Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου θεωρούνται ως:
α) Αστικά, τα ακίνητα που βρίσκονται μέσα σε σχέδιο πόλης ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των δύο χιλιάδων (2.000) κατοίκων του οποίου τα όρια έχουν καθορισθεί με νόμο μεταγενέστερα.
β) Αγροτικά, τα ακίνητα τα οποία από τη φύση τους προορίζονται για αγροτική, κτηνοτροφική ή γεωργική εν γένει εκμετάλλευση και δεν ανήκουν στην προηγούμενη κατηγορία των αστικών ακινήτων.
γ) Ακίνητα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, καταγεγραμμένα ή υπό καταγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος στα αρχεία των οικείων κτηματικών υπηρεσιών (στο εξής «ακίνητα Β.Κ.») καθώς και μη καταγεγραμμένα.
δ) Φορέας υποδοχής των ηλεκτρονικά υποβαλλόμενων αιτήσεων η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε. (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.).
Κύριε Υπουργέ,
η ανάγκη να υπάρξει ένας ακόμη νόμος που να αφορά και τα ανταλλάξιμα θεωρώ ότι προκύπτει όχι από την πραγματική ανάγκη να αντιμετωπιστεί ένα κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο, αλλά δυστυχώς από την αδυναμία εφαρμογής από την διοίκηση υφιστάμενων νόμων και την ταυτόχρονη προσπάθεια συγκάλυψης ευθυνών όλων όσων εμπλέκονται σε αυτή την πρακτική.
Συγκεκριμένα θέλω να αναφερθώ στα συμπεράσματα που μπορεί κανείς να εξάγει, από το γεγονός ότι το ίδιο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έφτασε στο σημείο να απαντήσει σε σχετικό ερώτημα διευθύντριας Κτηματικής Υπηρεσίας το 2012, σχετικά με το ποιο είναι το νομοθετικό πλαίσιο αντιμετώπισης των ζητημάτων που αφορούν την ανταλλάξιμη περιουσία.
Όταν ο ν. 357/1976 έλεγε ξεκάθαρα ότι αυτός ήταν η συνέχεια προηγούμενων νομοθετημάτων, που ρύθμιζε τα θέματα των ανταλλαξίμων ήδη από τον Ιούνιο του 1976, η παραπάνω διευθύντρια ρωτούσε το 2012 το ΝΣΚ ποιο είναι το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τα ανταλλάξιμα!…
Το αποτέλεσμα αυτού του τραγέλαφου είναι ότι η ίδια η διοίκηση δεν ανέλαβε ποτέ ευθύνες εφαρμογής ενός απλού και ξεκάθαρου στη διατύπωση νόμου, όπως ήταν υποχρεωμένη βάσει του Συντάγματος, ενώ από την άλλη εφάρμοζε μια παραφθορά του ίδιου νόμου, με ερμηνείες εντελώς υποκειμενικές και εκτός του γράμματος και του πνεύματος του ίδιου του νόμου.
Όταν λοιπόν ο 357/76 (άρθρο 13) προέβλεπε ότι εντός πέντε ετών από την ψήφισή του, έπρεπε να ολοκληρωνόταν η διαδικασία εκποίησης των ανταλλαξίμων στους δικαιούχους τους και στη συνέχεια ότι θα έπρεπε μετά την πάροδο της πενταετίας η διοίκηση και διαχείριση των ανταλλαξίμων να γίνεται σύμφωνα με τους όρους που ισχύουν γενικώς για τα δημόσια κτήματα και το ΝΣΚ γνωμοδοτεί ότι αυτή διάταξη έχει σιωπηρά καταργηθεί ενόψει νέων νομοθετημάτων, τότε κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
1ον) Από τον Ιούνιο του 1981 (πέντε χρόνια δηλαδή μετά την ψήφιση του ν. 357/1976), θα έπρεπε να απολέσουν οι κτηματικές υπηρεσίες το δικαίωμα να διαχειρίζονται τα ανταλλάξιμα ως ανταλλάξιμα, με όλες τις δυσμενείς για τους κατόχους τους επιπτώσεις.
Όμως οι κτηματικές υπηρεσίες τι έκαναν; Επέβαλαν στους κατόχους των ανταλλαξίμων αποζημιώσεις αυθαίρετης χρήσης έκτοτε, μη εκτελώντας πρωτοκόλλα διοικητικής αποβολής, ή μη προωθώντας διαδικασίες εκποίησης.
Αυτό προκάλεσε πλείστα όσα προβλήματα στους κατόχους των ανταλλάξιμων, οι οποίοι σε κάθε επαφή τους με τις κτηματικές υπηρεσίες, αφήνονταν έρμαια στους νομομαθείς των υπηρεσιών, οι οποίοι αφού τους ενημέρωναν ότι είχαν χάσει την εξάμηνη προθεσμία που δήθεν προέβλεπε ο 357 για υποβολή προς την υπηρεσία σχετικής αίτησης για εκποίηση, θα έπρεπε να υποβάλουν οι ίδιοι αιτήσεις για εκποίηση, οι οποίες όμως ήταν δήθεν εκπρόθεσμες. Αυτή η τακτική εγκλώβισε χιλιάδες κατόχους σε μια διαδικασία ατέρμονων δικαστικών εμπλοκών σε σχέση με το ύψος των επιβαλλόμενων αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης, χωρίς όμως και λόγω σχετικού νομοθετήματος, να μπαίνουν τα δικαστήρια στο ζήτημα ουσίας, το οποίο ήταν αν και κατά πόσο αυτές οι πράξεις επιβολής αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης ήταν νόμιμες. Και φυσικά δεν ήταν νόμιμες, γιατί οι προθέσεις του νομοθέτη, έτσι όπως εκφράστηκαν και με τον 357/76, ήταν σαφείς και ξεκάθαρες : ταχεία εκκαθάριση-ρευστοποίηση της ανταλλάξιμης περιουσίας. Αντί γι’ αυτό όμως οι κτηματικές υπηρεσίες συνέχιζαν να επιβάλουν απτόητες αποζημιώσεις αυθαίρετης χρήσης, όπως το πράττουν μέχρι και σήμερα, στο όνομα της δήθεν διασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος.
2ον) Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής ήταν, εδώ και 38 τουλάχιστον χρόνια από την ψήφιση δηλαδή του ν. 357 και εντεύθεν, αφενός το δημόσιο να έχει υποστεί τεράστια οικονομική βλάβη από το γεγονός ότι χιλιάδες ανταλλάξιμα δεν έχουν εκποιηθεί μέχρι και σήμερα στους νόμιμους κατόχους τους, αφετέρου οι κάτοχοί τους δεν μπόρεσαν να ξεκαθαρίσουν ένα μείζον θέμα εμπιστοσύνης και εξασφάλισης του μέλλοντος των ιδίων και των παιδιών τους, όπως είναι αυτό της επαγγελματικής και οικογενειακής στέγης.
3) Δεν φτάνει όμως αυτό, έρχεστε σήμερα κύριε Υπουργέ με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο και προτείνετε με τη λογική της βάπτισης του κρέατος σε ψάρι, να καταφέρετε ακόμη ένα πλήγμα στους κατόχους των ανταλλαξίμων, αντικαθιστώντας μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου την ονομασία των ΑΚ (ανταλλαξίμων Κτημάτων) σε ΒΚ. Δηλαδή εξομοιώνεται όλα τα ακίνητα του δημοσίου με μία λέξη, διαγράφοντας όλη την απίστευτη ταλαιπωρία όλων ημών των κατόχων που υπεστήκαμε του λιναριού τα πάθη από τις υπηρεσίες σας. Όπως προανέφερα τουλάχιστον έως τον Ιούνιο του 1981 θα έπρεπε οι υπηρεσίες εφαρμόζοντας τον 357/76, να είχαν αποστείλει προσκλήσεις στους κατόχους προκειμένου να προχωρήσουν στις διαδικασίες εκποίησης. Ενώ αυτή ήταν η επιταγή του νόμου οι εν λόγω υπηρεσίες ξεκίνησαν την επιβολή πράξεων αποζημίωσης εις βάρος μας μέχρι και σήμερα και έρχεστε και εσείς σήμερα να τους δώσετε άφεση αμαρτιών μετατρέποντας τα ανταλλάξιμα ακίνητα που κατέχουμε και εξομοιώνοντάς τα σε δημόσια. Προσέξτε κ. Υπουργέ επαναλαμβάνω, δεν φτάνει που οι κτηματικές υπηρεσίες των οποίων προϊστάμενος είσαστε εσείς και ο κάθε προκάτοχός σας, δεν εφάρμοσαν τον νόμο, δεν φτάνει που το ΝΣΚ γνωμοδοτεί ότι για τα ανταλλάξιμα ισχύει το ειδικό καθεστώς του ν. 357 και των προϊσχυόντων νόμων, δεν φτάνει που επειδή οι υπηρεσίες εφάρμοσαν εις βάρος μας πρακτικές που μας έχουν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα, έρχεστε και εσείς σήμερα με το νομοσχέδιο να μας αποτελειώσετε.
