1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου έχουν εφαρμογή και στα νησιά του Νομού Δωδεκανήσου, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του Κ.Δ. 132/1929 περί Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 8 του Ν. 510/1947 (Α 298). Στα νησιά που υπάρχει κτηματολόγιο, στο διάγραμμα της παρ. 7 του άρθρου 3 που υποβάλλεται για τον καθορισμό αποτυπώνονται οι κτηματολογικές μερίδες και βεβαιώνεται από το αρμόδιο Κτηματολογικό γραφείο η ορθότητα των αποτυπωμένων κτηματολογικών μερίδων.
2. Δεν θίγονται από τον παρόντα νόμο οι διατάξεις του Α.Ν. 376/1936 «Περί μέτρων ασφαλείας οχυρών θέσεων» (Α 546), τα άρθρα 24 έως και 32 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 114 του Ν. 3978/2011 (Α 137), καθώς και διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που αφορούν την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, την εξυπηρέτηση της εθνικής άμυνας και της ασφάλειας της Χώρας.
3. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 31 του Ν. 2971/2001 (Α΄ 285) καταργούνται. Εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν τον καθορισμό παραλίας και παλαιού αιγιαλού, όχθης και παρόχθιας ζώνης εξακολουθούν να διέπονται από τις μέχρι τούδε κείμενες διατάξεις και οι καθοριζόμενες οριογραμμές μεταφέρονται, με ευθύνη της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας, στα υπόβαθρα του άρθρου 3.
4. Το άρθρο 13 του Ν. 1540/1938 καταργείται.
5. Διαδικασίες έκδοσης αδειών εκτέλεσης έργων σε πράγματα του άρθρου 1 και νομιμοποίησης τέτοιων έργων εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2971/2001 μέχρι την ολοκλήρωσή τους, εκτός αν υποβληθεί παραίτηση από την υποβληθείσα αίτηση, προκειμένου να υποβληθεί νέα, με βάση τις διατάξεις του παρόντος.
6. Η ειδική νομοθεσία για το καθεστώς του Αγίου Όρους, όπως αυτό καθορίζεται από το άρθρο 105 του Συντάγματος, τον καταστατικό χάρτη του Αγίου Όρους και το κυρωτικό αυτού Ν.Δ. της 10/16.9.1926 διατηρείται.
7. Παραμένουν σε ισχύ:
α) Ο Ν. 2160/1993 «Ρυθμίσεις για τον Τουρισμό και άλλες διατάξεις» (Α 118) εκτός της παραγράφου 21 του άρθρου 6 του νόμου αυτού.
β) Διατάξεις νόμων και κανονιστικών πράξεων με ειδικές ρυθμίσεις περί αιγιαλού, παραλίας, θάλασσας, λιμένων και αλιείας.
γ) Ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν την εγκατάσταση αιολικών πάρκων και υδατοδρομίων στη θάλασσα, την εγκατάσταση φάρων και την υλοποίηση στρατηγικών επενδύσεων στην παραλία, τον αιγιαλό και τον συνεχόμενο θαλάσσιο χώρο.
δ) Ειδικές περί τουριστικών ακινήτων διατάξεις που ρυθμίζουν την παραχώρηση χρήσης αιγιαλού και παραλίας εκ μέρους της «Εταιρείας Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ)».
Οι διατάξεις του Νομοσχεδίου μπορούν να προκαλέσουν σημαντική αλλοίωση στην μορφολογία και τον φυσικό πλούτο των Ελληνικών παραλιών. Η επιδιωκόμενη «ανάπτυξη» το πιθανότερο είναι να επιφέρει την σοβαρή υποβάθμιση των ακτών μας. Η εμπειρία από άλλες περιοχές του εξωτερικού, όπου εφαρμόστηκαν ανάλογες πολιτικές είναι άκρως απογοητευτική. Οι ακτές και οι παραλίες μας (όπως έχουν γράψει και άλλοι σχολιαστές) είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας, για την ανάπτυξη ενός ήπιου με σεβασμό στο περιβάλλον τουρισμού. Το νομοσχέδιο κρίνεται και ως φωτογραφικό για την επιδιωκόμενη «αξιοποίηση» της περιοχής του Ελληνικού.
Παρακαλώ να αποσυρθεί και να ανασυνταχθεί με γνώμονα τον σεβασμό στο περιβάλλον
Δε θα πρέπει να καταργηθούν άρθρα όπως το 2, το 13, το 15 καθώς διασφαλίζουν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα παραλίας και αιγιαλού και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Επίσης τα άρθρα που καταργούνται και αφορούν στην οριοθέτηση του αιγιαλού και της παραλίας είναι πιο σαφή από αυτά του παρόντος νομοσχεδίου και θα έπρεπε τουλάχιστον να αναφέρονται κι εδώ οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9.
