αλλά ξεχωριστά κάθε μια από αυτές τις εκτάσεις να μην πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στο πραγματικό του κανόνα δικαίου.
Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει αναφορά για συνεχόμενες-γειτονικές ιδιοκτησίες συνολικής εκτάσεως (τουλάχιστον) 20.000 τμ.
Πρέπει να υπάρξει ιδιαίτερη νομοθετική μνεία για τη Ρόδο και τα Δωδεκάνησα εν γένει, όπου δεν ίσχυσε ποτέ το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο.
Πιο συγκεριμένα, το Ιταλικό Κράτος απέκτησε, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Συμμάχων Δυνάμεων και της Τουρκίας, που επικυρώθηκε με το υπ’ αριθμ. 1354/11.9.1926 Βασιλικό Διάταγμα, την ιδιοκτησία που είχε στη Δωδεκάνησο το Οθωμανικό Κράτος. Εν τοις πράγμασι, η ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό Δίκαιο μέχρι την 1.1.1932 οπότε και ίσχυσε ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας στη Δωδεκάνησο, μέχρι και την Ενσωμάτωση.
Στη συνέχεια το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε κατά διαδοχή από το Ιταλικό Δημόσιο, με το άρθρο 1 του Παραρτήματος XIV της από 10.2.1947 Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο του Ιταλικού Κράτους, στην οποία περιλαμβάνεται και αυτή των Ο.Τ.Α., των Ν.Π.Δ.Δ., των Εταιρειών και Σωματείων καθώς και αυτή που ανήκε στο Φασιστικό Κόμμα ή στις βοηθητικές του οργανώσεις (βλ. Π. Θεοδωρόπουλου, «ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ», παρ. 9, σελ. 50-51 και σελ. 572 καθώς και Π. Αποστολά, ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ,NOMOS).
Με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α’ Ν. 510/1947 που ίσχυσε από την 30η Δεκεμβρίου 1947 (οπότε και δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ) σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο ο Αστικός Κώδικας, Ο ΕισΝΑΚ και το0 Ν.Δ. 7/10.5.1945). Εξάλλου με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα (Εφ Δωδ/σου 188/2005, NOMOS καθώς και ΕφΔωδ/σου 183/2009, NOMOS), ενώ η προστασία τους διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του ΑΚ(ΑΠ 1340/2010, NOMOS).
Σήμερα στη Ρόδο βρίσκεται ακόμα σε ισχύ ο Κτηματολογικός Κανονισμός ο οποίος στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 αναφέρει ότι η Κτηματική εγγραφή και κάθε επόμενη καταχώριση που προκύπτει από τα Κτηματικά Βιβλία αποτελεί τη νόμιμη απόδειξη του Κτηματικού Δικαιώματος και των διαδοχικών μεταβολών του, μη επιτρεπόμενης ανταπόδειξης κατά του περιεχομένου του κτηματολογικού βιβλίου για τις εγγραφές που δεν υπόκεινται πλέον σε προσφυή, ενώπιον της Δικαστικής Αρχής, θεσπίζεται δηλαδή τεκμήριο ακριβείας των εγγράφων, αμάχητο μεν για την αρχική θεμελειώδη καταγραφή που έχει γίνει αμετάκλητη, μαχητό δε για τις μεταγενέστερες (ΑΠ 859/1979, ΝοΒ, 254).
Το άρθρ0 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού ορίζει ότι ο αναγραφόμενος στα κτηματικά βιβλία τιτλούχος ενός ακινήτου είναι και ο πραγματικός κύριος αυτού (ΑΠ 1004/1982).
Συνεπώς, για τους αναλυτικά ανωτέρω περιγραφόμενους λόγους θα πρέπει να γίνει ειδική ρύθμιση για τα Δωδεκάνησα σύμφωνα με την οποία θα μπορούν να περιληφθούν όσοι κατά καλή πίστη (άρθρο 1042 ΑΚ και 61 παρ. 1 & 2 Κτηματολογικού Κανονισμού)και από επαχθή αιτία με βάση τα δεδομένα της Κτηματολογικής Εγγραφής που υπήρχε πριν από την έγερση και καταχώρηση οιασδήποτε αγωγής του Ελληνικού Δημοσίου, όσοι κατείχαν με τίτλο ακίνητα τα οποία διεκδικούνται από το Ελληνικό Δημόσιο.