Τα ΑΚ είναι ένα σύγχρονο όνειδος για τη χώρα μας και η λύση στα προβλήματα που προκάλεσε η διοίκηση κύριε Υπουργέ δεν είναι να σπρώξουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί της λήθης.
Και είναι πράγματι όνειδος για όλους εμάς που συμμορφωνόμασταν επί δεκαετίες με τις πράξεις επιβολής αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης, σε σύγκριση με συμπολίτες μας οι οποίοι επικαλούμενοι το άρθρο 4 του ν. 3157/2004 το οποίο αφορούσε τη δυνατότητα απόκτησης κυριότητας σε ακίνητα του δημοσίου μέσω χρησικτησίας, πλην των ανταλλαξίμων, να έχουμε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια την αναλγησία του ελληνικού κράτους, το οποίο έρχεται στο τέλος να μας αποτελειώσει, αφαιρώντας μας κάθε δικαίωμα από αυτά που προβλέπει ο ν. 357.
Τουλάχιστον αναγνωρίστε στους κατόχους ανταλλαξίμων τα εξής : με την προσκόμιση πρωτοκόλλων κατάληψης του ΑΚ που κατέχουν, αποφάσεων επιβολής αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης εις βάρος μας, που να εκτείνονται σε βάθος 30ετίας, να γίνεται απευθείας εκποίηση άνευ τιμήματος στους κατόχους. Σ’ αυτούς που δεν συμπληρώνουν 30ετία στη χρήση, να τους πιστώνεται από το τίμημα το ποσό των αποζημιώσεων που έχουν καταβάλει, και να καταβάλουν το υπόλοιπο μέχρι να συμπληρωθεί αξία που υπολείπεται για την εξαγορά, στην τιμή την οποία είχε το ανταλλάξιμο τον Ιούνιο του 1981, χρόνο κατά τον οποίο βάσει του άρθρου 4 του 357/76 έπρεπε να είχε ειδοποιήσει κάθε ένας από εμάς η κατά τόπο αρμόδια κτηματική υπηρεσία.
Διαφορετικά έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις κτηματικές οι οποίες θέλουν σήμερα το 2014 να μας εκποιήσουν ακίνητα για τα οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις εξαγοράς του ν. 357 σε τιμές του 2014, λες και ευθυνόμαστε εμείς που από τον Ιούνιο του 1981 οι συγκεκριμένες υπηρεσίες δεν εφάρμοζαν τον νόμο. Αυτό κι αν δεν είναι άδικο και παράνομο. Να συμπληρώσω δε και ότι οι αποφάσεις για την επιβολή αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης είχαν θεσμοθετηθεί, αφενός για να μην εγείρουν οι κάτοχοι των ανταλλαξίμων ίδια δικαιώματα κυριότητας λόγω χρησικτησίας, καθώς δεν υπήρχε νόμιμη σχέση που να τους συνδέει με τα συγκεκριμένα ακίνητα, αφετέρου για να εισπράττει και το δημόσιο για όσο χρόνο δεν είχε αντιληφθεί τον αυθαίρετο κάτοχο να χρησιμοποιεί το ανταλλάξιμο. Από τη στιγμή όμως που τον εντόπιζε, υποχρέωση της κτηματικής ήταν να του κοινοποιήσει πρόσκληση εντός έξι μηνών από τον Ιούνιο του 1976 για να το εξαγοράσει και αν δεν το ήθελε να τον αποβάλει με πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Όχι να τον «αρμέγει» γι απροσδιόριστο χρόνο στο διηνεκές μέχρι είτε να πεθάνει, είτε να παραιτηθεί από το δικαίωμά του!
Επίσης αιτήσεις εξαγοράς για 10 – 20 χρόνια λιμνάζουν κάπου σε κάποια υπηρεσία, επιτροπή η ακόμη και σε επιτροπές του υπουργείο σας για διάφορους λόγους γιατί εφόσον δεν υπάρχει νόμος για τα δικαιολογητικά της εκποίησης ότι θέλει κάνει (ζητάει) το σύστημα.
Τι έχει χάσει το κράτος.
Αν είχε ξεκαθαρίσει η ανταλλάξιμη – δημόσια περιουσία με τον νόμο 357 μετά το 1981 την 20ετία 1990 – 2010 οι εκατοντάδες χιλιάδες αγοραστές διαμερισμάτων θα αγόραζαν οικόπεδο της δημόσιας πλέον περιουσίας με τα μισά λεφτά από αυτά που αγόρασαν διαμέρισμα θα το έδιναν αντιπαροχή και θα είχαν άλλη ποιότητα ζωής. Έτσι έγινε η Ελλάδα αυτή που είναι κύριε υπουργέ σήμερα όταν την 10ετία 1955 – 1965 οι κτηματικές υπηρεσίες δούλεψαν σχεδόν για τον πολίτη
Αν παρ’ όλα αυτά προωθήσετε το νομοσχέδιο, μη λαμβάνοντας υπόψη τη δίκαιη αγανάκτησή μας, τότε θα είμαστε αναγκασμένοι να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι κινείστε στη λογική που λέει ότι κόρακας κορακιού μάτι δεν βγάζει και ότι δεν θέλετε στην πραγματικότητα να λύσετε προβλήματα, αλλά να δημιουργήσετε και άλλα, σε μια στιγμή μάλιστα που το κράτος πρέπει να αποδεικνύει ότι διαπνέεται από διάθεση ισονομίας και δικαιοσύνης απέναντι σε όλους τους πολίτες..