Σε γενικές γραμμές, τα άρθρα 1-31 που καταργούνται είναι πιο σαφή από αυτά που παρουσιάζονται στο παρόν νομοσχέδιο τα οποία δημιουργούν την υπόνοια ότι κινούνται περισσότερο στο πνεύμα της οικονομικής εκμετάλλευσης αιγιαλού, παραλίας, όχθης, παρόχθιας ζώνης, και σχεδόν καθόλου στην προστασία τους και στη διασφάλιση του κοινόχρηστου χαρακτήρα τους.
Δεν ειναι αναπτυξη το να καταληξουμε σαν την Ισπανια οπου στην μεση του αιγιαλου «ξεπηδανε» τεραστια τουριστικα συγκροτηματα που αλλοιωνουν (αναποφευκτα) το τοπιο.
Προβλεψη για ηπιες παρεμβασεις παντα με γνωμωνα τον περιβαλλοντικο σχεδιασμο και χρησεις αφιερωμενες στο τουρισμο μικρης κλιμακας (αλλα μεγαλης οικονομικης αξιας) ειναι η λυση για ενα τοπιο πολυποικιλο και ιδιαιτερο οπως το Ελληνικο.
Το πλέον απλό και λιγότερα γραφειοκρατικό θα ήταν η παραίτηση να δηλώνεται ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης νομιμοποίησης βάσει του παρόντος νόμου. Συνεπώς, στο σημείο αυτό η παράγραφος 24.5 θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής:
«Διαδικασίες έκδοσης αδειών παραχώρησης για την εκτέλεση έργων σε πράγματα του άρθρου 1 και νομιμοποίησης τέτοιων έργων εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2971/2001 μέχρι την ολοκλήρωσή τους, εκτός αν οι ενδιαφερόμενοι δηλώσουν ρητά στην αίτηση που προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, παραίτηση από την εκκρεμή διαδικασία της προϊσχύουσας νομοθεσίας»
Παράγραφος 3: αφού καταργούνται τα άρθρα 1-31 του 2971/2001 πώς εξακολουθούν να διέπονται από τις μέχρι τούδε διατάξεις; Χρήσιμος είναι η παράγραφος 9 και 10 άρθρου 5 και άρθρο 6 του 2971/2001. Τίθεται το ερώτημα: Τί θα γίνει με τις υποθέσεις που δεν είναι εκκρεμείς και έχουν κλείσει οριστικά με τρόπο εσφαλμένο παράνομο ή καταχρηστικό από τις Κτηματικές Υπηρεσίες για τις οποίες ακόμα και εάν έχουμε προσφύγει στα Ανώτατα Δικαστήρια (ΣτΕ) και δικαιοθήκαμε από αυτά εν τούτοις δεν ελήφθησαν υπόψη από τις αρμόδιες επιτροπές; Θα έχουμε το δικαίωμα της επαναφοράς σε Α και Β βαθμό;
Δεδομένου ότι υφιστάμενα δικαιώματα χρήσης αιγιαλού, κοινόχρηστης παραλίας, παρακείμενης στον αιγιαλό ζώνης θάλασσας, πυθμένα θάλασσας και θαλάσσιου χώρου μπορεί να πηγάζουν από αναπτυξιακές Συμβάσεις με το Ελληνικό Κράτος στα πλαίσια μακροχρόνιου σχεδιασμού για την υποβοήθηση της Ελληνική Οικονομίας, προτείνεται μετά την παρ. 7β του Άρθρου 24, να προστεθεί νέα παράγραφος 7β’ ως εξής: « (Παραμένουν σε ισχύ) Διατάξεις και παραχωρηθέντα δικαιώματα που απορρέουν από αναπτυξιακούς νόμους βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκαν συμβάσεις έργων με το Ελληνικό Κράτος για την υποβοήθηση της ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας, εφόσον η άσκηση των δικαιωμάτων δικαιολογείται από τους όρους της Σύμβασης καθώς και τα άρθρα αναγκαστικών νόμων που αναφέρονται στα εν λόγω δικαιώματα.»
