1. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν με αίτησή τους, υποβαλλόμενη μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2031 και κατόπιν έγκρισης της Εποπτικής Αρχής, να εφαρμόζουν μεταβατική μείωση των τεχνικών τους προβλέψεων. Η μείωση αυτή μπορεί να εφαρμόζεται στο επίπεδο των ομογενών ομάδων κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 61 του παρόντος.
2. Η μεταβατική μείωση αντιστοιχεί σε τμήμα της διαφοράς μεταξύ των ακόλουθων δύο ποσών:
α) των τεχνικών προβλέψεων μετά τη αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης και φορείς ειδικού σκοπού, υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος κατά την 1η Ιανουαρίου 2016,
β) των τεχνικών προβλέψεων μετά τη αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης, υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ Α’ 10), της απόφασης Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4382/07-06-2001 (ΦΕΚ Β 847) και της απόφασης ΕΠΕΙΑ 3/133/18-11-2008) (ΦΕΚ Β’ 2577) κατά την 1η Ιανουαρίου 2016.
Το τμήμα της διαφοράς μεταξύ των δύο ανωτέρω ποσών μειώνεται γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 100% το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 0% την 1η Ιανουαρίου 2032. Μείωση που οδηγεί σε ποσοστό 0% πριν την 1η Ιανουαρίου 2032 επιτρέπεται.
Όταν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν κατά την 1η Ιανουαρίου 2016 την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 56 του παρόντος, το ποσό που αναφέρεται στην περίπτωση (α) της παρούσας υπολογίζεται συμπεριλαμβάνοντας την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας κατά την ίδια ημερομηνία.
3. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να απαιτήσει τον επανυπολογισμό των ποσών των τεχνικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένου, όπου έχει εφαρμογή, του ποσού της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της μεταβατικής μείωσης που αναφέρεται στις περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 2 του παρόντος ανά 24 μήνες, ή και συχνότερα αν υπάρξει ουσιαστική μεταβολή στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης.
Ο επανυπολογισμός του προηγουμένου εδαφίου μπορεί να γίνει και κατόπιν αίτησης της ενδιαφερόμενης επιχείρησης η οποία υπόκειται στην έγκριση της Εποπτικής Αρχής.
4. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να περιορίζει ή να θέτει όρια στη μείωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος αν η εφαρμογή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιδείνωση ή χειροτέρευση της οικονομικής θέσης ή σε μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που έχει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σχέση με τις αντίστοιχες κατά την 31 Δεκεμβρίου 2015 υπολογιζόμενες σύμφωνα με το ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ Α’ 10).
5. Η έγκριση της Εποπτικής Αρχής χορηγείται εφόσον διασφαλίζεται ότι οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την παράγραφο 1 του παρόντος:
α) δεν εφαρμόζουν το άρθρο 274 του παρόντος,
β) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν θα συμμορφώνονταν προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας χωρίς εφαρμογή της μεταβατικής μείωσης, υποβάλλουν σε ετήσια βάση έκθεση στην Εποπτική Αρχή, αναφέροντας τα μέτρα που έλαβαν και την πρόοδο που έχουν σημειώσει όσον αφορά την αποκατάσταση, στο τέλος της μεταβατικής περιόδου που καθορίζεται στην παράγραφο 2 το παρόντος, επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων το οποίο καλύπτει την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας, ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου τους ώστε να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας·
γ) στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης που δημοσιοποιούν σύμφωνα με το άρθρο 38 του παρόντος αναγράφουν ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική μείωση στις τεχνικές προβλέψεις και περιλαμβάνουν την επίπτωση στην οικονομική τους θέση, σε ποσοτικούς όρους, από τη μη εφαρμογή της μεταβατικής αυτής μείωσης.