Σύμφωνα και με όσα αναφέρουν και άλλοι «παθόντες» από την Ρόδο όπου συνέβησαν όλα αυτά τα απίστευτα.. σε εμάς τους καλόπιστους αγοραστές με βάσει τα δεδομένα των κτηματικών εγγραφών αναφέρω και εγώ τα εξής:
• Το 1996 αφού ελέγξαμε μέσω των δικηγόρων μας τις εγγραφές στα Κτηματολογικά βιβλία και διαπιστώσαμε ότι τα ακίνητα ήσαν εγγεγραμμένα στα ονόματα των πωλητών μετά από απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή, όπως γίνεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, στην συνέχεια προβήκαμε σταδιακά στην αγορά διαφόρων γειτονικών ακινήτων εκτός σχεδίου με σκοπό την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας 5 αστέρων, εξασφαλίζοντας προς τούτο όλες τις εγκρίσεις, καθορισμού αιγιαλού, δασαρχείου, ΥΠΕΚΑ, περιβαλλοντικές μελέτες, ΕΟΤ, και τέλος νόμιμη οικοδομική άδεια με βάση την οποία ανεγείραμε την μονάδα μας 600κλινών. Η μονάδα λειτουργεί από το 2009 και το 2012 το Ελληνικό Δημόσιο ανακάλυψε ότι μέρος των ακινήτων αυτών, ευτυχώς όχι των παραλιακών, κακώς μεταγράφηκε στους πωλητές μας για διάφορους λόγους που επικαλείται. Σύμφωνα με το άρθρο 41 του ισχύοντος Κτηματικού Κανονισμού «αι δικαστικαί αγωγαί δεν δύνανται να βλάψωσι τους τρίτους, οίτινες απέκτησαν την κυριότητα του ακινήτου ή δικαιώματα επί τούτου, εξ επαχθούς αιτίας και καλή τη πίστει, επί τη βάσει των δεδομένων της κτηματικής εγγραφής, ήτις προϋπήρχε της εγέρσεως και καταχωρήσεως της αγωγής». Το άρθρο 41 του Κτηματικού Κανονισμού υλοποιεί την αρχή της δημόσιας πίστης των κτηματικών βιβλίων και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του θεσμού. Με την παραπάνω αρχή εννοώ τον νομικό κανόνα της προστασίας της καλόπιστης κτήσης εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου καταχωρισμένου στα κτηματικά βιβλία που στηρίχθηκε στην υπάρχουσα αδικαιολόγητη κατά το ουσιαστικό δίκαιο κτηματική καταχώρηση. Υπέρ και κατά παντός, οι κτηματικές καταχωρήσεις αποτελούν την βάση μαχητού νόμιμου τεκμηρίου του εμπραγμάτου δικαιώματος, ειδικά όμως υπέρ του καλόπιστου τρίτου ο οποίος στήριξε τη κτήση εμπραγμάτου δικαιώματος επ αυτών, θεωρούνται κατά πλάσμα δικαίου ως αληθείς. Λογίζονται δηλ. ότι συντρέχουν υπέρ αυτού οι θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις της κτήσης όπως προκύπτουν από το κτηματικό βιβλίο. Δημόσιας πίστης απολαμβάνουν τόσον οι αρχικές θεμελιώδεις όσο και οι επακόλουθες αυτών καταχωρήσεις μεταβολών του εμπραγμάτου δικαιώματος (Ολ. Α.Π. 569/1975 ΝοΒ 23 σελίς 1081). Η ανωτέρω απόφαση του Α.Π. υιοθετώντας τις απόψεις επί του θέματος, του Καθηγητή Ι. Σόντη στο άρθρο του «Η προστασία του τρίτου κατά το ισχύον εν Δωδεκανήσω σύστημα του Κτηματικού βιβλίου» (εν ΝοΒ 18 σελίς 262), αποφάνθηκε ότι τόσο οι αρχικές ή θεμελιώδεις καταχωρήσεις όσο και οι μεταγενέστερες αυτών εγγραφές ή σημειώσεις παρέχουν δημόσια πίστη, ώστε βάσει αυτών να συναλλάσσεται με ασφάλεια ο τρίτος οσάκις είναι καλόπιστος σε περίπτωση κτήσης εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου με επαχθή τίτλο. Από τότε έχουν εκδοθεί δεκάδες αντίστοιχες αποφάσεις δικαστηρίων στο ίδιο πνεύμα μερικές εκ των οποίων είναι: 112/1988 Εφετ. Δωδ/σου, 561/1984 Πολυμ. Πρωτ. Ρόδου, 2/1987 Πολ. Πρωτ. Ρόδου, 113/1988 Εφετ. Δωδ/σου, 1004/1982 τμήμα Γ, Νομολ. Αρείου Πάγου, 103/2000 Εφετ. Δωδ/σου, 249/1982 Εφετ. Δωδ/σου, 1004/1982 Τμ. Γ΄ Αρείου Πάγου, 1007/1982 Τμ. Γ΄ Αρείου Πάγου, 56/2004 Εφ. Δωδ/σου, 55/2004 Εφ. Δωδ/σου.
• Πρέπει λοιπόν να υπάρξει χωριστή διάταξη η οποία δεν υπάγεται στους περιορισμούς επιφάνειας που έχουν τα δύο νομοσχέδια (κάτω των είκοσι στρεμμάτων το ένα, είτε άνω των 50 στεμμάτων το άλλο) και η οποία περίπου πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής:
Εισηγητικό:
Η παρακάτω τροπολογία αναφέρεται στα ακίνητα εκείνα για τα οποία οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες τους, τα απέκτησαν καλή τη πίστει όπως προκύπτει από τα δεδομένα των προ της μεταβίβασης σε αυτούς επίσημων κτηματικών εγγραφών, και οι οποίοι στην συνέχεια ανέγειραν επ αυτών κτίσματα με νόμιμη οικοδομική άδεια αξιοποιώντας τον συντελεστή δόμησης των ακινήτων αυτών, των διεκδικούμενων εκ των υστέρων από το Δημόσιο (δηλαδή μετά την καλή τη πίστη μεταβίβαση σε αυτούς των ακινήτων), είτε δεσμεύοντας τις εκτάσεις αυτές για εγκατάσταση Α.Π.Ε. είτε άλλες επαγγελματικές χρήσεις.
Προτεινόμενη διάταξη:
«Οποιοσδήποτε κατέχει προ δεκαετίας από την δημοσίευση του παρόντος, εξ επαχθούς αιτίας και καλή τη πίστει βάσει των δεδομένων των κτηματικών εγγραφών, Δημόσιο ακίνητο που ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου είτε ακίνητο διεκδικούμενο από το Δημόσιο, καταγεγραμμένο ή μη, με κτίσματα επ αυτού για τα οποία έχει εκδοθεί νόμιμη οικοδομική άδεια στην οποία χρησιμοποιήθηκε το σύνολο του συντελεστή δόμησης των κατεχομένων ακινήτων, είτε δεσμεύοντας τις εκτάσεις αυτές για εγκατάσταση Α.Π.Ε. είτε άλλες επαγγελματικές χρήσεις, και χρησιμοποιούμενο για γεωργικούς, επαγγελματικούς, βιομηχανικούς, βιοτεχνικούς, τουριστικούς ή άλλους σκοπούς, δικαιούται να ζητήσει από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών την απ΄ ευθείας εξαγορά αυτών, τηρουμένων κατά τα λοιπά των προβλεπομένων στα λοιπά άρθρα του παρόντος. Η προς εξαγορά επιφάνεια στις περιπτώσεις αυτές για τις εκτός σχεδίου περιοχές δεν υπόκειται στους περιορισμούς του παρόντος»
Με αφορμή το Νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της δυνατότητας εξαγοράς από ιδιώτες κατεχομένων ακινήτων του Δημοσίου, το οποίο τέθηκε στη δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Οικονομικών, έχω να παρατηρήσω τα εξής :
Σε ό,τι με αφορά, έχω μπει στη διαδικασία εξαγοράς ανταλλάξιμου ακινήτου με τις διατάξεις του νόμου 357/1976, μια διαδικασία η οποία αισίως ξεπερνά τα 20 και κοντεύει τα 25 χρόνια ταλαιπωρίας μου καθώς και οικονομικής και ψυχολογικής εξόντωσης δικής μου και της οικογένειάς μου.
Είναι απορίας άξιο για ποιον λόγο ο Υπουργός Οικονομικών ξεκινά ως αρμόδιος εκπρόσωπος του Κράτους μια νέα διαδικασία ψήφισης νόμου για το ζήτημα, όταν το ίδιο το Κράτος που εκπροσωπεί σε αυτό το πόστο ο ίδιος, φαίνεται ότι δεν έχει καταλάβει ποιο είναι το πρόβλημα, το οποίο προσπαθεί να διαχειριστεί. Και εξηγούμαι : από τη φερόμενη ως εισηγητική έκθεση του υπό ψήφιση νομοσχεδίου, οι λόγοι για τους οποίους ο Υπουργός αποφάσισε να ασχοληθεί με το πρόβλημα είναι ότι :
• Επιλύεται ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα, αυτό της μακρόχρονης παράνομης κατοχής δημοσίων κτημάτων από ιδιώτες, για την αντιμετώπιση της οποίας υφίσταται δυσχέρεια επιβολής της κείμενης νομοθεσίας λόγω : α. Έλλειψης κατάλληλων οργανωτικών υποδομών των αρμόδιων υπηρεσιών β. Κοινωνικών λόγων.
• Εκκαθαρίζεται το χαρτοφυλάκιο της Δημόσιας Περιουσίας.
• Διευρύνονται και απλοποιούνται οι προϋποθέσεις ένταξης στη ρύθμιση, σε σχέση με το προηγούμενο νομικό καθεστώς, που απαιτούσε εισοδηματικά κριτήρια.
• Το τίμημα ορίζεται στο ύψος της αντικειμενικής αξίας κάθε ακινήτου, σε σχέση με χαμηλότερα τιμήματα προηγούμενων νόμων.
• Αναμένονται άμεσα έσοδα, από το τίμημα εξαγοράς.
• Αναμένονται σταθερά ετήσια έσοδα από: α. Την ένταξη των εξαγοραζόμενων δημοσίων κτημάτων στο σύστημα φορολογίας ακινήτων β. Τη νομιμοποίηση αυθαιρέτων κτισμάτων επί των εξαγοραζόμενων ακινήτων γ. Τη διενέργεια φορολογητέων πράξεων διαχείρισης από τους νόμιμους πλέον ιδιοκτήτες (πωλήσεις, ενοικιάσεις, δωρεές, γονικές παροχές κλπ).