Ειδικά δε γι αυτούς οι οποίοι ήδη έχουν πληρώσει τόσο το τίμημα αγοράς από το δικαιοπάροχό τους, πάντα ευρισκόμενοι σε καλή πίστη, όσο και τον αναλογούντα φόρο μεταβίβασης προς το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να υπάρξει διαφοροποιημένη αντιμετώπιση σύμφωνα με την οποία θα κληθούν να καταβάλουν όχι το 50% της πραγματικής αξίας του ακινήτου, αλλά το 25% αυτής, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της αξίας αγοράς και μικρότερη της αντικειμενικής. Αν η αξία αγοράς υπολείπεται της αντικειμενικής, τότε η εξαγορά γίνεται βάσει της εκάστοτε ισχύουσας αντικειμενικής αξίας.
Τέλος, η εφάπαξ καταβολή, σε καιρούς όπου η οικονομική δυσπραγία πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη, καθιστά απαγορευτική την αίτηση εξαγοράς. Η καταβολή θα πρέπει να γίνει σε βάθος πενταετίας με δόσεις που δεν θα υπερβαίνουν έκαστη εξ αυτών το εξάμηνο.
Το προς ψήφιση νομοσχέδιο ορθά τέμνει το πρόβλημα των καταπατημένων εκτάσεων του Δημοσίου δεν δίνει όμως ουσιαστική λύση και ρύθμιση στο θέμα των κατεχομένων «δημοσίων» εκτάσεων διότι εξαιρεί και δεν επιλαμβάνεται του μείζονος θέματος των κατεχομένων ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ εκτάσεων που είναι συναφές, καλύπτει την ίδια δικαιολογητική βάση και θα έδινε οριστική και ουσιαστική λύση στο θέμα των κατεχομένων μη ιδιωτικών εκτάσεων με πρόσθετα έσοδα, όχι μόνο για το στενό δημόσιο τομέα αλλά και για τους Δήμους και τις Κοινότητες. Εξάλλου πολλές δημόσιες εκτάσεις είναι συνεχόμενες και όμορες με δημοτικές εκτάσεις, γεγονός που αν δεν δοθεί συνολική λύση αποτρέπει τους ενδιαφερομένους από το να κινήσουν διαδικασίες για την εξαγορά των δημοσίων εκτάσεων όταν δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν το ίδιο και για τις δημοτικές εκτάσεις, ιδίως εκείνες που από πολλών ετών είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν επιχειρήσεις. Παράλληλα πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από τις δημοτικές εκτάσεις ήταν δημόσιες και παραχωρήθηκαν με αποφάσεις στους Δήμους με αποτέλεσμα κάτοχοι παλαιότερα δημοσίων εκτάσεων να κατέχουν σήμερα δημοτικές εκτάσεις και να μη μπορούν να δώσουν λύση στο πρόβλημα που επιχειρεί να λύσει το υπό ψήφιση νομοσχέδιο. ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ, λοιπόν, να δοθεί ΕΝΙΑΙΑ ΛΥΣΗ σε συνεργασία και συνεννόηση με το αρμόδιο για τις δημοτικές εκτάσεις Υπουργείο Εσωτερικών.
Το άρθρο 1 είναι ελλιπές ως προς τις κατηγορίες των γαιών που περιλαμβάνει τα οποία διακρίνει σε αστικά ( και ως τέτοια θεωρεί τα εντός σχεδίου ή εντός οικισμού ) και τα αγροτικά ( αυτά που προορίζονται για αγροτική εκμετάλλευση ). Υπάρχει , όμως ,μία μεγάλη κατηγορία που αφορά ΤΑ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ΑΚΙΝΗΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΆ . Με αυτά τα ακίνητα τι γίνεται ;
Η γνώμη μου είναι ότι είτε θα ενταχθούν στα αγροτικά με τροποποίηση του ορισμού του αγροτικού είτε ( το ορθό ) θα γίνει μία νέα κατηγορία αστικών ακινήτων η οποία θα χαρακτηριστεί ως ΑΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ
Με βάση τις διατάξεις του παρόντος μπορούν να εξαγορασθούν και αγροτεμάχια, που έχουν χαρακτηριστεί ως χορτολιβαδικά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 998/1979, τα οποία δεν είναι καταγεγραμμένα ως δημόσια κτήματα από το αρμόδιο τμήμα της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, και κατέχονται πλέον της εικοσαετίας μέχρι σήμερα με νόμιμο τίτλο και για τα οποία έχουν εκδοθεί οικοδομικές άδειες, ανεξαρτήτως εάν εκκρεμούν δικαστικές ή διοικητικές πράξεις που έχουν προκληθεί από τις δασικές υπηρεσίες (όπως π.χ. πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής ή εντολή κατεδάφισης ακινήτου).
