1. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης (β) του άρθρου 6 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έως την 1η Ιανουαρίου 2016 θα έχουν πάψει να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και θα διαχειρίζονται αποκλειστικά το υπάρχον χαρτοφυλάκιό τους με σκοπό να τερματίσουν τη δραστηριότητά τους δεν υπάγονται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρους του παρόντος, και υπάγονται στις αντίστοιχες διατάξεις του ν.δ. 400/1970 όπως ίσχυε την 31/12/2015, μέχρι τις ημερομηνίες που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος, εφόσον πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η Εποπτική Αρχή έχει πειστεί ότι οι επιχείρησης αυτές θα τερματίσουν τη δραστηριότητά τους πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019, είτε
β) έχουν υπαχθεί σε μέτρα εξυγίανσης που καθορίζονται στο Κεφάλαιο Β’ του Τετάρτου Μέρος του παρόντος και έχει οριστεί διαχειριστής.
2. Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν:
α) στην περίπτωση (α) της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγονται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρος του παρόντος από την 1η Ιανουαρίου 2019. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, επιχείρηση που εμπίπτει στην περίπτωση (α) της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγεται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρος του παρόντος νωρίτερα από την 1η Ιανουαρίου 2019 σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δεν είναι ικανοποιημένη με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά στον τερματισμό της δραστηριότητας τις συγκεκριμένης επιχείρησης,
β) στην περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγονται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρος του παρόντος από την 1η Ιανουαρίου 2021.
Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής, επιχείρηση που εμπίπτει στην περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του παρόντος υπάγεται στις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερου και Τρίτου Μέρος του παρόντος νωρίτερα από την 1η Ιανουαρίου 2021 σε περίπτωση που η Εποπτική Αρχή δεν είναι ικανοποιημένη με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά στον τερματισμό της δραστηριότητας τις συγκεκριμένης επιχείρησης,
3. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπάγεται στα μεταβατικά μέτρα των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η επιχείρηση δεν ανήκει σε όμιλο ή, αν ανήκει, όλες οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο έχουν πάψει να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης η αντασφάλισης·
β) η επιχείρηση υποβάλλει στην Εποπτική Αρχή ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόοδο που σημειώνει όσον αφορά στον τερματισμό της δραστηριότητάς της·
γ) η επιχείρηση έχει προηγουμένως κοινοποιήσει στην Εποπτική Αρχή ότι εφαρμόζει τα μεταβατικά μέτρα.
Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος νόμου δεν εμποδίζουν τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις να λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Πρώτου, Δεύτερο και Τρίτου Μέρους του παρόντος.
4. Η Εποπτική Αρχή καταρτίζει κατάλογο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος και τον κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών.
5. Αναφορικά με τις πληροφορίες που, δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος, υποβάλλονται, σε ετήσια ή με μικρότερη συχνότητα βάση, από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Εποπτική Αρχή, τίθενται οι ακόλουθες μέγιστες ημερομηνίες υποβολής:
α) για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση της οποίας το οικονομικό έτος τελειώνει από την 30 Ιουνίου 2016 μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2016, όχι αργότερα από 20 εβδομάδες από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης,
β) η μέγιστη προθεσμία υποβολής των είκοσι (20) εβδομάδων μειώνεται κατά δύο (2) εβδομάδες για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, με μέγιστο τα τέσσερα (4) έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, έως ότου διαμορφωθεί σε δεκατέσσερεις (14) εβδομάδες, από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2019.
6. Αναφορικά με τις πληροφορίες που, δυνάμει του άρθρου 38 του παρόντος, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δημοσιεύουν, τίθενται ακόλουθες μέγιστες ημερομηνίες δημοσίευσης:
α) για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση της οποίας το οικονομικό έτος τελειώνει από την 30 Ιουνίου 2016 μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2016, όχι αργότερα από είκοσι (20) εβδομάδες από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης,
β) η μέγιστη προθεσμία υποβολής των είκοσι (20) εβδομάδων μειώνεται κατά δύο (2) εβδομάδες για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, με μέγιστο τα τέσσερα (4) έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, έως ότου διαμορφωθεί σε δεκατέσσερεις (14) εβδομάδες, από το τέλος της οικονομικής χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2019.
7. Αναφορικά με τις πληροφορίες που, δυνάμει του άρθρου 24 του παρόντος, υποβάλλονται, σε τριμηνιαία βάση, από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Εποπτική Αρχή, τίθενται οι ακόλουθες μέγιστες ημερομηνίες υποβολής:
α) για οποιοδήποτε τρίμηνο τελειώνει από την 1 Ιανουαρίου 2016 μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2016, όχι αργότερα από 8 εβδομάδες από το τέλος του αντίστοιχου τριμήνου,
β) η μέγιστη προθεσμία υποβολής των οκτώ (8) εβδομάδων μειώνεται κατά μία (1) εβδομάδα για κάθε επόμενο οικονομικό έτος, με μέγιστο τα τέσσερα (4) έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, έως ότου διαμορφωθεί σε πέντε (5) εβδομάδες, από το τέλος των τριμήνων που τελειώνουν από την 1η Ιανουαρίου 2019 μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2019.
8. Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στις εταιρείες ασφαλιστικών συμμετοχών και στις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών στο επίπεδο του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 209 και 211, ενώ οι προθεσμίες που αναφέρονται στις παραγράφους 5, 6 και 7 παρατείνονται κατά έξι (6) εβδομάδες αντίστοιχα.
9. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 72, στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 1 (Tier 1) των βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως 10 ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:
α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 97 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον έχει προηγούμενη της 1ης Ιανουαρίου 2016 ημερομηνία έναρξης ισχύος,
β) την 31 Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως πενήντα επί τοις εκατό (50%) του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ 400/1970 όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή,
γ) δεν μπορούν με άλλο τρόπο να ταξινομηθούν στην κατηγορία 1 (Tier 1) ή την κατηγορία 2 (Tier 2) σύμφωνα με το άρθρο 72 του παρόντος.
10. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 72 του παρόντος, στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 2 (Tier 2) των βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως 10 ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:
α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 97 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον έχει προηγούμενη της 1ης Ιανουαρίου 2016 ημερομηνία έναρξης ισχύος,
β) την 31 Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή.
11. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επενδύουν σε διαπραγματεύσιμους τίτλους ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα βασισμένα σε επανασυσκευασμένα δάνεια που εκδόθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011 εφαρμόζουν την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 135 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ μόνο σε περιπτώσεις νέων επενδύσεων οι οποίες προστέθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως αντικατάσταση υφισταμένων μετά την 31 Δεκεμβρίου 2014.
12. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 76, των περιπτώσεων (β), (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 77 και του άρθρου 80 του παρόντος, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο θα είναι, για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους, ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται για τέτοια ανοίγματα που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εθνικό τους νόμισμα,
β) το έτος 2018, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο θα μειωθούν κατά 80% για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους,
γ) το έτος 2019, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο θα μειωθούν κατά πενήντα επί τοις εκατό (50%) για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους,
δ) από την 1η Ιανουαρίου 2020, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκέντρωσης και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικού περιθωρίου με την τυποποιημένη μέθοδο δεν θα μειωθούν για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.
13. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 76, των περιπτώσεων (β), (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 77 και του άρθρου 80 του παρόντος, οι τυποποιημένοι παράμετροι που χρησιμοποιούνται για τις μετοχές που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αγόρασε έως και την 1η Ιανουαρίου 2016, κατά τον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 254 του παρόντος, υπολογίζονται ως σταθμισμένοι μέσοι όροι:
α) της τυποποιημένης παραμέτρου που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 254 του παρόντος, και
β) της τυποποιημένης παραμέτρου που χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου μετοχών σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 254 του παρόντος.
Ο συντελεστής στάθμισης για την παράμετρο της περίπτωσης (β) της παρούσας παραγράφου αυξάνεται τουλάχιστον γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από μηδέν επί τοις εκατό (0%) για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε εκατό επί τοις εκατό (100%) για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2023.
14. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 του άρθρου 109 του παρόντος και με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η Εποπτική Αρχή καλεί τις ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες συμμορφώνονται μεν κατά την 31 Δεκεμβρίου 2015 προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας που προβλέπεται στα άρθρα 17α, 17β, 17γ και 98 του ν.δ.400/70 όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία αυτή, αλλά δεν συμμορφώνονται προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας κατά το έτος 2016, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν το επίπεδο επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου τους για να αποκαταστήσουν τη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017.
Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν κληθεί από την Εποπτική Αρχή σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας, υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου, στην οποία να προσδιορίζουν τα μέτρα που λαμβάνουν και την πρόοδο που έχουν σημειώσει τόσο στην επίτευξη του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων τα οποία καλύπτουν την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας όσο και στη μείωση του προφίλ κινδύνου για τη εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας.
Η Εποπτική Αρχή αίρει την παράταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην επίτευξη του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων Φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις Φερεγγυότητας, μεταξύ της ημερομηνίας που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας και της ημερομηνίας υποβολής της έκθεσης προόδου.
15. H τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται, για περίοδο έως την 31 Μαρτίου 2022, να υποβάλλει αίτηση για την έγκριση εφαρμογής εσωτερικού υποδείγματος του ομίλου που να περιλαμβάνει μόνο ένα τμήμα του ομίλου, εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και η τελική μητρική επιχείρηση βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος και εφόσον το συγκεκριμένο τμήμα αποτελεί ξεχωριστό μέρος με σημαντικά διαφορετικό προφίλ κινδύνου από τον υπόλοιπο όμιλο.
16. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 176 του παρόντος, οι μεταβατικές διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 8 έως 12 του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 274, 275 και 276 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και στο επίπεδο του ομίλου.
Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 176 του παρόντος, οι μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 14 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στο επίπεδο του ομίλου και εφόσον οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου συμμορφώνονται κατά την 31 Δεκεμβρίου 2015 προς την προσαρμοσμένη φερεγγυότητα του άρθρου 6β του ν.δ. 400/70 (ΦΕΚ Α’ 10) όπως ίσχυε κατά τη χρονική αυτή στιγμή αλλά δεν συμμορφώνονται προς την Κεφαλαιακή Απαίτηση Φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.
17. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται διατάξεις για τη γλώσσα δημοσίευσης των πληροφοριών του άρθρου 211 του παρόντος.