Σε ό,τι αφορά λοιπόν το υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει, ότι πράγματι η ανικανότητα του ελληνικού Κράτους είναι η αιτία, μεταξύ πολλών άλλων δεινών, που υποφέρουμε σε αυτή τη χώρα.
Όταν όμως γίνεται αναφορά «σε δυσχέρεια επιβολής της κείμενης νομοθεσίας λόγω : «Έλλειψης κατάλληλων οργανωτικών υποδομών των αρμόδιων υπηρεσιών», τότε πρέπει κανείς να κουμπωθεί, γιατί είτε ο Υπουργός δεν ξέρει για ποιο πράγμα μιλάει, είτε αντίθετα ξέρει και θέλει να συγκαλύψει υπαρκτές και βαριές ευθύνες ενός δημόσιου τομέα, ο οποίος επί σειρά δεκαετιών εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο πόνο, πλουτίζοντας από τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, με διάφορους τρόπους, μεταξύ των οποίων η επιβολή αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης.
Συγκεκριμένα, αν υποθέσουμε ότι ο Υπουργός έχει αντιληφθεί, ότι η μη εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας οφείλεται στην έλλειψη κατάλληλων οργανωτικών υποδομών των αρμόδιων οργάνων, τότε στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, θα πρέπει να περιλάβει διατάξεις με τις οποίες οι σημερινοί, αλλά και χθεσινοί διαχειριστές της πάσης φύσεως δημόσιας ακίνητης περιουσίας, να αποξενώνονται από τη δυνατότητα, να έχουν οποιασδήποτε μορφής αρμοδιότητα σχετική με το θέμα.
Αντί για αυτό όμως, ήδη στο άρθρο 2 του νομοσχεδίου, προβλέπεται ότι οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να αποταθούν στις αρμόδιες Κτηματικές Υπηρεσίες, προκειμένου να υποβάλουν σχετικό αίτημα περί εξαγοράς. Με άλλα λόγια «τι’ χες Γιάννη, τι’ χα πάντα». Αυτό που σκέφτηκε δηλαδή ο Υπουργός να κάνει πρωτ΄ απ΄ όλα, είναι να διατηρήσει τους υπεύθυνους για την επί σειρά δεκαετιών απίστευτη ταλαιπωρία χιλιάδων πολιτών, αυτούς που κομψά και ο ίδιος περιγράφει ως «. Έλλειψη κατάλληλων οργανωτικών υποδομών των αρμόδιων υπηρεσιών», στις αποφασιστικές θέσεις.
Λοιπόν το δούλεμα πρέπει να τελειώσει μια και καλή. Όποιος βάζει τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα, δεν έχει δικαίωμα κ. Υπουργέ μετά να κλαίει επειδή ο λύκος του έφαγε τα πρόβατα.
Ο ν. 357/76 υπό τον ξεκάθαρο τίτλο «επιτάχυνση της ρευστοποίησης-εκκαθάρισης της ανταλλαξίμου περιουσίας», προέβλεπε ξεκάθαρα διαδικασίες και προθεσμίες, οι οποίες αν τηρούνταν, το χρονίζον θέμα της αποκατάστασης των επονομαζόμενων «ανταλλάξιμων» προσφύγων, όσων αποκλήθηκαν έτσι βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, θα είχε λυθεί, αν μη τι άλλο, λίγο μετά το 1923. Αλλά και πριν από αυτό τον νόμο υπήρξαν και άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες πάντα διακήρυτταν τις αγνές προθέσεις να επιταχύνουν την εκποίηση των ανταλλάξιμων ακινήτων, με σκοπό την αντιμετώπιση των οξέων κοινωνικών προβλημάτων που προκαλούσε η χρονίζουσα μη επίλυση του προβλήματος. Παράδειγμα το ΝΔ 3713/1957, προκάτοχος του ν. 357/1976, όπου αρκεί και μια απλή ανάγνωση της εισηγητικής έκθεσης του αρμόδιου Υπουργού προς τη Βουλή, προκειμένου να καταλάβει πόσο τα προβλήματα που σήμερα προσπαθεί να λύσει ο Υπουργός είναι παλιά, αλλά και πόσο δεν πρόκειται αυτά να λυθούν, όταν η κύρια αιτία που τα προκάλεσε, όλα αυτά τα χρόνια, είναι η απαράδεκτη διαχείριση των κτημάτων αυτών, από τις κατά τόπους Κτηματικές Υπηρεσίες. Παραθέτω προς επιβεβαίωση των όσων αναφέρω, ένα μικρό απόσπασμα των λόγων που επικαλούνταν μεταξύ άλλων ο νομοθέτης στην παραπάνω εισηγητική έκθεση: « ….. ο κατεπείγων όμως χαρακτήρ των αναγκών αποκαταστάσεως των αναποκατάστατων προσφύγων δεν επιτρέπει νέους πειραματισμούς διά των οποίων θα ετίθετο εν αμφιβόλω η πραγματοποίησις της ταχείας εκποιήσεως της ανταλλαξίμου περιουσίας και της αποκλειστικής διαθέσεως του προϊόντος αυτής διά τον σκοπόν τούτον, κατά την ήδη ειλημένην και αμετάτρεπτον αποφάσεως της Κυβερνήσεως. -5. Διά σειράς άλλων διατάξεων του νομοσχεδίου επιλύονται και διακανονίζονται τα υφιστάμενα εκκρεμή ζητήματα επί των αγροτικών και αστικών ανταλλαξίμων κτημάτων λαμβάνεται δε μέριμνα όπως εντός ορισμένου χρόνου περατωθή η όλη εργασία εξαγοράς των κατεχομένων κτημάτων, κατά τρόπον ώστε οι ήδη κατέχοντες ταύτα να λάβουν το ταχύτερο και τα σχετικά παραχωρητήρια αποκτώντες ούτο το συναίσθημα της ησυχίας και της ασφάλειας, ότι είναι κύριοι του κατεχόμενου κτήματος αιρομένης της αβεβαιότητας η οποία τους συνέχει σήμερον…»
Αυτό που συνέβη όμως και παρά τις εξαγγελίες και του παραπάνω ΝΔ, ήταν το εξής : ο ν. 357/1976, υποχρέωνε τις κατά τόπους ΔΑΠ και μετέπειτα Κτηματικές Υπηρεσίες να καλούν εντός 6 μηνών από την ψήφιση του νόμου, δηλαδή από τον Ιούνιο του 1976, τους «αυθαίρετους κατόχους» ανταλλάξιμων ακινήτων, να εκφράσουν την βούλησή τους για εξαγορά ή όχι του ακινήτου το οποίο «αυθαίρετα» κατείχαν. Σε περίπτωση παρέλευσης του εξαμήνου, ή αρνητικής απάντησης του κατόχου, η Υπηρεσία αφού επέβαλε αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης για όσο χρονικό διάστημα υπήρχε η αυθαίρετη κατοχή του ανταλλάξιμου, έπρεπε να προχωρήσει σε έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής εις βάρος του αυθαίρετου κατόχου, να τον αποβάλει και να επιστρέψει το ακίνητο στο χαρτοφυλάκιο της δημόσιας περιουσίας. Σε αυτή τη ρύθμιση οδηγήθηκε ο νομοθέτης, επειδή προφανώς για ακόμη μια φορά διαπίστωνε ότι οι Υπηρεσίες δεν εννοούσαν να συμμορφωθούν με τις προηγούμενες νομοθετικές επιλογές του.
Οι κατά τόπους όμως ΔΑΠ και μετέπειτα Κτηματικές Υπηρεσίες τι έκαναν; Σχεδόν ποτέ δεν εξέδιδαν τις παραπάνω προσκλήσεις, που να τις επέδιδαν με αποδεικτικά επίδοσης, όπως προβλέπεται στον εκάστοτε έκτοτε ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στους κατόχους αυτών των ακινήτων. Αντίθετα, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι όποτε οι παραπάνω κάτοχοι, μετά από ανάγκες που δημιουργούσε η ίδια η ζωή –για παράδειγμα θάνατοι των αρχικών κατόχων και ανάγκη να γίνουν αποδοχές κληρονομιάς, γάμοι των παιδιών τους και ανάγκη να γίνουν γονικές παροχές κοκ- πληροφορούνταν ότι λόγω του χαρακτηρισμού του ακινήτου που αυτοί κατείχαν ως ανταλλάξιμων, να προσφεύγουν στις αρμόδιες Κτηματικές Υπηρεσίες. Και αυτό μάλιστα, η κατοχή δηλαδή μετέπειτα χαρακτηρισθέντων ως ανταλλάξιμα ακίνητα συνέβαινε πολλές φορές, πολύ πριν εμφανιστεί η τότε ΥΔΑΜΚ στην περιοχή και αποδώσει τον, όπως αποδείχτηκε στην πορεία των ετών, επονείδιστο χαρακτηρισμό του ανταλλάξιμου ακινήτου στο ακίνητο που κατείχαν.
Και ποια ήταν και είναι μέχρι και σήμερα η συμπεριφορά των Κτηματικών Υπηρεσιών; Για να «εξυπηρετήσουν» τον δύσμοιρο πολίτη, -ο οποίος για παράδειγμα (το παράδειγμα δεν είναι φανταστικό αλλά αληθινό) γνώριζε ότι ο ψαράς παππούς του στο συγκεκριμένο οικόπεδο είχε αναστήσει την οικογένειά του τουλάχιστον πριν το 1930, όταν η ΥΔΑΜΚ εμφανίστηκε στην περιοχή, προκειμένου να ασκήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού Κράτους, χαρακτηρίζοντας το συγκεκριμένο ακίνητο ως ανταλλάξιμο-, τον «συμβούλευαν» ότι έπρεπε εκείνος να υποβάλει αίτηση για εξαγορά του ακινήτου το 2010, προκειμένου να ενημερώσει την Υπηρεσία για την κατοχή εκ μέρους του εκάστοτε ανταλλάξιμου ακινήτου. Και σαν να μην έφτανε αυτό σε σχετική Επιτροπή με αντικείμενο την αίτηση εξαγοράς του 2010, τον ενημέρωσαν ότι δεν έχει δικαιώματα, διότι τον Απρίλιο του 2014 που συνεδρίασε η συγκεκριμένη Επιτροπή, το πλινθόκτιστο οίκημα στο οποίο είχε γεννηθεί ο πατέρας του, οι θείοι του αλλά και ο ίδιος, είχε καταπέσει, άρα δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 του 357/76. Βέβαια αν η Επιτροπή αυτή είχε εφαρμόσει σωστά τον νόμο και μέχρι τον Δεκέμβριο του 1976 είχε αποστείλει στη γιαγιά –γιατί ο παππούς, που είχε χτίσει το πλινθόκτιστο πριν το 1930, ημερομηνία κατά την οποία τον «είδε» στο συγκεκριμένο ακίνητο και τον κατέγραψε η ΥΔΑΜΚ, είχε ήδη πεθάνει από το 1957- την προβλεπόμενη πρόσκληση, το πλινθόκτιστο όχι μόνο δεν θα είχε καταπέσει, αλλά θα είχε αντικατασταθεί ως ιδιόκτητο, από ένα αξιοπρεπές κανονικό σπίτι.
Ο πολίτης στον αντίποδα όμως, φυσικά και έκανε αυτό που του έλεγε η Υπηρεσία, υπογράφοντας ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο και την προσωπική του καταδίκη στην εμπλοκή στο γρανάζι μιας διαδικασίας, η οποία είχε ως στόχο, όχι τον διακηρυγμένο, αυτόν δηλαδή που υπήρχε στο προοίμιο όλων των νόμων που αφορούσαν την επιτάχυνση της εκποίησης και του ν. 357/1976, περί επιτάχυνσης της εκκαθάρισης-ρευστοποίησης της ανταλλάξιμης περιουσίας, αλλά στη μετατροπή του παραπάνω νόμου, μέσω της «μετάφρασής» του από τους αρμόδιους υπαλλήλους, σε τρόπο διαχείρισης των παραπάνω ακινήτων με στόχο την καθυστέρηση της εκποίησης.
Μετά λοιπόν την υποβολή της περιβόητης αίτησης, ο άτυχος αιτών, λάμβανε απόφαση από την αρμόδια Επιτροπή Δημοσίων Κτημάτων, περί επιβολής εις βάρος του αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, για το χρονικό διάστημα που ο ίδιος δήλωνε, κατόπιν πάντα υπόδειξης του υπαλλήλου, ότι κατείχε αυθαίρετα το συγκεκριμένο ακίνητο.
Ενώ λοιπόν του παρουσιαζόταν από τους υπαλλήλους της Κτηματικής Υπηρεσίας, η συγκεκριμένη διαδικασία, ως σύννομη και αυτή βάσει της οποίας ο δύσμοιρος πολίτης, θα εξαγόραζε τελικά, το ακίνητο που κατείχε, στην πράξη η διαδικασία αυτή οδηγούσε σε έκδοση αλλεπάλληλων αποφάσεων για επιβολή αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης, με την προβολή από την πλευρά των υπαλλήλων της Κτηματικής Υπηρεσίας ως λόγου για τον οποίο δεν προχωρούσε η διαδικασία της εκποίησης, τη μη σύγκληση των Επιτροπών, οι οποίες όμως στο μεταξύ, μια χαρά συγκαλούνταν για να εκδώσουν τις παραπάνω αναφερθείσες αποφάσεις για τις αποζημιώσεις αυθαίρετης χρήσης. Ταυτόχρονα τον «ενημέρωναν» ότι είχε χάσει έτσι κι αλλιώς την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 4 του ν. 357/76, στην οποία έχουν δώσει το εξής περιεχόμενο-μετάφραση : ότι δηλαδή ο πολίτης έχει προθεσμία έξι μηνών από την ψήφιση του 357/76, προκειμένου να ειδοποιήσει εκείνος την Κτηματική Υπηρεσία για τις προθέσεις του, προθεσμία βέβαια την οποία είχαν χάσει σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, καθώς επρόκειτο για μεροκαματιάρηδες, ψαράδες και γενικώς ανθρώπους αγράμματους του μόχθου, οι οποίοι δεν είχαν πρόσβαση σε πολύ βασικότερες πηγές πληροφόρησης, πολύ δε περισσότερο δεν ενημερώνονταν για τα ΦΕΚ. Επομένως με αυτό το επιχείρημα ξεκινούσε το γαϊτανάκι των αποφάσεων περί επιβολής αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης εις βάρος των κατόχων, οι οποίοι προκειμένου να μην χάσουν τα δικαιώματα τους, ανέχονταν ως νόμιμη μια διαδικασία, η οποία τους είχε παρουσιαστεί με την παραπάνω περιγραφείσα διαδικασία ως νόμιμη και με καλή πίστη κατέβαλαν αδιάλειπτα επί σειρά δεκαετιών τα παραπάνω ποσά. Για να μην χάσουν τα δικαιώματά τους. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνταν μια ιδιότυπη κατάσταση ομηρίας, επί της οποίας αναπτύσσονταν πιέσεις εις βάρος τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ταυτόχρονα και εξαρτήσεις από τις διαθέσεις του εκάστοτε αρμόδιου υπαλλήλου, ο οποίος προωθούσε προς εκποίηση ανταλλάξιμα ακίνητα με κριτήρια προφανώς προσωπικά και όχι αυτά που ο νομοθέτης του επέβαλε.