Παράγραφος 3, αφού καταργούνται τα άρθρα 1-31 του 2971/2001 πώς εξακολουθούν να διέπονται από τις μέχρι τούδε διατάξεις; Δια το λόγο αυτό, χρήσιμη είναι η παράγραφος 9 και 10 του άρθρου 5 και του άρθρου 6 του 2971/2001. Τίθεται το ερώτημα, τί θα γίνει με τις υποθέσεις που δεν είναι εκκρεμείς και έχουν κλείσει οριστικά με εσφαλμένο παράνομο ή καταχρηστικό από τις Κτηματικές Υπηρεσίες για τις οποίες ακόμα και αν έχουμε προσφύγει στα ανώτατα δικαστήρια (ΣτΕ) και δικαιωθήκαμε από αυτά, εν τούτοις δεν ελήφθησαν υπόψιν από τις αρμόδιες επιτροπές οι οποίες είναι τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην Κτηματική Υπηρεσία. Θα έχουμε το δικαίωμα επαναφοράς σε Α’ και Β’ βαθμό;
Προτείνεται όπως στο τέλος της ΤΗΣ ΠΑΡ. 1 ΑΡΘΟΥ24 προστεθεί το εδάφιο: «Όπου ,στις περιοχές εκτός των ρυμοτομικών σχεδίων των πόλεων, κωμών και οικισμών ή εκτός των ορίων των νομίμως υφισταμένων προ του έτους1923 οικισμών των στερουμένων ρυμοτομικού σχεδίου του Νομού Δωδεκανήσου δεν ορίζεται παραλία ,
κατ ‘εφαρμογή του άρθρου 3 παρ.α του Κ.Δ.132 /1929,η ζώνη πλάτους 12μ του αιγιαλού , η οριζόμενη μεταξύ της οριογραμμής του μεγίστου συνήθους χειμερίου κύματος και της οριογραμμής του αιγιαλού ,λειτουργεί ως προς τις χρήσεις της ,όπως και η παραλία »
Α) ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Στα άρθρα 2και 3 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου (Κ.Δ.132/1929) ,που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 8 παρ.2 του Ν 510/1947 (Φ.Ε.Κ. 298Α ),ορίζεται ότι :
«Τα δημόσια κτήματα ανήκουσι εις την Κυβέρνησιν της Κτήσεως και υποδιαιρούνται εις κτήματα κοινής χρήσεως και εις κτήματα περιουσιακά (ιδιόκτητα του Δημοσίου)»(αρθρ.2) και «Αποτελούσι μέρος των κτημάτων κοινής χρήσεως :α) Ο αιγιαλός μέχρι του μεγίστου συνήθους χειμερίου κύματος επί πλέον δε ,έξω των αστικών κέντρων ,μια ζώνη εκ 12 μέτρων από του τoιούτου ορίου ,και αι θαλάσσιαι παραλiαι μέχρι των ορίων πάσης άλλης ιδιοκτησίας δημοσίας ή ιδιωτικής » (αρθρ3 περ α).
1)ΣΤΕ 3333/2004 «………..Κατά την έννοια αυτών των διατάξεων ,όσον αφορά στο Νομό Δωδεκανήσου ,αιγιαλός είναι η χερσαία ζώνη που από τη μια πλευρά βρίσκεται σε επαφή με τη θάλασσα και φθάνει μέχρι του ορίου του μεγίστου πλην συνήθους χειμερίου κύματος ,με την προσθήκη ότι έξω από τα αστικά κέντρα ,περιλαμβάνει και μια ζώνη πλάτους 12 μέτρων .
Μετά την παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα με την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (10.2.1947 ),που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/22.10.1947 ,στα Δωδεκάνησα ισχύουν τόσο οι διατάξεις του Α.Ν. 2344/1940 ,όσο και οι διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, ήτοι η διάταξη του άρθρου 3 του Κτηματολογικού Πίνακα ως τοπικό δίκαιο και η διάταξη του Α.Ν. 2344/1940 ως γενικό δίκαιο ,κατισχύει δε η πρώτη από αυτές . Σύμφωνα με αυτήν ο αιγιαλός αποτελεί και στη Δωδεκάνησο πράγμα κοινής χρήσεως και εκτείνεται έξω από τα αστικά κέντρα και επί ζώνης 12 μέτρων ,πέραν της οριογραμμής του μεγίστου συνήθους χειμερίου κύματος (βλέπε Α.Π.24/2000).Η δε παραλία εκτείνεται μέχρι τα όρια κάθε άλλης δημόσιας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας ,όπως αυτή εμφανίζεται στους εκάστοτε κτηματολογικούς πινάκες »
