Η Εποπτική Αρχή λαμβάνει τα κατάλληλα κατά την κρίση της μέτρα για την εξυγίανση ασφαλιστικής επιχείρησης, εκτιμώντας τα ακόλουθα:
α) Τη διαφαινόμενη αδυναμία ασφαλιστικής επιχείρησης να ανακάμψει.
β) Την αδυναμία λήψης εναλλακτικών μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος εντός κατάλληλου χρόνου για την αποτροπή αφερεγγυότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης.
γ) Τις εκτιμώμενες συνέπειες της αδυναμίας πληρωμών ασφαλιστικής επιχείρησης για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη ιδίως:
γα) του είδους των ασφαλιστικών εργασιών και του ύψους των τεχνικών προβλέψεων της ασφαλιστικής επιχείρησης και των απαιτήσεων επενδυτών κατ’ αυτού,
γβ) του είδους και εύρους των υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και άλλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και
γγ) των συμμετοχών της ασφαλιστικής επιχείρησης στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών που ανήκουν στις αναφερόμενες στην υποπερίπτωση (γβ) της παρούσας περίπτωσης κατηγορίες, όπως και των συμμετοχών τέτοιων εταιριών στο μετοχικό κεφάλαιο της ασφαλιστικής επιχείρησης,
δ) την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση της ασφαλιστικής επιχείρησης οι μέτοχοι, οι μη ενέγγυοι πιστωτές και με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οι λήπτες ασφάλισης, οι ασφαλισμένοι και οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση.