1. Η Εποπτική Αρχή μπορεί να αποφασίζει, ως μέσο εξυγίανσης, την μείωση του συνόλου ή μέρους των ασφαλιστικών υποχρεώσεων μιας ασφαλιστικής επιχείρησης.
2. Η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος νόμου καθορίζει, για τις απαιτήσεις από ασφάλιση αναφορικά με εκκρεμείς αποζημιώσεις το ποσοστό μείωσης αυτών, για δε τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις από εν ισχύ ασφαλιστικές συμβάσεις το ποσοστό μείωσης των συμβατικά καθορισμένων ασφαλισμένων ποσών ή παροχών. Το ποσοστό μείωσης του προηγουμένου εδαφίου μπορεί να διαφοροποιείται ανά ασφαλιστικό κλάδο των άρθρων 4 και 5 του παρόντος ή ανά συγκεκριμένη ομογενή ομάδα κινδύνου ή κατηγορία δραστηριοτήτων του άρθρου 61 του παρόντος ή ανά είδος παροχής ή παρεχόμενης κάλυψης και δεν μπορεί να καταλήγει σε ασφαλισμένα ποσά μικρότερα από τυχόν ελάχιστα οριζόμενα από νόμο.
3. Η Εποπτική Αρχή, για τον καθορισμό του ύψους της εν λόγω μείωσης, λαμβάνει υπόψη της το βαθμό επιδείνωσης της οικονομικής θέσης των ληπτών της ασφάλισης σε σχέση με αυτή στην οποία θα βρίσκονταν εάν η ασφαλιστική επιχείρηση ετίθετο άμεσα σε ασφαλιστική εκκαθάριση πριν από την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου.
4. Το τελικό μετά την εν λόγω μείωση ασφαλισμένο κεφάλαιο ή το τελικό μετά την εν λόγω μείωση ύψος των καλυπτόμενων παροχών καθώς και οι τυχόν λοιπές ή συνεπακόλουθες τροποποιήσεις που επέρχονται σε στοιχεία που περιλαμβάνονται σε εν ισχύ ασφαλιστικές συμβάσεις, γνωστοποιούνται εγγράφως σε κάθε έναν κάτοχο ασφαλιστηρίου συμβολαίου.