2)ΓΝΩΜ.ΝΣΚ 302/2006 «…………Σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του αρθρ.3 περ α του Κ.Δ.132/1929 ,αιγιαλός κατά την έννοια του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, είναι η χερσαία ζώνη που περιβάλει τη θάλασσα με όριο προς την ξηρά το μέγιστο πλην σύνηθες χειμέριο κύμα ,επεκτείνεται δε στις περιοχές εκτός των αστικών κέντρων και επί ζώνης 12 μέτρων πέραν της οριογραμμής του μεγίστου συνήθους χειμέριου κύματος ,ενώ κατά τις ίδιες διατάξεις ,οι θαλάσσιες παράλιες εκτείνονται πέραν του κατά τα ως άνω ορισθέντος αιγιαλού και μέχρι του ορίου κάθε άλλης δημοσίας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας .Με τις διατάξεις αυτές προσδιορίζεται νομικά η έννοια της παραλίας ,ως η συνεχόμενη μετά την οριογραμμή του αιγιαλού εδαφική έκταση ,τα όρια της οποίας καθορίζονται εκάστοτε σε σχέση με τα όρια των κείμενων στην περιοχή ιδιοκτησιών ,δημοσίων ή ιδιωτικών . Επομένως στις κτηματολογικές περιφέρειες των νήσων Ρόδου ,Κω κ.λ.π., όπου κατισχύουν ως τοπικό δίκαιο οι διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού ,η έννοια της παραλίας προκύπτει ευθέως από τον νόμο ,δηλ τον Κτηματολογικό Κανονισμό ,η δε έκταση την οποία καταλαμβάνει προσδιορίζεται επίσης από τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού σε συνάρτηση με τα όρια των κείμενων στην περιοχή δημοσίων ή ιδιωτικών ιδιοκτησιών ,όπως αυτέ οι (ιδιοκτησίες )εμφανίζονται στις οικείες κτηματολογικές εγγραφές του κατά τόπον αρμοδίου Κτηματολογίου. Συνεπώς ,ο διοικητικός καθορισμός της οριογραμμής της παραλίας έχει εν προκειμένω διαπιστωτικό και όχι δημιουργικό-συστατικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπου για την δημιουργία παραλίας απαιτείται πράξη της Διοικήσεως ,εκδιδομένη σύμφωνα με τη διαγραφόμενη στα άρθα 5 και 6 του Α.Ν.2344/1940 διοικητική διαδικασία και αφού προηγουμένως διατυπωθεί η αναγκαιότητα εκπλήρωσης των εκεί αναφερομένων (βλεπ.σχ. και άρθρο 7 του Ν2971/2001).
Β)ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Παραλία (δυνάμει και του αρθρ1 παρ2 του παρόντος σχεδίου νόμου) είναι η ζώνη ξηράς που προστίθεται στον αιγιαλό προκειμένου να εξασφαλίσει την επικοινωνία μεταξύ ξηράς και θάλασσας και αντίστροφα , όταν αυτή δεν επιτυγχάνεται δια του καθορισμού απλώς του αιγιαλού . Επιπροσθέτως από τις διατάξεις και του παρόντος σχεδίου νόμου προβλέπονται κάποιες επιτρεπόμενες χρήσεις και παραχωρήσεις του αιγιαλού και της παραλίας . Απ’αυτές τις χρήσεις , με δεδομένο ότι εξ’ ορισμού ο αιγιαλός κατά τα στην υπόλοιπη Ελλάδα πλην Δωδεκανήσου ισχύοντα , καταλαμβάνεται περιοδικώς από τα κύματα ,προφανώς κάποιες από χρήσεις και τις σχετικές εγκαταστάσεις δεν μπορούν να τοποθετηθούν στον αιγιαλό αλλά μόνο σε τυχόν ορισθείσα παρακείμενη ζώνη παραλίας .
Στο Νομό Δωδεκανήσου ,δυνάμει του αρθ 3 παρ.α του ΚΔ 132/1929 , παρατηρείται στις εκτός σχεδίου περιοχές η ιδιαιτερότητα : αφ’ ενός να ορίζεται μια ιδιαίτερα διευρυμένη ζώνη αιγιαλού ( καθώς η οριογραμμή του αιγιαλού χαράσσεται 12μ πέραν της οριογραμμής του μεγίστου πλην συνήθους χειμερίου κύματος .Επομένως στις εκτός σχεδίου περιοχές του Νομού Δωδεκανήσου ,ο αιγιαλός εμπεριέχει και μια ζώνη πλάτους 12 μέτρων ,η οποία δεν καταλαμβάνεται από κύματα ) και αφ΄ ετέρου ταυτοχρόνως να μην είναι νομικά δυνατό να ορισθεί παραλία στο μεγαλύτερο τμήμα των παραθαλάσσιων εκτός σχεδίου περιοχών ( καθώς δεν ορίζεται παραλία ,όπου η οριογραμμή του αιγιαλού εκτείνεται πέραν του ,προς την θάλασσα ,ορίου των ιδιοκτησιών (δημόσιων ή ιδιωτικών) ) .