Με αυτή την τακτική δημιουργήθηκε με το πέρασμα του χρόνου η εύλογη πεποίθηση στους πολίτες ότι το ζήτημα της εκποίησης εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις διαθέσεις των συγκεκριμένων υπαλλήλων, πεποίθηση βέβαια που καλλιεργούνταν από τους ίδιους τους υπαλλήλους, αλλά δεν απείχε και από την πραγματικότητα, αφού με την «διαδικασία» που παρουσιάζουν ως νόμιμη, η εκποίηση ή όχι του ακινήτου ουσιαστικά εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις διαθέσεις τους. Και αυτό γιατί όπως προείπα, από τη στιγμή που δεν είχε κοινοποιήσει η Κτηματική πρόσκληση στους πολίτες, όπως προβλέπει ο ν. 357/76, δεν ξεκινούσε ποτέ να τρέχει η σχετική εξάμηνη προθεσμία, ούτε για το Δημόσιο, αλλά ούτε και για τον πολίτη. Αυτό που ξεκινούσε όμως, ήταν αλλεπάλληλες και ατέρμονες αποφάσεις επιβολής αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, μέχρι να εξαντληθεί, , ή να αποβιώσει ή να εξαρτάται από τη εκάστοτε βούληση των υπαλλήλων, ο δύσμοιρος πολίτης. Παράλληλα το Δημόσιο έχει χάσει επί σειρά δεκαετιών ένα σημαντικό έσοδο από την εκποίηση αυτών των ακινήτων, έχει εμπλέξει δεκάδες δικαστές, παρέδρους και συμβούλους του ΝΣΚ σε ατελείωτες δικαστικές εμπλοκές και παραστάσεις σε Δικαστήρια εναντίον των υπαρκτών δικαιωμάτων των πολιτών και έχει με αυτό τον τρόπο τροφοδοτήσει με εξουσίες διαχείρισης τους υπαλλήλους των κτηματικών Υπηρεσιών, όχι προς όφελος του Δημοσίου συμφέροντος. Και όλα αυτά όταν το τουρκικό δημόσιο, κατά πληροφορίες μου, είχε εκκαθαρίσει το ζήτημα των ανταλλάξιμων περιουσιών, σε ότι το αφορούσε, ήδη δύο χρόνια μετά την τη συνθήκη της Λωζάννης, δηλαδή το 1925 !!! Για εμάς τους ιθαγενείς ίσχυσε το γνωστό «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει».
Με αυτό τον τρόπο οι Κτηματικές Υπηρεσίες αποκτούσαν ατελείωτο χρόνο «διαπραγμάτευσης» με τους πολίτες, έχοντας την πολυτέλεια να χειρίζονται τα ακίνητα του Δημοσίου κατά το δοκούν, έναντι του πολίτη, ο οποίος είτε έμπλεκε στον κυκεώνα των δικαστικών διεκδικήσεων, είτε «συνθηκολογούσε» παρατείνοντας την κατάσταση ομηρίας του, το δε Δημόσιο και ο εκάστοτε Υπουργός Οικονομικών απορούσε(;), γιατί τα ανταλλάξιμα δεν εκποιούνταν.
Ενόψει των παραπάνω ο Υπουργός έρχεται σήμερα να νομοθετήσει και πάλι μια διαδικασία για γρήγορη εκποίηση και των ανταλλάξιμων ακινήτων, ενώ όμως και πάλι θα ζητήσει φακέλους που διατηρούνται από τις Κτηματικές Υπηρεσίες, με στοιχεία όμως που αφορούν τα παραπάνω ακίνητα, διαμορφωμένα έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκποίηση των ακινήτων στους πραγματικούς δικαιούχους τους, όπως συμβαίνει άλλωστε, μέχρι και σήμερα. Η προσωπική μου εμπειρία όταν το «αίτημά» μου για εκποίηση ανταλλάξιμου, μετά από απόρριψή του από την τοπική Επιτροπή Δημοσίων Κτημάτων και μετά από προσφυγή μου συζητήθηκε στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του άρθρου 90 του ΠΔ 284/88, ήταν οικτρή. Εμφανίστηκε ο φάκελος τον οποίο τηρεί στο Υπουργείο Οικονομικών η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Περιουσίας Τμήμα Γ’ Ανταλλαξίμων Κτημάτων, να περιέχει δύο έγγραφα, όταν ο αντίστοιχος στη Θεσσαλονίκης, ο τηρούμενος από την Κτηματική Υπηρεσία Θεσσαλονίκης, είχε πάχος τουλάχιστον δέκα εκατοστών! Μεγάλη η απόσταση μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, αυτό όμως δεν δικαιολογεί την «ελάφρυνση» των ίδιων φακέλων, όταν μάλιστα ο τηρούμενος στο Υπουργείο Οικονομικών αντίστοιχος φάκελος, πρέπει να ενημερώνεται με το περιεχόμενο των όποιων τροποποιήσεων και εγγράφων υφίσταται ο αντίστοιχος που τηρείται στη Θεσσαλονίκη. Εγώ μάλιστα αιτήθηκα μέσω της Κτηματικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης να λάβω αντίγραφα από συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία αποδείκνυαν τα δικαιώματά μου επί του προς εκποίηση ακινήτου και η απάντηση όχι μόνο προς εμένα, αλλά και προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο ήταν ότι το συγκεκριμένο έγγραφο δεν υπήρχε. Τελικά με δικές μου προσπάθειες το έγγραφο βρέθηκε στην Αθήνα, με δική μου ταλαιπωρία και ζημία, καθώς αναγκάστηκα όχι μόνο να υποστώ τα έξοδα και την ταλαιπωρία της μετάβασης τρεις φορές στην Αθήνα, προσπαθώντας να διορθώσω τις ελλείψεις στα έγγραφα που δεν έστελνε η Κτηματική στην Διεύθυνση Ανταλλαξίμων, αλλά πλήρωσα και τις τρεις φορές και τον δικηγόρο μου, προκειμένου να παρίσταται και αυτός στις συνεδριάσεις του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.
Πάμε τώρα στο θέμα της «βάφτισης» όλων των ακινήτων του Δημοσίου σε ΒΚ. Για όσους δεν γνωρίζουν η διάκριση σε ΒΚ και ΑΚ των ακινήτων, στηρίζεται στο εάν αυτά είναι ελεύθερα ή υπό κατοχή. Στο υπό διαβούλευση όμως νομοσχέδιο στο άρθρο 1 παρ. γ υπό τον τίτλο ορισμοί, γίνεται αναφορά σε Ακίνητα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών, καταγεγραμμένα ή υπό καταγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος στα αρχεία των οικείων κτηματικών υπηρεσιών (στο εξής «ακίνητα Β.Κ.») καθώς και μη καταγεγραμμένα. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια «τσουβαλιάσματος» των ακινήτων υπό τον χαρακτηρισμό τους στο εξής σε ΒΚ, εξαλείφοντας μονοκονδυλιά μια διάκριση, εξαιτίας της οποίας εγώ και χιλιάδες άλλοι συμπολίτες μου υπεστήκαμε τεράστια ταλαιπωρία –εγώ ακόμη την υφίσταμαι, όπως και ο εγγονός του ψαρά που προανέφερα-. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν με το άρθρο 4 του 3127/2003 να επιτρέπεται σε όσους νέμονται καλή τη πίστη ακίνητα του Δημοσίου με τα προσόντα της χρησικτησίας, να δικαιούνται να τους παραχωρείται η κυριότητα από το Δημόσιο και μάλιστα χωρίς τίμημα και εγώ επειδή το δικό μου ακίνητο χαρακτηρίστηκε ανταλλάξιμο, να υφίσταμαι απίστευτη ταλαιπωρία. Πώς δικαιολογείται αυτό και μάλιστα να έχει χρησιμοποιηθεί από το Δημόσιο ως εις βάρος μου επιχείρημα σε σχετική ανακοπή μου κατά πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, το γεγονός δηλαδή ότι εγώ επί σειρά ετών πληρώνω αυτές τις αποζημιώσεις, ενώ κάποιοι άλλοι αυθαίρετοι κάτοχοι και αυτοί δημόσιας γης, όχι όμως ανταλλάξιμης, να αρκεί να αποδεικνύουν απλώς την ύπαρξη των προσόντων της χρησικτησίας και να δικαιούνται με τον τρόπο αυτό την άνευ τιμήματος παραχώρησης σε αυτούς των ακινήτων που κατέχουν. Που υπάρχει ισονομία και ισοπολιτεία σε αυτές τις περιπτώσεις; Εγώ με καλή πίστη να πληρώνω επί σειρά ετών, επειδή οι υπάλληλοι εφάρμοζαν τον νόμο λανθασμένα και άλλοι να μην έχουν καταβάλει ούτε ευρώ στο Δημόσιο και να δικαιώνονται σε απευθείας εκποίηση χωρίς τίμημα.