Από άγνοια του συντάκτου του σχεδίου νόμου, οι διατάξεις είναι διατυπωμένες κατά τρόπο γενικό. Δεν τίθενται εξαιρέσεις σε κατηγορίες γαιών που διέπονται από ξεχωριστό πλαίσιο προστασίας. Π.χ οι εκτάσεις του πρώην παλαιού εκκλησιαστικού ταμείου(εκτάσεις των διαλυμένων Ιερών Μονών), περιήλθαν στην διαχείριση του Υπουργείου Οικονομικών περί το 1841 και έκτοτε δεν ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο, αλλά διαχειρίζονται και προστατεύονται (υποτίθεται) εν τω προσώπω του παλαιού εκκλησιαστικού Ταμείου , από τον εκάστοτε Υπουργό οικονομικών. Αν λοιπόν έχουν ανοίξει δίκες για τέτοιας φύσεως εκτάσεις, που εσφαλμένα το Δημόσιο τις θεωρεί Δημόσιες και τις ρυθμίσει με τις προϋποθέσεις του νόμου, που προωθείται και ο Υπουργός Οικονομικών θα είναι επίορκος και ο ιδιώτης που ρυθμίζεται, εξαπατάται. Επίσης ,η προθεσμία που τίθεται, οι τίτλοι να ανάγονται πρίν την 22-4-1926 είναι χαριστική και κατάφορα ζημιογόνος για το Δημόσιο, αφού σύμφωνα με την νομολογία των δικαστηρίων, η παραγραφή δικαιωμάτων του Δημοσίου, έχει καταληκτική ημερομηνία την 11-9-1915. Για καταπατήσεις λοιπόν σε βάρος του Δημοσίου,11 ετών μετά το 1915,που δεν μπορούν να συγκεντρωθούν προϋποθέσεις παραγραφής δικαιωμάτων του Δημοσίου, οι καταπατήσεις χαριστικά και σε βάρος του Δημοσίου και ενάντια στην νομολογία, ρυθμίζονται. Τέλος η προϋπόθεση που τίθεται στην α) παράγραφο, είναι για όποιον γνωρίζει μη εφαρμόσιμη, αφού μεταξύ των δικονομικών επιχειρημάτων, στις εκκρεμείς δίκες, στις περισσότερες φορές, τίθενται οι τίτλοι σε αμφισβήτηση , αν έχουν εφαρμογή στο επίδικο. Δεν αρκεί λοιπόν να διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας μεταγραμμένους οι ρυθμιζόμενοι, αλλά να υπάρχει δυνατότητα χωρίς καμιά αμφισβήτηση, να κριθεί τοπογραφικά, με πραγματογνωμοσύνη, ότι οι τίτλοι βρίσκονται σε αλληλουχία και αναφέρονται συμπεριλαμβάνοντας εξ αρχής και τήν έκταση που είναι επίδικη. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι τίτλοι είναι εκ της περιγραφής τους αόριστοι και ανεφάρμοστοι, συνεπώς απαράδεκτοι για την διοίκηση και την δικαιοσύνη και εκ του λόγου αυτού ξεκινούν και οι αντιδικίες με το Δημόσιο.
Σας παρακαλώ να συμπεριλάβετε στον παρόντα νόμο την δυνατότητα να μπορεί κάποιος ιδιώτης να εξαγοράσει τον ΔΑΣΙΚΟ Δημόσιο ή Δημοτικό χώρο όπου έχει κτίσει ένα εικονοστάσιο. Οι χώροι αυτοί είναι λιγότερο του ενός τετραγωνικού μέτρου, έχουν μοναδικότητα στην Υφήλιο και είναι γνώρισμα μόνο της Ελλάδας . Οφείλουμε να τα διαφυλάξουμε σαν πολιτιστική κληρονομιά. Δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αρχαιολογικά μνημεία ώστε να κηρυχθούν διατηρητέα, μπορείτε όμως να τους δώσετε μέσω του παρόντος νόμου την δυνατότητα να τα εξαγοράσουν όσοι τα έκτισαν και να μπορούν να τα συντηρούν νόμιμα. Απαραίτητο για αυτό η κατάργηση του ορίου των 20 ή 50 στρεμμάτων, ή να ληφθεί ειδική μέριμνα για τα εικονοστάσια.