Η ως άνω ιδιαιτερότητα ,προϊόν του ισχύοντος ειδικού νομικού καθεστώτος της Δωδεκανήσου , θα έχει σαν αποτέλεσμα στις περισσότερες εκτός σχεδίου παραθαλάσσιες περιοχές του Νομού ,οι ποικίλες και σημαντικές χρήσεις και εγκαταστάσεις που δυνάμει της κείμενης νομοθεσίας ( αλλά και των Υπουργικών Αποφάσεων του άρθρου 24 του παρόντος νομοσχεδίου ) χωροθετούνται στην παραλία ,αλλά όχι για τον αιγιαλό ,να μην μπορούν να υλοποιηθούν.
Προτείνεται λοιπόν η ως άνω ρύθμιση προκειμένου ,παρά την από το ΚΔ 132/1929 επαγομένη μη οριοθέτηση παραλίας σε πολλές εκτός σχεδίου περιοχές του Νομού Δωδεκανήσου, να εξασφαλιστεί σε μια ζώνη , του διευρυμένου επιτόπιου αιγιαλού,
η υλοποίηση των χρήσεων και εγκαταστάσεων παραλίας και ούτω να καταστεί εφικτή η πλήρης , ουσιαστική και άνετη χρήση του αιγιαλού και της θάλασσας από τους κατοίκους του Νόμου, αλλά και από τους πολυάριθμους επισκέπτες ,συμβάλλοντας στην σημαντική βελτίωση του τουριστικού προϊόντος και άρα στην οικονομική ανάπτυξη της Δωδεκανήσου .
Στο Νομό Δωδεκανήσου υπάρχει μια ιδιαιτερότητα που αφορά τον καθορισμό της οριογραμμής αιγιαλού στις εκτός σχεδίου περιοχές. Εκεί η οριογραμμή του αιγιαλού δεν ταυτίζεται με την ανάβαση του συνήθους μέγιστου χειμέριου κύματος, αλλά μετατίθεται κατά 12 μέτρα προς την πλευρά της ξηράς, βάσει ιταλικής νομοθεσίας (Κ.Δ. 132/1929). Έτσι, δημιουργείται προφανές κοινωνικό πρόβλημα. Η απορία μου είναι: Γιατί πρεπει να εξακολουθήσει να ισχύει αυτή η διάκριση;
3. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 31 του Ν. 2971/2001 (Α΄ 285) καταργούνται. Εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν τον καθορισμό παραλίας και παλαιού αιγιαλού, όχθης και παρόχθιας ζώνης εξακολουθούν να διέπονται από τις μέχρι τούδε κείμενες διατάξεις και οι καθοριζόμενες οριογραμμές μεταφέρονται, με ευθύνη της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας, στα υπόβαθρα του άρθρου 3.
θΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΆ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΥΡΩΜΕΝΕΣ ΜΕ ΦΕΚ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΈΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ, ΠΑΡΑΛΊΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΥ ΑΙΓΙΑΛΟΥ ΣΕ ΥΠΌΒΑΘΡΟ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ΕΓΣΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η ΕΚ ΝΕΟΥ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΟΒΟΡΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΌΝΤΟΣ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΟΥΝ ΩΣ ΕΧΟΥΝ ΕΓΚΡΙΘΕΙ.
Το θέμα αφορά διώξεις εις βάρος μηχανικών και ιδιοκτητών κτιρίων από υπεύθυνες δηλώσεις που έχουν υπογράψει προκειμένου να ηλεκτροδοτηθούν κτίρια που είχαν οικοδομική άδεια, αλλά έκαναν και υπερβάσεις της άδειας.
Η διατύπωση που μπορεί να λύσει το πρόβλημα είναι προσθήκη στο άρθρο 25 παρ. 4 του Ν.4178/2013 ΦΕΚ 174/ 08-08-2013.
Συγκεκριμένα το άρθρο 25 παρ.4 επαναδιατυπώνεται ως εξής:
«Δικογραφίες που αφορούν αδικήματα, με τις περί αυθαιρέτων διατάξεις και για υπεύθυνες δηλώσεις που έχουν υπογραφεί για ηλεκτροδότηση κτιρίων, εφόσον επ’ αυτών δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, τίθεται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου Οργάνου, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου και βεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας Δόμησης ότι η αυθαίρετη κατασκευή δηλώθηκε και εξοφλήθηκε το ειδικό πρόστιμο κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.»