Ενόψει των παραπάνω, θα πρέπει Υπουργέ να σκύψετε με προσοχή στις παρατηρήσεις που σας αναφέρω και να φροντίσετε να δημιουργήσετε ένα όργανο ανεξάρτητο από τις Κτηματικές Υπηρεσίες, το οποίο να αναλάβει όλους τους φακέλους των υπό διεκδίκηση κατεχόμενων ανταλλαξίμων ακινήτων και αφού αντιπαραβάλει το περιεχόμενό τους με το περιεχόμενο των τηρούμενων φακέλων στην Γ΄ Τμήμα Ανταλλαξίμων Κτημάτων της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας στο Υπουργείο Οικονομικών, να αποστείλει αυτό προσκλήσεις στους κατόχους να υποβάλουν αιτήσεις εξαγοράς αν το επιθυμούν, όπως προβλέπει στο άρθρο 4 παρ. 1 ο ν. 357/1976 και σε όσους αποδεικνύουν κατοχή και καταβολή αποζημιώσεων αυθαίρετης χρήσης για διάστημα 30 ετών, αντίστοιχο αυτού που προβλέπεται σο άρθρο 4 του ν. 3127/2003, να τους τα εκποιήσετε άνευ τιμήματος. Για όσους έχουν καταβάλει αποζημιώσεις για λιγότερο χρόνο, να τους αφαιρεθούν τα ποσά που κατέβαλαν από το τίμημα το οποίο θα καθοριστεί. Έτσι, ως μία ελάχιστη αναγνώριση της ταλαιπωρίας την οποία έχουμε υποστεί όλοι όσοι σεβαστήκαμε το Ελληνικό Κράτος και πληρώναμε επί σειρά ετών ότι αυτό μέσω των κατά τόπους αρμόδιων υπαλλήλων του μας ζητούσε.
Με εκτίμηση
Φίλιππος Παπαβασιλείου
Για την κατάταξη των ακινήτων σε «αστικά» και «αγροτικά», πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις του ν.4067/2012 – Νέος Οικοδομικός Κανονισμός (Ν.Ο.Κ.), και το άρθρο 1 τού νομοσχεδίου να εναρμονισθεί με τις διατάξεις τού Ν.Ο.Κ.
Για την εφαρμογή των διατάξεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (άρθρο 1 του ν.4067/2012), τα ακίνητα διακρίνονται: α) σε εκείνα που βρίσκονται σε περιοχές εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, β) σε εκείνα που βρίσκονται σε περιοχές εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου και γ) σε εκείνα που βρίσκονται σε νόμιμα υφιστάμενους οικισμούς, χωρίς εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο.
Προτείνεται, επομένως, όπως η διάταξη τροποποιηθεί, κατ΄αναλογία, ως εξής: θεωρούνται ως : α) αστικά ακίνητα αυτά που βρίσκονται σε περιοχές είτε εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, είτε εντός νόμιμα υφιστάμενων οικισμών, χωρίς εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, β) αγροτικά ακίνητα αυτά που βρίσκονται εκτός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου.
Οι όροι και οι προϋποθέσεις για την εξαγορά των ανταλλαξίμων ακινήτων πρέπει να είναι πιό ευνοϊκοί διότι και με τον Ν.357/76 (ο οποίος πιθανόν να μην ισχύει μετά την ψήφηση του παραπάνω νονοσχεδίου),είναι ευνοϊκοότεροι.
Γιατί, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι φερόμενοι ως καταπατηταί έχουν εξαγοράσει απο τους εμφανιζόμενους τότε ως ιδιοκτήτες, (βάσει ιδιωτικών συμφωνητικών ή Ταπίων),μικρά οικόπεδα στα οποία έχτισαν ένα σπίτι για να στεγάσουν την οικογένειά τους, ακόμη και απο το 1928.Πολλά δε απο αυτά τα πιστοποιητικά κτήσης, στην πορεία των χρόνων έχουν χαθεί, διότι κατά την διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου κάποια σπίτια λεηλατήθηκαν.
Τα ακίνητα αυτά είναι δηλωμένα στην εφορία και έχουν πληρωθεί οι φόροι ακίνητης περιουσίας και κληρονομιάς απο τους κληρονόμους δεύτερης και τρίτης γενιάς,χωρίς ποτέ μέχρι σήμερα να τους ζητήσει η εφορία τίτλους κτίσης. Σήμερα οι άνθρωποι αυτοί είναι στην πλειοψηφία τους χαμηλοσυνταξιούχοι ή άνεργοι.
Με βάση τις διατάξεις του παρόντος, πρέπει να εξαγορασθούν και αγροτεμάχια που έχουν χαρακτηριστεί ως χορτολιβαδικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 998/1979, τα οποία δεν είναι καταγεγραμμένα ως δημόσια κτήματα από το αρμόδιο τμήμα της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου και κατέχονται πλέον της εικοσαετίας μέχρι σήμερα με νόμιμο τίτλο και για τα οποία έχουν μάλιστα εκδοθεί οικοδομικές άδειες ανεξαρτήτως εάν εκκρεμούν δικαστικές ή διοικητικές πράξεις που έχουν προκληθεί από τις δασικές υπηρεσίες (όπως π.χ πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής ή εντολή κατεδάφισης ακινήτου).
Ακόμα θα πρέπει να μπορούν να εξαγορασθούν αγροτεμάχια που ανήκουν στην πιο πάνω κατηγορία, τα οποία έχουν ήδη αγορασθεί από αλλοδαπούς, βασιζόμενοι σε τίτλους πέραν της εικοσαετίας προκειμένου να οικοδομήσουν παραθεριστική κατοικία και να αποκτήσουν μόνιμη διαμονή στη χώρα μας.
1 Οι ποηγούμενοι αναφερόμενοι νόμοι είχαν κυρίως κοινωνικα χαρακτηριστικά ενω το εν λόγω νομοσχεδιο καθαρά εισπρακτικά
2. Δεν δικαιολογείται πουθενά γιατί οι αιτήσεις θα υποβάλλονται στην ΕΤΑΔ ( η οποια δεν διαθέτει ουτε την υλικοτεχνική υποδομή ουτε το επαρκές εμπειρο προσωπικό ) και οχι στις Κτηματικές Υπηρεσίες οι οποιες και θα χειρισθούν το θέμα αλλά διαθέτουν και την εμπειρία απο τους προηγούμενους νόμους.
3. Δεν αναφέρονται πουθενά τα απαιτούμενα δικαιολογητικά τα οποια θαπρεπε να ειναι το δυνατόν λιγοτερα ητοι τοπογραφικά σε ΕΓΣΑ 87 και συσχετιση με ορθοφωτοχαρτες και κτηματολογιο οπου υπάρχει.
Η αναφορά στο Ε9 δεν ευσταθή διοτι δεν αποδεικνύει την καλλιεργεια η την κατοχή.
4. Στα δυνάμενα να εξαγορασθούν πρεπει να προστεθουν και τα μη λειτουργουντα λατομεια.
5. Στα καταγεγραμμένα Δημόσια Ακίνητα με ΒΚ εαν ειναι δασικά, χορτολιβαδικά , βραχώδη κλπ την προστασία ασκει το Δασαρχειο , την διαχειριση και κατα συνεπεια την εξαγορα θα την ασκει ντο ΥΟ?
6 Τα ακίνητα τα οποια εχουν δοθή στο ΤΑΙΠΕΔ δύνανται να εξαγορασθούν? Αν οχι πως θα γνωριζει ο πολιτης ποια ειναι αυτα.
7. Να μπορουν να καταγραφουν και να εξαγορασθουν τα τμήματα της παραλίας μεταξύ της γραμμής του αιγιαλού και των ιδιοκτησιων
Παρακαλούμε να συμπεριληφθούν στο νόμο και οι δασικές εκτάσεις, ώστε μανδριά, εικονοστάσια , παρεκκλήσια κ.λ.π. να μπορέσουν να εξαγορασθούν από τους ιδιώτες ή φορείς που τα κατέχουν και διαχειρίζονται.
Αγροτεμάχια, που έχουν χαρακτηριστεί ως χορτολιβαδικά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 998/1979, τα οποία δεν είναι καταγεγραμμένα ως δημόσια κτήματα από το αρμόδιο τμήμα της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου και έχει εκδοθεί νομίμως πολεοδομική άδεια η οποία μέχρι τη έναρξη ισχύος του νόμου είναι εν ισχύ.
Σε προηγούμενο παρόμοιο σχέδιο νόμου το 2006, που όμως δεν ψηφίστηκε ποτέ, υπήρχε πρόβλεψη και σαφής διατύπωση για τα καταπατημένα ακίνητα του Υπ. Εθν. Άμυνας (Τ.ΕΘ.Α.)τα οποία εντάσσονταν στη ρύθμιση. Με το παρόν νομοσχέδιο δεν προκύπτει ανάλογη σαφής διατύπωση για αυτά. Επειδή στο νομό Πέλλας υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ανάλογων αυθαίρετων καταπατήσεων από πάρα πολύ παλιά (πέραν των 50 ετών)νομίζω ότι θα πρέπει να διευκρινιστεί αν θα τα συμπεριλαμβάνει ή όχι η ρύθμιση.