Τέλος να φροντίσετε να συμπεριλάβετε στον νόμο την δυνατότητα να μπορεί η κατά τόπους Επισκοπή ή Ενορία να εξαγοράσει τα παρεκκλήσια που βρίσκονται εντός των Δασικών εκτάσεων ώστε να λυθούν όλα τα τρέχοντα ιδιοκτησιακά προβλήματα με το Δημόσιο ή τον Δήμο. Πολλά παρεκκλήσια καταρρέουν γιατί ιδιοκτησιακά τα διεκδικεί ο Δήμος ή το Δημόσιο όποτε κανείς δεν τα συντηρεί. Απαραίτητο για αυτό η κατάργηση του ορίου των 20 ή 50 στρεμμάτων, ή να ληφθεί ειδική μέριμνα για τα εικονοστάσια.
Επίσης να δοθεί η δυνατότητα μισογκρεμισμένα παρεκκλήσια (όπου υπάρχει μόνο η θεμελίωση μέσα στο δάσος ή δασική έκταση) να εξαγορασθούν και αυτά από την οικεία επισκοπή ή ενορία, και αν μπορέσουν να ανοικοδομηθούν στο αρχικό τους μέγεθος και μορφή. Απαραίτητο για αυτό η κατάργηση του ορίου των 20 ή 50 στρεμμάτων, ή να ληφθεί ειδική μέριμνα για τα εικονοστάσια. Είναι κρίμα να μην μπορούμε να διαφυλάξουμε τα παρεκκλήσια λόγω της γραφειοκρατίας και των ιδιοκτησιακών διαφορών.
Ευχαριστώ
Το νομοσχέδιο είναι σε σωστή κατεύθυνση, αφού το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να σταματήσει να ισχυρίζεται ότι του ανήκουν τα πάντα, επειδή οι Τούρκοι, μετά την Τουρκοκρατία παρέδωσαν όλες τις εκτάσεις στο Ελληνικό Δημόσιο. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να σταματήσει, δεδομένου ότι στα 180 περίπου χρόνια που πέρασαν το Ελληνικό Δημόσιο έκανε παραχωρήσεις ή μεταβιβάσεις εκτάσεων σε ιδιώτες. Οι εκτάσεις αυτές μεταβιβάστηκαν εν πολλοίς και αν σε κάποιον έχουν απομείνει 5 ή 8 ή 10 στρέμματα, είναι ακατανόητοι οι περιορισμοί των 20 ή των 50 στρεμάτων που τίθενται στη ρύθμιση. Εξάλλου η διαδικασία και τα δικαιολογητικά είναι τόσα πολλά, που δεν απέχουν πολύ από τους πολυετείς Δικαστικούς αγώνε και πραγματογνωμοσύνες που έχουν ήδη ακολουθηθεί από κάποιους, οι οποίοι ταλαιπωρούνται σε απαράδεκτο βαθμό.
Εφόσον υπάρχει συμβόλαιο προ του 1923 θα πρέπει να γίνεται αναγνώριση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από το μέγεθος της έκτασης.
Σας παρακαλώ να μην τεθεί στον νόμο περιορισμός για εκτάσεις άνω των 50 στρεμμάτων εκτός περιφέρειας Αττικής και άνω των 20 στρεμμάτων εντός περιφέρειας Αττικής.
Αυτό ωφελεί μόνο τους πλούσιους και μεγαλοτσιφλικάδες.
Υπάρχουν απλοί άνθρωποι που έχουν κτηματικές διαφορές για εκτός σχεδίου εκτάσεις, που είναι μικρές σε έκταση και εμβαδού κάτω από ένα στρέμμα. Κληρονομήσαμε από τους γονείς μας και τους παππούδες μας αυτές τις εκτός σχεδίου μικρού εμβαδού εκτάσεις ενάμιση στρέμματος, εντός της περιφέρειας Αττικής και τώρα βλέπουμε τους μεγαλοτσιφλικάδες να ωφελούνται, ενώ εμείς οι πτωχοί να μένουμε εκτός ρύθμισης του νόμου.
Αυτό αποτελεί ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΔΙΚΙΑ.
Ο νόμος πρέπει να βοηθήσει όλους τους πολίτες και όχι μόνο τους πλούσιους.
Σας παρακαλώ να απαλείψετε τους περιορισμούς των 20 στρεμμάτων και να δώσετε την δυνατότητα σε όλους τους ιδιοκτήτες, ανεξαρτήτως εμβαδού της έκτασης, να επιλύσουμε εξωδικαστικά την διαφορά αυτή.
