1. Ύστερα από αίτηση είτε των μετόχων ή εταίρων που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από πενήντα εκατοστά (50%) του κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης, είτε του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, είτε με πρωτοβουλία της Εποπτικής Αρχής, η Εποπτική Αρχή μπορεί, εφόσον έχει, σύμφωνα με βεβαίωση του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου ή έχει εξαντληθεί η περιουσία της επιχείρησης, να κηρύξει τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής υποχρεούται να χορηγεί την προαναφερόμενη βεβαίωση, εφόσον έχει περατώσει τις εκ του νόμου προβλεπόμενες εργασίες για την εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, ανεξαρτήτως του εάν έχει λάβει χώρα ή όχι έλεγχος της φορολογικής αρχής στην ασφαλιστική επιχείρηση.
Μετά τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση).
2. Εάν η διάρκεια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης υπερβεί την τριετία, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής υποβάλει στην Εποπτική Αρχή, εντός δύο μηνών από την παρέλευση της τριετίας, σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει έκθεση για τις μέχρι τότε εργασίες της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει μέτρα για την ταχεία περάτωσή της. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν παραίτηση της επιχείρησης από δικαιώματα, δικόγραφα και αιτήσεις, αν η επιδίωξη τούτων είναι ασύμφορη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη ή αβέβαιη ή απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ανωτέρω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και συμβιβασμούς, αναδιαπραγματεύσεις ή καταγγελία συμβάσεων, όπως και σύναψη νέων. Εφόσον το σχέδιο εγκριθεί από την Εποπτική Αρχή, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ολοκληρώνει την ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε αυτό
3. Με απόφαση της Εποπτικής Αρχής ορίζονται οι λεπτομέρειες για την περάτωση και τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ιδίως αναφορικά με το περιεχόμενο της βεβαίωσης της παραγράφου 1 του παρόντος.