Γιαννιτσά (πρώην στρατόπεδο ΚΑΨΑΛΗ και στρατόπεδο ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΥ)
Έδεσσα (περιοχή ΝΤΕΡΕ, τμήμα ιδιοκτησίας ΤΕΘΑ)
Συγχαίρω την Κυβέρνηση που προχώρησε στη σύνταξη αυτού του νομοσχεδίου, αλλά πρεπει αυτό να διορθωθεί και να συπληρωθεί σε πολλά σημεία. Κατα τη γνώμη μου πρέπει να γίνει συγχρόνως, εκτός των άλλων και ένταξη των εκτάσεων που προορίζονται για οικοδομική χρήση σε σχέδιο πόλης, ουτως ώστε να υπάρχει ισχυρός λόγος εξαγοράς της έκτασης και έτσι να δικαιωθούν οι τίμιοι αγοραστές οι οποίοι πλήρωσαν ακριβά και πολλές φορές την έκταση που κατέχουν χωρίς καμία οφέλεια και χωρίς προστασία του κράτους. Το τίμημα εξαγοράς πρέπει να εξαρτάται οπωσδήποτε από τον τρόπο απόκτησης της έκτασης και από τα χρόνια κατοχής.
Οι προωθούμενες ρυθμίσεις είναι πρόχειρες και δεν λαμβάνουν υπόψη παραμέτρους, άγνωστες προφανώς στον συντάκτη του σχεδίου νόμου, με αποτέλεσμα να διακυβεύεται δημόσιο συμφέρον , αλλά και να εμπλακούν δικαστικά (ενδεχομένως) μελλοντικά πολίτες με το δημόσιο. Όσον αφορά το πρώτο άρθρο που αναφέρεται στους ορισμούς, προτείνεται να γίνουν οι παρακάτω διορθώσεις-συμπληρώσεις: Στην παρ. α) πριν από τις λέξεις «σχέδιο πόλης» να τεθεί «εγκεκριμένο και έγκυρο», οι λέξεις «ή σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923» να αντικατασταθούν με τις λέξεις «ή περιλαμβάνονται στα όρια οικισμών προϋφισταμένων του 1923 ,όπως θα καθορισθούν για τις ανάγκες του Εθνικού Κτηματολογίου από την ΕΚΧΑ Α.Ε » και οι λέξεις «ή μέσα σε οικισμό κάτω των δύο χιλιάδων (2000) κατοίκων…….» να αντικατασταθούν με τις λέξεις » ή μέσα σε οικισμό κάτω των δύο χιλιάδων(2000) κατοίκων, του οποίου τα όρια καθορίσθηκαν με βάση τις προϋποθέσεις μεταγενεστέρων νόμων, με σύμφωνη γνώμη των εμπλεκομένων υπηρεσιών.» Στην παρ. β) η λέξη «προορίζονται» πρέπει να αντικατασταθεί με τις λέξεις «δύνανται να αξιοποιούνται οικονομικά» και μετά την λέξη εκμετάλλευση ,να τεθούν οι λέξεις , «πιστοποιουμένου τούτου, από γεωπόνο της οικείας Δ/νσεως Αγροτικής Ανάπτυξης». Στην παρ. γ) οι λέξεις «καταγεγραμμένα ή υπό καταγραφή ….. ,μέχρι τέλους, πρέπει να αντικατασταθούν με την διατύπωση » καταγεγραμμένα με βάση τον Α.Ν 1539/1938 ή προγενέστερους νόμους, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, στα αρχεία των οικείων Κτηματικών Υπηρεσιών». Οι προνοήσεις αυτές επιβάλλεται να ληφθούν, επειδή ,στα σχέδια επικρατεί ένα κομφούζιο, και πρόσφατα ανετέθη με τον νόμο 4164 στην ΕΚΧΑ Α.Ε η αρμοδιότητα να καθορίζει όρια οικισμών που προϋφίστανται του 1923,αφού στην πράξη, παρά το γεγονός ότι από του έτους 1977 μέχρι και πρόσφατα το ΣΤΕ , έκρινε τις οροθεσίες οικισμών πρό του 1923 που γινόταν με βάση οδηγίες της διοίκησης , πράξεις ανυπόστατες, η διοίκηση εξακολουθούσε να τις εφαρμόζει ,γνωρίζοντας ακόμα , ότι πολλές από τις οροθεσίες ήταν εικονικές και αφορούσαν οικισμούς που άρχισαν να συγκροτούνται ,πολύ μεταγενέστερα του 1923. Όσον αφορά επίσης την φύση των κτημάτων ,με προορισμό την αγροτική, κτηνοτροφική και την εν γένει γεωργική εκμετάλλευση, αρμόδια όργανα να την πιστοποιούν, είναι οι γεωπόνοι. Τέλος η καταγραφή κτημάτων του Δημοσίου, θεσμοθετημένα, γινόταν πάντα για λόγους διερεύνησης καταγγελιών ή καταπατήσεων (Βλ. Α.Ν 1539/38).Το Δημόσιο, μέχρι τουλάχιστον το 1887, καταχωρούσε στα αρχεία του, μόνο τις αναγνωρισμένες ως ιδιωτικές κτήσεις και όχι τα δικά του κτήματα, η δε καταγραφή των κτημάτων Β.Κ που γινόταν υπηρεσιακά πολύ μεταγενέστερα , ήταν καταστροφική για τα συμφέροντα του Δημοσίου, γινόταν με προχειρότητα , αφού δεν γινόταν πλήρης διερεύνηση του ιδιοκτησιακού ζητήματος των ομόρων εκτάσεων έναντι του Δημοσίου, με αποτέλεσμα να δίδεται η εντύπωση, ότι το Δημόσιο, αναγνώριζε τους ομόρους , ως ιδιοκτήτες.
Δεν είναι σωστό με ένα ή με δύο συμβόλαια κάποιος να θεωρείται καταπατητής και να έχει τις ίδιες υποχρεώσεις με τους καταπατητες.
Τα συμβόλαια είναι δημόσια έγγραφα και αν παρανόμησαν οι Συμβολαιογράφοι σε τίποτα δεν φταίνε οι αγράμματοι πολίτες που εξαπατήθηκαν απο επιτήδιους ιδιώτες, συμβολαιογράφους, τοπογράφους μηχανικούς που συνέταξαν σχέδια και έκαναν παράνομες κατατμήσεις και στη συνέχεια συμβόλαια την δεκαετία του 1960. Τα κράτος τότε εισέπραξε υπέρογκους φόρους για αγροτεμάχια οικοπέδικής αξίας. Το κράτος έπρεπε να λειτουργήσει και να προστατέψει τον πολίτη από τότε μέχρι σήμερα και όχι να ζητά χρήματα από αυτούς που εξαπατήθηκαν και δεν καταπάτησαν καμία έκταση του Δημοσίου. Ας ζητήσει το κράτος χρήματα από τους ιδιώτες και τους κληρονόμους τους που πλούτησαν σε βάρος αγράμματων ιδιωτών οι οποίοι σαν πρόβατα οδηγήθηκαν στα συμβολαιογραφεία δίοτι συμετείχαν σε συλλόγους πολεμηστών του Αλβανικού πολέμου και έτσι δημιουργήθκε η Εφεδρούπολη στη Νέα Ευκαρπία Θεσσαλονίκης η οποία σήμερα κατα μεγάλο μέρος θεωρείται αναδοσωτέα έκταση. Η πικρία μου προς το Κράτος είναι αφάνταστη σιότι είμαι νομοταγής πολίτης.
Πολύ καλή η πρωτοβουλία και μακάρι να προχωρήσει. Το μόνο που θα ηθελα να επισημάνω είναι ότι θα πρεπει να τεθούν πολύ καλές δικλείδες ασφαλείας ώστε με αποδεικτικά στοιχεία (όπως ασ πούμε τα έγγραφα της εφορίας Ε1 ή Ε9) να είναι ξεκάθαρο και σαφές το ποιος είναι ο πραγματικός δικαιούχος της εξαγοράς και να μην επωφεληθούν διάφοροι κάτοικοι της περιοχής που ψευδώς θα ισχυριστούν ότι έχουν δικαιώματα σε περιοχές χωρίς να συμβαίνει αυτό στην πραγματικότητα.