Κύριοι,
σας παρακαλώ να μεριμνήσετε να υπαχθούν στον νόμο
Α) όλες οι περιπτώσεις εκτάσεων που έχουν κτηματογραφηθεί από το ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ και έχουν καταχωρηθεί τόσο στο Ελληνικό Δημόσιο όσο και σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου , ενώ τα διεκδικούν ιδιώτες ή ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.
Β) να συμπεριληφθούν στον νόμο και οι περιπτώσεις που ο Ιδιώτης ή το Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου διεκδικεί τμήμα εξ αδιαίρετου από την όλη έκταση.
Γ) να συμπεριληφθούν στον νόμο και οι περιπτώσεις στις οποίες η έκταση που διεκδικείται από τον ιδιώτη ή το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, είναι μικρότερη των 20 στρεμμάτων για εκτός σχεδίου περιοχές εντός της Αττικής, όταν η διεκδικήσιμη έκταση αποτελεί το ελάσσον τμήμα μιας ευρύτερης συνολικής έκτασης άνω των 20 στρεμμάτων, της οποίας το μείζων τμήμα έχει απολεσθεί από καταπάτηση ή διεκδίκηση άλλου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, όπως είναι το πανεπιστήμιο Αθηνών.
παράδειγμα έχουμε την εξής περίπτωση που σας παρακαλώ να μεριμνήσετε να υπαχθεί στον νόμο καθότι πρόκειται για κοινωφελές έργο.
Είμαι πρόεδρος του συλλόγου ανέγερσης Ι. Ναού «Αγ. Ραφαήλ κ.α.» Ζωγράφου. Μια Ι. Μονή που είναι Νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, προθυμοποιήθηκε να δωρίσει έκταση που είχε στην περιοχή Ζωγράφου προς την Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών προκειμένου ο Σύλλογός μας να ανεγείρει εκεί τον Ι. Ναό 45 τ.μ.. Η έκσταση έχει εμβαδόν περίπου 7 στρεμμάτων και είναι εκτός σχεδίου πόλεως , και εντός Δ2 ζώνης προστασίας Υμηττού και αποτελεί ελάσσον τμήμα μιας ευρύτερης έκτασης 600 στρεμμάτων, το μείζων τμήμα της οποίας καταπατήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η Ι. Μονή είχε ξεκινήσει το 1970 περίπου αγωγές κατά του Πανεπιστημίου οι οποίες κατά περίεργο τρόπο ματαιώθηκαν και δεν έφτασαν ποτέ στο ακροατήριο. Το ελάσσον τμήμα των 7 στρεμμάτων της συνολικής έκτασης 600 στρεμμάτων που παρέμεινε ανέπαφο, δηλώθηκε εκπρόθεσμα στο Εθνικό Κτηματολόγιο (με πέντε ημέρες καθυστέρηση) από τον δικηγόρο της Ι. Μονής. Αποτελέσματα η έκταση εγγράφηκε στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου, Δ/νση Δασών Ανατολικής Αττικής. Ξεκίνησαν διεκδικητικές αγωγές που δεν έχουν εκδικαστεί ακόμη ,αλλά είναι χρονοβόρες και πολυδάπανες. Επισημαίνω ότι η έκταση περιήλθε στην Ι. Μονή από κληρονομιά που άφησε μια από τους κληρονόμους του Χαντζηπαρθένη Πετράκη, ο οποίος είχε αγοράσει την έκταση των 600 στρεμμάτων από τον πασά των Αθηνών το 1832. Η Ι. Μονή δεν έχει το 100% (της συνολικής έκτασης και επομένως και ) της ελάσσονος έκτασης των 7 στρεμμάτων που έχει απομείνει ελεύθερη, αλλά έχει το 1/9 εξ αδιαιρέτου της έκτασης αυτής. Τα υπόλοιπα 8/9 της εκτάσεως το αποποιήθηκαν οι άλλοι κληρονόμοι του Πετράκη και το άφησαν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου καθότι οι φόροι κληρονομιάς ήταν μεγάλοι.
Κατόπιν όλων αυτών σας παρακαλώ να μεριμνήσετε να ενταχθεί στον νόμο και η περίπτωση μας καθότι πρόκειται για ένα ΚΟΙΝΟΦΕΛΕΣ ΕΡΓΟ . Οι δικαστικοί αγώνες είναι πολυδάπανοι και χρονοβόροι και θα ήταν καλό να υπάρξει εξωδικαστική διευθέτηση του θέματος μέσα στα πλαίσια του παρόντος νόμου.
Ευχαριστούμε
Ο πρόεδρος του Συλλόγου
Βίκτωρ Παπαγιαννόπουλος